Η ΝΕΟΚΟΥΡΗ ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΔΟΤΗ
Η Θεοδότη ἦταν μητέρα τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ σοφοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ (1018-1078).
῾Υπῆρξε πολὺ εὐσπλαγχνικὴ καὶ εὐσεβής.
Τῆς ἄρεσε νὰ προσκαλῆ στὸ τραπέζι της φτωχούς, μὰ ὄχι γιὰ νὰ καμαρώνη σὰν γενναιόδωρη ἤ νὰ ταπεινώνη αὐτοὺς ποὺ ἐλεοῦσε.
῾Η Θεοδότη ἤξερε νὰ δίνη. ῾Υποδεχόταν ἡ ἴδια τοὺς φτωχοὺς ξένους της, τοὺς ἔπλενε τὰ πόδια καὶ ἤθελε
νὰ τοὺς περιποιῆται μόνη της, σὰν νὰ ἦταν μεγάλοι ἄρχοντες!
Διάβαζε ἀδιάκοπα τὴν ῾Αγία Γραφή.
Καταγινόταν πρωῒ καὶ βράδυ μὲ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ φλογερὲς προσευχές.
῾Η ψυχή της ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ θεῖες ἐκστάσεις. ᾿Ιδιαίτερα μερίμνησε γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησι τοῦ μικροῦ Μιχαήλ. Πάσχισε ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια νὰ τὸν κάνη ἕνα παιδὶ τίμιο, εὐλαβικὸ καὶ λογικό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν παραδέχθηκε ποτὲ τὰ βράδια νὰ τοῦ λένε παραμύθια, ἤ νὰ τοῦ γεμίζουν τὸ κεφάλι μὲ κοσμικὲς ἀνόητες ἱστορίες. ᾿Απεναντίας τοῦ διηγόταν εὐλαβικὲς καὶ μορφωτικὲς ἱστορίες, τοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸν ᾿Ισαάκ, ποὺ τὸν ὡδηγοῦσε ὁ πατέρας του στὸν τόπο τῆς θυσίας καὶ ὑποτάχθηκε ἀδιαμαρτύρητα στὴν πατρικὴ θέλησι, γιὰ τὸν ᾿Ιακώβ, ποὺ τὸν εὐλόγησε ὁ πατέρας του γιὰ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔδειχνε στὴ μητέρα του, καὶ ἀκόμη γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ μικρὸς ἦταν τόσο ὑπάκουος στοὺς γονεῖς του... Καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔβγαζε ἠθικὰ συμπεράσματα, κατάλληλα γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ της.
῞Οταν τὸ εὐτυχισμένο ἀγοράκι μεγάλωσε, ἡ φιλόστοργη μητέρα ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἐπιστημονική του μόρφωσι παρὰ τὴν ἀντίθετη γνώμη τῶν ἄλλων συγγενῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἔγινε ἀκόμη πιὸ φλογερὸς σ᾿ αὐτὴ τὴ θερμὴ ψυχή. Στὸν πόθο της ν᾿ ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴ ζωή της κάθε τί περιττό, ἔφθανε στὸ σημεῖο νὰ στερῆται ἀκόμη καὶ τ᾿ ἀπαραίτητα. Μάταια οἱ δικοί της τὴν παρατηροῦσαν γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεἰα της. Μάταια ὁ πατέρας της τὴ μάλωνε καὶ τὴν πίεζε ν᾿ ἀλλάξη ζωή. ῎Αν κάποτε, γιὰ νὰ εὐχαριστήση τοὺς δικούς της, δεχόταν νὰ τῆς φέρουν κάπως ἀφθονώτερο φαγητό, τὴ στιγμὴ ποὺ καθόταν στὸ τραπέζι, ἄλλαζε γνώμη! Πρόσταζε νὰ φωνάξουν κάποια φτωχὴ ἀπὸ τὸν δρόμο, γιὰ νὰ φάη ἐκείνη τὸ φαγητό της. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ἀδυνάτιζε μέρα μὲ τὴ μέρα. Τώρα γιὰ νὰ πάη στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ σταθῆ ὄρθια τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔπρεπε νὰ τὴν κρατοῦν δύο. ῾Ωστόσο δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη Μοναχή, κρίνοντας ἀπὸ μετριοφροσύνη πὼς δὲν ἦταν ἄξια γιὰ μιὰ τέτοια τιμή, ἄν καὶ ὅσο ἔνιωθε πὼς πλησίαζε στὸν θάνατο, λαχταροῦσε μὲ θέρμη τὸ ᾿Αγγελικὸ Σχῆμα.
῞Ομως ἕνα ὄνειρο συντόμεψε τὴν ἀπόφασί της. Κάποια ἀπὸ τὶς φίλες της ὀνειρεύθηκε μιὰ νύχτα πὼς βρέθηκε στὸν ῾Ιππόδρομο, μέσα στὸ αὐτοκρατορικὸ θεωρεῖο, καὶ πὼς ἔβλεπε ἐκεῖ μέσα, γύρω ἀπὸ ἕνα μυστηριώδη ὁλόχρυσο λαμπρὸ θρόνο, ἄλλους θρόνους ἀπὸ χρυσάφι ἤ ἐλεφαντόδοντο τοποθετημένους σὲ ἡμικύκλιο. Κοντά τους ἦταν κι ἕνας θρόνος φτιαγμένος ἀπὸ κάποιο διαφορετικό, ἄγνωστο ὑλικό, σκοτεινὸ καὶ ἀστραφτερὸ ταυτόχρονα. Καὶ καθὼς ρωτοῦσε γιὰ ποιόν ἦταν προορισμένο αὐτὸ τὸ ὡραῖο κάθισμα, μιὰ φωνὴ τῆς ἀποκρίθηκε πὼς ἦταν ὁ θρόνος τῆς Θεοδότης: – ῾Ο Αὐτοκράτορας –δηλαδὴ ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν– πρόσταξε νὰ εἶναι ἕτοιμος, γιατί σὲ λίγο ἡ Θεοδότη θὰ ἔρθη νὰ καθίση. ῏Ηταν ἡ προειδοποίησις τοῦ συντόμου θανάτου της! ῾Η Θεοδότη τότε πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ φορέση τὸ Σχῆμα, νὰ γίνη Μοναχή. ῾Η τελετὴ τοῦ πνευματικοῦ γάμου ἦταν συγκινητικὴ καὶ ἐπίσημη! ῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Μονῆς ἦταν στολισμένη ἑορταστικά. Οἱ Μοναχὲς γέμιζαν τοὺς Χοροὺς τῶν ψαλτῶν.
῾Ο Μιχαὴλ Ψελλός, καταξιωμένη μορφὴ στὸν πολιτικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ κόσμο, ἦταν κι αὐτὸς μπροστά, στὴν πρώτη σειρὰ τοῦ συναγμένου πλήθους. ῞Ολοι ξαφνιάσθηκαν ὅταν εἶδαν τὴ Θεοδότη, ποὺ τὴν ἤξεραν ὑπερβολικὰ ἐξαντλημένη, νὰ στέκεται ὄρθια γιὰ κείνη τὴ μεγάλη μέρα. Φωτισμένη ἀπὸ μιὰ ὑπερφυσικὴ ὀμορφιά, παρουσιάσθηκε χωρὶς νὰ τὴν ὑποστηρίζη κανείς, προχώρησε μὲ σταθερὸ βῆμα ὥς τὸ ῾Ιερὸ καὶ σ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ᾿Ακολουθίας τῆς Κουρᾶς στάθηκε ὄρθια καὶ ἀλύγιστη. ῾Ο διαπρεπὴς γιός της, ποὺ σ᾿ αὐτὴν ὤφειλε τὴν πνευματική του ἐξέλιξι, πολὺ συγκινημένος ἔπεσε μετὰ τὴν τελετὴ στὰ πόδια της, ζητώντας τὴν εὐλογία τῆς νεόκουρης. Τότε ἐκείνη τοῦ εἶπε: – Μακάρι νὰ μπορέσης κι ἐσύ, γιέ μου, νὰ γνωρίσης αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρι. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πρόσωπό της ἄλλαξε ὄψι καὶ μιὰ θεία λάμψι ἄναψε στὴ ματιά της.
῏Ηταν τὸ τέλος!
Θέλησε ν᾿ ἀναπαυθῆ λίγο καὶ κάθησε σ᾿ ἕνα χαμηλὸ στασίδι.
᾿Εκεῖ ἐκοιμήθη εἰρηνικά!...
῾Ολόκληρη ἡ Κωνσταντινούπολις συγκεντρώθηκε στὴν κηδεία της.
῞Ολοι προσπάθησαν ν᾿ ἀσπασθοῦν τὸ ἀσκητικὸ σῶμα, τὰ χέρια, τὸ πρόσωπο τῆς Μοναχῆς Θεοδότης...
''Χαρίσματα καί Χαρισματοῦχοι''
τόμος Δεύτερος, σελ. 216-219,
ἔκδοσις ἕκτη,
῾Ιερά Μονή Παρακλήτου, ᾿Ωρωπός ᾿Αττικῆς 1994
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
τεύχος 316, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2003
Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου