Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΟΥΚ ΕΙΜΙ ΑΞΙΟΣ ΜΗΤΕ ΤΑ ΠΟΔΑΡΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΦΙΛΗΣΩ



ΔΙΔΑΧΗ Α'


«Εις ην δ’ αν πόλιν εισέλθητε, λέγετε ειρήνη τη πόλει ταύτη», λέγει ο Κύριος.

 Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης,

 ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριος από την πολλήν Του αγαθότητα,

 οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις άπειρα χαρίσματα, οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει 

καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, εκατεδέχθη και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου 

και από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας,

 δια να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας Του, να χαίρωμεν πάντοτε εις τον παράδεισο

 μαζί με τους Αγγέλους και να μη καιώμεθα εις την κόλασιν με τους ασεβείς και τους διαβόλους. 



 


Καθώς ένας άρχοντας έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτας, ούτω και ο Κύριος ωσάν αμπέλι έχειν όλον τον κόσμο. Και επήρε δώδεκα Αποστόλους, και τους έδωκε την χάριν Του και την ευλογία Του, και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμο να διδάξουν τους ανθρώπους πώς να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα, και μετά ταύτα να πηγαίνουν εις τον παράδεισον, να χαίρωνται πάντοτε, να μετανοούν, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχουν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τον αδελφόν των.


Και εις όποιαν χώρα πηγαίνουν οι Απόστολοι και τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Εις όποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να τινάζουν και τα τσαρούχια των και να φεύγουν. 


Έτσι οι άγιοι Απόστολοι λαμβάνοντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ως φρόνιμοι και πιστοί δούλοι του Χριστού μας, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον. Με εκείνην την χάριν ιάτρευον τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζον τους νεκρούς και ανεσταίνονται. 


Και εις όποιαν χώραν επήγαινον οι άγιοι Απόστολοι και τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους έκαμνον χριστιανούς, εχειροτόνουν αρχιερείς και ιερείς, συνέστηναν εκκλησίας, και ευλογούσαν την χώραν εκείνην, και εγίνετο ένας επίγειος παράδεισος, χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιαν χώραν επήγαινον και δεν τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους παρήγγειλε να τινάζουν και τα υποδήματά των, και έμενεν εις εκείνην την χώραν κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας. 


Πρέπον και εύλογον είναι ένας διδάσκαλος, όταν θέλει να διδάξει, να εξετάζει πρώτον τι ακροατάς έχει, ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι. Και γω, αδελφοί μου, που ηξιώθην και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν δια την ευσπλαχνίαν του Χριστού μας, εξέτασα πρώτον δια λόγους σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστε Έλληνες, δεν είστε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και είσθε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας.


Και όχι μόνο δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια σας να φιλήσω. Διότι ο καθένας από λόγους σας είναι τιμιώτερος απ’ όλον τον κόσμον. Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένειά σας διά λόγου μου, το ηξεύρω, πώς άλλοι σας λέγουν άλλα, όμως αν ίσως και θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, εγώ σας την λέγω. Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρο. Ο πατήρ μου, η μήτηρ μου, το γένος μου, ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλους. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου και Θεού. 


Όχι πως εγώ είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλ’ ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαχνίαν Του. Τον Χριστόν μας λοιπόν, αδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω και προσκυνώ. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με καθαρίσει από κάθε αμαρτίαν ψυχικήν και σωματικήν. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με δυναμώσει να νικήσω τους τρεις εχθρούς: τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον.


Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με αξιώσει, να χύσω και εγώ το αίμα μου δια την αγάπην Του, καθώς το έχυσε και Εκείνος δια την αγάπην μου. Ανίσως, αδελφοί μου, και ήτο δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κυρήξω εις όλον τον κόσμον, πως μόνος ο Χριστός μας είναι Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των πάντων, ήθελα να το κάμω. Μμα επειδή και δεν δύναμαι να πράξω εκείνο το μέγα, κάμνω τούτο το μικρόν, και περιπατώ και τόπον εις τόπον, και διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, άλλ’ ως αδελφός. Διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είναι. 


Πόθεν παρακινήθην, αδελφοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν. Αναχωρών από την πατρίδα μου προ πενήντα ετών, επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και περισσότερον εκάθισα εις το Άγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον διά τας αμαρτίας μου. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισε ο Κύριός μου, με ηξίωσε και έμαθα ολίγα γράμματα Ελληνικά, έγινα και καλόγηρος.


Μελετώντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνος. Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζει διά τον εαυτόν του μόνον πώς να σωθεί, αλλά να φροντίζει και για τους αδελφούς του να μη κολασθούν. 


Ακούοντας και γω, αδελφοί μου, τούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζομεν και διά τους αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον, τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την αμάθειαν μου. Εσυμβουλεύτηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς, πατριάρχας τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου, ανίσως και είναι θεάρεστον τέτοιον έργον να το μεταχειρισθώ, και όσοι με παρεκίνησαν να το κάμω, και μου είπον πως τέτοιον έργον, καλόν και άγιον είναι. Μάλιστα παρκινούμενος από τον Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην – να έχωμεν την ευχήν του - και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς, άφησα την ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου.


Κάμνοντας αρχήν να διδάσκω μου ήλθεν ένας λογισμός εδώ οπού περιπατώ. Να ζητώ άσπρα, διότι ήμην φιλάργυρος και αγαπούσα τα γρόσια, ναι, μα και τα φλωρία περισσότερον όχι ωσάν την ευγενείαν σας που τα περιφρονείτε ή δεν τα καταφρονείτε; Μελετώντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, εύρον και άλλον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας. 


Πως χάρισμα σου έδωσα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δώσης και συ εις τους αδελφούς σου, χάρισμα να διδάσκεις, χάρισμα να συμβουλεύεις, χάρισμα να εξομολογείς, και ανίσως και ζητήσεις να πάρεις τίποτε πληρωμήν διά την διδαχήν, ή πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την κόλασιν.


Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, αυτόν τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας χάρισμα να δουλεύομεν και τους αδελφούς μας, εις την αρχήν μου εφάνη βαρύς ο λόγος, ύστερον όμως μου εφάνη γλυκύτερος ώσπερ μέλι και κηρίον, και εδόξασα και δοξάζω χιλιάδες φορές τον Χριστόν μου οπού μ’ εφύλαξε από τούτο το πάθος της φιλαργυρίας, και με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού δεν έχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασέλλα, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ, αλλά ακόμη παρακαλώ τον Κύριον μου μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώσει να μην αποκτήσω σακκούλα. 


Διότι ωσάν κάμω αρχήν να παίρνω άσπρα, ευθύς έχασα τους αδελφούς μου και δεν ημπορώ και τα δύο ή τον Θεόν ή τον διάβολον. Πρέπον και εύλογον είναι, χριστιανοί μου, καθώς μανθάμενομεν από το άγιο Ευαγγέλιον και από τας Θείας Γραφάς, να αρχίζομεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν. Όχι πως είμαι άξιος ν’ αναφέρω το όνομα του Θεού μου, αλλά ο Θεός καταδέχεται διά την ευσπλαχνίαν Του.


Αφήνομεν λοιπόν, αδελφοί μου, τας φλυαρίας των ασεβών, των αιρετικών, των αθέων, και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτισε τους αγίους προφήτας Αποστόλους και Πατέρας της Εκκλησίας μας, και μας έγραψαν, και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διότι δεν είναι δυνατόν. Θέλομεν χρόνους και καιρούς, αλλά μερικά οπού φαίνονται αναγκαιότερα και όστις είναι φιλομαθής ας ζητήσει να μάθει και τα επίλειπα. Ο Πανάγαθος λοιπόν, αδελφοί μου, και πολυέλαιος Θεός είναι ένας, και όποιος λέγει ότι είναι πολλοί Θεοί, είναι διάβολος. Είναι δε και Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, μια φύσις, μια δόξα, μια βασιλεία, ένας Θεός. 


Είναι δε ακατάλυπτος Κύριος ανερμήνευτος, παντοδύναμος, όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος αγάπη. Δεν έχομεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν την Αγίαν Τρίαδα, επειδή και δεν εβρίσκεται άλλο εις τον κόσμον. Μα δια να λάβει παραμικρήν βοήθειαν ο νους μας, φέρουν μερικά παραδείγματα οι θεολόγοι της Εκκλησίας. Σιμά εις τα άλλα μας φέρνουν και τον ήλιον. Ο ήλιος ηξεύρομεν όλοι πως είναι ένας, ένας είναι και ο Θεός. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει τούτον τον κόσμον τον αισθητόν, ούτω και η Αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον νοητόν.


Είπομεν, αδελφοί μου, πως ο ήλιος είναι ένας, μα είναι και τρία μαζί. Έχει ακτίνας, όπου έρχονται εις τα όμματά μας ωσάν γραμμαί, ωσάν κλωσταί, έχει και φως, οπού εξαπλώνεται εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, με τας ακτίνας τον συνάναρχον Υιόν, και με το φως το ομοούσιον Πνεύμα. Είναι και άλλος τρόπος να καταλάβετε την Παναγίαν Τριάδα. Πώς; να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν και τότε θα σας φωτίσει η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα. 


Αυτήν την Παναγίαν Τριάδα εμείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί δοξάζομεν και προσκυνούμεν. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, και έξω από την Αγία Τριάδα όσοι λέγονται Θεοί είναι δαίμονες. Και όχι μόνον ημείς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνούμεν την Αγίαν Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού, και ωσάν την άμμον της θαλάσσης, προφήται, απόστολοι, μάρτυρες, ασκηταί έχυσαν το αίμα των διά την αγάπην της Αγίας Τριάδος και ηγόρασαν τον παράδεισον και χαίρονται πάντοτε.


Ομοίως άνδρες και γυναίκες ηρνήθησαν τον κόσμον, επήγαν εις τας έρημους και ασκητειώντες επείγον εις τον παράδεισον. Επίσης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τον κόσμον με σωφροσύνη και παρθένια, με νηστείας, προσευχές, ελεημοσύνες, με έργα καλά, και πέρασαν και εδώ καλά και επήγαν εις τον παράδεισον να χαίρονται πάντοτε. Δεν ευρίσκεται τόπος οπή να λείπει ο Θεός. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλομεν να κάμομεν καμίαν αμαρτίαν, να στοχαζόμεθα ότι ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, είναι πανταχού παρών και μας βλέπει. Να εντρεπόμεθα τους αγγέλους, τους αγίους, και μάλιστα τον άγγελον τον φύλακα της ψυχής μας, οπού μας βλέπει. 


Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμομεν την αμαρτίαν, και πώς να μην εντρεπόμεθα από τόσους αγίους και αγγέλους; Ο Πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται και φως, και ζωή, και ανάστασις. Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας είναι και λέγεται αγάπη.


Πρέπει ημείς, ανίσως και θέλωμεν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις τον παράδεισον, και να λέγωμεν τον Θεόν μας αγάπην και πατέρα, πρέπει να έχομεν δύο αγάπας. Αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας . παρά φύσιν είναι να μη τας έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τας δύο αγάπας, διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν. 





Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ 

να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, αέρα, ημέραν, νύχτα, 

ουρανόν, ήλιον κ.λ.π. 

Όλα αυτά διά ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς; Τι μας εχρεώστει; 

Τίποτε. Όλα χάρισμα . μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμεν ζώα. 

Μας έκαμεν ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς.

Αν και αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, 

μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει 

την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν να παύσωμεν από τα κακά, 

και να κάμομεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθεί, να μας βάλη 

εις τον παράδεισο να χαιρόμεθα πάντοτε!...



Απόσπασμα εκ του βιβλίου: 
''Διδαχαί και Προφητείαι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού'', εκδόσεις <<Λυδία>>.
 Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου