ΜΗ ΧΤΙΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΠΑΛΑΤΙΑ
Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος πού καταγόταν ἀπ᾿ τά Ἄδανα,
μᾶς διηγήθηκε,
ὅτι ὅταν ζοῦσε στά μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως,
στό κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντά στόν ἅγιο ποταμό Ἰορδάνη,
ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τά μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νά γίνει μοναχός στό μοναστῆρι αὐτό.
Καί ὁ ἡγούμενος τόν δέχτηκε.
Ἔμεινε κάποιο χρονικό διάστημα καί ἐπειδή ὠφελήθηκε πνευματικά ἀπ᾿ τήν καλή κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ,
μιά πού εἶχε ἀρκετό χρυσάφι, τό φέρνει καί τό δίνει στόν ἀββᾶ, λέγοντάς του:
«Ἀββᾶ, ἐπειδή ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τήν ζωή στό κοινόβιο καί θέλω,
ἐάν καί ὁ Θεός συγκατανεύει, νά κάνεις τήν κουρά μου
καί νά μοῦ δώσεις τό ἅγιο σχῆμα,
πᾶρε αὐτήν τήν εὐλογία καί διαχειρίσου την,
ὅπως νομίζεις» καί τοῦ δείχνει τό χρυσάφι.
Ὁ ἡγούμενος ὅμως, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει: «Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει: «Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα. Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα.
Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας: «Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί». Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς;
Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς». Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν ὁ ἀββᾶς, ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους. Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ.
Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ, ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις». Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω». Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει: «Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ». Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά».
Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου». Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;» Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!»
Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια.
Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στό κοινόβιο
καί μαζί μέ τούς ἀδελφούς ἀγωνίσου χωρίς ντροπή σέ κάθε διακόνημα
γιά τόν Κύριο, φέροντας στή μνήμη σου τόν ἴδιο τόν Κύριο,
πού ἔλεγε: «Δέν ἦρθε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν ὑπηρετήσουν,
ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά δώσει τήν ψυχή του λύτρο γιά πολλούς».
Βλέποντας ὁ ἀδελφός τήν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ
καί τήν περιφρόνησή του πρός τά χρήματα,
ένιωσε κατάνυξη μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί ἐπέστρεψε μαζί του στό κοινόβιο.
Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καί ὑποταγή σέ ὅλους.
Καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καί ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτήν τήν μονή.
Το Μέγα Γεροντικόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου