ΕΡΗΜΟ ΜΝΗΜΑ
«Ἔρημο μνῆμα κι ἄχαρο…»,
οὕτω πως ἤρχιζε τό μοιρολόγι τῆς μικρᾶς Κατερίνας,
τῆς νεωτέρας κόρης τοῦ Χρήστου τοῦ Σαρρῆ,
ὅταν ἐξῆλθεν ἀπό τόν σεμνόν ναΐσκον ἡ μικρά πληθύς τῶν ἀνελθόντων
διά τήν ἐξοχικήν κηδείαν ἀπό τήν παραθαλάσσιον μεσημβρινήν πολίχνην.
Ὁ μικρός τάφος εἶχε σκαφῆ πρός ἀνατολάς τῆς ἐκκλησίας,
σύρριζα στήν χηβάδα τοῦ ἱεροῦ,
κι ὁ παπ᾿ Ἀποστόλης μέ τό θυμιατόν ἔλεγε τήν τελευταίαν εὐχήν τοῦ Τρισαγίου,
καί τό Κουκλί καί τό Μπονακί, τά δύο ἀγαπημένα ψαλτουδάκια τῆς Παναγίας ἀπό τήν Ἐπάνω Ἐνορίαν,
ἔμελπον σιγά καί βαθιά τό «Ὁρῶντές με ἄφωνον»,
κι ὁ παπα - Στάμος κύψας εἶχεν ἀναλάβει ἓν σύντριμμα κεράμου ἀπό τήν παμμήτορα γῆν,
κ᾿ ἐπροσπάθει μέ τό μαχαιράκι του νά χαράξῃ ἐπάνω ἕνα σταυρόν μέ τό ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ χιαστί ὁλόγυρα.
Κ᾿ ἡ γρια-Φλωρού ἐξέχυνε μέ λόγια καί μέ δάκρυα τόν πόνον της,
ὅτι,
ἀφοῦ εἶχε θάψει πρό πέντε ἐτῶν τόν μοναχογυιόν της,
εἶχεν ἐπιζήσει ἀκόμη διά νά νεκρασπασθῇ καί τόν ἔγγονόν της τόν πρωτογέννητον.
Κ᾿ ἡ μικρὰ Κατερίνα ἤρχιζε καὶ δὲν ἐτελείωνε τὸ μοιρολόγι της: Ἔρημο μνῆμα κι ἄχαρο στὰ χόρτα τ᾿ ἀνθισμένα, πές μου, ποῦ πῆγε τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε στὰ ξένα. Εἶχε μισέψει ὁ νέος πρὸ τετραετίας, μόλις ἦτο 17 ἐτῶν τότε, διὰ τὴν Ἀμερικήν, ὅπως ὅλοι. Τὸν εἶχε κολλήσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἡ μανία τῆς μεταναστεύσεως, ἂν καὶ θὰ ἦτο χρήσιμος εἰς τὸν τόπον, ὅπου ὁ πατήρ του διετήρει καλὸν μαγαζεῖον.
Ὁ μικρὸς Νῖκος εἶχε φύγει σχεδὸν ἄνευ τῆς συναινέσεως τοῦ πατρός του. Ἔζησεν ὑπὲρ τὰ τρία ἔτη ἐργαζόμενος ἐκεῖ. Τέλος, κατ᾿ αὐτὸ τὸ ἔτος, μίαν Κυριακὴν μετὰ τὸ μεσοσαράκοστον, ἔφθασεν ἀπροσδοκήτως εἰς τὴν μικρὰν νῆσον. Ἦτο ἄρρωστος, ἰσχνὸς καὶ σκελετώδης. Ἔζησε πέντε ἑβδομάδας. Ἐνοσηλεύετο μὲ ἀπείρους τρυφερὰς περιποιήσεις κατ᾿ οἶκον. Εἶτα, περὶ τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ Ἀπριλίου, τὸν εἶχε πιάσει στενοχωρία ἀφόρητος καὶ ἀκράτητος ἀνάγκη ἐκτοπισμοῦ. ― Πατέρα, στὸν Ἁι - Λιᾶ νὰ μὲ πᾷς. Ἐκεῖ θὰ γένω καλά. ― Δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόμα, παιδί μου. Εἶναι ψύχρες κ᾿ ὑγρασία πολλὴ ἔξω. ― Καὶ πότε θὰ μὲ πᾷς; ―Ἂς περάσουν ἀκόμα δυὸ μέρες.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ ἀσθενὴς πάλιν: ― Πατέρα, πότε θὰ μὲ πᾷς στὸν Ἁι-Λιᾶ; Κοντὰ στὴ βρύση, ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ πλατάνια, ἐκεῖ θὰ ἰδῶ τὴν ὑγειά μου. ― Νὰ σιάσῃ ὁ καιρός, Νῖκό μου. Βλέπεις, τώρα βρέχει ὁ οὐρανός. ― Πότε θὰ σιάσῃ; ― Σὰ μπῇ ὁ Μάης. ― Πότε μπαίνει; ― Μεθαύριο, τὸ Σάββατο. ― Καλύτερα νὰ πᾶμ᾿ ἐπάνω, στὸ κελλὶ τοῦ γερο-Πέτρου, νὰ κάμουμε τὴν Πρωτομαγιά. Δὲν εἶναι καλὰ νὰ πᾶμε αὔριο ἀποβραδύς, μάννα; Ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν τὸν μητρικὸν πόνον. Ἡ πονεμένη γυνὴ ἐπένευσεν. Εἶχε σταματήσει μίαν ἡμέραν ἡ βροχή, καὶ τὴν παραμονὴν τῆς Πρωτομαγιᾶς ἀνεβίβασαν ἐπὶ ὄνου τὸν ἀσθενῆ, μετὰ τῆς ἀποσκευῆς, εἰς τὸ κελλὶ τοῦ γερο-Πέτρου.
Τὸ ἀσκηταρεῖον τοῦτο, ἰδιορρύθμως κτισμένον, εἶχε στεγάσει δύο ἐρημίτας πνευματικούς, πρὸ χρόνων ἀποθαμένους, καὶ τελευταῖος διάδοχός των ἐπέζη ὁ γερο-Πέτρος, ἰδιώτης μοναχός, καὶ κηπουρὸς τῆς μικρᾶς περιοχῆς. Ἦτο μέγα κτίριον ἡμιτελές, ἀκαλλώπιστον, μὲ ὁλόγυμνα δωμάτια, καὶ διαρρέουσαν στέγην. Ἐδιάλεξαν ἓν δωμάτιον, προχείρως εὐτρεπισθέν, ἔστρωσαν σινδόνια, καὶ ἤναψαν μὲ πελώρια ξύλα τὸ πῦρ εἰς τὴν ἑστίαν. Ἀλλ᾿ ἡ καπνοδόχη, κακοκτισμένη καὶ ἀνεπιμέλητος, ἐξηρεύγετο τὸν καπνὸν κάτω, καὶ τὸ δωμάτιον εἶχε σφλομώσει ἀποβραδύς, ὅταν ἐκάθισαν εἰς τὸ δεῖπνον.
Ὁ γερο-Πέτρος συμμετέσχε τοῦ δείπνου, κ᾿ ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὰς τρεῖς γυναῖκας, τὴν μητέρα, κόρην καὶ μάμμην, κ᾿ εἰς τὸν πατέρα τοῦ ἀσθενοῦς, διάφορα συναξάρια. Πῶς τὰ ἄκακα βρέφη, ὅσα ἔκοψεν ἄωρα ὁ ἄγγελος τοῦ θανάτου, ἀπαιτοῦν δικαιωματικῶς ἀπὸ τὸν Χριστόν: «Μᾶς ἐστέρησες τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, Βασιλεῦ Ἅγιε Κύριε, δός μας τὰ οὐράνια». Πῶς ὁ ἅγιος Κλήμης διετήρησε ζωντανὸν ἐπὶ ἓν ἔτος, κάτω εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, τὸ παιδίον τὸ ὁποῖον εἶχον χάσει οἱ γονεῖς του. Πῶς μία οἰκοδέσποινα εἶχε φιλοξενήσει τὸ πάλαι ἕνα ὅσιον ἀββᾶν, ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ἐνῷ αὐτὴ τὸν ὑπηρέτει εἰς τὴν τράπεζαν, τὸ παιδίον της εἶχε πέσει εἰς τὸ φρέαρ τῆς αὐλῆς. Αὐτὴ τὸ ἐστοχάσθη, τὸ ἐπίστευσεν ὡς πνιγμένον, ἔσφιγξε τὰ χείλη, κατέπιε τὸν πόνον της, καὶ δὲν εἶπε τίποτε εἰς τὸν ξένον διὰ νὰ μὴ τὸν λυπήσῃ.
Ὁ ἀββᾶς τὴν ἠρώτησε: ― Ποῦ εἶναι τὸ παιδί; Αὐτὴ ἐπροφασίσθη ὅτι εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, ὅπως κοιμῶνται ἐνωρὶς τὰ παιδιά. Ὅταν ἀπῆλθεν ὁ ἀββᾶς, ἡ πτωχὴ μάννα, ἀφήσασα νὰ ρεύσουν ραγδαίως τὰ ἐπὶ πολὺ κρατηθέντα δάκρυά της, ἔκυψεν εἰς τὸ φρέαρ προσπαθοῦσα ν᾿ ἀνεύρῃ τὸ πτῶμα τοῦ τέκνου της. Ὤ, θεῖον θαῦμα! Τὸ παιδίον ἦτο ζωντανόν. Ἐπέπλεεν εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ νεροῦ, ἐμειδία κ᾿ ἔκραζε τὴν μητέρα του: Μαμά! μαμά! Ὅταν τέλος τὸ ἀνέσυρε, τὸ παιδίον διηγήθη ὅτι ἐκεῖνος ὁ γέρος μὲ τὰ μαῦρα ράσα καὶ μὲ τὰ ἄσπρα γένεια, ποὺ εἶχεν ἔλθει καὶ ἄλλοτε στὸ σπίτι τους, τὸ ἐκρατοῦσεν ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ νεροῦ διὰ νὰ μὴ βυθισθῇ, καὶ τοῦ ἔδειχνεν ὡραίους κήπους καὶ λιβάδια, καὶ τὸ ἀπεκοίμιζε μὲ ἤρεμα τροπάρια, καὶ τὸ παρηγόρει, καὶ τὸ ἀνέψυχε. Τέλος, περὶ τὰ μεσάνυχτα, ὁ οὐρανὸς ἐξανάρχισε νὰ βρέχῃ.
Ἔσταξεν ἀφθόνως ἡ καπνοδόχη, ἔσβησεν ἡ φωτιά, κ᾿ ἐξέλιπεν ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸ δωμάτιον. Τὸ πρωὶ ὁ ἀσθενής, ὅστις δὲν ἐκοιμᾶτο, κ᾿ οἱ οἰκεῖοί του, ὁποὺ μόλις εἶχον λαγοκοιμηθῆ ὀλίγον, ὅλοι ἐσηκώθησαν παγωμένοι. Ἦτο Πρωτομαγιά. Παρῆλθεν ἡ ἡμέρα μὲ ὀλίγα ἄνθη ἄγρια καὶ κρύους στεφάνους ἀπὸ ἀγραμπελιές, κι ὁ ἄνεμος ἐφύσησε σφοδρῶς εἰς τὰ βαθύφυλλα πλατάνια, κ᾿ ἔπαυσεν ἡ βροχή. Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἦτο Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ὁ παπα - Στάμος εἶχεν ἔλθει νὰ λειτουργήσῃ τὸν Ἁι-Λιᾶν, κατὰ πρόσκλησιν τῆς πονούσης καὶ χειμαζομένης οἰκογενείας. Τὴν νύκτα τῆς Κυριακῆς ὁ μικρὸς Νῖκος ἀπῄτησεν ἀναγκαστικῶς ἀπὸ τὴν μητέρα του νὰ τοῦ πῇ ἕνα τραγούδι, κ᾿ ἐπέβαλεν εἰς τὴν μάμμην του νὰ τοῦ διηγηθῇ παραμύθι, ὡς παρηγορίαν τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς μονοτονίας.
Ἐνῷ ἡ γραῖα Φλωροὺ εἶχε προχωρήσει εἰς τὴν διήγησιν, κ᾿ ἔλεγε: «Καθὼς ἔτρεξε ἡ βασιλοπούλα, ἡ ὄμορφη τοῦ κόσμου, σαστισμένη ἀπὸ τὴν βιὰ καὶ τὴν χαρά της, ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα στὸ βασιλόπουλο, τὸν Γιαννάκη, ὁποὺ εἶχεν ἀποκοιμίσει τοὺς Σαράντα Δράκους, διὰ νὰ τῆς φέρῃ τὸ χρυσὸ πουλὶ στὴν ἀγκαλιά της ― καθὼς ἔτρεξε ἡ βασιλοπούλα, ἐπέταξε τὸ πουλὶ ἀπὸ τὸν κόρφο της…» Αἴφνης ὁ μικρὸς Νῖκος ἤνοιξε μεγαλωστὶ τὸ στόμα, ἀνένευσεν ἀποτόμως ὀπίσω τὴν κεφαλήν, κ᾿ ἡ ψυχή του ἔφυγε.
Ἡ γερόντισσα πάραυτα τὸ ἐννόησεν. Ἐσφράγισε μὲ τρεῖς σταυροὺς τὸ στόμα του, ἔπιασε τὰ βλέφαρά του ζεστά, καὶ τὰ κατεβίβασεν. Ἔκλεισε τὰ ὄμματα τὰ βασιλεμένα. Ὁ γερο-Πέτρος ἦλθε βοηθὸς καὶ παρήγορος. Τὸν ἄλλαξαν, καὶ τὸν ἀνέκλιναν καταμεσῆς ἐπὶ τοῦ δαπέδου, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, καὶ τὸν κήρινον σταυρὸν εἰς τὸ στόμα. Τὴν πρωίαν τῆς Δευτέρας, ὅλον τὸ χωρίον τὸ εἶχε μάθει κάτω.
Χωρίς πρόσκλησιν καί ἀναγγελίαν,χωρίς κροῦσιν κωδώνων, μέχρι τῆς ἐνάτης ὥρας, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ τόπου, ἄνδρες καί γυναῖκες, φίλοι καί ἀλλότριοι, καί ξένοι, ἀκόμη καί ἐχθροί, ἀνέβησαν τόν «μεγάλον ἀνήφορον», ὅπως ἐκαλεῖτο συνήθως ὁ δρόμος εἰς τόν προφήτην Ἠλίαν, καί ἀνῆλθον εἰς τό βουνόν, διά νά παρευρεθοῦν εἰς τήν ἐκφοράν τοῦ ἀτυχοῦς νέου. Ἦτο ὡραία, σεμνή, καί περιπαθής, ἡ ἐξοχική κηδεία. Ἄνθη καί κηρία, στεναγμοί καί μοσχολίβανον, τροπάρια καί μοιρολόγια, τοῦ ἀνέμου τό φύσημα εἰς τούς πελωρίους κλῶνας τῶν πλατάνων, τῶν ἀναδενδράδων τό σείσιμον, καί τῆς μεγάλης κρήνης ὁ ρόχθος μέ τῶν ρυάκων τό κελάρυσμα, καί τό ἀμυδρόν, μεμακρυσμένον μινύρισμα τῶν ἀηδόνων, ὅλα συναπετέλεσαν ἕνα «θρῆνον, καί μέλος, καί οὐαί», διά νά κλαύσουν ἕνα ἄμοιρον νέον, ὅστις εἶχε διέλθει τόν κόσμον ὡς καπνοῦ σκιά, καί ὡς ἐνύπνιον ἐγειρομένου, κι ὡς πέταλον ρόδου ὁπού τό ἐπῆρε στ᾿ ἀόρατα πτερά της, καί τό ἐπῆγε μακράν, μία ἀελλώδης ριπή ἀνέμου. Καί τό «ἔρημο μνῆμα κι ἄχαρο» ἐσιώπα, καί δέν ἤθελε νά εἴπῃ ποῦ εὗρε φωλεάν τό πουλί, ὁπού εἶχε πετάξει κ᾿ εἶχε φύγει διά πάντοτε.
1910
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου