Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΕΙΡΗΝΙΚΟΙ ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ




Κατά το τέλος του χειμώνα οι μέρες πιάνανε και μεγαλώνανε. 

Πολλές φορές έκανε μπουνάτσα μέρα – νύχτα. 

Η θάλασσα ήτανε σα γυαλί. 

Καθόμουνα κατά το βράδυ και κοίταζα το μπουγάζι που σκοτείνιαζε σιγά σιγά. 

Το κοίταζα ψηλά από το παραθύρι μου εκεί που έπινα τον καφέ μου. 

Άλλες φορές πάλι έβγαινα και καθόμουνα σ’ ένα βράχο. 

Οι πέτρες , τα χώματα, τα χορτάρια ήτανε καθαρά και πλυμένα από τις χειμωνιάτικες βροχές.


του Φώτη Κόντογλου


Τούτα που βλέπω από τη βίγλα που κάθουμαι είναι σαν ένα πανόραμα και γεμίζει την καρδιά μου από χαρά, σα να κοιτάζω τον Παράδεισο. Δοξάζω το Θεό που τα θεμελίωσε για να τα χορτάσει ο άνθρωπος ο αχάριστος. Με τη σοφία του και από το κακό κάνει να βγει καλό, από τα πιο φοβερά κάνει να βγούνε τα πιο ήμερα κι ειρηνικά, από τα άσχημα τα έμορφα. Σ’ όποιο μέρος βρέθηκε ηφαίστειο κι η οργή του αναποδογύρισε τον κόσμο κι ανακάτεψε τη στεριά με τη θάλασσα και σφεντονιστήκανε βράχια μεγάλα και κομματιαστήκανε τα βουνά, περιχυμένα από λιωμένα σίδερα κι η θάλασσα έβρασε σα λεβέτι, σε κείνο το μέρος ίσια ίσα σαν καταλαγιάσει η κοσμοχαλασιά βγαίνει μια καινούρια πλάση, στολισμένη με κάποιες εξωτικές χάρες. 



Εκεί μαζεύει η φύση όλα τα παράξενα και τα έμορφα και τα συνταιριάζει με τέτοιον τρόπο, που τα βλέπει ο άνθρωπος και μαγεύεται - ας είναι και ο πιο αναίσθητος. Ενώ άλλα μέρη, που δεν πάθανε τίποτα, μήτε σεισμούς μήτε καμιά αναταραχή και μετατόπιση, είναι στην όψη συνηθισμένα και κουραστικά. Δε γίνεται τάχα το ίδιο και με την ψυχή του ανθρώπου, που αν δεν περάσει από φωτιά δεν καθαρίζεται και δεν ντύνεται με τη στολή της αθανασίας και της δόξας;


Παίρνω μια πέτρα κοκκινωπή στο χέρι μου, μια πέτρα που βρίσκεται από τότε που γίνηκε ο κόσμος και τη κοιτάζω. Είναι πασαλειμμένη με μαύρη σκουριά σα πίσσα, από τον καιρό που ήρθε στον κόσμο - κι αυτή κι ο βράχος που κάθουμαι. Ξύνω τη σκουριά με το νύχι μου και συλλογίζουμαι πως αυτή η πέτρα που βαστώ, κειτότανε εκεί πέρα χωρίς να μετατοπιστεί, χωρίς να αλλάξει ολότελα, σε καιρό που περνούσανε από τον κόσμο ακαταμέτρητοι άνθρωποι, γενεά απάνω στη γενεά, ως που γεννήθηκα κι εγώ κι οι άλλοι ανθρώποι, που ζούνε σήμερα στον κόσμο. Πολέμοι γινόντανε, ο Μεγ’ Αλέξαντρος γεννήθηκε και πέθανε, οι τοτινοί γινήκανε αρχαίοι, λογής λογής πράγματα φανερωθήκανε στον κόσμο κι όλα περάσανε και ξεχαστήκανε κι αυτή η πέτρα κειτότανε εκεί που κειτότανε, ίδια κι απαράλλαχτη. Αυτά που λέγω σα να τα έβλεπα καθαρά μπροστά μου, συλλογιζόμουνα το πως ήρθα κι εγώ στον κόσμο, κοίταζα και την πέτρα που βαστούσα στο χέρι μου κι ανατρίχιαζα. Και μ΄ όλα ταύτα ήμουνα ήσυχος, μακάριος, ειρηνεμένος σα να κοιμόμουνα κι έβλεπα όνειρο.


Άξαφνα φανερωνότανε ένα καΐκι, που ερχότανε από η μέσα θάλασσα και καβατζάριζε τ’ Αϊτού τη Φωλιά. Περνούσε σύρριζα από το βράχο που ήτανε στεφανωμένος με τις πρασινάδες κι έσκιαζε το σκούρο νερό, αφήνοντας από πίσω του μιαν ασημένια γραμμή, σαν την πάπια, που είχε πετάξει πρωτύτερα, Η μέρα έφευγε σιγά σιγά Η θάλασσα άλλαζε, τα βουνά μαυρίζανε. Από την αντικρυνή στεριά έφτανε στα αυτιά μου το χαρούμενο γάβγισμα ενός σκυλιού κι η αντιλαλιά του πήγαινε κι έσβηνε κατά τις άκριες του μπουγαζιού κι ύστερα γινότανε ξανά ησυχία. Από την άλλη μεριά κατά την Νησοπούλα φαινότανε μια ψαρόβαρκα, μια κουρίτα, που έριχνε τα δίχτυα. Ως να γυρίσω να τη δω, το καΐκι είχε αλαργάρει κατά τον γραίγο κι είχε ανοίξει τα πανιά του, γιατί βρήκε τ’ αγεράκι που καλάριζε από το πέλαγο, από τον κόλπο ου Αδραμυτιού κι άρχιζε να βολτατζάρει.


Η ψύχρα μ΄ έκανε να σηκωθώ. Γύρισα κι είδα κατά το βοριά. Το καΐκι φαινότανε θαμπά μέσα στο μισοσκόταδο. Σκαμπανέβαζε μαπαταρισμένο κι οι αφροί ασπρίζανε τη μάσκα του. Ο Αποσπερίτης φάνηκε ψηλά μέσα στο σκούρο χάος του ουρανού. Κατά το βασίλεμα ο ουρανός έφεγγε ακόμη απάνω από τη Νησοπούλα κι ήτανε σα συντεφένιος. Η κουρίτα είχε αράξει στο νησάκι κι απάνω του τρεμόσβηνε ένα μικρό φως, η φωτιά που ανάψανε οι ψαράδες. Στάθηκα για μια στιγμή κι ύστερα μπήκα στο καλύβι μου.



Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου ''Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου'', εκδόσεις ''ΑΓΚΥΡΑ'', Αθήνα 2009.
''Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, του Αϊβαλιού. 
Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής. Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους "αρχαίους ανθρώπους" της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές. Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. 
Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας. 
Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του "η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου". 
Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης''.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σκίτσο Φώτη Κόντογλου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου