Η ΑΠΟΔΗΜΙΑ ΣΕ ΜΑΚΡΙΝΗ ΧΩΡΑ
Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο.
Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ».
Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν». «Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση.
Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό.
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο.
Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του. Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του.
Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα του. Δεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί·
«Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο. «Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας.
Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι.
Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου