Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ὁ Μυστικὸς Γάμος του Θεοῦ*
Τὸ νόημα τῆς Μετάνοιας
Μὲ τὴν Κυριακὴ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. ιε΄11-32) συνεχίζεται ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ποὺ ἄρχισε τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα μὲ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.
Ἡ Eὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ εἶναι πολὺ σημαντική, ἐπειδὴ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ νόημα τῆς προσπάθειας ποὺ θὰ καταβάλουμε τὴν Σαρακοστή, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἄσωτοι υἱοί, ποὺ ἔχουν φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας προσδοκᾶ τὴν ἐπιστροφή μας μὲ ὅλη Του τὴν ἀγάπη.
Τὸ Eὐαγγέλιο αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῆς μετάνοιας, ἡ ὁποία μᾶς κάνει νὰ μιμούμαστε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου. Κυρίως ὅμως, μᾶς φανερώνει τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Πατέρα μας. Μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ποὺ περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἄσωτου παιδιοῦ Του μὲ πολλὴ στοργή.
Ἤδη, τὴν περασμένη Κυριακὴ τὸ Eὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου μᾶς παρουσίαζε καὶ πάλι ἕνα, θὰ ἔλεγα, ὁδοιπορικό· ὁδοιπορικὸ ποὺ ἀποκαλύφθηκε μὲ ἕνα Τροπάριο τῆς δ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ Ὄρθρου καὶ ἔλεγε: «Ἀρίστην ἔδειξεν ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν Λόγος, ταπεινωθεὶς μέχρι καὶ μορφῆς δουλικῆς, ἣν ἐκμιμούμενος ἅπας, ἀνυψοῦται ταπεινούμενος».
Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὴν στάση τοῦ Τελώνη μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἡ σημασία τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς μόνης ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν δικαίωση. Τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως παράδειγμα αὐτῆς τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ μᾶς τὸ ἔδωσε μὲ τὴν Ἐνσάρκωσή Του, ὅταν ἦλθε νὰ σηκώσει στοὺς ὤμους Του τὴν ἁμαρτωλὴ φύση στὴν ἁμαρτωλή της κατάσταση, τὴν γεμάτη πόνο καὶ θάνατο, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει ἔτσι, μὲ τὴν δική Του ταπείνωση καὶ ὑπακοή, στὸν Πατέρα.
Ὅπως ἔγραφε στὶς Ἐπιστολές του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «διὸ καὶ ὁ Θεὸς Αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο Αὐτῷ Ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν Ὄνομα» (Φιλιπ. β΄ 8)· «καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ. β΄ 5-6)· «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.
Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄17-18). Αὐτὸ εἶναι τὸ ὁδοιπορικὸ ποὺ πρέπει νὰ διατρέξουμε καὶ αὐτὴ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀλλὰ καὶ στὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μας, τὴν ὁποίαν ἀπεικονίζει ἡ Τεσσαρακοστή: νὰ ταπεινωθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, νὰ σηκώσουμε μαζί Του τὶς συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιὰ νὰ φθάσουμε μαζί Του στὴν ἄληκτη χαρὰ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του. Καὶ σήμερα, ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μᾶς ἀποκάλυψε ὁρισμένες καινούργιες, συμπληρωματικὲς πτυχὲς τοῦ ἴδιου αὐτοῦ ὁδοιπορικοῦ.
Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ προσεγγίσω τὴν παραβολὴ αὐτὴ μέσα ἀπὸ ἕνα ἄλλο Βιβλικὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ δὲν τὸ γνωρίζουμε ἀρκετά, ἐπειδὴ δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν διάρκεια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ ἔτους ἔχουμε μερικὰ λίγα Παλαιοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων Ἑορτῶν καὶ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Πρέπει ὅμως νὰ τὸ διαβάσετε μόνοι σας. Τὸ Βιβλίο αὐτὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε, εἶναι τὸ Βιβλίο τοῦ Τωβίτ. Ὑπέροχο Βιβλίο! Δὲν ἀνήκει στὸν ἀρχικὸ Ἑβραϊκὸ Κανόνα, πιθανὸν νὰ γράφτηκε πρῶτα στὰ ἑβραϊκά, τὸ ἑβραϊκὸ ὅμως κείμενο δὲν σώθηκε, καὶ εἰσήχθη, μεταφρασμένο στὰ ἑλληνικά, στὸν Βιβλικὸ Κανόνα τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξάνδρειας πραγματοποιήθηκε, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε, τὸ τελευταῖο στάδιο διαμόρφωσης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τὰ τελευταῖα βιβλία της δὲν γράφθηκαν στὰ ἑβραϊκὰ καὶ στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἡ ἰουδαϊκὴ αὐτὴ κοινότητα τῆς διασπορᾶς ἦταν τόσο σημαντική, ὥστε θεωρεῖται ὡς πολυαριθμότερη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ἑβραϊκὸ πληθυσμὸ ποὺ εἶχε μείνει στὴν Παλαιστίνη.
Καὶ σ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν Ἰουδαϊκὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν καρδιὰ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ συναναστρεφόταν μὲ τὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο καὶ τὴν Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ποὺ συμβόλιζε κατὰ κάποιο τρόπο ὁλόκληρο τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη γνώρισε τὰ τελευταῖα στάδιά της.
Ξεκίνησε ἔτσι νὰ πραγματώνει τὴν συνάντηση τοῦ Βιβλικοῦ Λαοῦ μὲ τοὺς ἐθνικούς, ὅπως εἶχαν προαναγγείλει οἱ Προφῆτες, καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν εἴσοδο τῶν πρώτων στὴν Ἐκκλησία χάρη στὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Τὸ Βιβλίο τοῦ Τωβὶτ μᾶς διηγεῖται, ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Φυλὴ τοῦ Νεφθαλεὶμ εἶχε ἐξορισθεῖ στὴν χώρα τῶν Ἀσσυρίων (τὸ σημερινὸ βόρειο Ἰράκ), τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ Σαχερδόνα (Σαργὼν Β΄, 734 π. Χ.).
Αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος ὀνομαζόταν Τωβίτ, ἦταν πολὺ εὐσεβὴς καὶ εἶχε ἕναν υἱό, τὸν Τωβία. Εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἕνα χρηματικὸ ποσὸν σὲ ἕναν γονέα ποὺ κατοικοῦσε σὲ τόπο πολὺ μακρινό. Θέλοντας νὰ πάρει πίσω τὰ χρήματά του προτοῦ πεθάνει, ζήτησε ἀπὸ τὸν υἱό του νὰ φύγει καὶ ἐκεῖνος γιὰ τὸν μακρινὸ αὐτὸ τόπο, ὄχι γιὰ νὰ ζήσει ἄσωτη ζωή, ὅπως ὁ νέος τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ ἀντιθέτως γιὰ νὰ ἀναζητήσει αὐτὰ τὰ χρήματα.
Ἡ συνέχεια τοῦ Βιβλίου μᾶς διηγεῖται ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ταξιδιοῦ. Βλέπουμε τὸν νεαρὸ Τωβία νὰ φεύγει, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαὴλ ποὺ εἶχε πάρει τὴν μορφὴ συνταξιδιώτη. Σὲ μιά τους στάση, ὁ Τωβίας πιάνει ἕνα μεγάλο ψάρι, καὶ ὁ συνοδοιπόρος του, ὁ Ραφαήλ, τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ καρδιὰ καὶ τὸ συκώτι τοῦ ψαριοῦ αὐτού, ὅταν ψηθεῖ, μπορεῖ νὰ ἐκδιώξει τοὺς δαίμονες, ἡ δὲ χολή του ἦταν ἰσχυρὸ κολλύριο γιὰ τὰ μάτια.
Διαβάζοντας τὴν διήγηση αὐτή, οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἔπρεπε νὰ δοῦν στὸ ψάρι τὸν συμβολισμὸ τοῦ Χριστοῦ, διότι γι᾿ αὐτούς, ἡ λέξι ΙΧΘΥΣ ἀντιστοιχοῦσε στὸ ἀρκτικόλεξο Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Υἱὸς Σωτήρ. Ὅταν ἔφθασε στὰ Ἐκβάτανα, στὸ Ἰράν, ὁ Τωβίας σταμάτησε σὲ μία συγγενικὴ οἰκογένεια ἐξορίστων.
Αὐτοὶ εἶχαν μία κόρη, τὴν Σάρα, τὴν ὁποία ζητᾶ σὲ γάμο. Ὁ πατέρας της ὅμως τοῦ ἀποκαλύπτει, ὅτι μέσα της κατοικεῖ ἕνα δαιμόνιο και σκοτώνει στοὺς μνηστῆρες τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου. Ὁ Τωβίας τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ δαιμόνιο καίγοντας τὴν καρδιὰ καὶ τὸ συκώτι τοῦ ψαριοῦ ποὺ τὰ εἶχε φυλάξει, καὶ μετὰ τὴν παντρεύεται.
Ἀφοῦ πῆρε πίσω τὸ χρηματικὸ ποσὸν ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν φύλαξη τοῦ πεθεροῦ του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του μὲ τὴν σύζυγό του τὴν Σάρα. Καὶ τὸ Κείμενο μᾶς δείχνει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του ποὺ τὸν περιμένουν μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη καὶ τὴν στοργή τους, μὲ πολλὴ ἀνησυχία μάλιστα, καθὼς ἔβλεπαν ὅτι εἶχε ἀργήσει νὰ ἐπιστρέψει –βλέπετε τὸν εἶχε καθυστερήσει ὁ ἑορτασμὸς τῶν γάμων του στὰ μακρινὰ Ἐκβάτανα.
Ὅλη αὐτὴ ἡ χαριτωμένη διήγηση, ποὺ ἀποπνέει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς τῶν Πατριαρχῶν, ἔχει τυπολογικὴ καὶ πνευματικὴ σημασία, διότι μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ ἀνακαλύψουμε καὶ να γευθοῦμε βαθιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα στὶς γραμμὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ γερο-Τωβὶτ καὶ ἡ γυναίκα του εἰκονίζουν τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, ὅλος στοργή, καὶ πατρικὴ καὶ μητρική. Ὁ νεαρὸς Τωβίας εἰκονίζει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔφυγε στὴν μακρινὴ χώρα, τὸν δικό μας πεσμένο κόσμο, γιὰ νὰ ἀναζητήσει ἐκεῖ τὴν σύζυγό του, τὴν Σάρα, δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ ἦταν ὑποταγμένη στὸν ζυγὸ τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει, ἐλεύθερη πιά, πρὸς τὸν Πατέρα Του.
Δὲν βρισκόμαστε ἐνώπιον μιᾶς ἀλληγορίας, ἀλλὰ ἐνώπιον μιᾶς παραβολῆς· ἡ διήγηση δὲν ἔχει τίποτε τὸ τεχνητό, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ προσπαθοῦμε νὰ ταυτίσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες μὲ τὶς διάφορες στιγμὲς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἀπολυτρώσεως. Μιὰ «χριστιανικὴ ἀνάγνωση» ὅμως τοῦ Βιβλικοῦ αὐτοῦ κειμένου θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνακαλύψουμε πολλὲς ἀναφορὲς στὸ Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἱστορία τοῦ Τωβία συμπληρώνει, θὰ ἔλεγα, τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ. Στὴν πραγματικότητα αὐτὸς δὲν ἐπιστρέφει μόνος στὴν πατρικὴ οἰκία. Ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν Χριστό, φέρεται ἀοράτως στοὺς ὤμους Του, ὅπως τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο. Ἡ Σάρα, ὁ ἄσωτος υἱός, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, εἶναι εἰκόνες τῆς σωσμένης ἀνθρωπότητας, τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινὴ Σάρα, τὴν ὁποία νυμφεύθηκε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρό.
Πόσο ὡραῖα εἰκονίζει ἡ ἁγνή, λεπτὴ ἀγάπη τοῦ Τωβία γιὰ τὴν Σάρα τὴν νυμφικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλκησία! Καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ γέρου Τωβὶτ καὶ τῆς γυναίκας του γιὰ τὸ παιδί τους, πῶς νὰ μὴ διακρίνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ποὺ εἶναι καὶ μητέρα καὶ πατέρας γιὰ τὸν Υἱό Του τὸν Ἀγαπητὸ καὶ γιὰ τοὺς ἐξ υἱοθεσίας υἱούς Του, ποὺ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Υἱὸ ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του;
Τὸ Βιβλίο αὐτὸ τοῦ Τωβία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα θαυμάσιο ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ποὺ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Θὰ ξαναβροῦμε σ᾿ αὐτὸ τὴν ἴδια διδασκαλία μὲ τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῶν ἑβδομάδων Τελώνου καὶ Φαρισαίου, καὶ Ἀσώτου Υἱοῦ. Εἶναι βιβλίο ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ ὡς τρυφερὸς σύζυγος, καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ ταυτόχρονα καὶ ὡς πατέρας καὶ ὡς μητέρα, ποὺ περιμένουν μὲ ἀγωνία τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Μᾶς ἀποκαλύπτεται ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας: ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ ὁ Θεὸς βλέπει τὰ πάντα μέσα στὴν στιγμὴ αὐτὴ ποὺ εἶναι ἡ αἰωνιότητα (αἰωνιότητα δὲν εἶναι ἀτέρμονος χρόνος, εἶναι μία στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, θὰ λέγαμε, δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ συλλάβουμε τὴν ἔννοια τῆς αἰωνιότητας, ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε παρὰ μόνο τὴν ἐμπειρία τοῦ χρόνου).
Ἤθελε, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, καθέναν ἀπὸ μᾶς ξεχωριστά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ αὐτόν. Ὁ Θεὸς διψᾶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ Του στοὺς κόλπους τῆς μακαρίας Τριάδος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη, τὴν ἀγάπη καθενὸς ἀπὸ μᾶς ποὺ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Υἱό Του τὸν ἀγαπητό.
Ἤδη μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς ἀποκαλύπτει: «Ὅτε ἐνευφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας, καὶ ἐνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων»· τότε ποὺ ὁ Θεὸς εὐφραινόταν ἔχοντας δημιουργήσει τὴν οἰκουμένη, καὶ μάλιστα εὐφραινόταν βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους (Παροιμ. η΄ 31). Ταυτόχρονα ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἔβλεπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο δημιούργησε ἐλεύθερο, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπᾶ ἐλεύθερα, θὰ χρησιμοποιοῦσε κακῶς τὴν ἐλευθερία του αὐτή.
Εἶχε ὅμως ἐπίσης προβλέψει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, χάρη στὴν θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει πρὸς Αὐτόν, καὶ ὅτι κάθε ἁμαρτωλὸς θὰ μποροῦσε νὰ ξαναπάρει τὸν δρόμο αὐτὸ διὰ τῆς μετανοίας. Ὑπάρχει ἐδῶ κάτι τὸ θαυμαστό, τὸ ἐκπληκτικό. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη ποὺ προσφέρεται δωρεάν, φανερώνεται ἀκόμη καλύτερα, ὅταν ἐκφράζεται ὡς ἔλεος, ὡς ἀγάπη ποὺ συγχωρεῖ.
Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἰδιοτελῆ ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ καὶ πρὸ πάντων ἀγαπᾶ νὰ ἐλεεῖ, ἡ μεγαλύτερη χαρά Του εἶναι νὰ συγχωρεῖ. Στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, βλέπουμε τὸν Πατέρα νὰ δείχνει περισσότερη στοργὴ γιὰ τὸν υἱό του ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία παρὰ γιὰ τὸν πρωτότοκο ποὺ εἶχε παραμείνει πιστός, σὲ βαθμὸ ποὺ ὁ πρωτότοκος ἐκπλήσσεται, σκανδαλίζεται, ἐπαναστατεῖ.
Δὲν πιστεύω, ὅτι ὁ μεγάλος υἱὸς εἰκονίζει τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ καὶ ὁ ἄσωτος τοὺς ἐθνικούς, ὅπως λέγεται μερικὲς φορές. Ὁ μεγάλος θυμίζει μᾶλλον τοὺς ἀγγέλους, ἴσως τοὺς στασιαστὲς ἀγγέλους ποὺ ἔγιναν δαίμονες, ἐπειδὴ σκανδαλίστηκαν γιὰ τὸ θεῖο ἔλεος. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου (Ματθ. ιη΄ 12-14 καὶ Λουκ. ιε΄4-7), ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι στὸν οὐρανὸ γίνεται μεγαλύτερη χαρὰ γιὰ ἕναν καὶ μόνο ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ παρὰ γιὰ τοὺς ἐνενήντα ἐννέα δικαίους, ποὺ ἴσως δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας.
Κατὰ μία ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Πατὴρ χαίρεται περισσότερο γιὰ τὴν ἀπωλεσθεῖσα καὶ ἀνευρεθεῖσα ἀνθρωπότητα παρὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀγγέλους ποὺ παρέμειναν πιστοί. Τὸ κλειδὶ ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς Δημιουργίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ εἶχε ὁ Θεὸς νὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ ὄχι μόνον τὸν Υἱό Του τὸν Ἀγαπητὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ Αὐτὸν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στοὺς κόλπους τῆς Τριάδος, μέσα στὴν θεία ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄπειρη ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν θείων Προσώπων, μέσα σὲ μία πληρότητα εὐδαιμονίας καὶ χαρᾶς ποὺ θὰ μποροῦσε καὶ νὰ τοὺς ἀρκεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἐλεύθερα ἀπὸ κτίσματα, ποὺ γνώριζε ὅτι θὰ ἁμαρτήσουν, ἀλλὰ στὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ φανερώσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγγνώμη Του.
Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο γι᾿ αὐτό: γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συγχωρήσει τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ὁ Υἱός Του θὰ πηγαίνει νὰ ἀναζητήσει, καὶ τοὺς ὁποίους ὁ Υἱός Του θὰ ἀγαποῦσε ὡς Νυμφίος. Τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἀνθρωπότητα ὁ Χριστὸς τὴν ἀγαπᾶ ὡς νύμφη Του ποὺ ἦλθε νὰ τὴν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν διάβολο, ὅπως ὁ νεαρὸς Τωβίας εἶχε ἐλευθερώσει τὴν Σάρα.
Καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τὴν ἀνθρωπότητα στὸν οὐρανό, ἑνωμένη μαζί Του, ὁ δὲ Πατὴρ μπορεῖ ἔτσι νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπέστρεψαν σ᾿ Αὐτόν, ὡς ἐξ υἱοθεσίας τέκνα Του. Εἶναι τὸ μυστήριο αὐτῆς τῆς ἐλεήμονος ἀγάπης, ἀγάπης ποὺ συγχωρεῖ τὴν ἀχαριστία, ποὺ ἀποκαλύπτει πράγματι, στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ θὰ λέγαμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ κλειδὶ ὅλης τῆς κτίσεως, κλειδὶ τῆς δημιουργίας ὅλου αὐτοῦ τοῦ πελώριου κόσμου.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Πασκάλ, «τί εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη αὐτὴ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μπροστὰ στὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης, τῆς φιλανθρωπίας ποὺ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ ὑλικοῦ κόσμου»! Ποτὲ δὲν θὰ συνειδητοποιήσουμε ἀρκετὰ πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Πατήρ· μᾶς ἀγαπᾶ ὡς παιδιά Του, παιδιὰ ἀχάριστα, μᾶς ἀγαπᾶ ὡς πατέρας καὶ ὡς μητέρα..., πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Χριστὸς σὰν νύμφη πολυαγαπημένη ἂν καὶ ἄπιστη.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ διηγεῖται τὴν τεράστια αὐτὴ περιπέτεια τῆς σχέσης τῆς δημιουργίας μὲ τὸν Δημιουργό.
Μὲ πολὺ θαυμασμό, μία μέρα, τὸ ἄκουσα αὐτὸ ἀπὸ τὰ χείλη ἑνὸς ὁδηγοῦ ταξὶ ποὺ συνάντησα στὸ Παρίσι. Ὑπῆρχε τότε στὸ Παρίσι ἕνα προτεσταντικὸ βιβλιοπωλεῖο πολὺ ἐνημερωμένο σὲ καθολικὰ καὶ προτεσταντικὰ βιβλία σχετικὰ μὲ τὴν Βίβλο. Περιμένοντας νὰ βρῶ ταξὶ γιὰ ἕναν ἀρκετὰ μακρινὸ προορισμό, κοίταζα μὲ ἐνδιαφέρον τὴν πρόσοψη τοῦ βιβλιοπωλείου.
Ξαφνικά, ἕνα ταξὶ σταμάτησε στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου, ἀκριβῶς πίσω μου, καὶ ὁ ὁδηγὸς κορνάρισε διακριτικὰ γιὰ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή μου. Γύρισα καὶ εἶδα ὅτι μοῦ ἔκανε νόημα νὰ πλησιάσω. Μοῦ εἶπε: «Βλέπω ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία σας ὅτι εἶσθε Κληρικός. Θὰ ἤθελα τὴν γνώμη σας γιὰ κάτι πολὺ σημαντικό. Θὰ μπορούσατε νὰ μοῦ δώσετε λίγο ἀπὸ τὸν χρόνο σας; Μετά, θὰ σᾶς πάω δωρεὰν ὅπου θέλετε».
Δέχθηκα καὶ κάθισα στὸ διπλανὸ κάθισμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι, ἐνῶ δὲν εἶχε καμία θρησκευτικὴ παιδεία, ὁδηγήθηκε τυχαία στὴν Βίβλο, μία Βίβλο ποὺ κάποιος ἄγνωστος πελάτης, σκόπιμα ἢ ὄχι, εἶχε ἀφήσει στὸ πίσω κάθισμα τοῦ αὐτοκινήτου του. Εἶχε ἀφιερώσει πολὺ χρόνο στὴν ἀνάγνωση, ὧρες κατὰ τὶς ὁποῖες περίμενε πελάτη, παρακινημένος ἀρχικὰ μὲν ἀπὸ περιέργεια, ἀργότερα ὅμως ἀπὸ ἐνδιαφέρον ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ζωηρό.
Τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση ὅτι, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, μέχρι τὶς παραβολὲς τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸ γαμήλιο δεῖπνο, τὸ θέμα ἄνδρας-γυναίκα ἐπανέρχεται ἐντυπωσιακὰ συχνὰ στὴν Βίβλο· εἶχε λοιπὸν καταλάβει ὅτι ὁλόκληρη ἡ Γραφὴ μιλᾶ γιὰ ἕναν γάμο, γιὰ τὴν ἕνωση ἐν τέλει τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.
Πίστευε ὅτι εἶχε καταλάβει ὅτι ἡ Βίβλος, ἀπὸ τὴν Γένεση ὡς τὴν Ἀποκάλυψη, παρὰ τὴν ποικολομορφία τῶν Βιβλίων ποὺ περιέχει, διηγεῖται μία καὶ μοναδικὴ ἱστορία: πῶς ἐκπληρώθηκε τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε συλλάβει ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό Του ὄχι πιὰ μόνον ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ σαρκωμένο, ἑνωμένο μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ δέχονταν ὅτι τοὺς ἔχει συγχωρήσει, ὅτι χάρη στὴν θυσία Του τοὺς ἔχει ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ Σατανᾶ, ὅτι γίνονται ἔτσι ἡ νύμφη Του, ἑνωμένη μὲ τὸ ἀναστημένο καὶ δοξασμένο Σῶμα Του, ἕνα πλέον μὲ Αὐτόν.
«Ἀλλά», μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, «τὸ ἔχω καταλάβει σωστά; Μήπως εἶμαι θύμα τῆς φαντασίας μου; Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πίστεψα ὅτι ἔχω καταλάβει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸσχέδιο τοῦ Θεοῦ, κατάλαβα καὶ ὅτι ἐγὼ καὶ ἡ γυναίκα μου δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ζοῦμε ὅπως πρίν...».
Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, ἂν κατανοοῦμε σωστὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἂν ἀντιλαμβανόμαστε τὶς τεράστιες προοπτικὲς ποὺ μᾶς ἀνοίγει, ἂν συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀπειρία τῆς εὔσπλαγχνης ἀγάπης τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας, δὲν μποροῦμε πλέον, ἐμεῖς ὄχι πλέον, νὰ ζοῦμε ὅπως πρίν!
Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἂς τρεφόμαστε μὲ ὅλα τὰ κείμενα τῶν Ἀκολουθιῶν, μὲ τὰ Τροπάρια καὶ τοὺς Κανόνες ποὺ περιέχουν ὅλη τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γύρω ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Σωτηρίας. Ἂς γεμίσει ἡ καρδιά μας μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ τὴν τόση εὐσπλαγχνία ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μᾶς ἀποκάλυψε.
Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι,
εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἀμήν!
(*) Γ π. Πλακίδα Deseille, «Μυστικὴ Ἄνοδος», σελ. 43-57, ἐκδόσεις «Ἔαρ», Φεβρουάριος 2022. Ἐπιμέλ. ἡμετ. *Αναδημοσίευση εκ της ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής της 12.2.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου