Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΩΝ ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΣΚΥΤΟΤΟΜΟΥ Κ' ΙΩΑΝΝΟΥ΄ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΩΦΕΛΙΜΟΣ



''Όλα μου τα χρήματα δεν ξεπερνάνε, μα την αλήθεια,
το ένα τριμήσιο. Μ' αυτό αγοράζω δέρματα
και κοπιάζω στη δουλειά. Κι ό,τι κερδίζω, το
 μοιράζω στα δυο. Το πρώτο και καλύτερο το
αφιερώνω στο Χριστό. Το άλλο το κρατάω για
 τις ανάγκες μας. Έτσι ζω πάντα. Κι έχω στο νου μου
 καθημερινά τον Κριτή και τις επιθέσεις, που θα μου
κάνουν οι φορολόγοι δαίμονες''.



 Τη 17η του μηνός Νοεμβρίου

Μνήμη των οσίων Ζαχαρίου του σκυτοτόμου και Ιωάννου΄ και διήγησις ωφέλιμος


Κάποιος άνθρωπος με υψηλή κοινωνική θέση, που λεγόταν Ιωάννης, αφού τα περιφρόνησε όλα και ζούσε φτωχικά, αγωνίστηκε κι έγινε μέτοχος των αρετών, αγρυπνώντας με προσευχές και προσέχοντας να μη χάνει ό,τι κατόρθωνε.

Ανάμεσα στ' άλλα, δεν παρέλειπε ν' αγρυπνεί ολονυχτίς στους ναούς του Κυρίου.

Μια νύχτα λοιπόν πήγε στην εκκλησιά της Σοφίας του Θεού Λόγου, στην Κωνσταντινούπολη.

Μα βρήκε κλειστές τις θύρες και, καθώς ήταν κουρασμένος, κάθισε σ' ένα παγκάκι, εκεί κοντά, διαβάζοντας χαμηλόφωνα την πρέπουσα ακολουθία. 

Καθώς διάβαζε όμως, βλέπει να πλησιάζει απ' έξω μια φωτεινή λάμψη. 

Κοίταξε πιο προσεκτικά, και είδε έναν άνθρωπο σεμνό ν' ακολουθεί εκείνο το φως. Μπροστά στο θέαμα ο Ιωάννης σκίρτησε από χαρά.

Μαζεύτηκε πιο πολύ στη γωνιά του, θέλοντας να δει τι θα γινόταν με τον άνθρωπο που ερχόταν. Εκείνος λοιπόν, ενώ το φως προχωρούσε, έφτασε μπροστά στις κλειστές πύλες και γονάτισε πάνω στο κατώφλι. 

Προσευχήθηκε πολύ με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Ύστερα σχημάτισε το σημείο του σταυρού στις πύλες, και πέρασε αμέσως ελεύθερα μέσα μαζί με το φως!

Έπεσε και πάλι χάμω, στο σημείο όπου ήταν ζωγραφισμένη ψηλά η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σηκώθηκε.

Άνοιξε με τον ίδιο τρόπο και αυτές τις πύλες. Προχώρησε στο νάρθηκα. 

Μπροστά στις αργυρές πύλες προσευχήθηκε, καθώς φάνηκε στον Ιωάννη,  γι' αρκετή ώρα.

Τον βλέπει να τις ανοίγει και τούτες με το σημείο του σταυρού, και λουσμένο ολόκληρο στο φως, να μπαίνει στον ιερό ναό, να στέκεται καταμεσίς, να σηκώνει ψηλά τα χέρια και να ζητάει το έλεος του Κυρίου.

Κι όταν τελείωσε τις προσευχές του στο Θεό, γύρισε πάλι πίσω, ως το τελευταίο προαύλιο του ναού, ενώ οι πύλες κλείστηκαν με θεία επέμβαση. 

Στεκόταν λοιπόν ο ευλαβέστατος Ιωάννης και παρακολουθούσε προσεκτικά για να δει, καθώς ο ίδιος έλεγε αργότερα, που θα πήγαινε ο άνθρωπος που βγήκε από το ναό.

Πήρε ίσια το δρόμο. Δεν το βάζει κάτω ο αβραμιαίος Ιωάννης: Τον παίρνει από πίσω, θέλοντας να μάθει οπωσδήποτε που κρύβεται αυτός ο ιερός μαργαρίτης του Θεού.

Ο άγνωστος έστριψε λίγο και πήρε τον κατήφορο, που οδηγούσε στην κλίμακα του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού.

Στάθηκε μπροστά σ' ένα πολύ μικρό σπιτάκι και χτύπησε με το χέρι του την πόρτα.

- Μαρία, είπε, καλώντας με σιγανή φωνή τη γυναίκα που ήταν μέσα. Μπήκε, και το φως που τον έλουζε σ' όλο τον δρόμο αμέσως εξαφανίστηκε. 

Το σκοτάδι της νύχτας κάλυψε και τους δυο. Αλλά η γυναίκα έφερε ένα αναμμένο λυχνάρι στον άντρα της.

Κι εκείνος, χωρίς να ξαπλώσει στο κρεβάτι ούτε μ' άλλο τρόπο να ξεκουράσει το σώμα του, στρώθηκε στη δουλειά - ήταν παπουτσής και ράφτης δερμάτων.

Τότε πια ο Ιωάννης παραμέρισε τη ντροπή, όρμησε μέσα στο σπιτάκι, κι έπεσε στα πόδια του άγνωστου ανθρώπου, βρέχοντάς τα με τα δάκρυά του. 

- Μη μου κρύψεις, έλεγε, ποιος είσαι και ποια είναι η μεγάλη πνευματική εργασία σου απέναντι στο Θεό, που με τη δύναμή Του έκανες όσα εξαίσια θαύματα είδα.

Ο άλλος όμως, ταπεινός καθώς ήταν, έλεγε: - Συγχώρα με, γέροντα, για τον Κύριο. Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι και κανένα καλό δεν έχω πάνω μου. 

Ποιός θέλεις νά' μαι, παρά ένας τιποτένιος; Κι από που έχω μάθει να παραδειγματίζω τους άλλους και να τους κάνω το δάσκαλο, αφού είμαι πάμφτωχος και κάνω ένα ταπεινό επάγγελμα;

Πλανήθηκες, άνθρωπέ μου. Πλανήθηκες. Μάλλον φαντασία ήταν αυτό που λες πως είδες, κι όχι πραγματικότητα.

Τότε ο γερο - Ιωάννης άρχισε να χύνει δάκρυα πάνω στα δάκρυα, και δεν έπαυε να τον ορκίζει στον Θεό για να του φανερώσει τη μεγάλη του αρετή. 

- Αν αυτό, έλεγε, δεν ήταν έργο της θείας πρόνοιας, για να φανερωθεί η πολιτεία σου, ασφαλώς δε θ' αξιωνόμουν εγώ, ο ελεεινός, να δω με τα μάτια μου τέτοια μυστήρια!

Ο άλλος τότε φάνηκε να στεναχωρέθηκε από τους όρκους. Σηκώθηκε λοιπόν από τη θέση του, έβαλε πρώτα μετάνοια στο γερο - Ιωάννη, κι άρχισε μετά να διηγείται:

- Συγχώρεσέ με, αδελφέ μου. Κανένα άλλο κατόρθωμα δεν έχω κάνει, μα την αλήθεια, πάνω στη γη, εκτός απ' το να κυλιέμαι στις αμαρτίες μου και να πολυδίνω σημασία στο σαρκίο μου.

Αλλά κάποτε η αγαθότητα του Θεού έσπειρε μέσα μου το φόβο της κολάσεως.

Κι ενώ παντρεύτηκα αυτήν εδώ την αδελφή, που βλέπεις, δε μόλυνα την αρχική καθαρότητα του σώματος.

Συμφωνήσαμε κι οι δυο να ζήσουμε αγνή ζωή,  κρύβοντάς το όμως απ' τους γνωστούς μας και λέγοντας πως η γυναίκα είναι στείρα.

Και μέχρι τώρα, για την αγάπη του Πλάστη μας, μένουμε καθαροί από σαρκική μίξη. Αλλά επειδή με όρκισες, θα προσθέσω και τούτο:

Όλα μου τα χρήματα δεν ξεπερνάνε, μα την αλήθεια, το ένα τριμήσιο. Μ' αυτό αγοράζω δέρματα και κοπιάζω στη δουλειά.

Κι ό,τι κερδίζω, το μοιράζω στα δυο. Το πρώτο και καλύτερο το αφιερώνω στο Χριστό.

Το άλλο το κρατάω για τις ανάγκες μας. Έτσι ζω πάντα. Κι έχω στο νου μου καθημερινά τον Κριτή και τις επιθέσεις, που θα μου κάνουν οι φορολόγοι δαίμονες.

Εδώ σταμάτησε το λόγο του ο Ζαχαρίας - αυτό ήταν τ' όνομά του. Έπεσαν τότε ο ένας στα πόδια του άλλου και καταφιλήθηκαν.

Και ο μεν Ιωάννης βγήκε γαληνεμένος έξω και πήρε το δρόμο για το σπίτι, όπου έμενε, ευχαριστώντας το Θεό για τα μεγαλεία που τον αξίωσε να δει.

Ενώ ο αξιοθαύμαστος εκείνος παπουτσής, ο γνήσια ταπεινός, αποφεύγοντας το δόλωμα της ανθρώπινης δόξας, άφησε το σπιτάκι του κι έγινε άφαντος, μένοντας εντελώς άγνωστος σε όλους.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Διηγήσεις Φοβερές και Ωφέλιμες'',
Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας, 
έκδοση δεύτερη της Ι. Μ. Παρακλήτου
Μήλεσι Ωρωπού, 1995, σελ. 55-59.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου