Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Συνίστησι την εαυτού αγάπην
εις ημάς ο Θεός, ότι έτι
αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε»
(Ρωμ. 5,8)
Όλοι, αγαπητοί μου, όλοι στην εποχή μας μιλάνε για αγάπη. Η αγάπη είνε αίσθημα που φύτεψε ο Θεός στην καρδιά του ανθρώπου. Η αγάπη είνε το πιο ευγενικό και βαθύ αίσθημα. Να αφαιρέση κανείς την αγάπη από τον κόσμο; Αλλοίμονο!
Ο κόσμος δεν θα μπορέση να σταθή, αλλά θα διαλυθή και θα καταστραφή. Η αγάπη είνε αναγκαία όσο αναγκαία είνε στο υλικό σύμπαν η παγκόσμιος έλξις. Εκατομμύρια και δισεκατομμύρια είνε τα αστέρια του ουρανού. Πως στέκονται;
Πως δεν φεύγουν από την τροχιά τους; Πως δεν πέφτει το ένα πάνω στ’ άλλο; Πως κινούνται με τόση αρμονία και τάξι; Ποιος είνε εκείνος που τα συγκρατεί; Είνε ο Θεός; Αυτός έβαλε ένα νόμο, νόμο φυσικό, νόμο που είνε ο πιο σπουδαίος νόμος μέσα στο σύμπαν. Ο νόμος αυτός λέγεται παγκόσμιος έλξις.
Τί θα πη παγκόσμιος έλξις; Σε κάθε άστρο υπάρχει κρυμμένη μια δύναμις, που σαν μαγνήτης τραβάει τα άλλα ουράνια σώματα που είνε κοντά του, και αυτά πάλι το τραβούνε, και έτσι, τραβώντας το ένα το άλλο, συγκρατούνται και δεν πέφτουν. Μια αόρατη κλωστή, η παγκόσμιος έλξις, κρατάει όλα τα άστρα.
Είνε βέβαια αυτά ένα μεγάλο μυστήριο, πως η γη π.χ. τραβάει το φεγγάρι, ο φεγγάρι τραβάει τη γη, κι αυτά πάλι τα τραβάει ο ήλιος, και τον ήλιο τον τραβάει άλλος ήλιος και τον άλλο ήλιο άλλος και ούτω καθεξής. Μια αλυσίδα απέραντη! Ζαλίζεσαι όταν το σκέπτεσαι.
Όπως λοιπόν τα δισεκατομμύρια άστρα συγκρατούνται με το νόμο της παγκοσμίου έλξεως, έτσι και τα εκατομμύρια και τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων συγκρατούνται με έναν άλλο νόμο, ηθικό νόμο, που φύτεψε ο καλός Θεός στις καρδιές των ανθρώπων. Και ο νόμος αυτός είνε ο νόμος της αγάπης.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αισθάνεται αγάπη. Κι αυτός ο κακούργος, που έκανε εγκλήματα και καταδικάστηκε σε θάνατο, κι αυτός κάτι ακόμα κρατάει από το νόμο της αγάπης. Αν σβήση κάθε ίχνος αγάπης και πεισθή ο άνθρωπος ότι όλοι τον έχουν εγκαταλείψει και δεν υπάρχει πια κανείς που να τον αγαπάη, ο άνθρωπος αυτός δεν θα μπορέση να ζήση· θ’ αυτοκτονήση.
Αγάπη θέλουν οι άνθρωποι. Αλλ’ η αγάπη στον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, ήταν μια αγνή αγάπη, μια αγάπη καθαρή από κάθε μόλυσμα αμαρτίας, και μέσα στα αγνά μάτια των πρώτων ανθρώπων, του Αδάμ και της Εύας, καθρεφτιζόταν ο ουρανός, η χαρά και η ευτυχία. Αγαπούσε ο Αδάμ την Εύα, η Εύα αγαπούσε τον Αδάμ, και οι δύο αγαπούσαν παραπάνω απ’ όλα το Θεό, που τον αισθάνονταν σαν πατέρα.
Υπήρχε μια αρμονία των δύο πρώτων ανθρώπων στις σχέσεις τους προς τη φύσι, προς τον εαυτό τους και προς το Θεό. Οι πρώτοι άνθρωποι, πνευματικά αστέρια, ειλκύοντο από το κέντρο, από το Θεό, και έτρεχαν πάνω στη τροχιά της θεϊκής αγάπης. Και ήτανε όλα ευχάριστα.
Αλλ’ ύστερα από την αμαρτία που έκαναν, η αρμονία των σχέσεων διαταράχθηκε, η αγάπη μολύνθηκε και διαστράφηκε· έγινε μια αγάπη ιδιοτελής, μια αγάπη που περιωρίστηκε σε λίγα πρόσωπα, μια αγάπη που δεν είχε πια κέντρο έλξεως το Θεό, αλλά άλλα κέντρα έλξεως, ανθρώπους και άλλα πράγματα.
Οι άνθρωποι, αντί να αγαπούν το Θεό, αγαπούσαν μόνο τον εαυτό τους και τα μικρά κ’ ελεεινά συμφέροντα. Έτσι από φιλόθεοι έγιναν διλήδονοι, φίλαυτοι, σαρκολάτρες, εγωϊσταί και υπερήφανοι. Σύνθημά τους; Όλα για τον εαυτό τους· τίποτα για τον πλησίον, τίποτα για τον Θεό. Η αγάπη απογυμνώθηκε από κάθε άλλο και ωραίο, έμεινε μόνο το όνομα. Ω, πόσα εγκλήματα δεν διαπράχθηκαν εν ονόματι της ψεύτικης αυτής αγάπης!
Αλλά που, θα ρωτήσετε, που είνε η αγάπη η αγνή, η ιδεώδης αγάπη; Που είνε η αγάπη η χριστιανική, που τα πάντα θυσιάζει για τους άλλους και δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό της παρά μόνο τον σταυρό; Ιδεώδης αγάπη υπάρχει στο Θεό. Ο Θεός είνε αγάπη, όπως κηρύττει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Α’ Ιωαν. 4,8).
Της θείας αγάπης δείγματα δεν είνε ένα και δύο· είνε αναρίθμητα. Ποιο απ’ όλα ν’ αναφέρουμε εδώ στο σύντομο κήρυγμά μας; Ο Θεός προνόησε εξαιρετικά για τον άνθρωπο· τον έβαλε μέσα στον παράδεισο, σ’ ένα περιβάλλον φυσικό, που δεν το έφτανε άλλο στην ωραιότητα. Όπου κι αν στεκόταν μέσα στον παράδεισο, την αγάπη έβλεπε.
Ο αέρας, καθαρός από κάθε μικρόβιο, φυσούσε και κινούσε τα φύλλα των δέντρων· τα νερά κρυστάλλινα έτρεχαν και κελάρυζαν· οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν και θέρμαιναν· τα καρποφόρα δέντρα, γεμάτα καρπούς, λύγιζαν τα κλαδιά τους· τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων· τα ζώα όλα ήταν ημέρα και ζούσαν μαζί αγαπημένα μέσα στο κοινόβιο του παραδείσου.
Το καθένα χωριστά αλλά και όλα μαζί με κάποια μυστική φωνή φώναζαν, και η φωνή τους γλυκειά έφτανε στ’ αυτιά του Αδάμ και της Εύας και έλεγε· Ο Θεός σας αγαπά! Αλλά και ύστερα από την πτώσι του ανθρώπου ο Θεός δεν έπαυσε ν’ αγαπά και να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Κάθε τόσο έστελνε στον κόσμο άνδρες σπουδαίους με ικανότητες και χαρίσματα, έστελνε πατριάρχες και προφήτες, και δια μέσου των εκλεκτών αυτών πνευμάτων έδειχνε την αγάπη του, την επιθυμία του να φέρη το λαό του στη θεογνωσία.
Αλλά δυστυχώς! Παρ’ όλα αυτά τα μέσα που μεταχειρίστηκε ο Θεός, παρ’ όλες τις ευεργεσίες και τα θαύματα, ο κόσμος δεν συνεκινείτο, δεν μετανοούσε, δεν επέστρεφε στον ουράνιο Πατέρα. Και ο Θεός; Ενώ θα μπορούσε να τον καταστρέψη, όπως κατέστρεψε άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορρα, δεν το έκανε. Έδειξε μακροθυμία.
Η αγάπη του Θεού έφτασε σ’ ένα ύψος, που ποτέ ανθρώπινη διάνοια δεν μπορούσε να φανταστή. Ήρθε ο Θεός επί της γης! Ήρθε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ήρθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Φόρεσε σάρκα ανθρώπινη. Έγινε άνθρωπος όμοιος μ’ εμάς εκτός από την αμαρτία. Έζησε ανάμεσά μας σαν ο πιο φτωχός από τους ανθρώπους. Υπηρέτησε τον άνθρωπο με μια αγάπη που πρώτη φορά γνώριζε ο κόσμος.
Ταπεινώθηκε όσο κανένας άλλος. Έγινε ο δούλος των δούλων του. Τέλος σταυρώθηκε και έχυσε το τίμιο του αίμα για να σώση τον άνθρωπο. Κάθε λόγος του Χριστού, κάθε θαύμα του, κάθε χτύπος της καρδιάς του, κάθε πράξις του, κάθε σταλαγματιά του αίματός του φωνάζουν. Όλα φωνάζουν, όλα κηρύττουν, όλα διαλαλούν· «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωαν. 4,8). Η αγάπη του ωκεανός!
Ύστερα από τόση αγάπη, που έδειξε και συνεχίζει να δείχνη ο Θεός, εμείς οι άνθρωποι τι έπρεπε να αισθανώμαστε απέναντι στον Ευεργέτη μας; Δεν θα έπρεπε να αισθανώμαστε το πιο βαθύ αίσθημα αγάπης κ’ ευγνωμοσύνης προς τον Θεό; Δεν θα έπρεπε να προτιμάμε να πεθάνουμε παρά να παραβούμε μια εντολή του και να τον λυπήσουμε;
Δυστυχώς δείχνουμε την πιο μεγάλη αχαριστία. Ξέρετε πως μοιάζουμε; Μοιάζουμε με έναν που κάποιος τον φιλοξενεί στο σπίτι του, τον περιποιείται, τον αγαπάει όσο κανείς. Αρρωσταίνει, κινδυνεύει να πεθάνη, κι αυτός και το αίμα του κάνει μετάγγισι σ’ αυτόν και τον σώζει. Και ο άνθρωπος που τόσο ευεργετήθηκε, φεύγοντας από το σπίτι του ευεργέτου, αντί να του πη ένα ευχαριστώ, γυρίζει και βρίζει και βλαστημάει τον ευεργέτη με τις πιο χυδαίες λέξεις και τον φτύνει στο πρόσωπο.
Ερωτώ· Υπάρχει μια τέτοια αχάριστη και τερατώδης ύπαρξι; Ναι, υπάρχει! Είμαστε εμείς, όσοι στον εικοστό αιώνα που ζούμε αμαρτάνουμε και κάτω από το σταυρό της αγάπης του Χριστού συνεχίζουμε τις ύβρεις, τις βλασφημίες τους εμπαιγμούς και τα εμπτύσματα των σταυρωτών του. Ω, τι αχαριστία, τι φρίκη! Απέναντι τόση αγάπη τόση αποστροφή και κακία. Ω Χριστέ, συγχώρεσέ μας!
Εκ του βιβλίου
του Μακαριστού Μητροπολίτη Πρώην Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου:
<<ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ>>
(Σύντομα κηρύγματα επί των Αποστολικών Περικοπών).
Γ’ έκδοσις. 2000.
Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου