Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

''ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΑΣ...''




῞Ενας ἰατρὸς ἐπρόκειτο νὰ πάη σὲ μία κηδεία ἑνὸς ἐκ τῶν ἀσθενῶν του. Γιὰ κάποιον λόγο καθυστέρησε στὸ σπίτι του, καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ Κοιμητήριο, ἡ κηδεία εἶχε τελειώσει καὶ κανεὶς δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ.


Κρατώντας στὰ χέρια του μία ἀνθοδέσμη, κοίταζε ὁλόγυρα νὰ εὕρη κάποιον φρεσκοσκαμμένο τάφο, καί, ὅσο περισσότερο σκοτείνιαζε, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψη στὸ σπίτι του. Ὅμως στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς διὰ μέσου τῶν μακρῶν δενδροστοιχιῶν τοῦ Κοιμητηρίου, δὲν ἤξερε τὶ νὰ κάνη μὲ τὰ λουλούδια, κι ἔτσι τὰ ἐναπέθεσε σ᾿ ἕναν ἄγνωστό του παλαιὸ τάφο.


Τὴν νύκτα εἶδε ἕνα ὄνειρο: μία νεαρὴ κοπέλλα τοῦ ἐμφανίσθηκε, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐπώνυμό της, καὶ τοῦ εἶπε πολὺ καθαρά: «Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὰ λουλούδια σας· ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας μου, δέκα χρόνια πρίν, κανεὶς ποτὲ δὲν μὲ θυμήθηκε, καὶ ἐσεῖς εἶσθε ὁ πρῶτος ποὺ τοποθετήσατε λουλούδια στὸν τάφο μου».


Τὸ πρωῒ ὁ ἰατρὸς σηκώθηκε συγκλονισμένος καὶ ἀπεφάσισε νὰ πάη στὸ γραφεῖο τοῦ Κοιμητηρίου, γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ ἀρχεῖο. Πρὸς ἐξαίρετη κατάπληξί του, εὑρῆκε τὸ ὄνομα τῆς κοπέλλας καὶ τὸν ἀριθμὸ τοῦ μνήματός της.


πὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔγινε ἕνας ἀληθινὸς Χριστιανός, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του πάντοτε θυμόταν στὶς προσευχές του ἐκείνη τὴν κοπέλλα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ  Παντοκράτωρ Κύριος καὶ Θεός μας, κατὰ τὸ ἄπειρον ἔλεός Του, ἐπέστρεψε στὴν Πίστι τὴν πτωχή του ψυχή.



Αὐτὴ εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία, ἡ ὁποία συνέβη στὴν Σερβία τὸ 1940-42.
Ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ Μητροπολίτου κ. Βιταλίου (Ρ.Ο.Ε.Δ.) πρὸς τὴν Ἀδελφότητα
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἐδουάρδου Ἀγγλίας
(Βλ. Περιοδικὸ «The Shepherd», Νο7 /April 1991, p. 9-10).
Ἐπιμέλ. ἡμετ.




.Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ




Ο ηθοποιός Σερβετάλης αποχώρησε από τη θεατρική παράσταση «Ρινόκερος» του Ιονέσκο λόγω των νέων μέτρων που αποκλείουν ανεμβολίαστους και από το θέατρο. Πολλοί οι επικριτές, αλλά ακόμη περισσότεροι οι υποστηρικτές του. Πολλοί είδαν απλά έναν ηθοποιό να φεύγει από μία παράσταση. Καθώς δεν γνώριζαν το έργο, δεν μπορούσαν να κάνουν τη σύνδεση με την πράξη του Σερβετάλη.


Από τη Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου


Στον «Ρινόκερο» ο Ιονέσκο δείχνει πώς μία κοινωνία ανθρώπων μετατρέπεται σε παχύδερμα. Στην αρχή οι πρώτοι ρινόκεροι σοκάρουν, στη συνέχεια γίνονται περισσότεροι και παύουν να ενοχλούν, μέχρι που στο τέλος όλοι οι φίλοι του ήρωα, όλος ο κόσμος του γίνεται ρινόκερος. Ο ήρωας είναι ο μόνος άνθρωπος του έργου ο οποίος στο τέλος αναφωνεί «δεν θα συνθηκολογήσω».


Ο Ιονέσκο δείχνει ουσιαστικά πώς μία κοινωνία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κτήνος. Ο,τι στην αρχή σοκάρει, γρήγορα γίνεται αποδεκτό από όλο και περισσότερους. Η επιλογή του παχύδερμου και άσχημου ρινόκερου ως ζώο που αντικαθιστά τον άνθρωπο δεν είναι τυχαία.


Ο Σερβετάλης ενσαρκώνει αυτόν τον ήρωα.


Ο Σερβετάλης κάνει πράξη ζωής το μήνυμα που θέλει να περάσει το έργο. Και βγαίνουν οι ρινόκεροι να τον κατηγορήσουν που δεν έγινε ρινόκερος και αυτός. Μα, αγαπητοί, δεν θα μπορούσε πια να παίξει στο έργο. Στο έργο ο ήρωας παραμένει άνθρωπος. Δεν γίνεται παχύδερμο.


Ο μόνος τρόπος για να παραμείνει άνθρωπος ήταν να αποχωρήσει. Αν παρέμενε στο έργο, ουσιαστικά είχε συνθηκολογήσει με τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε καλούς εμβολιασμένους και κακούς ανεμβολίαστους, στο διχαστικό δηλαδή αφήγημα που διαλύει την ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία. Είναι σαν να παίζεις τον αντιστασιακό που πολεμά τον φασισμό και την ίδια στιγμή να τρως και να πίνεις με το καθεστώς. Απλά δεν γίνεται.


Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. 'Οταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε» είχε πει και ο Χατζιδάκις. Ηταν λογικό λοιπόν ο ηθοποιός να ξεσηκώσει πόλεμο εναντίον του, γιατί με την τόλμη του έδωσε στους επικριτές του τον καθρέφτη να δουν τον ρινόκερο που έκρυβαν μέσα τους.


Ο Σερβετάλης με τη μετρημένη αντίδρασή του, τη λιτότητα των λόγων του και τη σεμνότητά του έδειξε ότι ηθοποιός σημαίνει φως, ότι ποιεί ήθος. Πώς να του το συγχωρέσουν πολλοί λοιπόν, όταν έχουν συμβιβαστεί με τα σκοτάδια μέσα στα οποία ζούμε και το ίδιο το τέρας δεν τους τρομάζει πια, γιατί απλά του μοιάζουν;



Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου: Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών, Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle



NEWSBREAK


Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙ ΜΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ;





Μία, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴν εἶπε ὁ Κύριος μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτησι ἑνὸς νομικοῦ «τίς ἐστί μου πλησίον;», καὶ ἀποτελεῖ σύνοψι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, περίληψι ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Περιέχειὕψος ἰδεῶν, ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες. Ὦ Κύριε! Τὸ πρόβλημα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων πού, παρ᾿ ὅλα τὰ σχέδια τὰ σύμφωνα καὶ τὰ καταστατικὰ ἔχει γίνει τὸ πιὸ περίπλοκο, τὸ ἔλυσες ἐσὺ μὲ τὴν παραβολὴ αὐτή. Μὲ τὴ φράσι «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ.10,37) ἔδειξες τὸν κανόνα συμπεριφορᾶς κάθε ἀνθρώπου πρὸς τὸ συνάνθρωπό του. Ὑπῆρξαν ἄτομα ποὺ ῥύθμισαν καὶ ῥυθμίζουν τὴ ζωή τους σύμφωνα μ᾽ αὐτόν· ἀλλὰ πότε ἡ ἀνθρωπότης ὡς σύνολο θὰ νιώσῃ τὸ πνεῦμα σου, θὰ θελήσῃ νὰ ἐφαρμόσῃ τὰ διδάγματά σου;Δὲν θὰ κάνουμε λεπτομερῆ ἀνάλυσι τῆς παραβολῆς· θὰ ἐμβαθύνουμε μόνο στὴ λέξι «πλησίον».


Ποιός εἶνε ὁ «πλησίον» ; Λέγοντας «πλησίον» συνήθως ἐννοοῦμε τὸν κοντινό, τὸ διπλανὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὴ βοήθειά μας. Κατὰ τὸ βαθύτερο ὅμως νόημα «πλησίον» , μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια ,ἀναδείχθηκε ΕΝΑΣ· ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀγάπη του εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους. Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε κοινωνικός. Ἔχει ἀνάγκη τὸν ἄλλο, γιὰ τὸν ὁποῖο νὰ μπορῇ νὰ λέῃ· «Αὐτὸς εἶνε πλησίον μου , στὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη, δὲ μ᾽ ἀφήνει ποτέμόνο». Ζητάει λοιπὸν νὰ δημιουργήσῃ σχέσεις μὲ τοὺς γύρω του. Συνδέεται μὲ πρόσωπα, ποὺ τὸ χαμόγελο, τὰ λόγια, οἱ τρόποι, τὰ προσόντα ποὺ φαίνεται νὰ τοὺς στολίζουν, ἡ ὅλη συμπεριφορά, τὸν ἑλκύουν καὶ τοῦ δίνουν ἐλπίδα, ὅτι ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς θ᾿ ἀνακαλύψῃ τὸν καλὸ σύντροφο, τὸν πιστὸ φίλο, τὸν εἰλικρινῆ σύμβουλο, τὸν ἰδεώδη ἄνθρωπο. Κι ὅταν νομίσῃ πὼς τὸν βρῆκε, φωνάζει χαρούμενος σὰν ἄλλος Ἀρχιμήδης· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζητοῦσα! Ἄχ ἐλπίδα ἀπατηλή, πόσα δράματα δὲν ἔχεις σκηνοθετήσει! Διότι ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ φιλία ἀποδεικνύεται κίβδηλη, πέφτει τὸ προσωπεῖο, γίνονται ἀποκαλυπτήρια τοῦ φίλου,καὶ τότε λὲς κατάπληκτος· Αὐτὸς λοιπὸν εἶν᾽ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὑπολόγιζα καὶ στήριζα ἐλπίδες;


λλοίμονο, πόσο μὲ διέψευσε! Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου; Δυὸ φίλοι βάδιζαν μαζὶ σὲ δάσος κι ἀλληλοϋπόσχονταν βοήθεια καὶ συμπαράστασι. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται μιὰ ἀρκούδα. Ὁ ἕνας τρέχει σκαρφαλώνει σ᾽ ἕνα δέντρο κι ἀφήνει τὸν ἄλλο κάτω.Αὐτός, ἐπειδὴ ἡ ἀρκούδα δὲν τρώει πτώματα,πέφτει κατὰ γῆς καὶ προσποιεῖται τὸ νεκρό. Τὸ θηρίο πλησιάζει, τὸν περιεργάζεται ἐνῷ ἐκεῖ -νος κρατάει τὴν ἀναπνοή του, κάτι φαίνεταιὅτι λέει στ᾽ αὐτί του καὶ φεύγει. Τί εἶπε; θὰ τὸξέρετε ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ μύθου… Νά ἡ ἐγκατάλειψις ἑνὸς φίλου σὲ ὥρα κινδύνου. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ φίλος μεταβάλλεται σὲ ἐχθρό , κακοῦργο καὶ λῃστὴ καὶ δήμιο, καὶ τότε ὁ ἀπατημένος φίλος ἀναστενάζει καὶ μονολογεῖ· Καταραμένη ἡ ὥρα ποὺ τὸν γνώρισα…Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ «πλησίον» σου μένῃπιστὸς ἀφωσιωμένος καὶ πρόθυμος γιὰ βοή-θεια, ἔρχονται ὅμως στὴ ζωὴ στιγμὲς τραγικές, ποὺ «ὁ πλησίον» αὐτός, παρ᾿ ὅλη τὴν καλή του διάθεσι, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσῃ. Νά, φτάνει ὁ θάνατος! τί μποροῦν νὰ σοῦ προσφέρουν οἱ ἄνθρωποί σου;


συμβαίνει κάτι χειρότερο, δηλαδὴ τί· διέπραξες μιὰ κρυφὴ ἁμαρτία, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὴ σκέπτεσαι φρίττεις· σὲ ποιόν, παρακαλῶ, θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου; Ἂν τὴν πῇς σ᾽ αὐτὸν ποὺ νομίζεις δικό σου, δὲν ἀποκλείεται νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ χιλιόμετρα μακριὰ λέγοντας· Σὲ ἀηδιάζω· σὲ θεωροῦσα ἄνθρωπο, κ᾽ ἐσὺ ἀποδείχθηκες ἕνα σιχαμένο τέρας… Κι ὅμως ἐσὺ ἔχεις ἀνάγκηἀνακουφίσεως. Ποιος θὰ κατευνάσῃ τὴν τρικυμία σου, ποιός θὰ ἐπουλώσῃ τὴν πληγή σου ποὺ στάζει αἷμα; Γιὰ τέτοιες τραγικὲς ὧρες ὁ προφήτης Δαυῒδ ψάλλει τοὺς μελαγχολικοὺς ἐκείνους στίχους τοῦ 37ου ψαλμοῦ· «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰ σχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν» (Ψαλμ. 37,11-12). Οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητεύουν. Καὶ οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι ἀποδεικνύονται ξένοι καὶ κάνουν τὴ ζωὴ ἀκόμα πιὸ τραγική.Καὶ ὅμως, παρ᾿ ὅλες τὶς διαψεύσεις, ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀναζητῇ τὸν «πλησίον» του! Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτός; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ «Ο ΠΛΗΣΙΟΝ» . Πρὶν ἀπὸ 2.000 περίπου χρόνια ἔκανε τὴν ἐμφάνισί του στὶ ςἀκτὲς τῆς Γαλιλαίας καὶ χιλιάδες ἐγκαταλειμμένοι βρῆκαν στὸ πρόσωπό του τὸν στοργικὸ φίλο, τὸν θαυμαστὸ σύμβουλο, τὸν ἰσχυρὸ προστάτη, καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶνε ὁ πλησίον μας.


Ποιός γραμματεὺς ἢ φαρισαῖος, ἀρχιερεὺς ἢ λευΐτης μᾶς ἐπισκέφθηκε στὰ ταπεινὰ καΐκια μας, στὰ ἀπόμακρα χωριά μας, στὶς φτωχὲς καλύβες μας; ποιός μᾶς πλησίασε καὶ ἄγγιξε τὰ παράλυτα ἢ λεπρὰ μέλη μας; ποιός ἀγκάλιασε τὰ παιδιά μας; ποιός ἔδωσε ψωμὶ στοὺςπεινασμένους, φῶς στοὺς τυφλούς μας;…Γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὅλων τῶν αἰώνων, σᾶς ἐρωτοῦμε. Κι ἂν ἐσεῖς ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος κλείνετε τὰ στόματά σας, καὶ οἱ λίθοι τῆς ἐρήμου τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου θὰ φωνάζουν, ὅτι πραγματικὸς «πλησίον» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνας καὶ μόνος· ὁ Ἰησοῦς, τὸνὁποῖον ἐσεῖς ἀποκαλέσατε Σαμαρείτη (βλ. Ἰω. 8,48). Αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης ἔσωσε τὸν κόσμο.Πράγματι, ἀδελφοί μου. Κανένας ἄλλος δὲνγνώρισε τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους καὶ τοὺς πόθους μας ὅσο ὁ Χριστός, καὶ κανένας ἄλλος δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν ψυχή μαςὅσο αὐτός. Ἔγινε τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως κηρύττει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος· «Θέλεις νὰ θεραπευθοῦν οἱ πληγές σου; ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰατρός . Σὲ πιέζουν οἱ ἁμαρτίες; αὐτὸς εἶνε ἡ συγχώρησις.


χεις ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια; αὐτὸς εἶνε ἡ δύναμις . Φοβᾶσαι τὸ θάνατο; αὐτὸς εἶνε ἡ ζωή . Ἐπιθυμεῖς τὸν οὐρανό; αὐτὸς εἶνε ἡ ὁδὸς γιὰ ἐκεῖ. Θὲς νὰ βγῇς ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι; αὐτὸς εἶνε τὸ φῶς . Πεινᾶς; αὐτὸς εἶνε ὁ ἄρτοςτῆς ζωῆς . Διψᾶς; αὐτὸς εἶνε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».Θέλετε νὰ δῆτε τὴν εἰκόνα του; Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μελετῆστε τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Ρωτῆστε καὶ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ποιός εἶνε ὁ Σαμαρείτης ποὺ ἔσωσε τὸν λῃστευθέντα, καὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσουν ὁμοφώνως ὅτι εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὦ Κύριε! Ποιός μπορεῖ νὰ ψάλῃ πρεπόντως τὴν ἀγάπη σου; Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπ᾽ τὸν παράδεισο, περιπλανήθηκε, ἔπεσε σὲ ἐνέδρες λῃστῶν, παθῶν καὶ κακιῶν. Καὶ τί κακὸ δὲν ἔπαθε ἀπ᾿ αὐτούς! Γυμνός, πληγωμένος, αἱμόφυρτος κοίτονταν κατὰ γῆς. Κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας καὶ ἐπευφημήθηκαν στὰ θέατρακαὶ στάδια ὡς σωτῆρες καὶ λυτρωταὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σώσῃ. Τὰ φάρμακά τους στάθηκαν ἀνίσχυρα.


Κι ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιοῦσε καὶ ἐξέπνεε ἐν μέσῳ τῆς μουσικῆς τοῦ Ὀρφέως καὶ τῶν συζητήσεων τῆς ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν σχολαστικῶν ἑρμηνευτῶν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἀλλὰ σύ, Κύριε, ἀπὸ τὰ ὕψη ἄκουσες τὸν ἐπιθανάτιο ῥόγχο, σπλαχνίστηκες, «ἔκλινες οὐρανοὺς καὶ κατέβης» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10). Ἐπὶ μία τριετία δημοσίας ζωῆς καὶ δράσεως στάθηκες στὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου.


Καὶ τί καλὸ δὲν ἔκανες γι᾽ αὐτόν! Κι ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τὴν πα-τρικὴ ἐντολή, ἀναλήφθηκες στοὺς οὐρανούς· ἀλλ᾽ ἄφησες ἐδῶ στὴ γῆ τὴν Ἐκκλησία σου. Αὐτή, Κύριέ μου, εἶνε τὸ «πανδοχεῖον» τῆς παραβολῆς (Λουκ. 10,34), τὸ παγκόσμιο ἰατρεῖο, τὸ ὁποῖοἐφωδίασες μὲ ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ βρίσκουν σ᾽αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο, τὴ ῥιζικὴ θεραπεία τῆς νοσούσης ψυχῆς τους.«Ποιός πονεμένος τρέχει στὸ ἰατρεῖο τοῦτο καὶ δὲν θεραπεύεται;»(Παρακλ., ἦχ. δ΄, Κυρ. ἑσπ., ἀπόστ. καταν.).


γαπητοί μου! Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πα-ραβολῆς εἶνε, ὅτι ὁ ἰδεώδης «πλησίον» ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς εἶνε ὁ Κύριος ἡ-μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄνθρωπε, τί θρηνεῖς;Δὲν εἶσαι πλέον ἔρημος πάνω στὴ γῆ, δὲν εἶνε Σαχάρα ἡ ζωή σου. Σ᾽ αὐτόν, τὸν ἰδεώδη «πλησίον» , θὰ βροῦμεἀνάπαυσι, γιὰ νὰ δώσουμε ἀνάπαυσι καὶ σὲ ἄλλους. Μόνο αὐτὸς θὰ μᾶς μάθῃ πῶς νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «πλησίον» τῶν ἄλλων συνανθρώπων μας. Κι ὅπως ἡ σελήνη ἔχει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὸν ἥλιο κι ἀντανακλᾷ τὸ φῶς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, μὲ τὴν ψυχὴ στραμμένη στὸ Χριστό, θὰ γίνουμε φῶς, ἀντανάκλασι τῆς ἀγάπης του στὴ γῆ αὐτὴ τῶν δακρύων καὶ τοῦ αἵματος,στὴν ὁποία οἱ λῃστευθέντες εἶνε ἀναρίθμητοι κι ἀναζητοῦν τοὺς «πλησίον» αὐτῶν, τοὺςπιστοὺς μιμητὰς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ Νοέμβριο τοῦ 1949 στὴν καθαρεύουσα.



Τράπεζα Ιδεών


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΑΣ





κούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.


νθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου.


ταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν;


Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.


Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν.


Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του.


Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας.


ταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο.


ν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία.


πειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία.


Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας.


Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ Β' ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ





Ομιλία εις την παραβολήν του καλού Σαμαρείτου


Γερμανός Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών.


Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε. Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.


«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα; Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ.


Ορθώς απεκρίθης». Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.


«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη.


Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».


Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν. Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας.


Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».


Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος. Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας.


Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον. Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.


Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων. Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».


Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας». Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις. Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο».


Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας.


Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.


Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του. Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη.


Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν.


Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.


Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος.


Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.


Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν». Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’, σελ. 203.
Από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», σελίς 365 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς.




ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 2: ''Ο ΝΟΥΣ'' (ΜΕΡΟΣ 10ον)



 



Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αρχιμανδρίτη Ιωαννικίου:
<<Φιλοκαλικές Σελίδες 2 - Ο Νους>>,
έκδοση <<Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά>>,
Κουφάλια Θεσ/νίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 69-72.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένων
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.




ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Ο άνθρωπος, το υπέροχο αυτό θεόπλαστον ον, η κορωνίς της Δημιουργίας, είναι μία σύνθεσις ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής. Η υπέρβασις και μετάβασίς του από τον υλικό προς τον άϋλο, από τον αισθητό προς τον υπεραισθητό κόσμο γίνεται με την δύναμι της ψυχής, τον νου. Θεμελιώδης πίστις της Εκκλησίας μας είναι ότι ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα του Τριαδικού Θεού. Ο Τριαδικός Θεός είναι Νους (Πατήρ), Λόγος (Υιός) και Πνεύμα. Νους ο άναρχος τον Λόγον απορρήτως γεγένηκε, / και το θείον Πνεύμα, το ισοσθενές εκπεπόρευκε' / και διά τούτο Τριάδα ομοούσιον, / τον Δεσπότην των όλων Θεόν καταγγέλλομεν. (Τριαδικός κανών, ήχος δ'). Και ο άνθρωπος είναι τριαδική εικόνα του Θεού. Ο άνθρωπος είναι και αυτός νους, λόγος και πνεύμα. Σε αυτήν την τριαδική, από άπειρη θεία αγάπη κατασκευή του (κατ' εικόνα) και στην κατά χάριν θέωσι (καθ' ομοίωσιν) έγκειται το απεριόριστο μεγαλείο του. Από αυτό το μεγαλείο φαίνεται η ασύγκριτη διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα. Η ψυχή εδώ είναι μία, διαιρείται κατά τους αγίους Πατέρες σε τρεις δυνάμεις ή σε τρία μέρη: στο λογιστικό, στο επιθυμητό και στο θυμοειδές. Όργανο με το οποίο ενεργοποιείται το λογιστικό είναι ο νους. Ερώτησε κάποιος έναν ερημίτη: - Γέροντα, τί είναι νους; Με χαρακτηριστική απλότητα ο γέροντας, είπε: - Να, άμα λείψει ο κυβερνήτης από ένα καράβι, τί λες; Θα καταντήση στο λιμάνι; Τα κύματα θα το σπάσουν. Έτσι και ο νους. Είναι κυβερνήτης. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά <<νους>> λέγεται και η ενέργεια του νου που συνίσταται σε λογισμούς, κρίσεις, συλλογισμούς και νοήματα. Αλλά όμως δεν είναι ο ίδιος ο νους, αλλά ενέργειες του νου. Νους είναι και η δύναμις που ενεργεί αυτά, η οποία ονομάζεται και  κ α ρ δ ί α  στην Αγία Γραφή. Η οποία καρδία είναι η κυριώτερη από όλες τις άλλες δυνάμεις της ψυχής και από αυτή τη δύναμι χαρακτηρίζεται η ψυχή μας λογική>> (Λόγος περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, Φιλοκαλία, τόμ. Α', σ. 133, κεφ. γ'). Αλλά ο νους είναι και η ικανότης του νου για την ένωσί του και μέθεξι με τον Θεόν. Αλλού ονομάζεται ικανότης προς θέα ή θεωρία ή όρασι του Θεού. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το να βλέπει κανείς τον Θεό, είναι ένωσις με τον Θεόν. Να γιατί ο νους κατά την πατερική ορολογία ονομάζεται <<οφθαλμός της ψυχής>>, <<νοερός οφθαλμός>>, <<όμμα>> ή <<θεωρητικόν ή λογιστικόν>> μέρος της ψυχής. Είναι εικόνα του Θεού ο άνθρωπος, διότι έχει νου. Ο νους του ανθρώπου είναι ένας δημιουργικός παράγων κάθε λεγομένου έργου πολιτισμού. Αλλά είναι τραγικό όταν στον νου λείπει η γνωστική και διακριτική αίσθησις. Τυφλώνεται τότε, εξέρχεται εντελώς από τον εαυτό του (καθώς θα δούμε) και αποκτά απόλυτες σχέσεις με τα δημιουργήματα, με την κατ' αίσθησι φύσι των όντων, ενώ η ουσία του είναι νοερά. Κολυμπά σ' ένα πέλαγος οιήσεως και κενοδοξίας, παύει να είναι <<ενεργεία νους>> και γίνεται μόνον <<δυνάμει νους>>, δηλαδή, αλογοποιείται. Γίνεται σαν τους άψυχους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους που κατασκευάζει, σαν τα πλαστικά λουλούδια χωρίς άρωμα, σαν τις τυφλές μηχανές του. <<Ο νους του ανθρώπου, κατά την έκφρασι συγχρόνου γέροντος ασκητού, ομοιάζει με ένα πετεινόν του ουρανού, άλλοτε υψιπετές και άλλοτε χαμερπές>>. Με τα ύψη της αναβάσεως και αναγωγής του νου αφ' ενός και με τις πτώσεις του στα κατώτερα μέρη της γης αφ' ετέρου, στα οποία κυλιέται ο νους διά της επενεργείας των παθών, ασχολούνται οι Φιλοκαλικοί άγιοι Πατέρες. Η αυτοσυγκέντρωσις ή <<συνέλιξις>> του νου όσων ανθρώπων ασχολούνται με την λεγόμενη <<γιόγκα>> των μη χριστιανικών ανατολικών θρησκειών, μπορεί να πραγματοποιείται, αλλά είναι άπρακτη και άκαρπη. Ο νους εκεί παραμένει στην μέθοδο. Μέχρις εδώ μπορεί να θεωρηθή σαν μια επαινετή, ανθρώπινη όμως και μόνο προσπάθεια, γι' αυτόν τον λόγο και εκ των προτέρων καταδικασμένη. Ο νους εκεί σταματά στη μέση του δρόμου <<από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ>> και <<λησταίς περιπίπτων, οι και εκδύοντες αυτόν και πληγάς επιτεθέντες αφιέντες αυτόν ημιθανή τυγχάνοντα>>. Αυτό συμβαίνει, διότι εκεί ο νους δεν έχει αντικείμενο, αναζητεί έναν ανύπαρκτο φωτισμό, και πλανάται <<πλάνην οικτράν>>, αφού στην πραγματικότητα ενούται με δαιμονικόν πνεύμα, το οποίο κατορθώνει να παρουσιάζη το ψεύδος ως αλήθεια και την αλήθεια ως ψεύδος <<μετασχηματιζόμενον εις άγγελον φωτός>>. Εθεωρήσαμε λοιπόν αναγκαίο, το δεύτερο τεύχος των Φιλοκαλικών Σελίδων να το αφιερώσουμε στο μέγιστο αυτό θέμα. Θερμή παράκλησις προς τους αγαπητούς αδελφούς αναγνώστας να προσεύχωνται για την ευτέλειά μας, ο Κύριος να καθαρίζη και τον ιδικόν μας νου <<από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος επιτελούντα αγιωσύνην εν φόβω Θεού>> (Β' Κορινθ. κεφ. ζ' 1).



( ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )


Παρηγόρησον, ω ψυχή μου, αρίστευσον/ως ο μέγας εν πατριάρχαις. ίνα κτήση πράξιν μετά γνώσεως, ίνα χρηματίσης νους ορών τον Θεόν, και φθάσης τον άδυτον γνόφον εν θεωρία και γένης μεγαλέμπορος. (Μ. Κανών - ωδή δ').


Τροπάριο εκφραστικό του νου εκείνου, ο οποίος απέκτησε την πρακτική αρετή με την γνώσι και με την μύησι στα υπέρ κατάληψιν μυστήρια της Αγίας Τριάδος και της Σοφίας του Θεού και γίνεται <<νους ορών τον Θεόν>>, δηλαδή θεός κατά χάριν και φθάνει στον άδυτο γνόφο της θεωρίας και της θέας της Τρισηλίου αυγής και δόξης.


Δεν μπορεί ο αγωνιστής να φθάση στην ευλογημένη κατάσταση της θεωρίας, αν πρώτα δεν περάση το στάδιο της πρακτικής. Ο Ησαϊας χρησιμοποιεί μία θαυμαστή παρομοίωσι. Παρομοιάζει τον νου με τον πατριάρχη Ιακώβ, την γυναίκα του Λεία με τους σωματικούς κόπους (με την πράξι ή την πρακτική αρετή), την γυναίκα του Ραχήλ με την θεωρία. Και λέγει:


<<...Αυτά, λοιπόν, συμβαίνουν στον άνθρωπο, που βρίσκεται ακόμα στην Μεσοποταμία για να κάνη με διάκρισι τους σωματικούς κόπους, διότι αυτοί αντιστέκονται στην έχθρα του διαβόλου με την ταπεινοφροσύνη... Αλλά δεν εγέννησε σ' αυτόν η Ραχήλ, έως ότου εγέννησε η Λεία όλα τα παιδιά της.


Ο λόγος αυτός υποδηλώνει ότι, εάν δεν κάνη ο άνθρωπος όλο το πρακτικό μέρος της αρετής, η αληθινή θεωρία δεν ελευθερώνεται σ' αυτόν. Η έννοια του λόγου αυτού είναι η εξής: Αν οι σωματικοί κόσμοι κυριαρχήσουν στις αισθήσεις και ελευθερωθούν οι αισθήσεις από τα πάθη για να μη δουλεύουν σ' αυτά, τότε η αληθινή θεωρία αποκαλύπτει τις δικές της δόξες στον νου.


<<Και ήσαν οι υιοί Λείας βοήθεια τω Ιακώβ, αλλ' ηγάπα τον Ιωσήφ υπέρ πάντας>>. Δηλαδή: και οι σωματικοί κόποι φυλάττουν τον άνθρωπο από τον εχθρό, αλλ' η αληθινή θεωρία ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό.


<<Αφού είδε ο Ιακώβ τον Ιωσήφ, ηθέλησε να φύγη στους γονείς του, επειδή είδε ότι εγεννήθη ο βασιλεύς των αδελφών του. Απερχόμενος, λοιπόν, εδέχθη την χαρά της ευλογίας του Θεού, ο οποίος του είπε ότι δεν θα ονομάζεται το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ. Ιακώβ ωνομάσθηκε γιατι κατενίκησε τον εχθρό διάβολο.


Όταν αξιωθή και ο νους της ευλογίας και σώση τις αισθήσεις του, οι οποίες ήσαν στα χέρια του εχθρού και ελευθερωθούν χάριν αυτού, τότε μετονομάζεται Ισραήλ, δηλαδή <<νους ορών τον Θεόν>>. Διότι εάν φθάση ο νους να δη την δόξα της Θεότητος, τότε τον φοβάται ο εχθρός...>>. Γιατί τον φοβάται ο εχθρός διάβολος; Διότι τότε ο νους είναι ενωμένος με την Θεότητα.


Πράγματι. <<Όταν ο νους απαλλαγή από τις σωματικές και ψυχικές, φυσικές σχέσεις και κινήσεις του και αξιωθή να γίνη από <<νους δυνάμει>> <<νους ενεργεία>> (δηλαδή όταν ο νους προκόψη στο υπερφυσικό και πνευματικό), τότε, λοιπόν, επανέρχεται πάντοτε προς τον εαυτόν του και διά του εαυτού του προς την έννοια του Θεού ανεβαίνει...


Και, όταν περιλάμπεται και λάμπει από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή την ίδια φύσι. Έτσι και το <<κατ' εικόνα>> και το <<καθ' ομοίωσιν>> ο νους αναλαμβάνει και διασώζει, όντας πραγματικός <<νους>>. Και διά του εαυτού του ενώνεται και συζή αμέσως και νοερώς με τον Θείον Νου, δηλαδή τον Θεό.


Αυτή είναι η εργασία και η κίνησις του νου που γίνεται σαν κύκλος (η κυκλική κίνησις)... η οποία και μόνη, τω ώντι, είναι απλανής και άπταιστη, διότι διέκοψε κάθε άλλη ορατή ή νοερά σχέσι. Είναι και άμεση και υπέρ νόησι ένωσις και υπέρ όρασι όρασις... Χρειάζεται όμως μεγάλη διάκρισις να μη ζητά κανείς τα του καιρού προ του καιρού, μήτε να αποβάλλη αυτά που κρατεί στα χέρια του και άλλα να φαντάζεται.


Διά τούτο φόβος υπάρχει όχι μικρός...>> (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Φιλοκαλία τόμ. Δ', σελ. 266 ο'). Η θεωρία του Θεού ή η θέα του Θεού είναι και θέωσις του νου. Διότι, κατά τον άγιον Γρηγόριον <<ο γαρ νους εώρακε τούτο και πέπονθεν, ή δη τοιούτος και γέγονε>>. Δηλαδή αυτό που ο νους είδε, αυτό και έπαθε ή μάλιστα τέτοιος και έγινε.


Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο νους γίνεται αυτό ακριβώς που νοεί και <<βάφεται>> και γίνεται τέτοιος (κατ' ενέργεια, όχι κατ' ουσίαν), ίδιος με εκείνα που βλέπει. Βλέπει ο νους -κατά τον όσιο Πέτρο τον Δαμασκηνό και τον θείον Κάλλιστο- τις τελειότητες του Θεού. Αλλοιώνεται ο νους και γίνεται τέτοιος <<κατ' ενέργειαν και Χάριν θείαν>> όποιες είναι και οι τελειότητες αυτές.


Δηλαδή από την θεία σοφία γίνεται και αυτός σοφός. Από την αγιότητα γίνεται και ο νους άγιος. Από την αγαθότητα αγαθός. Από την απλότητα απλούς. Από το θείο Φως, φωτεινός... <<Όθεν, πως είναι δυνατόν να μη χαίρη τότε -σημειώνει ο άγιος Νικόδημος- όταν βλέπη τον εαυτόν του ηλλοιωμένον κρείττονα αλλοίωσιν και εν μέσω των θνητών πλουτούντα την ευτυχίαν των αθανάτων;


Πώς είναι δυνατόν να μη αγάλλεται, όταν βλέπη τον εαυτόν του προς την του Θεού ομοίωσιν αναβαίνοντα; Και ή τον εαυτόν του υπό του Θεού αρπαζόμενον ή τον Θεόν αρπαζόμενον υπό του εαυτού του; Επειδή και η αγάπη έχει φυσικό ιδίωμα να κάμνη την καρδιά τέτοια, όπως είναι και το αγαπητό (αντικείμενον).


Πώς είναι δυνατόν τότε να μην ευφραίνεται ο αγαπών άνθρωπος διά τας θείας τελειότητας, όταν βλέπη την καρδιά του μεταμορφουμένη εις εκείνο, όπερ είναι ο αγαπητός του Θεός και να μη λέγη και αυτός ως ο Παύλος:


<<Ζω δε ουκ έτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός>>; Και πιο κάτω συμπληρώνει ο άγιος ότι η θεωρία του θείου εκείνου φωτός και του θεϊκού εκείνου κάλλους είναι η πιο γλυκειά και η πιο ποθητή από όλα τα άλλα προσόντα και τις τελειότητες του Θεού.


Είναι μάλιστα τόσον δυνατή ώστε να αυξάνη την αγάπη και τον παντοκρατορικό έρωτα και να διατρυπά με τόξα και βέλη ουράνια την καρδιά των εραστών. Η ένωσις και η συνάφεια του Θεού με τον εραστή νου, του αρχετύπου με την αγαπημένη εικόνα Του, του Κτίστου με το κτίσμα, γίνεται με μια αμοιβαία κίνησι.


Τόσον συγκαταβαίνει από το ύψος Του ο αγαπώμενος Θεός και ενούται και θεώνει και γεμίζει με Χάρες τον νου, όσον ανεβαίνει ο νους με την θεωρία και την προσευχή και την κάθαρσι και την πρακτική αρετή προς τον Κύριόν του. 



Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένων
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αρχιμανδρίτη Ιωαννικίου:
<<Φιλοκαλικές Σελίδες 2 - Ο Νους>>,
έκδοση <<Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά>>,
Κουφάλια Θεσ/νίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 69-72.


Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ, ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ!



Από το Συνοδικό συλλείτουργο  στην Μητρόπολη Αθηνών




<<Αναγνωρίζουμε, ακόμη, ότι ο Οικουμενικός Θρόνος είναι εκείνος που τιμήθηκε με την παρουσία πολλών Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας,
οι οποίοι διαμόρφωσαν την Ορθόδοξη Θεολογία, όπως και εξεχουσών εκκλησιαστικών φυσιογνωμιών που διηκόνησαν το μυστήριο της ενότητος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Μεταξύ αυτών των εκκλησιαστικών ανδρών, τα τελευταία τριάντα χρόνια, επικεφαλής του Θρόνου ευρίσκεται η Παναγιώτητά σας>>...!


Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο


21/11/2021 πολιτικό ημερολόγιο


Προσφωνητικός λόγος του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου κατά το Συνοδικό συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Μητρόπολη Αθηνών, επ' ευκαιρία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου με το πολιτικό ημερολόγιο. Όσο και να διατείνεται κανείς, πως η διπλωματική προσλαλιά <<αγιάζει>> τα σκοπούμενα, ωστόσο ουδείς μπορεί να παραβλέψει την αξιοσημείωτη αυτή βλασφημία: του να συγκριθούν δηλαδή αγιασμένοι Ομολογητές και ακραιφνώς Ορθόδοξοι Πατριάρχες με έναν παρά φύσιν <<ορθόδοξο>> προκαθήμενο, ως ο Συγκριτιστής Βαρθολομαίος. Έναν -καθ' ομολογίαν- Αγιομάχο και Εκκλησιομάχο πατριάρχη, που έχει ακυρώσει στην πράξη Αγίους προμάχους της Ορθοδοξίας μας, ως ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο Θεόδωρος εκ Στουδίου, ο μέγας Φώτιος ή ο Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η δηλωτική αυτή προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου όμως -πέραν της οικουμενιστικής <<αβάντας>> που προσφέρει στον αιρετικό Βαρθολομαίο- δίνει μία έτι απάντηση σ' αυτό που διατείνεται χρόνια τώρα η <<αντιοικουμενιστική φάλαγγα>> Μητροπολιτών, Αρχιμανδριτών και διαδικτυακών ''θεολόγων'' της διοικούσης Εκκλησίας, πως η ίδια τάχα δεν συνταυτίζεται με το κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου!... Η πνευματική, φρονηματική στάση του δεν είναι πρωτόγνωρη στα εκκλησιαστικά δεδομένα της ιστορίας της Εκκλησίας μας. Και ας διατείνεται ομολογιακά ο Μέγας Βασίλειος στην προν τον Μέγα Αθανάσιο Επιστολή του, πως: <<Ουχ υπό των αιρετικών διατέτμηται μόνον (η Εκκλησία), αλλά και υπό των τα αυτά φρονείν αλλήλοις λεγόντων διασπάται>>. Στην προκειμένη όμως περίπτωση της -μετά πολλών επαίνων- προσλαλιάς του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο <<κουμπώνει>> ταιριαστά ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου: <<Όχι μόνο οι αμαρτάνοντες, αλλά και εκείνοι που επαινούν τους αμαρτάνοντες υφίστανται την ίδια ή και χειρότερη τιμωρία>>. Ι. Χρυσοστόμου, Εκλογαί και Απανθίσματα, Λόγος ΚΔ', 40. Και η συγκεκριμένη αμαρτία είναι η αίρεση, η σύνταξη, η συνταύτιση, η επιδοκιμασία, ο έπαινος και ο ευφημισμός της αίρεσης διά των ακολούθων της, ως ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Είναι πολύ γνωστή -εκ του Γεροντικού- η ιστορία με τον αββά Αγάθωνα και η αντίδρασή του σε κάποιους που είπαν, πως λεγόταν για τον ίδιο, ότι ήταν (δήθεν) αιρετικός. Κι αν ο συγκεκριμένος Γέροντας της ερήμου ένιωσε επιτακτική, δεσμευτική και αναπόφευκτη την ανάγκη να ξεσηκωθεί, να υπεραμυνθεί και να αντιδράσει κατά μιας τέτοιας βλασμημίας, ο κ. Βαρθολομαίος φαίνεται πως δεν την είχε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Όπως και οι ομόφρονες πρόκατοχοί του -από τον Ιωακείμ τον Γ' και μετά- ο Πατριάρχης Κων/λεως δεν βγήκε ποτέ μπροστά με ανδρισμό και παρρησία να υπεραμυνθεί των όποιων <<ορθοδόξων>> φρονημάτων του  και να καταδικάσει a priori την αίρεση και τις αιρετικές εκκλησίες με τις οποίες συναγελάζεται, προσεύχεται και κοινωνεί. Στο παρελθόν, το είχε επιχειρήσει αναιδώς με ένα τυπικό... Δελτίο Τύπου! Τόσο κοστίζει μια ομολογία.... Όσο ένα Δελτίο Τύπου... Τον λόγο του Χριστού μας <<Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς…>>, τον έχει διαστρέψει πλήρως. Γιατι η ομολογία προϋποθέτει την Αλήθεια της παραδεδομένης Πίστης και όχι τον Προτεσταντισμό της, την διαστροφή και την μετάλλαξή της. Αν συνυπολογίσει όμως κανείς, πως η αίρεση με την πάροδο του χρόνου σατανοποιείται πλήρως, δεν θα του κάνει καθόλου εντύπωση η δημόσια βλασφημία, η θρασύτητα, η αλαζονεία και η αυθάδεια αντιευαγγελικών και αντιεκκλησιαστικών λόγων των Οικουμενιστών, όπως του υποψηφίου <<νυμφίου>> του Οικουμενικού Θρόνου κ. Ελπιδοφόρου, πως <<αιρετικοί είναι οι... καυγατζήδες>>...! Σήμερα, που ο κορονοϊός έχει αναδειχθεί -για πολλούς- σημαντικότερος ακόμα κι απ' την αίρεση, το περιρρέον, ελληνικό τοπίο έχει αποκτήσει οπτική τρελλοκομείου! Λαϊκοί και κληρικοί της καινοτόμου Εκκλησίας που συντάσσονται με τον Οικουμενισμό, μάχονται -υπέρ Πίστεως και Πατρίδος- κατά του εμβολίου, αφήνοντας την αίρεση στην άκρη! Και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, μη τηρώντας την προσταγή του Ευαγγελικού Λόγου του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, να μην λέμε ούτε <<χαίρε>> στους αιρετικούς, τους εγκωμιάζει, τους επαινεί και τους εξάρει! <<Ιωά. Β' 1,9. πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεὸν ουκ έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει. Ιωά. Β' 1,10 ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· Ιωά. Β' 1,11 ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς>>.




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ




Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, Μητέρες,


ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,


πικαλοῦμαι τὴν ἐνίσχυσι τῶν προσευχῶν σας, γιὰ νὰ ἀποτολμήσω νὰ ἀναφερθῶ σὲ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν πνευματική μας οἰκοδομὴ καὶ πρωτίστως βεβαίως ἀφοροῦν τὴν ἀναξιότητά μου. Διότι, συνήθως, ὅ,τι λέγεται στὶς Ὁμιλίες εἶναι πρὸς οἰκοδομὴν πρωτίστως τοῦ ὁμιλοῦντος· καὶ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ δίδεται αὐτὴ ἡ εὐκαιρία, ὥστε νὰ ἐνθυμοῦμαι, κάθε φορὰ ποὺ ἐκφωνῶ κάποια πτωχὴ Ὁμιλία, τὴν ἁμαρτωλότητά μου καὶ τὴν πτωχεία μου τὴν πνευματικὴ καὶ νὰ ἔχω αὐτομεμψία.


Θὰ ἤθελα λοιπόν, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, τῆς Ὁποίας σήμερα ἑορτάζουμε τὴν Σύναξι τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος «Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ», μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῶν Ἁγίων μας καὶ τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ τοῦ Ἀποστόλου, νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μὲ τὴν ἀγομένη ἐπέτειο. Σήμερα ἔχουμε Ἀγρυπνία βεβαίως πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας μας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα αὐτή, πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια, συγκατέβη ὁ Κύριος καὶ ἡ ἀναξιότης μου ἔλαβε τὴν Ἐπισκοπικὴ Χειροτονία.


Γιὰ νὰ μᾶς δοθῆ αὐτὴ ἡ μεγάλη Διακονία, αὐτὸ τὸ μεγάλο Χάρισμα, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνταποκριθοῦμε, διότι ὅταν μᾶς δίδωνται τὰ Χαρίσματα, μετὰ ὁ Κύριος ἀναμένει νὰ Τοῦ ἀνταποδώσουμε αὐτὰ πολλαπλάσια. Σήμερα, θὰ ἤθελα νὰ ἐνθυμηθῶ τὴν μεγάλη δωρεὰ ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριός μας, νὰ ἔχουμε ἕναν πνευματικὸ Πατέρα νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία του καὶ τὶς προσευχές του ἕναν Μητροπολίτη, Γέροντα καὶ Ὁδηγό μας: τὸν Ἀείμνηστο Μητροπολίτη Κυπριανὸ (+17.5.2013).


κεῖνος λοιπὸν πάντοτε μᾶς καλλιεργοῦσε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἡ μεγαλύτερη Παρακαταθήκη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἀφήση, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως σωτήριος, εἶναι νὰ καλλιεργοῦμε διαρκῶς τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα βεβαίως δὲν εἶναι ἁπλῶς δύο λέξεις, ἀλλὰ ὁλόκληρη ζωή, ὁλόκληρο βίωμα· εἶναι ἡ παράδοσις διὰ μέσου τῶν αἰώνων τῆς Παρακαταθήκης τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.


Χριστός μας παρέδωσε στοὺς Ἀποστόλους καὶ οἱ Ἀπόστολοι στοὺς μετέπειτα Ἀρχιερεῖς, Ἁγίους Πατέρας καὶ πνευματικοὺς Ὁδηγούς. Ὅ,τι μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα. Ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε ἐμβαθύνει, γιὰ διαφόρους λόγους, ἀλλὰ κυρίως ἐξ αἰτίας ἡμῶν τῶν Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι δὲν φροντίζουμε ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτὸς νὰ καλλιεργοῦμε πρῶτα στὸν ἑαυτό μας καὶ μετὰ στὸ Ποίμνιό μας τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔχουμε πολλὰ προβλήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία.


νέκαθεν δηλαδή, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ παρουσιάσθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὠφείλοντο στὸ ὅτι ἀκριβῶς ἐδημιουργοῦντο διάφορα σκάνδαλα ἀπὸ Κληρικοὺς ἰδίως, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λαϊκοὺς ὁπωσδήποτε, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν φορεῖς τῆς Παραδόσεως, δὲν ἦσαν φορεῖς τοῦ γνησίου Ἐκκλησιαστικοῦ Φρονήματος, τοῦ γνησίου πνεύματος ποὺ πρέπει νὰ διέπη πρωτίστως βεβαίως τοὺς Ποιμένας καὶ κατόπιν καὶ τὸ Ποίμνιο, τὸ ὁποῖο εἶναι λογικὸ καὶ ὄχι ἄλογο, καὶ περιμένει λόγον, περιμένει τροφὴ πνευματική, περιμένει ὕδωρ ζωῆς, γιὰ νὰ ποτισθῆ ἡ ψυχή του καὶ νὰ μπορέση νὰ προχωρήση στὴν ἐν Χριστῷ Ζωὴ καὶ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Χριστό μας. 


Διότι βεβαίως, ὅπως ἔχουμε ἐπανειλημμένως διακηρύξει, ἡ ἐν Χριστῷ Ζωὴ ἔχει σκοπὸ νὰ ἑνωθῆ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς μὲ τὸν Χριστό μας. Δὲν εἶναι δηλαδή, ὅπως στὶς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες, μέσῳ κάποιων τελετῶν καὶ συνηθειῶν, ἐκφράζουν μία εὐλάβεια, μία εὐσέβεια. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶναι μία θρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαντλεῖται σὲ τελετουργικὰ πράγματα, σὲ πράξεις ἐξωτερικές, ἀλλὰ εἶναι Ζωή, εἶναι φορέας τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ὁ Χριστός μας παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Εἶναι Ζῶν ὁ Χριστός μας μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μετέχεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς διὰ μέσου τῆς ἐν Χριστῷ ἐν γένει Ζωῆς, εἰδικώτερα δὲ μὲ τὴν Προσευχή, μὲ τὰ Ἅγια Μυστήρια καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐντολῶν ποὺ ἄφησε ὁ Χριστός μας.


Οἱ Ἐντολὲς ἔχουν χαρακτῆρα θεραπευτικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάνουμε τυπικά. Παραδείγματος χάριν, ὅταν νηστεύουμε, δὲν νηστεύουμε τυπικά. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ πρέπει νὰ νηστεύσουμε, θὰ νηστεύσουμε –καὶ ἐνίοτε ἂς ποῦμε ὅτι νηστεύσαμε– καὶ νομίζουμε ὅτι κάναμε ἕνα καθῆκον καὶ ὅτι αὐτὸ μᾶς καθιστᾶ καλοὺς Χριστιανούς. Πρέπει νὰ νηστεύσουμε· βεβαίως. Ἡ νηστεία εἶναι Ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας· ὁ Ἴδιος μάλιστα ἐνήστευσε στὸ Ὄρος τῶν Πειρασμῶν, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Βάπτισί Του, δίδοντάς μας ὑπόδειγμα. Καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι βεβαίως ἐνήστευαν. Ἀλλὰ γιατί ἐνήστευαν;


Πρῶτος σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ καθαρισθῆ ἡ ὕπαρξίς μας, τὰ πάθη νὰ κατασταλοῦν καὶ νὰ μὴν κυριαρχοῦν στὴν ζωὴ καὶ τὴν πορεία μας, οὕτως ὥστε, ἐφ᾿ ὅσον θὰ εἶναι καθαρὸ τὸ ἔδαφος, καθαρὴ ἡ καρδιά μας, νὰ κατοικήση μέσα μας ὁ Χριστός μας καὶ ἔτσι δὲν θὰ ζοῦμε πλέον ἐμεῖς, ἀλλὰ θὰ ζῆ ὁ Χριστός μας μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο. Ὅταν λοιπὸν κάνουμε αὐτοεξέτασι, γιατὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, ὅπως ἔχουμε πολλάκις ὑπογραμμίσει ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνουμε συνεχῆ αὐτοκριτική, πρέπει νὰ ἐξετάζουμε ὄχι μόνο τὶ δὲν κάναμε, δηλαδὴ τὶ ἀποφύγαμε ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ διαπιστώνουμε ἂν μέσα μας ζῆ ὁ Χριστός. Ὅπως ἡ γυναίκα, ὅταν μείνη ἔγκυος – τὸ ἔλεγε καὶ αὐτὸ ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας– πότε τὸ καταλαβαίνει;


ταν μέσα στὸ εἶναί της, στὴν γαστέρα της, αἰσθάνεται τὴν ζωὴ νὰ κινῆται, ἡ ὁποία ζωὴ σὲ λίγους μῆνες θὰ ἔλθη στὸ φῶς. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική. Εἴμεθα ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό μας; Ζῆ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν; Σὲ αὐτὴ λοιπὸν τὴν προοπτική, ὡς βάσι τρόπον τινὰ αὐτῆς τῆς αὐτοκριτικῆς, τῆς αὐτοέρευνας, τῆς αὐτοεξετάσεώς μας, ὁ Κύριός μας ἐξεφώνησε τοὺς γνωστοὺς Μακαρισμούς. Στὸ Ε΄ Κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου περιλαμβάνεται ἡ ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας (μέχρι καὶ τοῦ Ζ΄ Κεφαλαίου), ἐκτὸς τῶν ἄλλων θαυμασίων καὶ πνευματικὰ ὑψηλῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ἐξέθεσε, μᾶς παρουσίασε τοὺς Μακαρισμούς, μία μεγάλη πρωτοτυπία.


Κύριός μας δηλαδή, δὲν εἶπε: «Πρέπει νὰ κάνετε ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο», ἀλλὰ τὰ ἐξέφρασε ἐν εἴδει Μακαρισμῶν. Μακάριος, δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνη ἐκεῖνο, ἐκεῖνο κτλ.. Τί σημαίνει μακάριος; Θὰ εἶναι εὐτυχισμένος καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, ἐὰν θὰ βιώση τοὺς Μακαρισμούς. Ἡ βάσις λοιπὸν τῶν Μακαρισμῶν, τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, ἡ πρώτη βαθμίδα θὰ λέγαμε, σὲ αὐτὴ τὴν κλίμακα, εἶναι ὁ περίφημος Μακαρισμός: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 3). Εἶναι ἕνας Μακαρισμὸς συγκλονιστικός. Δὲν γνωρίζω πῶς ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντας καὶ τοὺς ἀπόντας ἔχει ἐμβαθύνει καὶ ἂν συγκλονίζεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μακαρισμὸ καὶ ἂν ἡ ζωή του κατευθύνεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μακαρισμό, διότι ὅλη ἡ κλίμακα στηρίζεται στὸν πρῶτο αὐτὸ Μακαρισμό.


ὰν ἀφαιρέσουμε αὐτὸν τὸν Μακαρισμό, τὸν ἀγνοήσουμε καὶ δὲν τὸν βιώσουμε, τότε ὅλη ἡ κλίμακα σωριάζεται κάτω καὶ δὲν κάνουμε τίποτε· δὲν ὑπάρχει περίπτωσις νὰ κάνουμε ὁ,τιδήποτε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας ἐπέμενε πάρα πολὺ στὸ θέμα τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι, δηλαδὴ τῶν ταπεινῶν. Πτωχὸς τῷ πνεύματι ποιός εἶναι; Εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπίγνωσι τῆς ἀνεπάρκειάς του, ἔχει ἐπίγνωσι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἔχει ἐπίγνωσι ὅτι εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἤθελε ὁ Κύριος νὰ εἴμεθα ὡς Χριστιανοί. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἐπίγνωσις τῶν ἐλλείψεων καὶ τῆς ἀνεπάρκειάς του τὸν στρέφει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ζητεῖ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, διότι εἶναι πτωχὸς πνευματικά, ἔχει αἴσθησι τῆς πνευματικῆς του πτωχείας.


ποιος ἔχει αἴσθησι τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι, νοιώθει δηλαδὴ βαθειὰ μέσα του πόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πόσο εἶναι ἐλλιπὴς σὲ αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελε ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ στραφῆ καὶ νὰ ἐξαρτᾶ τὸν ἑαυτό του πλήρως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ αἴσθησις τῆς πνευματικῆς μας πτωχείας μᾶς ὁδηγεῖ στὴν καταφυγὴ πρὸς τὸν Χριστό μας, ὥστε ἀπὸ πτωχοὶ ποὺ εἴμεθα, πνευματικά, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος θὰ κατοικήση μέσα μας, νὰ γίνουμε πλούσιοι πνευματικά. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεσις αὐτή. Σὲ ἄλλο Μακαρισμὸ λέει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).


κεῖνος ποὺ αἰσθάνεται πτωχὸς πνευματικά, ταπεινώνεται, συντρίβεται, συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του, ἔχει κατάνυξι, δὲν κρίνει, δὲν κατακρίνει, δὲν στρέφεται ἐναντίον τῶν ἄλλων, εἶναι ὑπομονετικὸς στὶς δυσκολίες, στὶς δοκιμασίες λέει: «Δόξα Σοι, Θεέ μου! Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ τὰ ἐπιτρέπεις αὐτά, γιὰ νὰ συναισθάνωμαι τὴν πτωχεία μου, τὴν ἀδυναμία μου». Ἔτσι, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ πτωχὸς τῷ πνεύματι γίνεται πτωχούλης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὁ πτωχούλης τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πάντοτε σὰν ζητιάνος ζητεῖ τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ πραγματικὸς πλοῦτος γιὰ τὸν Χριστιανὸ εἶναι αὐτό: νὰ ἔχη διὰ τῆς ταπεινώσεως καθαρὰν καρδίαν, νὰ βλέπη τὸν Θεόν, νὰ ἔχη μέσα στὴν καρδιά του τὸν Χριστό μας, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.


Ἀείμνηστος Πατέρας μας ἐπέμενε πάρα πολὺ στὸ θέμα τῆς ταπεινώσεως καὶ μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Μοναχοὶ εἴμεθα ἐλλιπεῖς. Αὐτὸ βεβαίως ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς. Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀσκήσεις, ὅπως οἱ παλαιοὶ Ἀσκητές, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε Ἀγρυπνίες καὶ ἄλλα φοβερὰ πράγματα, ὅπως διαβάζουμε γιὰ τοὺς Στυλίτες καὶ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέσα τὸ κρύο καὶ τὴν ὑπερβολικὴ ζέστη καὶ ὑπέφεραν πολλὰ πράγματα. Ἐμεῖς σήμερα, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε αὐτά, διότι πλέον καὶ ἐκ τῆς φύσεώς μας εἴμεθα πολὺ ἀδύνατοι. Ἑπομένως πρέπει νὰ καλυφθῆ αὐτὸ τὸ κενὸ μὲ τὴν ταπείνωσι. Τὸ λένε καὶ οἱ Πατέρες αὐτό.


ταπείνωσίς μας, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματός μας καλύπτει ὅλα τὰ κενά. Ἕνας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μετάνοιες, ἀλλὰ ὅμως ἔχει ταπείνωσι καὶ ζητεῖ τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δακρύζει καὶ λέει: «Θεέ μου, θὰ ἤθελα νὰ κάνω πολλὰ γιὰ Σένα, ἀλλὰ βλέπεις δὲν μπορῶ», αὐτὸ καλύπτει ὅλα τὰ κενά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ καλύψη λόγῳ τῆς ἀσθενοῦς προαιρέσεως καὶ φύσεώς του, εἴτε εἶναι Μοναχὸς εἴτε εἶναι λαϊκὸς εἴτε εἶναι Κληρικός. Συνήθιζε μάλιστα ὁ Ἀείμνηστος Πατέρας μας –τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε– νὰ μᾶς φέρνη ὡς παράδειγμα τὸν πατέρα Νικόλαο Πλανᾶ. Θὰ ἐνθυμῆσθε αὐτὸν τὸν ἅγιο Κληρικό, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγουμένου αἰῶνος καὶ ἐκοιμήθη στὶς 2 Μαρτίου 1932. Ὁ π. Νικόλαος ἦταν ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ ἁπλότητος. Δὲν εἶχε πάει στὸ Πανεπιστήμιο, δὲν εἶχε γνώσεις, δὲν εἶχε εὐφράδεια. 


ταν ἕνα πτωχὸς παπᾶς. Καὶ μάλιστα ἦταν ἀρχικῶς ἔγγαμος καὶ ὅταν ἐκοιμήθη ἡ Πρεσβυτέρα του ἔγινε καὶ Μεγαλόσχημος Μοναχός. Γι᾿ αὐτὸν ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου τὰ ἑξῆς –αὐτὰ μᾶς τὰ θύμιζε ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἀείμνηστος: «ὅταν τὸν ἀδικοῦσαν (τὸν π. Πλανᾶ), τὸν κατέτρεχαν, τὸν παίδευαν, δὲν ἔλεγε λέξι, ἀλλὰ μονάχα ἔκλαιγε σὰν τὸ μικρὸ παιδί, δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἱκέτευε νὰ συγχωρήση τοὺς ἀδίκους διῶκτες του». Βαθειὰ ταπείνωσις! Οὔτε χρήματα εἶχε, οὔτε μόρφωσι, οὔτε εὐφράδεια. Εἶχε ὅμως ἄλλα, ποὺ τοῦ ἔδιδαν πλοῦτο ἄμετρο, ἀσύγκριτο καὶ ἄφθιτο, ἄφθορο δηλαδή, ὁ ὁποῖος θὰ διατηρηθῆ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ποιὸς ἦταν ὁ πλοῦτός του; 


ταν ὁ Χριστός μας, ὁ Ὁποῖος ἦταν μέσα στὴν καρδιά του. Διότι, διὰ μέσου τῆς ταπεινώσεως, ὁ ἅγιος αὐτὸς Κληρικὸς εἵλκυε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τὸν Θεόν. Ἦταν ὅμως ἐθελοντὴς πτωχὸς – θὰ ἐξηγήσω τὶ ἐννοῶ – καὶ συνεχιστὴς τῆς πορείας τοῦ Πρώτου καὶ Μεγάλου Πτωχοῦ, ποὺ ἦταν ὁ Κύριός μας. Ποιός ἐπτώχευσε ἀσυγκρίτως καὶ ἔφθασε μέχρις ἐσχάτης ταπεινώσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ; Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Χριστός μας. Ἀπὸ ἀγάπη ταπεινώθηκε γιὰ ἐμᾶς καὶ «πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει (Ἐφεσ. β΄ 4), δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β΄ Κορινθ. η΄ 9), γιὰ νὰ μᾶς πλουτήση, νὰ μᾶς δώση τὴν Οὐράνιο Δόξα, τὸν Οὐράνιο Πλοῦτο.


Πτωχεία ἐδῶ δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἐξωτερική, τὸ νὰ μὴν ἔχουμε χρήματα καὶ νὰ ζοῦμε μία πτωχικὴ ζωή, ποὺ καὶ αὐτὴ βεβαίως εἶναι καλὴ καὶ εὐλογημένη, ὅταν τὴν σηκώνουμε μὲ ταπείνωσι καὶ δοξολογία, ἀλλὰ ἐννοοῦμε τὴν ἐθελούσια, τὴν ἑκούσια πτωχεία: ὅταν δηλαδὴ πτωχεύη κανεὶς ἀπὸ τὸν πλοῦτο του τὸν πνευματικὸ καὶ κατεβαίνει, καὶ ταπεινώνεται. Ὅταν ἕνας ἀγριεύη ἐναντίον μου, μὲ κατηγορῆ, μὲ ὑβρίζη ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, καὶ ἐγὼ ἐκείνη τὴν στιγμή, μιμούμενος τὸν πτωχεύσαντα δι᾿ ἡμᾶς Κύριο, πέφτω στὰ πόδια του καὶ ζητῶ συγγνώμην, ἤδη ἔχω πτωχεύσει. Καὶ ἔχω πτωχεύσει τόσο πολύ, ποὺ ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ κάνη ὁ ἄλλος, ἐγὼ βλέπω στὸ πρόσωπό του τὴν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν εὐλογῶ... Καὶ ἔτσι θὰ συγκινηθῆ καὶ θὰ βάλη ἀρχὴ μετανοίας, διότι θὰ τοῦ ἔχω δώσει ἕνα καλὸ παράδειγμα τοῦ τὶ σημαίνει νὰ εἶμαι ἐθελοντὴς πτωχός, νὰ εἶμαι διὰ Χριστὸν πτωχός, νὰ ἀκολουθῶ τὸν πρῶτο Πτωχό, τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας.


Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς, γιατί δὲν εἶπε ὁ Κύριος, στὸν Μακαρισμὸ αὐτό: «Μακάριοι οἱ ταπεινοί», «Μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες», ἀλλὰ εἶπε: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἑρμηνεύουν καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν οἰκοδομή μας. Ὁ Κύριός μας δὲν λέει ἁπλῶς «πτωχοί», μὲ τὴν γενικώτερη σημασία, ἀλλὰ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους πτωχεία καὶ γύμνια. Καὶ ποιός ἆρά γε μπορεῖ νὰ πῆ, ὅτι δὲν εἶναι πνευματικὰ γυμνός; Κάνω μία παρένθεσι. Ὅταν σταθοῦμε σὲ προσευχή, καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ὁ πνευματικὸς καθρέπτης τῆς ψυχῆς μας, ὅταν εἴμεθα μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, καὶ στὸν Ναὸ καὶ στὸ σπίτι μας, ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἴμεθα γυμνοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος γνωρίζει τὶ ἔχουμε μέσα μας, τὶ φέρουμε μέσα μας, τὶ μᾶς πολεμεῖ, τὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἧττες καὶ πτώσεις.


Μόνο ὁ Χριστός μας γνωρίζει τὴν γύμνια μας. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε, νὰ καλύψουμε μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν πνευματική μας γυμνότητα καὶ νὰ νομίζουν οἱ ἄλλοι ὅτι εἴμεθα καὶ ἅγιοι. Ἀλλὰ βέβαια, ὅταν σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπουμε τὴν γύμνια μας τὴν πνευματικὴ καὶ αὐτὸ ὄχι ἁπλῶς μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωσι, ἀλλά, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μᾶς πηγαίνει ἀκόμη περαιτέρω. Τί ἐννοῶ; Ἡ ταπείνωσις ἔχει ἕνα ὅριο, θὰ λέγαμε, στὰ μάτια μας καὶ μέσα στὴν περιγραφὴ τὴν ἀνθρώπινη, τὴν διανοητική, τὴν λογικὴ κτλ...


λλὰ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πτωχὸς τῷ πνεύματι, ποὺ αἰσθάνεται τὴν γυμνότητά του, ποὺ αὐτομέμφεται, ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἄλλους, τηρεῖ ἀπὸ ἀγάπη ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς Ἐντολές, ὅταν φθάση μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, προχωρεῖ ἀκόμη καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ ξεχύνονται σὲ αὐτὸν ὅλα τὰ Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· παραμένει ἤρεμος, ἡσύχιος, ἀντιμετωπίζει τὰ πάντα μὲ πνεῦμα μεγαλοψυχίας, συγχωρητικότητος, δὲν ταράσσεται, δὲν ἀγχώνεται, δὲν δημιουργεῖ προβλήματα στοὺς ἄλλους, ὑποφέρει ὁ ἴδιος τὴν ταπείνωσι ποὺ τοῦ προξενοῦν ἴσως ἄλλοι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ αἴσθημα εἶναι γεμᾶτο εἰρήνη, σὰν τὴν θάλασσα ποὺ ρίχνεις μέσα ἕνα βότσαλο. Τί ἔγινε; Τίποτα!... Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ πτωχοῦ τῷ πνεύματι. Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς:


γὼ δὲν βλέπω τὸν ἑαυτό μου σὲ τόσο χαώδη πνευματικὴ κατάστασι, νὰ ἔχη τόσες ἐλλείψεις, ὥστε δὲν βλέπω καὶ τὸν λόγο νὰ ταπεινωθῶ τόσο πολύ, διότι ἡ ταπείνωσις κατὰ κόσμον θεωρεῖται ἀδυναμία. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἀδυναμία. Ἡ μεγαλύτερη δύναμις, ὅπως τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριός μας, οἱ Ἅγιοι ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι διανοητές, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἐκείνη ποὺ διαλύει τὰ πάντα, γι᾿ αὐτὸ δὲν εὑρίσκει ἐμπόδια πουθενά. Καὶ ἂν εὑρίσκη ἐμπόδια, εἶναι προσωρινὰ καὶ μετὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ξεχύνεται καὶ διαλύει ὅλα τὰ ἐμπόδια. Γι᾿ αὐτό, λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ φαίνεται στὴν ἀσθένειά μας. «Ἡ γὰρ δύναμίς Μου (τοῦ Θεοῦ) ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται (ἀποδεικνύεται)» (Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 9), λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶχε μία νόσο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τὸν βοηθήση. Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ ἔλεγε: Ὄχι!


Σοῦ ἀρκεῖ ποὺ εἶσαι ἔτσι ἀδύνατος, πτωχὸς τῷ πνεύματι, στηρίζεις πλέον τὰ πάντα ἐπάνω Μου καὶ δὲν ἔχεις τὴν ψευδαίσθησι, ὅτι ἐσὺ τὰ κατορθώνεις ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔβλεπε νὰ γίνωνται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθειὰ ταπείνωσις τοῦ πνεύματος. Ἂς κάνουμε ἐμεῖς λοιπὸν τώρα μία κριτική. Ἂς δοῦμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμεθα καὶ δὲν εἴμεθα, μέσα ἀπὸ ἕνα πολὺ ὡραῖο αὐτοκριτικὸ κείμενο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς μεταφέρω βέβαια μὲ ἁπλᾶ καὶ συμπληρωματικὰ λόγια, διότι ἡ γραφή του ἦταν σὲ ἄλλο γλωσσικὸ ἐπίπεδο.


Λέει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ: Σὲ ξέχασαν; Δὲν πειράζει (θὰ πῆς μέσα σου). Σὲ ἀδίκησαν; Ξέχασέ το. Σὲ περιφρόνησαν; Νὰ χαίρεσαι. Σὲ κατηγοροῦν; Μὴν ἀντιλογῆς. Σοῦ ἀφαιροῦν τὸν λόγο; Μὴν λυπᾶσαι. (Ἔχω δεῖ ἀνθρώπους, ποὺ ὅταν τοὺς ἀφαιρῆται ὁ λόγος, τὸ τὶ γίνεται δὲν περιγράφεται.) Σὲ κοροϊδεύουν; Μὴν ἀπαντᾶς. Σὲ ὑβρίζουν; Σιώπα, προσευχόμενος. Θυμώνουν μαζί σου; Μεῖνε ἤρεμος. Σὲ κακολογοῦν; Μὴν ἀντιμάχεσαι. Σὲ συκοφαντοῦν καὶ σὲ εἰρωνεύονται; Νὰ μακροθυμῆς. Τὰ παιδιά σου δὲν ἀκοῦνε τὶς συμβουλές σου; Πέσε στὰ γόνατα. ( Ἐμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὰ βάλουμε μὲ τὰ παιδιά, λέμε ὅτι φταίει τὸ σχολεῖο, φταίει ἡ Πολιτεία, φταῖνε οἱ ἀντίχριστοι τοῦ κόσμου καὶ τὰ παιδιά μας ἔχουν φθαρῆ. Ἐσὺ ἔπεσες στὰ γόνατα, ὅταν τὰ παιδιά σου δὲν ἀκοῦνε τὶς συμβουλές σου;) 


πάρχει ταραχὴ καὶ ἐκνευρισμὸς στὸ ἀνδρόγυνο; Δὲς ποῦ φταῖς ἐσύ, καὶ ὄχι ὁ ἄλλος. (Ἐμεῖς συνήθως προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε στὸν ἄλλον τὴν αἰτία τῆς δυσκολίας καὶ ὄχι σὲ ἐμᾶς.) Ἔφταιξες; Ζήτησε συγγνώμην. Ἔχεις ὑγεία; Δόξαζε τὸν Θεό. Ταλαιπωρεῖσαι ἀπὸ ἀρρώστειες; Καὶ πάλι δόξαζε τὸν Θεό. Γκρίνια, ἀνεργεία, φτώχεια καὶ ἀσυνεννοησία μέσα στὸ σπίτι; Μὴ στενοχωριέσαι. Μὴν χάνης τὴν ἡρεμία σου. Νήστευσε, ἀγρύπνησε, κάνε προσευχή, γονάτισε. Ἔπεσες στὴν ἁμαρτία; Σήκω μὲ τὴν μετάνοια καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν ἐπέτρεψε νὰ πᾶς ἀκόμη παρακάτω. Ξανάπεσες στὴν ἁμαρτία; Πάλι σήκω καὶ πάλι συνέχισε μὲ ὑπομονή. Δόξασε τὸν Θεό. Ξανάπεσες γιὰ ἑκατοστὴ φορά; Ελεεινολόγησε τὸν ἑαυτό σου, φτῦσέ τον, καταπάτησέ τον, ἐφάρμοσε μία σκληρὴ αὐτοκριτικὴ στὸν ἑαυτό σου, ποὺ εἶσαι πλέον ἀδιόρθωτος καὶ ἀκατάστατος. Στέναξε βαθειά, κλαῦσε, κτύπησε τὸ στῆθός σου καὶ βόησε μαζὶ μὲ τὸν Τελώνη: ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».


Αὐτὴ ἡ Παρακαταθήκη, αὐτὸς ὁ πρῶτος Μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου μας εἶναι τόσο θεμελιῶδες θέμα καὶ σωτήριο γιὰ ἐμᾶς, ὥστε ἀπὸ τὴν βίωσί του νὰ ἐξαρτᾶται ἂν θὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Γιατί εἶναι αὐτῶν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Διότι ὅσο πτωχαίνει ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὑποβιβάζει τὸν ἑαυτό του, αὐτομέμφεται κτλ., τόσο ἀδειάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ ὅσο ἀδειάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τόσο γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἀδελφό του καὶ τόσο περισσότερο γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό μας. Προϋπόθεσις εἶναι νὰ πτωχεύσουμε πνευματικά, προϋπόθεσις εἶναι νὰ ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἢ μᾶλλον ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἐν ἀναφορᾷ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε μέσα μας νὰ ἀποκτήσουμε τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτος, τὴν Χάρι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂς πτωχεύουμε τῷ πνεύματι, Ἀδελφοί μου.


ς μὴ θεωρῆται αὐτὸ ὑποτιμητικό. Ἂς μὴ ἀγριεύουμε. Ἂς μὴ μᾶς διακρίνη αὐτὸ ποὺ νοθεύει καὶ ἀναιρεῖ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, δηλαδὴ ἡ αὐτοδικαίωσις. Ἂς μὴ προτιμοῦμε τὴν αὐτοδικαίωσι. Θὰ προσέξατε ἀπὸ τὰ λεγόμενα, ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ προβλήματός μας εἶναι ἡ αὐτοδικαίωσις, διότι ἐμεῖς πάντα ἔχουμε δίκαιο, ἐμεῖς εἴμεθα πλούσιοι, εἴμεθα ἱκανοὶ γιὰ τὰ πάντα καὶ ὁποιοσδήποτε μᾶς ἀμφισβητήσει ἢ μᾶς ἐκφράσει ἀντίθετη ἄποψι ἢ μᾶς ὑβρίσει ἢ μᾶς κατακρίνει ἢ μᾶς ἀδικήσει, ἢ δὲν ξέρω τὶ ἄλλο, εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦμε, αὐτοδικαιούμενοι ἐμεῖς, ὥστε νὰ ὑποτιμήσουμε ἐκεῖνον. Ἐμεῖς ὅμως, ὡς Χριστιανοί, πρέπει νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο: νὰ αὐτομεμφώμεθα. Τὸ φάρμακο γιὰ τὴν αὐτοδικαίωσι εἶναι ἡ αὐτομεμψία, ἡ ταπείνωσις, ἡ μετάνοια, ἡ πτωχεία δηλαδὴ ἐν Χριστῷ.


τσι, θὰ ὁμοιάσουμε στὸν πτωχεύσαντα δι᾿ ἡμᾶς Χριστό μας, τὸν Πρῶτο καὶ Μεγάλο Πτωχό, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας. Πάντοτε πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ ἱχνηλατοῦμε τὰ ἵχνη, στὰ ὁποῖα Ἐκεῖνος ἐβάδισε. Ὁ Κύριός μας ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν, ταπεινώθηκε καὶ ἔφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, καὶ ἐμεῖς καλούμεθα νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἵχνη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως λέει ὁ 11 Ἀπόστολος Πέτρος. Ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ ἵχνη Του, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σημαίνει ὅτι δὲν εἴμεθα Χριστιανοὶ καὶ δὲν υἱοθετοῦμε τοὺς Μακαρισμοὺς τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ μάλιστα τὸν πρῶτο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ βάσις, ὅπως εἴπαμε, τῆς κλίμακος ποὺ θὰ μᾶς ἀνεβάση σιγά-σιγὰ στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας.


Εἴθε λοιπὸν οἱ εὐχὲς τοῦ Ἀειμνήστου Πατέρα μας, τοῦ ὁποίου σᾶς μεταβιβάζω τὴν Παρακαταθήκη, νὰ καλλιεργήσουμε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φρόνημα, καὶ μὲ ἄλλους τρόπους, στοὺς ὁποίους ἔχουμε ἀναφερθῆ κατὰ καιρούς, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτό: Βιώνοντας τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου μας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Ἔτσι, θὰ πλουτήσουμε πλοῦτον, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἄφθαρτος καὶ θὰ βιώνουμε ἀπὸ τώρα τὴν Δόξα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὃ γένοιτο, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Σᾶς εὐχαριστῶ!



† ὁ Ὠ. κ` Φ. Κ.



.  Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών