Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
“Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». – Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτζι δεν με ωμίλησε πλέον. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτηθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάραις, αναθέματα. Ομοιάζαμεν σαν να είναι εις ένα λιμένα 50-60 καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλιά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτζι δειλοί, χαϊμένοι, και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι». Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του». – Η αρχηγία ενός στρατεύματος Ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν καθεημέρα και πάλι να έρχωνται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείαις, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταχματάρχας και ούτω καθ’ εξής. Έκανε το σχέδιόν του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν εμπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτζια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη, κατά τους ανθρώπους.” Αξίζει, κοντά σ’ αυτά, να βάλουμε και δυο αράδες από την απολογία του Κολοκοτρώνη στο δικαστήριο, όταν το βαυαρικό κράτος δίκαζε τον Έλληνα που λευτέρωσε την Πατρίδα για “εσχάτη προδοσία”: Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ. – Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους). Πρόεδρος: Πώς ονομάζεσαι; – Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Πρόεδρος: Από πού κατάγεσαι; – Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι; – Εξήντα τέσσερων. Πρόεδρος: Τι επάγγελμα κάνεις; – Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου