Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ: ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΡΑΝΤΟΝΕΖ (ΜΕΡΟΣ 5ον)
Σπάνια εκκλησιαστική μορφή επηρέασε τόσο βαθιά την ζωή του έθνους στο οποίο ανήκε, όσο ο όσιος Σέργιος την ιστορική πορεία της απέραντης Ρωσίας.
Θεμελιωτής του ρωσικού μοναχισμού υπήρξε ο όσιος Αντώνιος (983 - 1073), εσφιγμενίτης μοναχός, που μετέφερε την φλόγα του αγιορειτικού ασκητισμού σε ερημικές περιοχές του Κιέβου και ίδρυσε γύρω στο 1050 μαζί με τους μαθητές του οσίους Νίκωνα και Θεοδόσιο την περίφημη λαύρα των σπηλαίων (Κιεβοπετσέρσκαγια Λαύρα)
Η πρώτη αυτή μεγάλη άνθησις της μοναχικής ζωής στην Ρωσία δοκιμάσθηκε σκληρά από την λαίλαπα των ταταρικών επιδρομών. Οι Τάταροι, όπου περνούσαν, επέφεραν τρομακτική ερήμωσι του πληθυσμού. Στόχος τους δεν ήταν μόνον η στρατιωτική συντριβή και η πολιτική υποδούλωσις του αντιπάλου, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του. [...]
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)
Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: <<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Ε. Ἡ θαυματουργικὴ δύναμις
Δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ὅσιος θεμελίωσε τὴν μονή, καὶ πολλοὶ ἀσκητές, κινημένοι ἀπὸ τὴν φήμη τῆς ἁγιότητός του, ἄρχισαν νὰ ἐγκαταβιώνουν στὸν ἔρημο ἐκεῖνο τόπο.
Πολλοὶ ἐπίσης λαϊκοί, τοῦ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία ἢ τὴν προσευχή του. Ἀρκετοὶ ἀκόμη ἐξασφάλιζαν τὴν συντήρησή τους ἀπὸ τὶς ἐλεημοσύνες τῆς μονῆς. Ὁ Κύριος δώρισε στὸν δοῦλό του ἀσυνήθιστη θαυματουργικὴ δύναμη. Κάποτε μάλιστα ἀνέστησε νεκρό:
Στὰ περίχωρα τῆς μονῆς ζοῦσε κάποιος ποὺ ἔτρεφε βαθὺ σεβασμό, καὶ πίστη στὸν Ὅσιο. Ὁ μοναχογυιός του ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστεια. Μὲ τὴν προσδοκία τῆς θεραπείας ἦλθε νὰ τὸν παρακαλέσῃ φέρνοντας τὸν ἄρρωστο μαζί του.
Ὅμως ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ δρόμου τὸ παιδί του πέθανε! Χάνοντας ἔτσι κάθε ἐλπίδα, ἄρχισε νὰ θρηνεῖ καὶ νὰ λέει στὸν Ὅσιο: -Ἀλλοίμονο σὲ μένα. Ἦλθα ἐδῶ μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ μὲ βοηθοῦσες, ἀλλὰ τὸ μονάκριβο παιδί μου, πέθανε στὸν δρόμο.
Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μὴν ἐρχόμουν, γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ κλονιζόταν ἡ πίστη μου σὲ σένα. Μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς, ὁ ταλαίπωρος πατέρας πῆγε νὰ φέρει τὸ φέρετρο καὶ τὰ σάβανα γιὰ τὴν κηδεία.
Ὁ Ὅσιος τὸν λυπήθηκε πολύ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ μία θερμὴ προσευχή, ἀνέστησε τὸ παιδί! Ὅταν ὁ συντριμμένος ἀπὸ τὴν θλῖψη πατέρας, ἦλθε κουβαλώντας τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν κηδεία, ὁ Ὅσιος τοῦ λέει:
-Μὴν κουράζεσαι, καὶ μὴν στενάζεις ἄδικα. Τὸ παιδί σου δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζεῖ. Ὁ πατέρας, ποὺ εἶχε διαπιστώσει τὸν θάνατο τοῦ γυιοῦ του, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει τὰ λόγια αὐτά. Πλησιάζοντας ὅμως πείσθηκε γιὰ τὸ θαῦμα καὶ ἔξαλλος ἀπὸ χαρά, εὐγνωμονοῦσε τὸν ἅγιο.
-Μὴν ἀπατᾶσαι, τοῦ εἶπε ταπεινὰ ὁ Ἅγιος. Ἴσως τὸ πολὺ κρύο νὰ πάγωσε τὸ παιδί, καὶ τὸ νόμισες πεθαμένο, ἐνῶ ἐδῶ στὸ ζεστὸ κελλί, θερμάνθηκε καὶ συνῆλθε. Ὁ χωρικός, δὲν πίστεψε αὐτὴ τὴν ἐκδοχή. Συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ Ὅσιος ἀνέστησε μὲ τὴν προσευχή του τὸ παιδί. Ἐκεῖνος τότε τὸν ἀπείλησε:
-Ἐὰν δὲν σταματήσεις νὰ διηγῆσαι στοὺς ἄλλους τὸ περιστατικὸ αὐτό, θὰ χάσεις τὸν γυιό Σου. Ὁ πατέρας ἐπέστρεψε στὸ σπίτι, δοξάζοντας τὸν Θεό, καὶ τὸν δοῦλό Του Σέργιο. Διηγήθηκε ἀργότερα τὸ θαῦμα σὲ ἕναν μαθητὴ τοῦ Ὁσίου, καὶ αὐτὸς μᾶς τὸ γνωστοποίησε.
Κάποτε, ἔφεραν ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ Βόλγα, ἕναν ἐπίσημο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ βασανιζόταν φρικτά. Ἄλλοτε δαγκωνόταν, ἄλλοτε χτυπιόταν, ἄλλοτε ξέφευγε ἀπὸ τοὺς φύλακές του καὶ ἔτρεχε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Δέκα ἄνθρωποι μόλις μποροῦσαν νὰ τὸν συγκρατήσουν.
Οἱ οἰκεῖοί του ἀποφάσισαν νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν Ὅσιο. Μὲ πολλὴ προσπάθεια κατάφεραν νὰ τὸν μεταφέρουν. Πλησιάζοντας στὴν μονή, ὁ δαιμονισμένος ἄρχοντας ἔσπασε τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες καὶ ἄρχιζε νὰ φωνάζει τόσο δυνατά, ποὺ ἀκουγόταν σὲ ὅλο τὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος μόλις πληροφορήθηκε γιὰ τὸν ερχομό του, ἄρχισε νὰ διαβάζει μία παράκληση γιὰ αὐτόν. Ἐκεῖνος ἡσύχασε καὶ μπῆκε ἤρεμα στὸ μοναστήρι. Ὅταν ὅμως ὁ Ὅσιος πλησίασε και ἄρχισε νὰ τὸν σταυρώνει, τινάχτηκε, ἔβγαλε ἄναθρες κραυγές, καὶ ρίχτηκε στὴν στέρνα, ποὺ μάζευαν τὸν βρόχινο νερό.
Κατόπιν, ἠρέμησε τελείως καὶ ἔδωσε ἐξηγήσεις γιατὶ ἔπεσε στὴν στέρνα. -Εἶδα μία μεγάλη φλόγα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ κρατοῦσε ὁ Ὅσιος, καὶ μὲ τὴν σκέψη ὅτι θὰ μὲ κάψει, ρίχτηκα στὸ νερό.
Ὁ Ὅσιος ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἀναγνώριζαν οἱ ἐπισκέπτες. Κάποιος χωρικὸς ἀπὸ ἕνα μακρινὸ χωριό, ἄκουγε πολλὰ γιὰ τὸν Ὅσιο. Ἐπιθύμησε λοιπόν, νὰ τὸν δεῖ. Ἦλθε στὴν μονή, καὶ ἄρχισε νὰ ρωτᾶ ποὺ θὰ τὸν συναντοῦσε. Τοῦ εἶπαν ὅτι βρισκόταν στὸν κῆπο.
Πῆγε στὸν κῆπο καὶ εἶδε ἕναν ἁπλὸ μοναχό, νὰ σκάβει τὴν γῆ, ντυμένο με ἕνα ροῦχο γεμάτο μπαλώματα. Ὁ χωρικός, σκέφτηκε ὅτι τοῦ εἶπαν ψέμματα. Περίμενε νὰ δεῖ ἕναν κομψοντυμένο ἡγούμενο μέσα σὲ δόξα καὶ τιμή. Γύρισε λοιπὸν στὸ μοναστήρι καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ:
-Πέστε μου ποὺ εἶναι ὁ γέροντας. Ἦλθα ἀπὸ πολὺ μακρυά, καὶ θέλω νὰ τὸν δῶ και νὰ τὸν προσκυνήσω. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ἀπάντησαν: -Αὐτὸς ποὺ εἶδες στὸν κῆπο εἶναι ὁ Ὅσιος πατέρας μας.
Ὁ χωρικός, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, ποὺ ὅταν ὁ Ὅσιος γύρισε απὸ τὸν κῆπο καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ προσωπό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν κοιτάξει. -Τόσους κόπους ἔκανα καὶ ἦλθα ἐδῶ, συλλογιζόταν, γιὰ νὰ δῶ ἕναν ἔνδοξο προφήτη καὶ τώρα βλέπω ἕναν φτωχό, καὶ κακοντυμένο μοναχό.
Ὁ φωτισμένος Ὅσιος διάβασε τοὺς λογισμοὺς τοῦ χωρικοῦ, καὶ ὁλόψυχα εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, διότι ὅσο ὁ φιλόδοξος χαίρεται στὶς τιμὲς καὶ τοὺς ἐπαίνους, τόσο ὁ ταπεινὸς χαίρεται στὶς θλίψεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς. Συμπαθώντας ὅμως τὸν ἁπλοϊκὸ χωρικό, τὸν κάλεσε κοντά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό, καὶ τοῦ εἶπε χαρούμενα:
-Μὴν λυπάσαι ἀδελφέ, σὲ λίγο θὰ ἀντικρύσεις αὐτὸν ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖς νὰ δεῖς. Μόλις ὁ μακάριος εἶπε τὰ λόγια αὐτά, ἦλθε ἀγγελιαφόρος καὶ ἀνήγγειλε τὴν ἄφιξη τοῦ πρίγκηπα τῆς χώρας.
Ὁ Ὅσιος σηκώθηκε καὶ βγῆκε να ὑποδεχθεῖ τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη, ποὺ ἦλθε μὲ μία μεγάλη συνοδία. Ὁ πρίγκηπας βλέποντας τὸν ἡγούμενο, ἔβαλε ἀπὸ μακρυὰ ἐδαφιαία μετάνοια, ζητώντας ταπεινά, τὴν εὐλογία του.
Ὁ Ὅσιος εὐλόγησε τὸν πρίγκηπα καὶ μὲ τιμή, τὸν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς μονῆς. Κάθησαν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν, ἐνω ὅλοι οἱ συνοδοί, ἔμειναν ὄρθριοι. Ὁ χωρικός, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
Αὐτὸς ποὺ μὲ τόσο σεβασμό, προσκύνησε ὁ πρίγκηπας, ἦταν ὁ μοναχός, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος περιφρόνησε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀντικρύσει; Πλησίασε δειλά, καὶ ρώτησε κάποιον: -Ἀδελφέ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ κάθεται πλάϊ στὸν πρίγκηπα;
-Ξένος εἶσαι καὶ δὲν τὸν γνωρίζεις; Εἶναι ὁ ἡγούμενος Σέργιος. -Πραγματικά, τυφλώθηκα καὶ δὲν ἀναγνώριζα τὸν γέροντα· κακολογοῦσε τὸν ἑαυτό του ὁ χωρικός. Πλησίασε ἀργότερα γεμάτος ντροπὴ τὸν Ὅσιο καὶ προσκυνώντας τον ζήτησε συγγνώμη γιὰ τὴν προηγούμενη στάση του. Ἐκεῖνος τὸν ἐνθάρρυνε:
-Μὴν λυπᾶσαι. Νὰ χαίρεσαι γιατὶ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ σκέφτηκες σωστὰ γιὰ μένα. Οἱ ἄλλοι πλανῶνται νομίζοντας ὅτι εἶμαι κανένα σπουδαῖο πρόσωπο. Ὁ Ὅσιος εὐχαριστήθηκε περισσότερο γιὰ τὴν περιφρόνηση τοῦ χωρικοῦ, παρὰ γιὰ τὶς τιμὲς τοῦ ἄρχοντα.
Ὁ χωρικός, πάλι, τόσο ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ το ταπεινὸ φρόνημα τοῦ Ὁσίου, ποὺ λίγο ἀργότερα ἦλθε ξανὰ στὸ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός.
Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής:
<<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου