«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»: ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» (Γ')
«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»
Χρονικά του Ελληνοϊστορείν, μιας Ελλάδας που αποσυντίθεται φύρδιν - μίγδιν, συνήθειες, ιστορίες, ήθη, έθιμα, Πίστη και αξίες που στις μέρες μας εαλώθηκαν από τους «νεοδιαφωτισμούς» του δαιμονόπληκτου Δυτικού «πολιτισμού» και τις αφιονισμένες διαδράσεις του Οικουμενισμού και της Παγκοσμιοποίησης. Μνήμες, αναμνήσεις και υπομνήσεις για το γένος των Ελλήνων, που από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και εντεύθεν αγωνίζεται να βρει την «ταυτότητά» του ανάμεσα στη «σκύλλα» του αποστατούντος δυτικοευρωπαϊσμού και τη «χάρυβδη» του έκπτωτου και καταχθόνιου «αμερικανισμού». Γιατί η Ιστορία εκδικείται, όταν την αγνοείς, πολλώ δε μάλλω, όταν δεν την γνωρίζεις!
Έρευνα - επιμέλεια - δημοσίευση
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.
ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ:
«ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ»
«ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ» Γ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
(1918)
10. Η πρώτη βραδιά στο δάσος
Έφτασαν στο Χλωρὸ αργὰ το δειλινό. Οχτὼ καλύβες µέσα στα πεύκα τους περίµεναν. Να το μικρὸ χωριό τους! Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τους φάνηκαν! Γιά να μπη στην πόρτα ένας άνθρωπος έπρεπε να σκύψη το κεφάλι. <<Μα τί; Εδώ θα καθίσωμε;>> ρωτούσαν. —<<Τί πόρτες είναι τούτες!>> είπεν ένας. —<<Έτσι, µε μια κάμαρη µόνο θὰ περάσωμε;>> ρωτούσαν άλλοι. —<<Πού είναι το κρεβάτι;>> —<<Δεν έχει ούτε µια καρέκλα!>> Οι καλύβες αλήθεια δεν είχαν τίποτα απ' αυτά. Η κάθε καλύβα ήταν μια κάμαρη απὸ κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγη τον άνθρωπο απὸ τον αέρα κι απὸ τη βροχή. <<Αντρέα, λέει ο Κωστάκης, πώς καθόσουν δω μέσα!>> Ο Ἀντρέας γέλασε.
<<Να δης πώς θα κάθεσαι και συ!>> του είπε. <<Εγώ τώρα που συνήθισα τὴν καλύβα, δεν την αλλάζω ούτε μα σπίτι>>. Ο Κωστάκης κοίταζε τη μια κοίταζε την άλλη, έμπαινε σε όλες, και γύρευε να βρη την καλύτερη καλύβα, μα καμιὰ δεν του φαινόταν αρκετά καλή. Στην πιο µεγάλη καλύβα μπήκαν ο Καλογιάννης κι ο Μαθιὸς και φώναζαν: <<να, να η δική µας!>> -<<Ε, σηκωθήτε απὸ κεί, λέει ο Κωστάκης, µου πήρατε το σπίτι>>. -<<Τί; δικὴ σου είναι η καλύβα;>> -<<Εγώ είχα σκοπὸ να την πάρω>>. —<<Εσὺ το είχες σκοπό, μα εμείς µπήκαμε μέσα>> είπε ο Καλογιάννης. -<<Βλέπεις, Κωστάκη;>> λέει ο κυρρ Στέφανος. <<Για να τις ψάχνης όλες θα μείνεις στο τέλος χωρὶς σπίτι>>.
Ο Αντρέας τον έβαλε να καθίση με τους άλλους δυο στην ίδια καλύβα, κι έπειτα ώρισε και στους άλλους που θα καθίση ο καθένας. Έλυσαν τότε τα φορτώματα κι άρχισαν να κουβαλούν ο καθένας τα πράματά του. Σκεπάσματα, ρούχα, δέματα µε τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τάφερναν και τα έβαζαν σιγὰ σιγὰ μέσα. <<Να είχαµε κι ένα ντουλάπι...>> έλεγαν. <<Ένα ράφι, ένα σεντούκι....>> Όσο περνούσεν όμως η ώρα, καταλάβαιναν πώς µπορούν να κάμουν και χωρὶς αυτά. Αφού ετοίμασαν το νοικοκυριό τους βγήκαν να ιδούν το δάσος. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βασίλευε και οι κορμοὶ των δέντρων έφεγγαν από κόκκινο φως. Μεγάλα γέρικα δέντρα τοὺς τριγύριζαν, κι άλλα νέα και καταπράσινα. Χαμόκλαδα πολλὰ σκέπαζαν τη γη.
Σε λίγο όλο αυτὸ το δάσος γέμισε από σκοτάδι. Τότε, στη νύχτα και στην ερημιά, οι μικροὶ ταξιδιώτες ένιωσαν πόσο χρειάζεται ο ένας τον άλλο. Κουρασμένοι καθὼς ήταν έπεσαν να κοιμηθούν απάνω στα ξερὰ κλαδιὰ που τα είχαν για στρώμα. Μα ενώ έκλειναν σιγὰ σιγὰ τα μάτια ακούστηκε η φωνὴ ενὸς πετεινού. Ο µικρὸς κόκορας που είχαν φέρει µαζὶ απὸ την πόλη, αφού τον ἔέλυσαν και είχε πια ξεμουδιάσει, έβγαλε µια φωνή: <<κικιρίκου!>>, σαν να ήταν πρωί. Αυτὸ το λάλημα ήρθε τόσο ξαφνικά, που τα παιδιὰ έβαλαν τα γέλια. <<Ξυπνήσαμε κιόλας;>> φώναζαν. <<Κικιρίκου!>> φώναξε άλλη μια ο κόκορας, βραχνιασμένος αυτή τη φορά. Όσο όμως κι αν ήθελε αυτός να φέρη το πρωί, τα παιδιὰ νύσταζαν και σιγὰ σιγὰ κοιμήθηκαν.
11. Άστρα, γρύλοι και κουδούνια
Οι φίλοι μας κοιμούνται βαθιὰ στις καλύβες. Που και που ακούγονται παραμιλητά. Μερικοὶ φωνάζουν: <<Αύριο θα ξεκινήσωμε για το βουνό!>>, και ξανακοιμούνται. Ένας λέει: <<Δεν εἶναι ώρα σου λέω για το σχολείο. Δε χτύπησε ακόμη η καμπάνα!>>. Ένας ἄλλος: <<Μητέρα δεν τη θέλω τόσο μικρὴ φέτα!>> Ένας τρίτος: <<Κοίταξε μην έρθη η μάνα μου, έχω πάρει από το ντουλάπι όλο το βάζο με το γλυκό>>. Ήταν ο Φουντούλης. Όταν ξύπνησε κι είδε πως δεν έχει τίποτα, του κακοφάνηκε. Δεν ήθελε να ξανακοιμηθή, μήπως πάθη πάλι το ίδιο. Μα η κούραση τον αποκοίμισε. Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Απὸ κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό, και καταλαβαίνει πως είναι ακόμη νύχτα. Μα δυσκολεύεται να κοιμηθή άλλο.
Ντύνεται και γλιστρά έξω από την καλύβα· θέλει να δη τη νύχτα στο δάσος. Κάθισε κει ἀπέξω καταγής. Πρώτη φορὰ είδε τόσο βαθὺ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσὸ μελίσσι, που χύθηκε ψηλὰ κι έβοσκε. Άστρα πολλὰ εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί, κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο.
Πέντ' έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Νάναι η πούλια; Στη μέση τ' ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκὸ ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριὰ στο νότο· κυλούσε μυριάδες μικρὰ άστρα, λευκὰ σαν ανθούς. Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι το ίδιο τραγούδι.
Απὸ πέτρες, απὸ τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροὶ τραγουδιστάδες και την κελαηδούσαν. Κι ύστερα ακούστηκαν μακριὰ τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι που βόσκει. Άκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ όπως τ' άστρα, όπως οι γρύλοι. Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σα να ήταν πολὺ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ' άλλα και χάθηκε... Τι ωραία νύχτα! Ο Φάνης ένιωσε ψύχρα και μπήκε μέσα να πλαγιάση. Μα και σκεπασμένος έβλεπε την αστροφεγγιά. Του φαίνονταν όλα εκείνα τ' άστρα δικά του. Κανένας απὸ τους άλλους δεν τα είχε δει. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας τα κουδούνια.
12. Τα παιδιὰ σχηματίζουν κοινότητα
Ο ήλιος είναι πολὺ ψηλά. Τα τζιτζίκια λαλούν δυνατά. Μα κανένας δεν έχει όρεξη ν' αφήση το στρώμα. Γυρίζουν από το ένα πλευρὸ στα άλλο. <<Σηκωθήτε» λέει ὁ Ἀντρέας, γυρίζοντας ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα· <<έχομε δουλειά» -<<Τί δουλειά;>> φώναξε ο Δημητράκης, τρίβοντας τὸ ένα του μάτι. -<<Να φάμε εδώ που ήρθαμε>>. -<<Κι είναι αυτὸ δουλειά;>> -<<Τώρα που θα σηκωθής, θα το δούμε>>.
Ο Δημητράκης ζητοῦσε τη λεκάνη να νιφτή· δεν είχε καταλάβει ακόμη που βρίσκεται. Ακολούθησε τους άλλους ποὺ γελούσαν μ' αυτόν, και βρήκαν κάμποσα βήματα μακριὰ τη βρύση. Το νερὸ τους έτσουξε στ' αυτιά. Ένα παιδί, ο Πάνος, έλεγε του Δημητράκη καθὼς νιβόταν: <<Άι, άι, τι κρύο νερό!», και του κρατούσε το κεφάλι κάτω απὸ τη βρύση. Ο Δημητράκης φώναζε σαν κατσίκι. Ο Πάνος τον ἄφησε, κι έβαλε το δικό του κεφάλι στη βρύση. Άφηνε το κρύο νερὸ να πηγαίνη στο σβέρκο του, στο στήθος του. Όταν πλύθηκαν, ήρθε νὰ τους δη ο κυρ Στέφανος.
Ο καλὸς άνθρωπος που τους έφερε ως εδώ, θὰ πήγαινε στη χώρα για τις δουλειές του. Φεύγοντας τους είπε αυτὰ τα λόγια: <<Είκοσιέξι ἄνθρωποι για να ζήσουν στο βουνό, πρέπει όλα να τα κάμουν με τα χέρια τους. Να ψήνουν τὸ ψωμί, να κουβαλούν το νερό, να βράζουν το φαί. Είστε εικοσιέξι συγκάτοικοι, που πρέπει να ζήσετε μαζὶ στο ίδιο μέρος· έχετε τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες ωφέλειες. Κάνετε λοιπὸν μια κοινότητα. Πώς αυτή θα ζήσει χωρὶς μαγαζί, χωρὶς μύλο, χωρὶς τίποτα; Κάποιος απὸ σας πρέπει νὰ γίνει φούρναρης, μπακάλης, μυλωνάς. Ό,τι χρειάζεται για να συντηρηθῆτε πρέπει να το βρείτε μόνοι σας, όπως οι βοσκοί, οι βλάχοι και οι λοτόμοι.
Θα φάτε ή δε θα φάτε σήμερα;>> -<<Θα φάμε>> απάντησε ο Φουντούλης. -<<Να ιδούμε όμως πώς θα φάτε. Ε, όσο για σήμερα έχετε δα έναν κουτσομάγερα, τον Αντρέα. Αυτὸς έμαθε από τους λοτόμους το γιαχνί. Σήμερα θὰ είναι μάγειρας για όλους σας. Τώρα βοηθήστε κι οι άλλοι να γίνη το φαί>>. Ο Γιωργάκης, ο Αλέκος κι ο Δημητράκης πήραν να ξεφλουδίσουν τις πατάτες, ο Δήμος κι ο Καλογιάννης να κόψουν τα φασόλια και τις ντομάτες. Άλλοι πήραν να καθαρίσουν τα κρεμμύδια κι άλλοι άναψαν τη φωτιά.
<<Και κείνοι που περισσεύουν τι θα προσφέρουν στην κοινότητα;>> ρώτησε ο Κωστάκης. -<<Την όρεξή μας>> είπαν αυτοὶ γελώντας. -Απ' αυτὴ έχομε κι εμείςς» φώναξε ο Αντρέας. <<Μα έννοια σας κι έχετε δουλειά>>. Η δουλειὰ που τους έπεσε είναι αρκετή. Έπρεπε να γυρίσουν τυς καλύβες, την κοινότητά τους, να κοιτάξουν τις θέσεις, τα δέντρα και να ορίσουν που θα είναι το μαγειρειό, η αποθήκη, τα ράφια. Άλλοι έπρεπε να δουν αν ἔχουν ό,τι τους χρειάζεται για να μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ή κατσαρόλα, καθώς αυτὴ τη στιγμὴ τους λείπει τὸ τηγάνι, και πρέπει να τοζητήσουν από τους λοτόμους. Άλλοι πάλι θα πήγαιναν να δουν τους βλάχους για να ξέρουν τι τρόφιμα μπορεί να πάρουν απ' αυτοὺς στην ανάγκη. Και στο τέλος, να μάθουν αν έχη κανένα χωριὸ εκεί κοντὰ και πόσο μακριὰ είναι.
*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου