ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΠΡΩΤΟΝ)
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 7-12.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»
(1921)
Η θειά-Ζωίτσα ήτο γραία πλέον, έως εξήκοντα ετών. Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.
- Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν. Ιδίως άλλαι τινές «χονδροκοπής» γυναίκες, αι οποίαι μετ' αγωνίας και μόχθου, πνευστιώσαι, βήμα προς βήμα ανήρχοντο τους πρόποδας του ανωφερούς βουνού, εν ώ η ευσταλής γραία ήτο πλέον εις την κορυφήν με τους γυμνούς ποδίσκους της, φέρουσα εμπεπηγμένας εις την ζώνην της τας δύο εφθαρμένας εμβάδας -τα κατσάρια της- και κρατούσα βαρύ κοφίνιον με δύο μεγάλας προσφοράς διά τον άγιον, μίαν ιδικήν της και άλλην της γειτονίσσης της, Κρατερίτσας της πιασμένης.
Ότε δε αι άλλαι εκείναι χονδροκαμωμέναι, πλέουσαι μέσα εις τον ιδρώτα και κοντανασαίνουσαι, έστρεφαν προς τ' άνω την κεφαλήν, και δεν έβλεπαν πλέον την θεια-Ζωίτσα, εισελθούσαν ήδη εις το πυκνόν δάσος του οροπεδίου, εν ώ η Εκκλησία του αγίου, δεν ηδύναντο να κρύψωσι τον φθόνον των κ' έλεγαν περιφρονητικώς: -Αμ' η κακομοίρα η γρήτσα! δεν εχ' κρηάς! Ούλου κοκκαλάκια είνε!
Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής. Και τούτο εκίνει τον φθόνον των άλλων γραιών, αίτινες εις την γωνίαν της εκκλησίας κρίνουσαι περί πάντων ορατών και αοράτων, γνωστών και αγνώστων, δεν άφιναν και τούτο απαρατήρητον κ' έλεγαν προστατευτικώς τάχα: -Δεν κυττάζ' τες θυγατέρες της που είναι για παντρειά, μόνον μ' θέλει καινούργια μανδήλα!
Και δεν ήτο καινουργής της πτωχής! Αλλ' ακούραστος και τετραπέρατος γραία, συχνά την έβαφε μόνη της και ανεξόδως, κατασκευάζουσα το χρώμα από της γης τας βοτάνας, ων εγνώριζεν ως έμπειρος ιατρός την ιδιότητα και φύσιν. Αλλ' ούτω συμβαίνει εις αυτόν τον παληόκοσμον. Ο ράθυμος φθονεί πάντοτε τον φιλόπονον, κ' ευρίσκει πάντοτε τρόπον να εμπαίξη και υποβιβάση η οκνηρία τα έργα της φιλοπονίας. Διά την θεια-Ζωίτσα όμως ο φθόνος είχε τούτο το ίδιον, ότι εξεφράζετο επιμονώτερον και αποτομώτερον, και δι' αυτά τα ανάξια λόγου αντικείμενα.
Διά τούτο πολλάκις έλεγεν η κακομοίρα με βαθύ παράπονον. -Το αίμα μας τώχει! Τώρα τον Μάϊον, την έβλεπον να κουβαλή εις την πτωχικήν της οικίαν τα ωραία εκείνα λευκά και μεγάλα σκόροδα, εις μακρούς ορμαθούς, τα οποία μόνη της εκαλλιέργει, την εζήλευον. Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον. Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν:
-Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα! Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της. Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: -Τωχ' το αίμα μας πλειο!
Είχεν η θεια-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά. Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιον -τας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιος- κάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή. Θυγάτηρ ιερέως η γραία, ανατραφείσα δι' ιερών προσφορών και κολλύβων, εντός πλούτου ευχών και θυμιαμάτων, και είχεν ευγενή και συγχωρούσαν καρδίαν.
Πολλάκις έχουν και αυτά την επιρροήν των. Και πόσον εκακοπάθησεν έως ου τας αναθρέψη! Τα παρέλαβεν ως χήρα νήπια σχεδόν, την μίαν οκταετή παιδίσκην και την άλλην πενταετή. Και ήδη η μεν ήγε το εικοστόν όγδοον της ηλικίας της η δε το εικοστόν πέμπτον. Αλλ' έως ου δυνηθώσι και αυταί να εργάζονται, ειργάζετο μόνη η γραία. Ήτο τεσσαράκοντα ετών τότε. Εξενοδούλευε και εξενόπλυνε και εξενόφαινεν η πτωχή. Αλλ' ήτο ευχαριστημένη, διότι οι κόποι της δεν εγίνοντο ματαίως. Και αι δύο ως προς μεν την γνώμην ήσαν όμοιαι προς αυτήν, αγαθαί, φιλεργοί και φιλόπονοι.
-Πώς υποφέρουν μερικές με σταυρωμένα τα χέρια; έλεγαν πολλάκις ενώ ειργάζοντο. Διότι και αυταί εξενόπλεκον, εξενόρραπτον, εξενόφαινον, εξενοδούλευον. Τα καλτσάκια εκείνα τα κομψά, τα οποία εφόρουν τα εύμορφα παιδάκια της ωραίας καπετάνισσας, και τα κομψά φορεματάκια, ήσαν έργα της πρώτης, της Δεσποινιώς· τα ωραία πάλιν χρυσά κεντήματα τα νυμφικά, άτινα εθαυμάσθησαν κατά τους τελευταίους γάμους, αι χειρίδες με τα ανθοφόρα κλαδία, αι λεπτόταται χρυσαί στίξεις του ποδογύρου και η πολύτιμος σκούφια με την μεγάλην ανθοφόρον γλάστραν εν τη κορυφή ήσαν όλα κομψοτεχνήματα της Σοφούλας, της μικροτέρας.
Και αι δύο ήταν επιτήδειαι και ευφυείς. Πλην η μεν επετύγχανε περισσότερον εις τα εκ βάμβακος πλεκτά, η δε εις τα εκ χρυσού. Αλλά ποία πενθερά δεν εθαύμασε τα υφαντά της Δεσποινιώς; Τα βαρέα κυλίμια με τα χρωματιστά τετραγωνίδια και τους ρόμβους και τας ζώνας ποικίλων εν αρμονία χρωμάτων; τα τραπεζομάνδηλα τα μεταξωτά, θαύμα της υφαντικής υπερφυέστατον και τας μεγάλας εκείνας προσκεφαλάδας με τας ερυθράς και λευκάς ζώνας;
Αλλά και τούτο εκίνει τον φθόνον. -Έχει βιβλία! έλεγον περιφρονητικώς. Τωόντι η θεια-Ζωίτσα, η προοδευτική και πολιτισμένη Παπαδοπούλα, εφρόντισε να εισαγάγη τας θυγατέρας της, πρώτας-πρώτας, κατά την σύστασιν του σχολείου των θηλέων εν τη νήσω, προκαλέσασα την περιφρόνησιν πολλών, διότι εθεωρήθη ως νεωτερισμός επικίνδυνος τάχα.
Αλλά ιδού τώρα πόσον ωφέλιμος επεφάνη ο νεωτερισμός εκείνος. Διότι εν τω σχολείω ωξύνθη ο νους των κορασίδων, ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον και έλαβον τα πρώτα τεχνικά μαθήματα επί των διαφόρων κεντημάτων και πλεκτών χειροτεχνημάτων.
Και ετέθησαν λοιπόν και τότε αι κακαί γλώσσαι εις κίνησιν, όταν έβλεπον τας δύο ορφανάς παιδίσκας να διέρχωνται την αγοράν και κρατούμεναι εκ της χειρός να μεταβαίνωσιν εις το σχολείον με τας μαύρας μανδήλας των και τα μαύρα φουστανάκια των, με πρόσωπα κατακίτρινα εκ του πένθους της ορφανίας. Και έλεγον: -Τώρα και η θεια-Ζωίτσα, η ψωροπερίφανη! Γράμματα μ' θέλει!
Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.
Διά της πολυτίμου και περιζήτητου εργασίας των δύο αδελφών επορίζετο η γραία από ετών ήδη τα του οίκου χρειώδη, επερίσσευον δε και ποσά τινα ευτελή, δι' ων αι δύο κόραι εφιλοτέχνουν την προίκα των, τα ασπρόρρουχα και τα επιστρώματα και τα λοιπά πολυτελή στολίδια, κεντώσαι ταύτα μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Πλην φευ! Όλα αυτά τα χρυσά και σπάνια προτερήματα ήσαν άγνωστα εις τους γαμβρούς του χωρίου, οίτινες έν μόνον εγνώριζον ότι η θεια Ζωίτσα δεν έχει «μέτρημα!»
Ο σημερινός υλιστικός βίος επέδρασε πανταχού, εισπνεύσας και εις αυτήν την διαυγεστέραν ατμοσφαίραν του χωρίου κ' εξηχρείωσε και εξηυτέλισε τα πάντα. Κάλλος, ευφυία, φιλοπονία, καλοκαγαθία, όλα εξαφανίζονται ενώπιον του αχρείου μετρήματος. -Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη. Περιφρονήσας τας αγίας συμβουλάς του αγαθού πνευματικού του, και τας προτροπάς της συζύγου του ηγόρασε μοναστηριακά ότε επωλούντο κατά τμήματα, διαλυθέντων των μοναστηρίων, και δεν είδε προκοπήν έκτοτε· τουλάχιστον η θεια Ζωίτσα εις τούτο το συμβεβηκός απέδιδε την κατά πόδας καταδιώκουσαν αυτούς έκτοτε σκληράν ειμαρμένην.
-Δεν του τώλεγα! Δεν του τώλεγα! επανελάμβανε πολλάκις η αγαθή γραία ενώπιον του πνευματικού, όταν επήγαινε να εξομολογηθή εις τον «Παπά- Ερημίτη», ούτως αποκαλούσα κατά παραφθοράν εύκολον τον ενάρετον πνευματικόν της νήσου Παπά-Ιερεμίαν, ασκητεύοντα εις την δροσερωτέραν της νήσου εξοχήν.
(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 7-12.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου