ΑΡΩΜΑ ΙΩΝΙΑΣ: ΜΗΤΣΟΣ, Ο ΝΕΡΟΥΛΑΣ (Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ) Γ' ΜΕΡΟΣ
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο της Κατερίνας Μουρίκη: «Άρωμα Ιωνίας», Εκδόσεις «Σταμούλη», α' έκδοση Μάιος 2023, σελ. 48-52. Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΟΥΡΙΚΗ
ΑΡΩΜΑ ΙΩΝΙΑΣ
Οκτώ ανθρώπινες ιστορίες ποτισμένες με τις αλήθειες της ζωής. Άνθρωποι που αναγκάστηκαν να αφήσουν σπίτια και όνειρα και να αγωνιστούν για να οικοδομήσουν πάνω στις στάχτες μια νέα ζωή. Ωστόσο, μέσα από γεγονότα που εκτυλίσσονται στον απόηχο πολέμων, κατατρεγμών και ανέχειας, αναδεικνύεται η αξία του ψυχικού σθένους και του αγώνα για την επικράτηση του καλού και αγαθού. Άνθρωποι και γεγονότα, που μοιάζουν γεννήματα φαντασίας, μας συγκινούν και μας ξαφνιάζουν σαν απρόσμενες λύσεις κάποιου ζωντανού γρίφου. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, η ζωή είναι ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας.
Κ.Μ.
Εκ του οπισθόφυλλου του βιβλίου
ΜΗΤΣΟΣ, Ο ΝΕΡΟΥΛΑΣ (Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ)
Μέσα στο κεφάλι της κυρα-Γιαννούλας όλο και γυρόφερναν κάποιες ιδέες για να φτιάξουν κομματάκι τα οικονομικά τους. Καλό το πηγάδι, μα το νερό από το λίγο πήγαινε στο λιγότερο κι από το κακό στο χειρότερο. Η αντλία το βύζαινε δώδεκα ολόκληρα χρόνια κι οι κάτοικοι, που όλο και αβγάτιζαν, το σκόρπαγαν ασυλλόγιστα σε αυλές και σε μποστάνια. Τελευταία, είχε αρχίσει να βγαίνει θολό κι η γεύση του είχε αρχίσει να γλυφαίνει. Οι πελάτες που είχαν απομείνει ήταν όλο παράπονα, μ' όλο που γνώριζαν καλά ότι ο μπαρμπα-Μήτσος δεν είχε καμιά ευθύνη για το κατάντημα του νερού. Ένα μεσημέρι που τα αγόρια έλειπαν στις δουλειές τους και η μικρή είχε πάει σε μια γειτόνισσα χρυσοχέρα να της μάθει ασπροκέντημα για να φτιάξει μονάχη τα προικιά της, η κυρα-Γιαννούλα βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Ακούμπησε ένα πήλινο πιάτο με ζεστές κατσούμπλες (=λουκουμάδες) πάνω στο τραπέζι και πέταξε την κουβέντα της όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. -Μεγάλωσαν τα παιδιά κι όπου να 'ναι θ' αρχίσει ν' αδειάζει το σπίτι μας. -Ας έχουμε την υγειά μας και θα έρθει κι εκείνη η ώρα, μη βιάζεσαι... -Δεν είμαι εγώ που βιάζομαι, καημένε Μήτσο. Ο καιρός περνάει κι όπου να 'ναι θα αρχίσουν να έρχονται οι προξενιές. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Το κορίτσι χρειάζεται προίκα... -Το ξέρω, μα τι μπορώ να κάνω; απάντησε ο μπαρμπα-Μήτσος, δείχνοντας φανερά ότι η κουβέντα είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Όμως, η κυρα-Γιαννούλα δεν έλεγε να σταματήσει. Τώρα που άρχισε, είχε σκοπό να τραβήξει το σχοινί μέχρι το τέρμα. -Δεν έχει ζωή το πηγάδι. Κι ο Ντορής γέρασε πια, δεν αντέχει να τραβάει το κάρο. Φούντωσε ο μπαρμπα-Μήτσος. -Τι θες να κάμω, μόι λούλετ (=λουλουδάκι μου); -Να, οι άλλοι πουλάνε όσπρια και στάρια. Τούτα έχουν πέραση όλο τον χρόνο. Το πούσι-ι-μιρ σε λίγο καιρό θα βγάζει λάσπη κι εμείς θα πεθάνουμε της πείνας. Τόσοι και τόσοι αλλάζουν δουλειά. Μονάχα εσύ έχεις αγύριστο κεφάλι. Εκείνος χολώθηκε, μα δεν μίλησε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγαρόχαρτο και καπνό και έστριψε ένα τσιγάρο. Το σάλιωσε, το χτύπησε νευρικά με απανωτές κινήσεις πάνω στο κιτρινισμένο νύχι του αντίχειρά του και το στερέωσε ανάμεσα στα χείλια του. -Τι θες να κάμω; ξανάπε θλιμμένα. Να δώσω το ζώο και ν' αρχίσω να πουλάω φασόλια και φακές μέσα στον δρόμο; Αντάριασε η ψυχή της καψερής τόσο, που οι κουβέντες φύγανε σαν βόλια μέσα από το φράγμα των δοντιών της. -Θέλω να μη ρεζιλευτούμε στον κόσμο, Μήτσο. Θέλω να δω την κόρη μας και τους γιους μας ταχτοποιημένους. Φτάνει η δική μας η μιζέρια. Αυτό θέλω, συμπλήρωσε αποκαμωμένη κι έγειρε το κεφάλι υποταχτικά, σάμπως να τρόμαξε κι η ίδια για τούτη την ασυνήθιστη αυθάδειά της. Εκείνος σηκώθηκε. Άναψε το τσιγάρο με το τσακμάκι, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και πέρασε έξω στην αυλή κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Εκείνη συνέχισε να μένει σκυφτή, ακίνητη σαν μαρμαρωμένη. Δεν κουνήθηκε ούτε σαν άκουσε το άλογο μέσα από τον στάβλο να χλιμιντρίζει ανήσυχο, καθώς το καπίστρωνε τούτη την ασυνήθιστη ώρα ο αφέντης του. Η πόρτα της αυλής άνοιξε, μετά έκλεισε, κι ο ήχος από τα πατήματα του αλόγου άρχισε να σβήνει στον χωματόδρομο. Σηκώθηκε και σταυροκοπήθηκε κοιτάζοντας την Παναγιά στο εικονοστάσι. -Φώτισέ τον, Ζόνια (=κυρά), μην κάνει καμιά τρέλα, είπε και βάλθηκε να συγυρίζει ξανά στην κουζίνα. Σε λίγο θα γύριζε η μικρή. Μετά θα έρχονταν τα αγόρια. Έπρεπε να κουβεντιάσει και μαζί τους. Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι όταν ακούστηκε η πόρτα της αυλής, που άνοιγε, και τα βήματα του Μήτσου, που σέρνονταν σχεδόν πάνω στο τσιμέντο της αυλής. Τα αγόρια κι η μικρή είχαν πέσει για ύπνο από νωρίς. Ήταν τόσο αποκαμωμένα από τη δουλειά, που δεν είχαν καταλάβει την απουσία του πατέρα και του Ντορή. Τελικά, η μάνα δεν τόλμησε να τους κάνει κουβέντα. Έμεινε μόνη να περιμένει τις εξελίξεις.
Έβλεπε τον άντρα της πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου να πλησιάζει και ήταν η πρώτη φορά που πρόσεξε ότι, μ' όλο που δεν είχε περάσει τα σαράντα πέντε, έμοιαζε γέρος. Αργόσερνε το βήμα του, σάμπως να ακολουθούσε την πομπή του Επιταφίου.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Κατερίνας Μουρίκη: «Άρωμα Ιωνίας»,
Εκδόσεις «Σταμούλη», α' έκδοση Μάιος 2023, σελ. 48-52.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου