ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΕΚΤΟΝ)
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 36-41.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»
(1921)
-Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος. -Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω! -Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.
-Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω! Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους. Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα. -Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος. -Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους.
Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα. Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ. Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος. -Ωχ! Ωχ! Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη. -Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια.
Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας: Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα... Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου: -Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι!
Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς. -Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα την κεφαλήν της επανελάμβανε: -Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη! Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνε 'ς τη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: -Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε! Όταν δε ενύκτωσε, διά να μη βλέπουν οι άνθρωποι, μήτηρ και θυγάτηρ, βαστάζουσαι εντός κυλιμίου την πανάτυχον Δεσποινιώ, εκόμισαν αυτήν εις την οικίαν των εν τω χωρίω, ως να εκόμισαν νεκρόν, υπό τας συγκινούσας αναφωνήσεις της θειά-Ζωίτσας, ήτις εθρήνει, ως να εθρήνει νεκρόν.
Πρωίαν τινά θερινήν έν έτος μετά ταύτα είχον αναβή εις τον Προφήτην Ηλίαν να δροσισθώ υπό την σκιάν των δροσοκρατούντων πλατάνων και ασπασθώ την δεξιάν του Παπά-Ιερεμία, όστις εκεί είχε το απλούν και σεμνόν ερημητήριόν του, εκτισμένον εν μέσω των παχυσκίων δένδρων εγγύς δροσερού ύδατος, εκρέοντος από τινος μεγάλου βράχου, κεκαλυμμένου υπό πυκνού θάμνου, κισσού και αγρίων βάτων. Οικοδομή μεγάλη τετράγωνος, διώροφος, εν η ευρίσκοντο κατά σειράν τα κελλία, οικοδομή ασχεδίαστος του μακαρίτου Γέροντός του, ήτις ως στρατών έρημος υψούται εκεί ακόμη μελαψή και πένθιμος εις την δροσόπνοον εκείνην κορυφήν της νήσου.
Ήτο περί το τέλος η Ακολουθία. Διέκριναν ψαλλόμενα τα Νεκρώσιμα Ευλογητάρια. Ετελείτο μνημόσυνον. Ως ήμην κατασκονισμένος εκ της κοπιώδους πορείας, πριν νιφθώ εις την δροσεράν πηγήν, έστην εις το κατώφλιον του ναΐσκου, παρασυρθείς υπό της γλυκείας μελωδίας του ψαλλομένου άσματος: «Μετά των αγίων ανάπαυσον...». Από της θύρας, σκιαζομένης υπό τινος αγριελαίας, ηκροώμην του πενθίμου ύμνου, περιεργαζόμενος συνάμα τα εν τω μικρώ και απλώ εκείνω ευκτηρίω, το οποίον εν τω κάτω πατώματι προς την ανατολικήν πλευράν είχε προορίσει διά τα ασκητικάς προσευχάς του ο εν μακαρία τη λήξει Διονύσιος ο Λογιώτατος, ο Γέροντάς του, τελευταίος των Κολλυβάδων, αυστηρός και άκαμπτος, ανήκων εις μίαν των ισχυροτέρων οικογενειών της νήσου «ο Γέροντας» αποκαλούμενος.
Ούτε τέμπλεον είχεν ούτε πολυελαίους, αλλ' ούτε στασίδια. Ολίγας εικόνας εις τους μαυρισμένους του τοίχους και μίαν Αγίαν Τράπεζαν εφ' ης έκειτο ευλαβώς φυλασσόμενον το πυξίον του Αγίου Άρτου διά την θείαν Μετάληψιν. Λειτουργίας δεν ετέλουν. Μόνον την τακτικήν ακολουθίαν εδιάβαζον, και μετελάμβανον όσοι ήσαν προετοιμασμένοι. Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν.
Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος. Δεξιά έψαλλε νεαρά μοναχή -διά τούτο ην γλυκύς τόσον ο ύμνος- φέρουσα μέχρι των οφθαλμών το μαύρον κουκκούλιόν της με τον μικρόν κόκκινον σταυρόν επί του μετώπου, και αφίνουσα ελευθέρας μόνον τας λευκάς εκ της ασκήσεως παρειάς, παρειάς νηστεύοντος αγγέλου.
Εμπρός επί του στήθους της του παρθενικού, υπό τας πτυχάς του μαύρου ράσου, διεφαίνοντο τα Σχήματα της μοναχής, μέγας ερυθρός σταυρός με την Λόγχην και τον Σπόγγον ένθεν και ένθεν εν σχήματι τριγώνου, έχοντος προς τα κάτω την κορυφήν, όπου ήτο κεντημένον, ερυθρόν και αυτό, το γυμνόν κρανίον του Αδάμ. Η φωνή της ην ασθενής αλλά γλυκυτάτη, φωνή αγγελική. Κ' έμεινα εκστατικός εκεί εις την θύραν μέχρι τέλους, ρίπτων ενίοτε τους οφθαλμούς μου και επί των χρυσοκεντήτων ποδιών, αίτινες με βαρείας χρυσάς φούντας εκρέμαντο υπό τας ολίγας αγίας εικόνας, ποδιών ουχί επί τούτω εξ αρχής κεντηθεισών, ως μοι εφάνη. Το χρυσοΰφαντον εκείνο ύφασμα ίσως κατ' αρχάς θα ήτο προωρισμένον δι' άλλον σκοπόν, ίσως εχρησίμευσεν εις την προικώαν ενδυμασίαν νύμφης τινός, μετά τον θάνατον της οποίας, ακαίρως ίσως θανούσης, τα εχάρισεν εις την εκκλησίαν, χάρισμα πένθους ή και χηρείας.
Την προσοχήν μου εφείλκυσε και ζεύγος νεαρών συζύγων, εν κατανύξει ισταμένων εγγύς της ψαλλούσης μοναχής. Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.
Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων. Μακρόθεν ηκολούθουν κ' εγώ, θελχθείς συμπαθώς υπό των προσώπων της ασκητικής αυτής συνοδείας.
Μετά τινα βήματα έστησαν επάνω τάφου, φέροντος εμπεπηγμένον ξύλινον μαύρον σταυρόν. Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας». Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.
Ο νεοσκαφής τάφος με τον μαύρον ξύλινον σταυρόν, προς το ρίζωμα του οποίου είχον φυτρώσει, τις οίδε πώς, μεγάλη τις κουκκέα με δροσερά υπόφαια ως στακτωμένα φύλλα και ολίγα μαυροπράσινα μάραθα με τα κίτρινα άνθη των τα φουντωτά, ην ο τάφος της θειά-Ζωίτσας, ήτις απέθανε τρεις μήνας μετά το πάθημα της θυγατρός της, πονούσα βαθέως διότι έβλεπε χωλήν την ωραίαν θυγατέρα της. Αι τελευταίαι της λέξεις, όταν απέθνησκεν, ήσαν: -Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! Ταύτα επρόφερεν η πτωχή με τα ξηρά του θανάτου χείλη ενώπιον του αγγέλου της, και έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς της.
Η δε λευκή και χωλή μοναχή, ην η προσφιλής της θειά-Ζωίτσας θυγάτηρ, η ωραία και καλόκαρδος Δεσποινιώ, ήτις μετά νοσηλείαν επίπονον δύο μηνών, απομείνασα χωλή τον θραυσθέντα πόδα, εκάρη μοναχή παρά τω γέροντι Ιερεμία κ' έμεινε παρ' αυτώ. Το νεαρόν πάλιν ζεύγος των συζύγων, ην η μικροτέρα θυγάτηρ της θειά-Ζωίτσας, η καλή Σοφούλα, ην υπάνδρευσεν ο Παπά Ιερεμίας ως καλός πατήρ μετά τινος αγαθού ναύτου εργατικού και δραστηρίου, αρκεσθέντος εις την οικίαν, και μη θελήσαντος να εγγίση την εκκλησιαστικήν άμπελον.
Αι χρυσοκέντητοι τέλος ποδιαί, αι στολίζουσαι το κομψόν τέμπλον του προχείρου εκείνου ναΐσκου τόσον λαμπρώς, ήσαν τα προικιά της Δεσποινιώς τα εύμορφα, τα οποία με τόσην αγνήν προσπάθειαν εφιλοτέχνησεν η καλή παρθένος, ως να ήξευρεν ότι έμελλον ποτε να στολίσωσι τας εικόνας του Χριστού και της Παναγίας. Αφού τέλος εμοιράσθησαν τα κόλλυβα, τα οποία ήσαν πολύ εύμορφα στολισμένα με σταφίδας, κουφέτα, βαράκια ολόχρυσα και φύλλα ευώδη, ο παπα-Ιερεμίας είπε τον επίλογον με την ξηράν πάντοτε και στεγνήν φωνήν του:
-Τα αναθήματα, τιμαλφή ταξίματα και τα βακούφικα, ήτοι κτήματα αφιερωθέντα άπαξ εις τον Θεόν, επ' ουδενί λόγω αναλαμβάνονται πλέον οπίσω. Όστις τα αφαιρέση, έστω και δι' αγοράς, είνε ιερόσυλος και υπόκειται εις την κατάραν του Θεού.
Τ Ε Λ Ο Σ
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 36-41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου