ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)
Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.
Δ.Σ.
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 278-281.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
ΜΕ ΣΤΕΙΛΑΝΕ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ του Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί βρέθηκα τον Αύγουστο του 1922, όταν άρχισε η μεγάλη κεμαλική επίθεση. Μέρα και νύχτα σκάβαμε χαρακώματα, με συσσίτιο γαλέτα και ρέγκα. Έσφιγγα δόντια και ψυχή κ' έλεγα: «Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με τη πολιτική. Το χρέος σου κάνεις». Κατά το Δεκαπενταύγουστο -δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή- μια τούρκικη φάλαγγα, πεντακόσιοι τόσοι καβαλάρηδες, μπούκαρε από μια χαράδρα και σπάζοντας τις γραμμές μας κάλπαζε δεξιά για να μας αποκόψει από τη σιδηροδρομική γραμμή. Το πυροβολικό μας άρχισε να βάλλει∙ ο εχθρός σταμάτησε την προέλασή του και γύρισε πίσω. Ξάφνου όμως, άγνωστο γιατί, σώπασαν τα πυροβόλα, μουγκάθηκε το παν. Έλεγες πως έπαψε να χτυπά η καρδιά του στρατού. Το τούρκικο ιππικό αναθάρρεψε κι αρχίνησε νέο γιουρούσι. Απομονωμένοι ψηλά στα χαρακώματα δεν καταλαβαίναμε τι γίνεται. Κάτι τραγικό πλανιότανε στον αέρα. Κοιταζόμασταν όλοι βουβοί, χλομοί σα μελλοθάνατοι. Οι απορίες και οι φόβοι μας φτάνανε ως τα χείλη και σταματούσαν εκεί. Το χαράκωμα είναι τάφος που καταπλακώνει, μα η σιωπή τέτοιες στιγμές είναι μαρτύριο. Άτιμη σιωπή! Δε θ' άρχιζε, λοιπόν, ξανά το κανονίδι; Δε θα σήμαιναν οι σάλπιγγες το «Προχωρείτε!». Χίλιες φορές καλύτερα η ξεθεωτική πορεία, ο πυρετός της μάχης, που χτες μόλις τα καταριόμαστε. Κι ο θάνατος, ως κι αυτός θα 'τανε πιο πεθυμητός παρά κείνη η αγωνία της αναμονής του... Τι γινότανε, λοιπόν; Μήπως κυκλωθήκαμε και περιμέναμε τους τσέτες να 'ρθουνε να μας πεταλώσουνε; Κι αν σωθήκανε τα πυρομαχικά, γιατί μας άφηναν εκεί να μουχλιάζουμε, γιατί; Η νύχτα έπεσε βαριά σαν ταφόπετρα. Τώρα δεν μπορούσαμε ούτε να κοιταχτούμε συναμεταξύ μας. Κανένας δεν ένιωθε νύστα. Τα νεύρα τέντωναν, τέντωναν συνεχώς, κ' έλεγες όπου να ναι θα σπάσουνε. Όλα τα μάτια στριφογυρίζανε κι αναζητούσανε τα χνάρια του εχθρού. Σε μερικούς η σκέψη το 'χε κιόλας σκάσει∙ κάλπαζε μακριά κι ας έμενε εκειδά το σώμα καρφωμένο μαρτυρικά. Σου 'ρχόντανε και κάτι ιδέες! Έβλεπες τη μάνα σου να σε μοιρολογάει κρατώντας τη φωτογραφία σου στα χέρια της. Θυμόσουνα πόσον καιρό είχες να πας σε γυναίκα... Ο ταχυδρόμος χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού σου κι άφηνε ένα στρατιωτικό έγγραφο μ' επίσημα βουλοκέρια και σφραγίδες που έγραφε: «Έπεσε ηρωικώς υπέρ Πατρίδος...». Ποιοι θα κλάψουνε; Ποιοι θα χαρούνε; Πώς θα μοιραστούν οι κληρονόμοι το μερτικό σου; Δε θα περάσει λοιπόν ποτέ τούτη η αλλόκοτη νύχτα; Δε θα 'χει ένα ξημέρωμα; Δε βρίσκεται ένας χωρατατζής να πει μια κουβέντα, σαν όλες τις φορές, για ψείρες, για πείνες! Πού βρίσκεται κείνος ο Δροσάκης; Αυτός κάτι θα 'ξερε, κάτι θα μάντευε, κάποια κουβέντα θα πετούσε να ξορκίσει την αγωνία. Από τότε που γύρισε απ' το νοσοκομείο, συνέχεια τον στέλνουνε σε ανιχνεύσεις και επικίνδυνες μακρυνές αποστολές. Να τον εξοντώσουνε θέλουνε, στα σίγουρα. Ένας ψίθυρος κατρακύλησε στο χαράκωμα∙ έμοιαζε περσότερο με σφύριγμα φιδιού, παρά με διαταγή. Ακούμπησε στο κορμί μας και το πάγωσε αντίς να το λυτρώσει. Υποχώρηση! Υποχώρηση! Υποχώρηση! Μαζέψαμε μέσα σε δευτερόλεπτα τα πράματά μας. Όλη νύχτα βαδίζαμε. Κρατούσαμε όλους τους στρατιωτικούς κανόνες, με οπισθοφυλακές, πλαγιοφυλακές, συνδέσμους. Το πρωί, στον πρώτο σταθμό που φτάσαμε, μας περίμενε φοβερό θέαμα. Οι άντρες του φυλακίου ήτανε πετσοκομένοι, σε τραγικές στάσεις. Παρακεί ολόκληρο ένα οροπέδιο ήτανε κατασπαρμένο από οχήματα, κανόνια, σακκίδια, πηλίκια, ακρωτηριασμένα κορμιά, σκόρπια χέρια, πόδια και κεφάλια, λες και δαιμόνοι είχανε κλωτσήσει με περιφρόνηση τη ζωή, να την εξαφανίσουνε από το πρόσωπο της γης.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 278-281.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου