Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Κατερίνας Μουρίκη: «Άρωμα Ιωνίας»,
Εκδόσεις «Σταμούλη», α' έκδοση Μάιος 2023, σελ. 71-77.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΟΥΡΙΚΗ
ΑΡΩΜΑ ΙΩΝΙΑΣ
Οκτώ ανθρώπινες ιστορίες ποτισμένες με τις αλήθειες της ζωής. Άνθρωποι που αναγκάστηκαν να αφήσουν σπίτια και όνειρα και να αγωνιστούν για να οικοδομήσουν πάνω στις στάχτες μια νέα ζωή. Ωστόσο, μέσα από γεγονότα που εκτυλίσσονται στον απόηχο πολέμων, κατατρεγμών και ανέχειας, αναδεικνύεται η αξία του ψυχικού σθένους και του αγώνα για την επικράτηση του καλού και αγαθού. Άνθρωποι και γεγονότα, που μοιάζουν γεννήματα φαντασίας, μας συγκινούν και μας ξαφνιάζουν σαν απρόσμενες λύσεις κάποιου ζωντανού γρίφου. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, η ζωή είναι ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας.
Κ.Μ.
Εκ του οπισθόφυλλου του βιβλίου
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ
(βασισμένο σε αληθινή ιστορία)
Κάθε βράδυ, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, έπαιρνε τους δρόμους. Αλώνιζε τις ρούγες και μάζευε τα πετάματα του κοσμάκη και τα 'κανε πραμάτεια για την επιχείρησή του. Έψαχνε χωρίς σταματημό, μέχρι που το σακούλι γέμιζε κι η πλάτη του από το σκύψιμο σχημάτιζε ορθή γωνία με το υπόλοιπο κορμί. Μόλις όμως έφτανε στην αυλή του κυρ-Παναγιώτη σταμάταγε. Ο γάιδαρος, δεμένος στη μουριά δίπλα στον φράκτη, τον μυριζότανε. Φαίνεται πως οι μυρωδιές και των δύο είχανε κάτι κοινό. Μα όχι μονάχα οι μυρωδιές. Ήτανε κι εκείνη η ματιά... Ήρεμη και λίγο δακρυσμένη, με μια ξερή τσίμπλα στην εσωτερική γωνιά του ματιού. Έτσι ήταν τα μάτια του Πρόδρομου πάντα. Ίδια κι απαράλλαχτα με του Κουζουλαντρέα, που μονάχα κουζουλός δεν ήταν, κι ας τον φώναζαν έτσι τ' αλάνια για χάζι. Ο Πρόδρομος το 'νιωθε με το γαϊδουρινό του ένστικτο. Το 'νιωθε ακόμα πιο καθαρά, όταν ο γέρος πλησίαζε τον φράκτη και τέντωνε το χέρι του ίσα που άγγιζε το κούτελό του. Τότε, τον χάιδευε με τις ψίχες των δαχτύλων του και του 'λεγε: «Έλα, μπρε παλληκάρι μου, τη φάγαμε και τούτη τη μέρα...» Κι είχε μια γλύκα εκείνο το χάδι, που ο Πρόδρομος λιγωνότανε από ευχαρίστηση, λες κι από τις σκληρές εκείνες ψίχες ανάβλυζε βάλσαμο ψυχής. Κι οι νύχτες έφευγαν από την καρδιά του. Κι οι μέρες κυλούσαν πάνω από το Γουδί και το ροδάνι του χρόνου όλο γύριζε, ώσπου ο Παναγής παντρεύτηκε. Καιρός να νοικοκυρευτεί. Η νοικοκυρά ήταν κατηγορηματική: -Πού ξανακούστηκε γάιδαρος στον κήπο ενός σπιτιού στην Αθήνα! Αυτός θα γκαρίζει και θα ακούγεται μέχρι την Ομόνοια. Αμ η καβαλίνα; Όσο και να καθαρίζει το σπίτι, αντί πάστρα, θα μυρίζουν του γαϊδάρου τα σκ... μετά συγχωρήσεως! Δεν είναι πράγματα λογικά αυτά! Είχε δίκιο η νοικοκυρά. Γι' αυτό κι ο Παναγιώτης αποφάσισε να φερθεί λογικά και πολιτισμένα κι αγόρασε ένα τρίκυκλο. Έριξε και σύρμα ότι πουλάει τον γάιδαρο, μα κανένας δεν έδωσε σημασία. «Γέρικο πράγμα και παλιάς τεχνολογίας», είπαν μερικοί ξύπνιοι στη λαχαναγορά και του γύρισαν τις πλάτες. Γύρισε κι εκείνος στο σπίτι του με γερμένες τις δικές του πλάτες από την απελπισία. Όπως και να 'ναι, τον αγαπούσε τον «συνεταίρο» του, πως να το κάνουμε; Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το «Καρέλια σκέτο», πέταξε τη γόπα στο πλακόστρωτο της αυλής και την έσβησε νευρικά με το παπούτσι. Έλυσε το σκοινί από τη μουριά κι ο Πρόδρομος πήρε τον δρόμο που έβγαζε στο ρέμα της Καλλιρρόης. Πρώτη φορά έβγαινε βόλτα με το αφεντικό του χωρίς το κάρο, ανάλαφρος. Κι όμως, εκείνος ένιωθε ένα βάρος μέσα του να του πλακώνει την καρδιά. Σαν το βάρος κάθε αδικοδιωγμένου, που χάνει ό,τι έχει και δεν έχει μέσα σε μια στιγμή. Γι' αυτό ξανάρχισε τον αμανέ και τους αναστεναγμούς. Μόνο που τούτη τη φορά αναστέναζε κι ο κυρ-Παναγής. Η νύχτα έπεσε βαριά. Φεγγάρι δεν φαινότανε, μιας κι ένα πυκνό σμάρι από σύννεφα βαριά, μολυβένια, φορτωμένα με νερό και σκόνη, σεργιάνιζαν σαν φαντάσματα στις πένθιμες στράτες τ' ουρανού. Ένα άλλο φάντασμα ξαμολημένο στους δρόμους βαδίζει σκυφτό, σαν ορθή γωνία, μ' ένα σακούλι στην πλάτη. Πλησιάζει το σπίτι του κυρ-Παναγή και σταματά μπροστά στον φράχτη, στο ύψος της μουριάς. Μοιάζει να ψάχνει κάτι... έναν χαμένο θησαυρό ή κάποιο φίλο που έφυγε αναπάντεχα κι άφησε βαρύ κενό πίσω του. [...] Ο Πρόδρομος, μόνος, δεμένος σ' ένα δέντρο δίπλα στη ρεματιά, μασουλούσε ανόρεχτα το χορτάρι που φύτρωνε ολόγυρα. Άγνωστος κι αφιλόξενος ο τόπος για κείνον. Πού είναι η μουριά του; Το κάρο, που το έσερνε τόσα χρόνια κι είχε γίνει συνέχεια του κορμιού του; Μπορεί να τον βασάνιζε όλο εκείνο το βάρος, μα το 'χε συνηθίσει. Σχεδόν του άρεσε. Όλα είναι μια συνήθεια, σκεφτόταν με το γαιδουρινό μυαλό του κι όλο κοιτούσε ολόγυρα, πασχίζοντας μέσα στη μοναξιά να διακρίνει κάτι γνώριμο. Μήτε σκουπιδοντενεκέδες μήτε λεφούσια από σκυλιά και γάτες, μονάχα ερημιά κι εκείνο το εκνευριστικό γλιτς-γλιτς-γλιτς των βρόμικων νερών που κυλούσαν αδιαφορώντας για το δικό του μαρτύριο. Ας έβλεπε κάτι γνώριμο μπροστά του. Κάτι τι, ένα ψίχουλο ελπίδας και για κείνον, που έχει γίνει σωστό ράκος. Μια ψίχ..., δεν είναι δυνατόν! Μια καμπουριαστή σκιά στέκει μπροστά του και πέντε σκληρόπετσες ψίχες δαχτύλων χαϊδεύουν τα μάγουλα, τον λαιμό, τα καπούλια. Κι ύστερα, μια κουρασμένη αλλά ζεστή φωνή φτάνει στ' αφτιά του: -Έλα, μπρε παλληκάρι μου, τη φάγαμε και τούτη τη μέρα...
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Κατερίνας Μουρίκη: «Άρωμα Ιωνίας»,
Εκδόσεις «Σταμούλη», α' έκδοση Μάιος 2023, σελ. 71-77.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου