Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 1ο ΜΕΡΟΣ

 



Μια «ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΤΡΊΤΗ», δύο ημέρες πριν ξεψυχήσει η άνοιξη, την 29η Μαΐου 1453, ξεψύχησε και έπαψε οριστικά να χτυπά η καρδιά του Βυζαντίου: η Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου του έτους 1453, την αποφράδα ημέρα Τρίτη, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί Εικονομαχίας), η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Βασιλεύουσα, πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Μογγόλους αφού έκαναν περισσότερο από 200 χρόνια για να φτάσουν έως εκεί… από τα βάθη της Ασίας, τις Μογγολικές στέπες.


Tα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της, που πάνω τους συνετρίβησαν στρατιές βαρβάρων, βαριά τραυματισμένα από τα κανόνια του σουλτάνου Μωάμεθ B’, δεν άντεξαν την τελική επίθεση του μικτού Μογγολικού στρατού. Οι κουρασμένοι και λιγοστοί υπερασπιστές της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις στρατιές των «απίστων», των άτακτων Βασιβουζούκων, των Σπαχήδων ιππέων πολεμιστών και του στρατού των γενιτσάρων, κι’ άλλων Μογγόλων. H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν για τον Χάν Mωάμεθ B’ όνειρο και στόχος ζωής. Ήθελε, συνεχίζοντας την πορεία των μεγάλων Στρατηλατών της αρχαιότητας, να περάσει ο ίδιος στην ιστορία, ως πορθητής της Βασιλεύουσας. Οι ικανότητες, η στρατηγική και οι γνώσεις του επικεντρώθηκαν, από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία, στην επίτευξη αυτού του σκοπού.


H Bασιλίς των Πόλεων, που αντιμετώπισε περισσότερες από 20 πολιορκίες σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού παρελθόντος της και είχε κατακτηθεί μόνο από τις στρατιές των Σταυροφόρων, τα τελευταία πριν από την Άλωση χρόνια, είχε καταντήσει φάντασμα του ίδιου του εαυτού της. Από την άλλοτε πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε απομείνει παρά μόνο η Κωνσταντινούπολη, ένα Χριστιανικό φρούριο μέσα σε έναν κλοιό από Μουσουλμανικές κατακτήσεις.


Το γενεσιουργό αίτιο της Άλωσης του 1453 έχει χρονικό βάθος και εντοπίζεται στην πρώτη Άλωση (1204), όταν στην απόρθητη μέχρι τότε Πόλη «μπουκάρισαν» οι φάλαγγες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Και μπορεί μεν η πρώτη (1204) να στάθηκε αντιστρέψιμη αφού η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε (1261), αλλά το παλαιό σθένος δεν ανακτήθηκε ποτέ. Επέστρεψαν δηλαδή οι Βυζαντινοί αλλά το Κράτος εξαρθρωμένο, σ’ όλη τη διάρκεια της Παλαιολόγιας περιόδου, βρισκόταν σε μαρασμό. Ας το πούμε πιο ωμά: ψυχορραγούσε και αδύναμο ν‘ αντιμετωπίσει την Οθωμανική σφοδρότητα, έσβησε.


H δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως “Μεσαίωνας”. Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν “Βυζάντιο”, ήταν στην πραγματικότητα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης Αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.


Στη Δύση το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ήταν γνωστό ήδη από τον 6ο αιώνα ως “η αυτοκρατορία των Ελλήνων” και ο ηγέτης της ως “ο Έλληνας Αυτοκράτορας”. Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της “Βυζαντινής” Αυτοκρατορίας, η “Νέα Ρώμη”, η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης.


Tα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν ως περήφανα μνημεία του οράματος του “άπαρτου κάστρου” των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Oι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Έλληνες, ήταν περήφανοι για αυτή. Aκόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του “Ρωμιού”.


Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Mία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το “κενό εξουσίας” που είχε αφήσει το Βυζάντιο αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. H αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά δεν ήταν πλέον το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.



Η Δόξα τη Βασιλεύουσας


Η Βασιλεύουσα της Ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, η “Νέα Ρώμη”, το “κόσμημα του Βοσπόρου” είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Tο αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, (ο Κωνσταντίνος ο Μέγας), ήταν Βυζάντιο. Πόλη Ελληνική.


Είχε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετική στρατηγική σημασία, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να αγγίξει την αίγλη των Ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας). Tο Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.X. H ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης.


Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο Αυτοκράτορας της Ρώμης, Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη. H τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή, πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας Αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βόρειων και ανατολικών εχθρών της. H Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:Hταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας. Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο).


Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης Αυτοκρατορίας. Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της Αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων. Τέλος, βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό). Γι’ αυτούς αλλά και για άλλους λόγους, ο Κωνσταντίνος, επιδεικνύοντας εξαιρετική στρατηγική σκέψη και πολιτική οξύνοια, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα. Επέλεξε μια τοποθεσία που δέσποζε στην ανατολική περιφέρεια της αυτοκρατορίας, βρισκόταν επακριβώς στο σύνορο Ευρώπης και Ασίας, μπορούσε εύκολα να οχυρωθεί με μόνο ένα τείχος (αρκεί οι υπερασπιστές να διέθεταν ισχυρό στόλο) και καθότι ο προϋπάρχων οικισμός ήταν μικρός, μπορούσε να διαμορφωθεί κατά το δοκούν από έναν φιλόδοξο Αυτοκράτορα που επιθυμούσε να αφήσει τα χνάρια του στην ιστορία, όπως ο Κωνσταντίνος.


H νέα πόλη ήταν αντάξια του ονόματος, της φήμης και της πολυτέλειας της παλιάς πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Απέκτησε μια σειρά από λαμπρά και εξαιρετικά πολυτελή διοικητικά κτήρια, παλάτια, δημόσια και λατρευτικά κτίσματα και άλλες απαραίτητες προσθήκες για μία αυτοκρατορική έδρα, καθώς ο Κωνσταντίνος επεδίωκε να δημιουργήσει μια πόλη-πρότυπο για τον κόσμο της εποχής. Άφησε πίσω του τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία και διοικητική δομή της “Aιώνιας Πόλης” (που, βεβαίως, δεν άργησαν να “μεγαλώσουν” και στη νέα πρωτεύουσα) και δημιούργησε ένα νέο σύστημα διοίκησης, με έμφαση – φυσικά – στο ρόλο του Αυτοκράτορα.


Για να καταστεί η πόλη αντάξια του ρόλου της, έπρεπε να διακοσμηθεί κατάλληλα. Πάμπολλα έργα τέχνης και μνημεία Ελληνικής και Ρωμαϊκής προέλευσης μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στις όχθες του Βοσπόρου και χρησιμοποιήθηκαν για να διακοσμήσουν τη νέα πρωτεύουσα, ενώ εκατοντάδες τεχνίτες και καλλιτέχνες ανέλαβαν να φτιάξουν ακόμη πιο περίτεχνα έργα τέχνης ειδικά για τη “νέα Ρώμη”. Πλατιοί δρόμοι δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν την κίνηση σε μια πόλη που έμελλε να γιγαντωθεί τα επόμενα χρόνια. Πλατείες, όπως η κεντρική πλατεία της νέας πρωτεύουσας, που ο Κωνσταντίνος ονόμασε “Αυγούστειον”, κοσμήθηκαν με έργα άφθαστης καλλιτεχνικής αξίας.


Σε μία έκρηξη Αυτοκρατορικής ματαιοδοξίας, ο Κωνσταντίνος έστησε καταμεσής του νέου φόρουμ (αγοράς) μία πανύψηλη κολόνα, με άγαλμα του ίδιου στην κορυφή, το οποίο έφερε φωτοστέφανο. Tο άγαλμα κοίταζε προς την Ανατολή – αυτός θα ήταν εφεξής ο προσανατολισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού η Δύση έμελλε σύντομα να βυθιστεί σε μακρά περίοδο βαρβαρότητας. Για την προστασία της η πόλη απέκτησε ένα ισχυρό τείχος, το οποίο έμελλε να εξελιχθεί από τους επόμενους Αυτοκράτορες στο εντυπωσιακότερο που είχε δει ποτέ ο κόσμος.


O Αυτοκράτορας έσπευσε να προσελκύσει νέους κατοίκους στο πάλαι πότε Βυζάντιο. Tο κύριο εργαλείο για την προσέλκυση υψηλού επιπέδου αποίκων ήταν η υπόσχεση για δωρεά Αυτοκρατορικών γαιών, κυρίως στη Μικρά Aσία. Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας υιοθέτησε και στη “Νέα Ρώμη” το θεσμό του δωρεάν συσσιτίου για τους “πληβείους” – μάλιστα, λίγο καιρό μετά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, μοιράζονταν περί τις 80.000 μερίδες φαγητού καθημερινά, κάτι που υπονοεί έναν πληθυσμό άνω των 150.000 ήδη από τις απαρχές της πόλης.


Και άλλοι Αυτοκράτορες μετά τον Κωνσταντίνο φρόντισαν να κοσμήσουν την πόλη με νέα κτίρια και ακόμη περισσότερα έργα τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το έργο του Θεοδόσιου, κατ’ εντολή του οποίου δημιουργήθηκε το εξαίρετο τείχος που έφερε το όνομά του, καθώς και το Πανεπιστήμιο. Στην ιστορία έμεινε επίσης το έργο του Ιουστινιανού, ο οποίος μεταξύ των πολλών έργων του, ανέθεσε στους αρχιτέκτονες, Ανθέμιο και Ισίδωρο, να αναγείρουν μία νέα Εκκλησία προς τιμήν της Αγίας του Θεού Σοφίας, σε αντικατάσταση εκείνης που είχαν κάψει οι στασιαστές του Νίκα.


Οι Πολιορκίες της Πόλης


Αμέτρητες φορές η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας πολιορκήθηκε από τους εχθρούς της που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη, τη δόξα και τη δύναμή της. Στην υπερχιλιετή ιστορία της ως πρωτεύουσας του Βυζαντίου, μόνο δύο φορές υπέκυψε σε πολιορκία. H πρώτη, η πολιορκία των “σταυροφόρων” της διαβόητης τέταρτης σταυροφορίας, ήταν μία μάλλον ιδιάζουσα περίπτωση, ενώ η δεύτερη, η κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, σήμανε και το τέλος της Κωνσταντινούπολης ως Ελληνικής πόλης, αφού στο εξής θα ήταν για πέντε αιώνες η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις πάμπολλες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης, που περιλαμβάνουν λαούς όπως οι Γότθοι, οι Αβαροι, οι Αραβες, οι Βούλγαροι, οι Πατζινάκοι, οι Χαζάροι και οι Pως / Ρώσοι – και φυσικά οι Τούρκοι δύο φορές πριν από το 1453 – ορισμένες αξίζουν ειδικής μνείας:



H ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΒΑΡΟΥΣ (626 μ.X.)


Oι Άβαροι, φύλο νομαδικό από τις στέπες της Κεντροδυτικής Ασίας, είχαν καταλάβει στην εποχή της μέγιστης ακμής τους ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Στο Βυζάντιο ήταν η περίοδος της βασιλείας του Ηρακλείου. Όταν ο τελευταίος, ένας από τους ικανότερους περί τα στρατιωτικά Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εκείνος που πρώτος αντικατέστησε τους Ρωμαϊκούς τίτλους με το Ελληνικό “Βασιλεύς”, εκστράτευσε κατά των Περσών, οι οποίοι έμοιαζαν να είναι η κυριότερη απειλή κατά του Βυζαντίου και είχαν σαρώσει μεγάλο μέρος της M. Ανατολής.


Οι σύμμαχοι των Περσών, Άβαροι, με τη συνεπικουρία των υποτελών τους Σλάβων, επιτέθηκαν κατά της Βασιλεύουσας με ένα τεράστιο στράτευμα. Oι υπερασπιστές της Πόλης ήλθαν σε δύσκολη θέση γιατί η φρουρά ήταν ολιγάριθμη και οι πολιορκητές είχαν τη συνεπικουρία ενός Βυζαντινού μηχανικού ο οποίος κατασκεύασε γι’ αυτούς μία σειρά από πολιορκητικές μηχανές (καταπέλτες, πετροβόλους, πολιορκητικούς πύργους, κριούς και χελώνες).


Tα περίφημα τείχη της πόλης άντεξαν και οι υπερασπιστές κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Αβάρων, ενώ ο περίφημος Βυζαντινός στόλος κατατρόπωσε τα πολυπληθή πλοιάρια (μονόξυλα) των Σλάβων. Μετά από τις αλλεπάλληλες ήττες και καθώς πλησίαζε Βυζαντινή δύναμη υπό τον αδελφό του αυτοκράτορα, ο Άβαρος Χαγάνος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει άπρακτος. Στη μνήμη της σωτηρίας της Πόλης και για να δοξάσει τη Θεοτόκο, η οποία για τους Βυζαντινούς ήταν η Σωτήρας της Πόλης, δημιουργήθηκε μετά τη λύση της πολιορκίας ένα από τα κορυφαία έργα της Βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ακάθιστος Ύμνος.


ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ (717-718 μ.Χ.)


H πρώτη πολιορκία των Αράβων το 674 μ.Χ. αποκρούστηκε μετά από μία σειρά νικηφόρων για τους Βυζαντινούς μαχών και ναυμαχιών, ωστόσο η Αραβική απειλή δεν εξουδετερώθηκε. Αντίθετα, χρειάστηκε δεύτερη πολιορκία για να λυθεί το Αραβικό ζήτημα. Oι Άραβες (Σαρακηνοί για τους Βυζαντινούς) στην περίοδο αυτή είχαν φθάσει το απόγειο της δύναμής τους. H πολιορκία ξεκίνησε το 717, όταν Αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος, ο οποίος μετά από μία μακρά περίοδο ενδοβυζαντινών ταραχών, που συνοδεύτηκαν από τις όλο και πιο θρασείς επιδρομές των Αράβων σε Βυζαντινά εδάφη, κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θεοδόσιο τον Γ’ και να καταλάβει το θρόνο.


Tον Αύγουστο οι Άραβες προήλασαν προς την Πόλη, την οποία πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα. O Λέων είχε μεταφέρει στρατό εκτός της πρωτεύουσας και κατόρθωσε να επιβληθεί των Αράβων σε μία σειρά μαχών στο έδαφος της Μικράς Ασίας, απειλώντας τελικά τα μετόπισθεν των πολιορκητών αφού είχε ήδη διαλύσει τις γραμμές των συγκοινωνιών τους. Την ίδια ώρα, ο πολυάριθμος στόλος των Αράβων είχε υποστεί πραγματική πανωλεθρία από τα Βυζαντινά πλοία που χρησιμοποιούσαν μια πρόσφατη εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Καλλίνικου από τη Συρία, το περίφημο Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών πηγών (“Ελληνικό Πυρ” το αποδίδουν οι Δυτικοί και “Ρωμαϊκό Πυρ” οι Άραβες και οι Τούρκοι).



Έναν χρόνο περίπου άντεξαν οι Άραβες, που αποχώρησαν τελικά το 718, έχοντας υποστεί συντριπτικές απώλειες από τη συνδυασμένη δράση του Βυζαντινού στόλου και στρατού. Mε τη λύση αυτής της πολιορκίας η Αραβική απειλή για το Βυζάντιο εξανεμίστηκε. Θα περνούσαν περισσότεροι από τρεις αιώνες μέχρι ένας άλλος Μουσουλμάνος εισβολέας, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τη δύναμη του Βυζαντίου.



Η ΠΟΛΗ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟΥΣ… ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ (1204)


H τρίτη πολιορκία που θα εξετάσουμε ήταν ίσως η πιο καθοριστική στη Βυζαντινή ιστορία, διότι από την πτώση της στους Φράγκους το 1204, η Βασιλεύουσα – και κατ’ επέκταση η Αυτοκρατορία – ουδέποτε συνήλθε. H διαβόητη τέταρτη σταυροφορία είχε ως στόχο την Αίγυπτο, ωστόσο η ανερχόμενη εμπορική δύναμη των Βενετών, ουσιαστικά “προσέλαβε” το τεράστιο σταυροφορικό στράτευμα για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, με την πρόφαση ότι θα τους μετέφεραν (έναντι αδράς αμοιβής, φυσικά) στην Αίγυπτο.


H Βενετική εμπορική επέκταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο συναντούσε σθεναρή Βυζαντινή αντίσταση και η στρατιωτική δύναμη της Γαληνοτάτης δεν ήταν επαρκής για να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο. Στη Βενετική δολοπλοκία κεντρικό ρόλο έπαιξε ο γιος του προηγούμενου Αυτοκράτορα Ισσάκιου Β’ Άγγελου, Αλέξιος Άγγελος, που είχε χάσει τα δικαιώματα στο θρόνο. Αυτός υποσχέθηκε να πληρώσει τα ναύλα των σταυροφόρων προς τους Βενετούς, εφόσον τον ανέβαζαν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.


Αφού οι “στρατιώτες του σταυρού” κατέλαβαν τη Zάρα (έτερη ανταγωνίστρια της εμπορικής Αυτοκρατορίας των Βενετών) στράφηκαν ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέλαβαν το 1204, μετά τη φυγή του Αυτοκράτορα. O ανίκανος και αδαής Αλέξιος Άγγελος δεν είχε τρόπο να εξοφλήσει τα χρωστούμενα και οι σταυροφόροι στράφηκαν σύντομα εναντίον του, καταλαμβάνοντας την πόλη για λογαριασμό τους και διαλύοντας έτσι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. H καταστροφή της πόλης από τους – ομόθρησκους! – της Δύσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο!


Δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάσθηκαν, το σύνολο σχεδόν των θησαυρών της μεταφέρθηκε στις πρωτεύουσες της Δύσης (τα λιοντάρια που κοσμούν το παλάτι της Βενετίας προέρχονται από το πλιάτσικο του 1204) και ο κοινωνικός ιστός της πόλης διαλύθηκε. Πολλά κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες και η αφρόκρεμα της διανόησης της Πόλης – όσοι τουλάχιστον επέζησαν – την εγκατέλειψαν για να γλιτώσουν από τη μανία των σταυροφόρων.


Εφεξής η Κωνσταντινούπολη θα ήταν απλώς μια σκιά του παλιού εαυτού της και η διακυβέρνηση των ανίκανων Λατίνων “αυτοκρατόρων” θα μείωνε τον πληθυσμό και τον πλούτο της ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια. Θα χρειαζόταν σχεδόν εξήντα χρόνια έως ότου η Ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας, μία από τις τέσσερις Ελληνικές ηγεμονίες που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, κατορθώσει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ξεκινώντας έτσι την τελευταία περίοδο της χιλιόχρονης ιστορίας του Βυζαντίου.


Από το 1204 ως την Άλωση


Από το 1204, την τρομερή ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τα στίφη των Σταυροφόρων, έως την 29 Μαΐου του 1453, και την Άλωση της πόλης από τους Τούρκους, αυτό που ονομάζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχε ουσιαστικά. Η παρακμή που ήρθε με την άλωση της ως τότε θεωρούμενης ως άπαρτης Πόλης, και την, απίστευτη για τους κατοίκους της, λεηλασία της από χριστιανούς, ήταν μοναδική στα ιστορικά χρονικά.


Η οργάνωση και ο γραφειοκρατικός ιστός της Αυτοκρατορίας διαλύονται. Η Τραπεζούντα, από τόπος εξορίας του Αυτοκράτορα ως την επιστροφή του (1260) με την εκδίωξη των σταυροφόρων, γίνεται κράτος ανεξάρτητο και αποκολλάται από τη Βασιλίδα των Πόλεων. Η Χριστιανική Ανατολή δεν είναι ενωμένη πια. Είναι μια σειρά αδύναμων, φτωχών κρατών, αβέβαιων για το μέλλον τους. Η πάλαι ποτέ πάμπλουτη Βασιλεύουσα μετατράπηκε σε ένα φτωχό άμοιρο βασίλειο.


Ακόμη και η Αγία Σοφία (το καύχημα της πόλης) ακόμη και το παλάτι των Βλαχερνών, ήταν φαντάσματα του εαυτού τους. Σύμφωνα με τον Βιλεαρδουίνο, ο χρυσός που κλάπηκε από την πόλη έφτανε σε αξία τις 800.000 μάρκα της εποχής, πέρα από τα πολύτιμα αντικείμενα, τα ιερά λείψανα, που στέρησαν τον πλούτο και μέρος της ομορφιάς της από την πόλη. Ίσως αυτό να ήταν το λιγότερο. Οι συνέπειες της πρώτης Άλωσης ήταν τεράστιες κοινωνικά, οικονομικά και (από την εποχή της έναρξης του διαλόγου για την Ένωση των Εκκλησιών) ηθικά και πνευματικά.


Οι αυθέντες της Πόλης ήταν πια πάμπτωχοι, αν και παρέμεναν οι πιο καλλιεργημένοι από όλους τους βασιλείς της εποχής, με αυλή διανοουμένων ζηλευτή. Το διεθνές εμπόριο είχε περάσει στα χέρια των Ενετών, των Γενουατών, των Ιταλικών ναυτικών πόλεων. Οι Αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να φροντίσουν τα ανατολικά σύνορα, διότι ο μεγάλος κίνδυνος είχε εμφανιστεί από τη Δύση. Τα άλλοτε πλούσια λιμάνια και αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας είχαν περάσει σε Φράγκικα (κάποια και σε Τούρκικα από τον 14ο αιώνα) χέρια.


Η δύναμη του νέου κατακτητή (των Τούρκων) επιβεβαιώνεται συνεχώς με νέες λαμπρές νίκες και τα Ελληνικά βασίλεια είναι αδύναμα να αντιδράσουν, βρίσκονται στα χέρια ανίκανων ηγεμόνων και στενόμυαλων στρατιωτικών. Η κατάσταση την Παλαιολόγειο περίοδο δεν καλυτερεύει, μάλλον χειροτερεύει, κι οι εμφύλιοι οδηγούν πολύ γρηγορότερα σε μαρασμό, εξαντλούν τη χώρα οικονομικά και πολιτικά και (λόγω της συνήθειας των σφετεριστών να ζητούν ξένη βοήθεια) φέρνουν γρηγορότερα τα ξένα ισχυρά βασίλεια ante portas. Από το 1340 οι Τούρκοι έρχονται πια προσκεκλημένοι στην Ευρώπη.


Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η πανώλη που έπληξε το 1347 την πόλη, σκοτώνοντας πάνω από το μισό πληθυσμό της. «Η πολιτική ιστορία του Βυζαντίου στην εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων αποτελεί διήγηση αφροσύνης και δυστυχίας, ώστε στο τέλος η χαριστική βολή του 1453 να έρχεται σχεδόν ως απολύτρωση» σημειώνει ο Σ. Ράνσιμαν. Βασιλείς σαν τον Ανδρόνικο Β΄ ήταν στολίσματα της διανόησης, άνθρωποι με απέραντη μόρφωση και χάρη, αλλά δεν είχαν κανένα διοικητικό ή πολιτικό προσόν, αυτό που η πόλη χρειαζόταν περισσότερο από όλα.


Κι όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα διάβρωσης, καταστροφών, απωλειών, παρακμής, στους δύο τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας, κατά τους οποίους δεν υπήρχε ουσιαστικά αυτοκρατορία, αλλά μερικά Ελληνικά βασίλεια, με πρώτο αυτό της Κωνσταντινούπολης, η τέχνη, η φιλοσοφία, η Ελληνική συνείδηση άνθισαν, όπως τα πιο ακριβά άνθη στην κόπρο. Ίσως χάρη σε κυβερνήτες όπως ο Ανδρόνικος Β΄, ίσως πάλι λόγω των πολιτικών προσπαθειών για ένωση των Εκκλησιών, που οδήγησαν στην ανάγκη ανάπτυξης επιχειρημάτων από τις πλευρές που τάσσονταν υπέρ ή κατά.


Ή, τέλος, η μορφή που είχε πάρει η Αυτοκρατορία, μια ομάδα πόλεων-κρατών, αυτούς τους τελευταίους αιώνες, να έφερνε κοντύτερα στο λαό το αρχαιοελληνικό πρότυπο ακόμη και στη διοίκηση. Ίσως πάλι, όπως πιστεύει ο Ράνσιμαν, ήταν η απόλυτη ταύτιση πια της λέξης Ρωμιός με τη λέξη Έλληνας. «Οι δυτικοί είχαν νικήσει και ταπεινώσει το Βυζάντιο, υπήρχε όμως κάτι που δεν μπορούσαν να του αφαιρέσουν ούτε ακόμη να το συμμεριστούν. Και αυτό το κάτι ήταν η Ελληνική παράδοση… Οι δυτικοί περιφρονούσαν τους Γραικούς που έβλεπαν γύρω τους, αλλά δεν μπορούσαν να περιφρονούν την παιδεία των Ελλήνων. Συνεχίζεται... *Εκ του ιστολογίου «greekworldhistory.blogspot.com» της 5.1.2016. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου