Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 3ο ΜΕΡΟΣ

 



Συνέχεια από το προηγούμενο...


Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ – ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ


Το 1430, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντινού κόσμου. Την ίδια χρονιά από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ακόμη μία πρεσβεία στον Πάπα, για να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα πραγματοποιούσε την Ένωση των Εκκλησιών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια της Δύσης. Η πρεσβεία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ του Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Ιωσήφ Β’ στον Πάπα Μαρτίνο Ε’ απέτυχε.


Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1431, με τη σύγκληση της συνόδου της Βασιλείας, η δυτική Εκκλησία αντιμετώπιζε νέα κρίση. Οι Συνοδικοί αμφισβητούσαν την εξουσία και τις δικαιοδοσίες του Πάπα Ευγενίου Δ’, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Μάρτιο του 1431, αφού υποστήριζαν την ύπαρξη της εκκλησίας δίχως την αυθεντία του. Έτσι ευδοκίμησε μια νέα αίτηση των Βυζαντινών για τη σύγκληση συνόδου. Το 1434, οι Βυζαντινοί είχαν συνομιλίες και με τις δύο πλευρές μια Βυζαντινή πρεσβεία βρισκόταν στη Βασιλεία, ενώ η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια πρεσβεία του Πάπα.


Τόσο ο Πάπας όσο και οι Συνοδικοί πρότειναν τη σύγκληση ενωτικής συνόδου στη Δύση, με την υπόσχεση της καταβολής των εξόδων παραμονής και της βοήθειας για την άμυνα της Πόλης. Τον Σεπτέμβριο του 1437, με διαφορά μερικών ημερών, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο στολίσκοι, για να παραλάβουν τη Βυζαντινή αποστολή. Ο ένας είχε σταλεί από τον Πάπα Ευγένιο, ο άλλος είχε ναυλωθεί από τους Συνοδικούς της Βασιλείας. Το Νοέμβριο του 1437, η Βυζαντινή αποστολή, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη και τον Πατριάρχη Ιωσήφ, επιβιβάστηκε στα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον Πάπα. Η προτίμηση του Βυζαντινού μονάρχη Ιωάννη προς την Παπική πρόταση οφειλόταν στο ότι στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε πάντα η αντίληψη πως ο Πάπας ήταν ο ισχυρός πολιτικός παράγων και μπορούσε να επηρεάσει τους ηγέτες της Δύσης προκειμένου να βοηθήσουν για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.


Ως τόπος της συνόδου ορίστηκε η Φερράρα. Οι εργασίες της συνόδου δεν άρχισαν αμέσως τον Απρίλιο του 1438, ο Πάπας προσκάλεσε στη σύνοδο τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσης, δίνοντας διορία τριών μηνών. Η ημερομηνία που είχε οριστεί παρήλθε αλλά κανένας πολιτικός δεν είχε παρουσιαστεί και ο Αυτοκράτορας ανέβαλε συνεχώς την εναρκτήρια τελετή. Η σύνοδος άρχισε επίσημα τον Οκτώβριο. Η Γαλλία και η Γερμανία δεν έστειλαν εκπροσώπους, για να μην εμπλακούν στη διαμάχη των Συνοδικών και του Πάπα. Ο δούκας της Βουργουνδίας, ο Φίλιππος Β’ ο Καλός, ήταν ο μοναδικός ηγέτης που, το Νοέμβριο του 1438, έστειλε εκπροσώπους του στη σύνοδο. Αλλά και γι’ αυτόν, η βοήθεια προς το Βυζαντινό Αυτοκράτορα δεν αποτέλεσε ούτε καν φραστική μέριμνα.



ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ”ΕΝΩΣΗ”


Πλην του Μάρκου του Ευγενικού και του Βησσαρίωνα, στην Ελληνική αποστολή μετείχαν ο ενωτικός Ρώσος Μητροπολίτης Ισίδωρος και οι λαϊκοί φιλόσοφοι Γεώργιος Σχολάριος, Γεώργιος Αμοιρούτζης, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων). Η βίαιη και καθαρά πολιτική επιβολή της Ένωσης δεν βρήκε κανέναν από τους λαϊκούς (πλην του Πλήθωνα) αντίθετο. Ο Πλήθων δεν ήταν θρησκευόμενος, ο λόγος που ετάχθη κατά της Ένωσης ήταν διότι θεωρούσε τη Λατινική Εκκλησία πολύ πιο εχθρική από την Ορθόδοξη απέναντι στην Ελεύθερη Σκέψη. Όσοι ετάχθησαν υπέρ της Ένωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή, ακόμη κι ο Ισίδωρος, τον οποίο οι Ρώσοι καθαίρεσαν κι υποχρεώθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην Ιταλία. Ο Αυτοκράτορας δεν έβρισκε άνθρωπο να τοποθετήσει στον πατριαρχικό θρόνο, ο Γρηγόριος Μάμμας, ο οποίος τοποθετήθηκε, δεν αναγνωρίστηκε από κανέναν. Αν κι ο Μάρκος ο Ευγενικός καθαιρέθηκε, ο λαός τον θεωρούσε τον αληθινό του Πατριάρχη. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έφυγε για την Ιταλία όπου αναζήτησε περισσότερη ηρεμία.


Ο Σχολάριος ήταν η πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να αρνηθεί αυτά που ο ίδιος είχε υπογράψει, με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ήταν κατ΄ ουσίαν πολιτικοί λόγοι, αν κι είναι βέβαιο ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε ο σεβαστός του δάσκαλος, Μάρκος ο Ευγενικός. Θεώρησε ότι η Ένωση θα έβλαπτε τα συμφέροντα της «Αυτοκρατορίας», η μοναχική κουρά του, κατά την οποία έλαβε το όνομα Γεννάδιος, ήταν κύρια ένδειξη της μετάνοιάς του. Μετά τον θάνατο του Μάρκου του Ευγενικού χρίστηκε ηγέτης των ανθενωτικών. Ο Αυτοκράτορας, που δεν βρήκε κλίμα κατάλληλο ώστε να προωθήσει την αναγνώριση της Ένωσης, έχοντας αντίπαλο ακόμη και τη μητέρα του, άφησε στον διάδοχό του το βαρύ καθήκον του συλλείτουργου στην Αγιά – Σοφιά και έναν λαό που αισθανόταν προδομένος και πικραμένος, πεπεισμένος ότι, αν γινόταν το συλλείτουργο, ο Θεός θα έπαυε να προστατεύει την πόλη του. Για τον Σχολάριο, όπως και για το μεγαλύτερο μέρος του λαού της Πόλης, σημασία δεν είχε η επίγεια ζωή, αλλά η επουράνια προστασία κι αποδοχή.


Οι μορφές διανοουμένων που ξεχώρισαν τόσο από την ενωτική όσο κι από την ανθενωτική πλευρά, έχουν, όπως σοφά παρατήρησε σε μία από τις διαλέξεις του ο Σ. Ράνσιμαν, ένα κοινό χαρακτηριστικό: διακρίνονται από ιδιαίτερο ατομικισμό. Ακόμη κι όταν είχε διαμορφωθεί οριστικά κόμμα φιλενωτικό μεταξύ τους και κόμμα που αντιτίθετο στην ένωση, ο αδιόρθωτος ατομικισμός τους εξακολουθούσε να ανθεί. Ο Πλήθων ο Πλατωνικός ήταν αντίθετος με την Ένωση. Ο Πλατωνιστής μαθητής του Βησσαρίων την υποστήριζε θερμά. Ο Σχολάριος ο Αριστοτελικός, με τις συμπάθειες για τη σχολαστική θεολογία, διαδέχθηκε τον θιασώτη της αποφατικής θεολογίας Ευγενικό, ως αρχηγός της ανθενωτικής ομάδας. Ο Αριστοτελικός Τραπεζούντιος ευνοούσε την Ένωση, αλλά αντιπαθούσε το Βησσαρίωνα. Ο Πλατωνικός Γεώργιος Αμηρούσιος ο Τραπεζούντιος αρχικά υποστήριζε την ένωση και κατόπιν άλλαξε γνώμη κι άρχισε να επιζητά μια σύνθεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ. Ακόμη και στην τελευταία αγωνία του Βυζαντίου, κάθε ένας από τους λογίους του ακολουθούσε τη δική του ατομική γραμμή». Τα ελαττώματα του γένους, αποδείκνυαν πάντα τη συνέχειά του…


ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΑ ΔΙΑΒΗΜΑΤΑ


Από διπλωματική πλευρά, η παρουσία του Βυζαντινού μονάρχη στη σύνοδο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν είχε καμιά επαφή με τους Δυτικούς ηγέτες, ενώ ο Πάπας, που τον είχε προσκαλέσει, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια. Το Μάιο του 1438, έφθασε στη Φεράρα το νέο ότι ο Σουλτάνος Μουράτ Β’ συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον Πάπα, ζητώντας να σταλούν τουλάχιστον δύο πλοία. Την παράκληση αυτή, οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα την επαναλάμβαναν στον Πάπα μέρα παρά μέρα.


Τελικά, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέφερε το αυτονόητο, ότι η Ένωση των εκκλησιών θα είχε νόημα όσο η Κωνσταντινούπολη συνέχιζε να υπάρχει. Ύστερα από επανειλημμένα διαβήματα του Αυτοκράτορα, απεσταλμένοι του Πάπα και του Αυτοκράτορα συμφωνήσαν με τους Βενετούς για τη ναύλωση τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο ο Πάπας. Για να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων κατά των Βενετών, που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή, τα πλοία θα είχαν Βυζαντινή σημαία. Και την επόμενη χρονιά, το 1439, ένας απεσταλμένος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας δύο εξοπλισμένα πλοία. Το αίτημα του Αυτοκράτορα να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη κάποια από τα έξοδα για την άμυνα έμεινε αναπάντητο και ο απεσταλμένος επέστρεψε μαζί με τους υπόλοιπους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της Ένωσης. Για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα η βοήθεια από τον πάπα παρέμενε η μοναδική διέξοδος.


Στα τέλη του 1438, έπειτα από σειρά άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων, ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να πείσει τους εκκλησιαστικούς, που πίεζαν για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, να δεχτούν τη μεταφορά της συνόδου στη Φλωρεντία. Υποσχέθηκε ότι ο πάπας θα φροντίσει να επανέλθουν τιμητικά στην Κωνσταντινούπολη και μαζί θα στείλει σημαντική βοήθεια. Στόχος του Βυζαντινού μονάρχη ήταν ίνα τι αγαθόν και ωφέλιμον κατασκευάσωμεν υπέρ πατρίδος και έτσι υποχωρούσε σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε δικαιοδοσία του για τη σύγκληση και τις εργασίες της συνόδου. Ο Ιωάννης συμβιβάστηκε να έχει θρόνο χαμηλότερο από αυτόν του Πάπα και να μην εισέλθει έφιππος στην αίθουσα της συνόδου. Όταν οι εργασίες της συνόδου έληξαν, στις 5 Ιουλίου του 1439, ο Αυτοκράτορας, αν και προέβαλε τα δικαιώματά του να δει το όνομά του να βρίσκεται στην αρχή του όρου της συνόδου, της απόφασης της Ένωσης, συμβιβάστηκε να ακολουθήσει το όνομα του Πάπα.


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ


Το άφιλον και υπεροπτικόν των Λατίνων επικράτησε κατά τις συνομιλίες μεταξύ των εκκλησιαστικών Ανατολής και Δύσης. Στη σύγκρουση του Πάπα και των εκπροσώπων του με τους Βυζαντινούς εκκλησιαστικούς δέσποζε η πολιτική σκοπιμότητα. Η απαίτηση του Πάπα Ευγενίου να ασπαστεί ο Βυζαντινός Πατριάρχης Ιωσήφ το πόδι του, ίσως να αποτελεί την παραστατικότερη ενέργεια των Δυτικών για να επιβληθούν στο επίπεδο του γοήτρου. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, οι παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις διαμάχες μεταξύ τους.


Πράγματι, στη διάρκεια της συνόδου, στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής επικράτησε σύγχυσις και διχόνοια τα μέλη της χωρίστηκαν σε υπερασπιστές της δυνατότητας της Ένωσης και σε υπέρμαχους της καθαρότητας της Βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε τους Λατίνους αιρετικούς και την Ένωση αδύνατη. και από τις δύο πλευρές αναγνωριζόταν η πολιτική σκοπιμότητα του εγχειρήματος, δηλαδή να εξασφαλιστεί η βοήθεια για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Όμως, ενώ για τη μια μερίδα, η σκοπιμότητα αυτή σημαίνει την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, τη συγκατάβαση, για τους άλλους, το δοκούν της πατρίδος συμφέρον έθετε σε κίνδυνο την ψυχική σωτηρία. Η διαμάχη δεν οφειλόταν ούτε στο λογικό πατριωτισμό ούτε στη σκληρή θρησκοληψία. Με εξαίρεση το μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, που σταθερά υποστήριξε την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης, οι Βυζαντινοί πρωταγωνιστές της συνόδου βρέθηκαν και στο ένα και στο άλλο στρατόπεδο, εξαιτίας των προσωπικών αντιδικιών και των θιγμένων εγωισμών.


Πέρα από τους πρωταγωνιστές, ωστόσο, την αποστολή αποτελούσε και πλήθος εκκλησιαστικών, ιεράρχες και Πατριαρχικοί άρχοντες. Οι εκκλησιαστικοί αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα, στην πλειονότητά της κληρονομική. Βασισμένοι στη γνώση του τυπικού και των γραφειοκρατικών διαδικασιών θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειρισθούν τις υποθέσεις της εκκλησίας. Σχεδόν όλοι ήταν αντίθετοι εξ αρχής στην ιδέα της συνόδου και παρουσίαζαν τη συμμετοχή τους ως καθήκον υπακοής. Στη διαμάχη ανάμεσά τους, η βασική αλληλοκατηγορία ήταν ότι δεν άνοιξαν διάλογο με την πολιτική εξουσία για τη θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα της συνόδου και απέδιδαν στον Αυτοκράτορα την απόφαση να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Στην αρχή της συνόδου, ο Αυτοκράτορας είχε απαγορεύσει στους πολιτικούς άρχοντες που τον συνόδευαν να παίρνουν μέρος στις συζητήσεις, γιατί έτσι, έλεγε, οι εκκλησιαστικοί δεν θα μπορούν να πουν ότι αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι που δεν επιθυμούσαν.


Υπογραμμίζοντας ότι ο θεολογικός διάλογος ήταν υπόθεση της Εκκλησίας, προσπάθησε να δείξει ότι έπρεπε να βρεθεί κάποια μεσότητα στα αδιέξοδα που οι εκκλησιαστικοί παρουσίαζαν ως ανυπέρβλητα. Όμως ο διάλογος δεν προχωρούσε και ο Αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Όταν αποφάσισε ότι η Ένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των Οικουμενικών Συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του Πατριαρχικού κλήρου και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες. Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ένωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο Αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση το Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ένωσης. Έτσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.


Η επίσημη ανακήρυξη της Ένωσης δεν έγινε ποτέ από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’. Αντίθετα, έσπευσε να ενημερώσει τους Ορθοδόξους, κυρίως αυτούς που ήταν υπό Λατινική κυριαρχία, ότι τίποτα δεν αλλάζει. Σε γράμμα του προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο, και προφανώς και προς τους δύο άλλους πατριάρχες, τους Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τόνιζε ότι η Ένωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να αλλάξει τίποτα, ούτε στο σύμβολο πίστεως ούτε στη λειτουργία ούτε στα έθιμα της Εκκλησίας. Από το παλάτι εκπορευόταν η πρόθεση για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με τους ανθενωτικούς, που στην πραγματικότητα θα έθετε σε αδράνεια την Ένωση. Είναι σαφές ότι για τη βυζαντινή πολιτική εξουσία, η Ένωση ήταν ένα μέσον για να εξασφαλιστεί η βοήθεια της δυτικής Ευρώπης προς την τελευταία πόλη της Ρωμαϊκής Ανατολής. Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 έγινε η επίσημη δημοσίευση του όρου, δηλαδή η ανακήρυξη της Ένωσης, παρουσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, καθώς και του εκπροσώπου του Πάπα Καρδιναλίου Ισιδώρου, του άλλοτε Μητροπολίτη Κιέβου, που είχε λάβει μέρος ως μέλος της Βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας. Η ανακήρυξη της Ένωσης δεν βοήθησε, η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήλθε πέντε μήνες αργότερα.


H ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ


Hδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. O τίτλος υφίστατο και οι Έλληνες Αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. H Kωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και στις τελευταίες ημέρες τους οι Bυζαντινοί φάνταζαν επιβλητικοί σε άλλους λαούς. H εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή εκείνη από τη Μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της Αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους “σοφούς” της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που διακρίνονταν για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας. Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει.


Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. H τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Tα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές.Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Tα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Pωμαίοι Aυτοκράτορες και οι Eλληνες βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, λεηλατημένα από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Δύσης.


O κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους.


Tο Βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο – τρία πλοιάρια και η Αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Tα Αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Σε μία τέτοια περίσταση, το Βυζάντιο στην ουσία σφράγισε τη μοίρα του. Mε την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής που συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού.


Oι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα Ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. H ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη M. Aσία. Oι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς Σουλτάνους για έλεος και τους βασιλείς της Δύσης για βοήθεια.


H ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ


Aν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μίας παραπαίουσας Αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του Σελτζουκικού Σουλτανάτου. H Mικρά Aσία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία. Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του Σελτζουκικού Σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής.


Σύμφωνα με την Τουρκική παράδοση, ο Οσμάν κήρυξε την ανεξαρτησία του Μπεηλικιού του το 1299 και ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική Αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο καταμεσής στη M. Aσία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη Μουσουλμανική Αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Oι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους.


H Αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους Μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικές ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν λιγότερο επαχθής από αυτήν της Αυτοκρατορίας. Tις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην Αραβική επέκταση, θεσμό των “Γαζήδων” (ghazi). Στη θεωρία επρόκειτο για μαχητές της Ισλαμικής πίστης, στην πράξη όμως ήταν μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών.


Οι Γαζήδες εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας Μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν (συνέπεια κυρίως του εξανδραποδισμού των κατοίκων και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές) οι Γαζήδες άρπαζαν τα Χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους Χριστιανούς είχαν απομείνει. Για την αντιμετώπιση των Γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου Βυζαντινού παρελθόντος. Mε την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το Μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του (συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ) και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και αυτός. Έδωσε στέγη σε όλους τους Αραβογενείς και Τουρκογενείς Γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά-σιγά όλη τη Μικρά Aσία.


Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. H κλήση της Καταλανικής Εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που πέτυχε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια.


Aκόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζήτ το 1402 στη μάχη της Άγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα, ο Βαγιαζήτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι Ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου – μισού Μογγόλου Τιμούρ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του. Oι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των Χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών είχε την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την Οθωμανική απειλή. Hταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.


Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν – αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας – πλέκοντας τις γνωστές Βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζήτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον Οθωμανικό θρόνο. H τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-Βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Mούσα. O τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους Χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ ο Α’, τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε κουραστεί με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου Σουλτάνου. H διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους Χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Tο πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Oσμάν.



H ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις Βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Oι Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης μόνο αμυδρά μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο – και με ιδιαίτερα δυνατά κίνητρα – Οθωμανικό στρατό. Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες. Aκόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Kάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο Γ’ προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329. Δεν ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης από τον Οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών. H Nίκαια έπεσε στα χέρια των Oθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Oσμάν, Oρχάν. Tην ίδια περίοδο χάθηκε και η Nικομήδεια.


Και καθώς η Αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του. O Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την Τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο. Tο τέλος της ηγεμονίας του Oρχάν βρήκε τους Oθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της M. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους Γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη. O Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ τον Α’, μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό.


Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων – και λιγότερο των Βυζαντινών – για ανάσχεση της Τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση Χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του Σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως “παιδομάζωμα” και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος.


Mε αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ – που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο – συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. O πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου. O Βαγιαζήτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Όμως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της Ταταρικής ορδής προς την Άγκυρα. Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία – ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της – ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε όλες οι εναπομείνασες Χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων.


H ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου Σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο των στενών. Όμως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της Αυτοκρατορίας του. Hθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.



ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ


Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ Βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει.



Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


Σύμφωνα με τον Φραντζή, οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν 4.973 Κωνσταντινουπολίτες και 2.000 εθελοντές, από Γένοβα, Βενετία, Ισπανία, Ρώμη και Κρήτη. Υπό τον Αυτοκρατορικό θυρεό είχε τεθεί και ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν, εχθρός του Μωάμεθ, που σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η πολυτιμότερη προσθήκη στις τάξεις των αμυνομένων ήταν οι 700 σιδηρόφρακτοι άνδρες που έφερε μαζί του ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο κεντρικός υπερασπιστής της Πόλης. Δίπλα του βρέθηκαν και άλλοι δυτικοί, περιπλανώμενοι ιππότες προσωπικών σταυροφοριών. Οι περισσότεροι αδικήθηκαν από την ιστορική καταγραφή, δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στη συλλογική μνήμη, όπως, για παράδειγμα, ο Ισπανός ιππότης Φραγκίσκο ντε Τολέντο. Οι δυτικοί στρατιωτικοί ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση των Κωνσταντινουπολιτών. Προσπάθησαν να τους διδάξουν στρατιωτική πειθαρχία, το χειρισμό του ξίφους, τους στοιχειώδεις κανόνες της άμυνας. Ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει και την έλλειψη πόρων, καθώς πολλοί προύχοντες δεν είχαν καμία διάθεση να συνεισφέρουν οικονομικά.


Το θέμα ήταν και πολιτικό: όσοι αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών έβρισκαν ανώφελη την αντίσταση στον πολιορκητή. Καλύτερα το σαρίκι του Σουλτάνου, παρά η τιάρα του Πάπα είχε πει ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς. Και δεν ήταν μόνος. Η σύγκρουση του Νοταρά με τον Ιουστινιάνη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας περιγράφει το κλίμα στις τάξεις των αμυνομένων. Κατά συνέπεια, αρκετοί εκ των δυνατών προτίμησαν να κρύψουν στα υπόγεια τους θησαυρούς παρά να συνεισφέρουν στην άμυνα. Ο Κωνσταντίνος δήμευσε τα χρυσά κειμήλια των εκκλησιών και υποσχέθηκε πως θα τα επιστρέψει εις διπλούν αν λυτρωθεί η πόλη του.


Η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί είκοσι επτά φορές κατά το παρελθόν, αλλά μόνο μία φορά ο εχθρός κατάφερε να εισέλθει στο εσωτερικό της πόλης. Ήταν το 1204, όταν οι Σταυροφόροι σκαρφάλωσαν στα θαλάσσια τείχη από τα πλοία τους στον Κεράτιο. Ο Κωνσταντίνος έλαβε τα μέτρα του. Έκλεισε τον κόλπο με μία τεράστια αλυσίδα. Ένα τμήμα της αλυσίδας μπορούσε να χαμηλώσει μέσα στη θάλασσα για να επιτρέψει τη διέλευση των Χριστιανικών πλοίων. Στην άλλη παραθαλάσσια πλευρά τα τείχη είχαν υψωθεί επάνω σε απόκρημνα εδάφη και απέτρεπαν κάθε επίθεση. Προς βορρά, στο κυρίως πεδίο μάχης, ήταν τα μεγάλα τείχη της πόλης, ένα αριστούργημα, όπως χαρακτηρίστηκε, στρατιωτικής μηχανικής. Τα τείχη υψώθηκαν τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον Θεοδόσιο και η έκταση τους ήταν έξι χιλιόμετρα, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά ως τον Κεράτιο Κόλπο. Από τη μεριά της πόλης υψωνόταν ένα πελώριο τείχος με ύψος 12,5 μέτρα και με ένα στηθαίο που διέτρεχε την κορυφή πίσω από βαθιές επάλξεις και πολεμίστρες.


Επάνω στο τείχος υπήρχαν ψηλοί πυργίσκοι, τετράγωνοι ή οχτάγωνοι. Μπροστά από το τείχος υπήρχε μία επίπεδη έκταση που το χώριζε από την εξωτερική οχύρωση. Αν κάποιος εισβολέας κατάφερνε να διαπεράσει το εξωτερικό τείχος, θα παγιδευόταν στη ζώνη θανάτου όπου τον περίμενε βροχή από πέτρες και υγρό πυρ. Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 7,5 μέτρα και πυργίσκους ανά 50 και 100 μέτρα. Ωστόσο, για να φτάσει ο εχθρός μπροστά στο τείχος έπρεπε να περάσει από την τάφρο, που είχε πλάτος 18 και βάθος 4,5 μέτρα. Ακόμα και αν περνούσε από την τάφρο έπρεπε να σκαρφαλώσει σε έναν πέτρινο προμαχώνα που υψωνόταν 6 μέτρα πάνω από τον πυθμένα της. Τότε θα βρισκόταν μπροστά στο εξωτερικό τείχος.


Οι επίλεκτοι άνδρες της Βυζαντινής φρουράς είχαν οχυρωθεί πίσω από το εξωτερικό τείχος. Λίγο πριν από την πολιορκία, ο Αυτοκράτορας κλείδωσε τις πύλες του εσωτερικού τείχους. Οι αμυνόμενοι δεν θα μπορούσαν να υποχωρήσουν και να μπουν στην πόλη. Ωστόσο υπήρχαν και ευάλωτα σημεία στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Η αμυντική γραμμή δεν έφτανε μέχρι τον Κεράτιο, ενώ και το παλάτι των Βλαχερνών ήταν χτισμένο δίπλα στα τείχη. Επίσης τα τείχη ακολουθούσαν, ως προς το ύψος, την πορεία του εδάφους. Η πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, ήταν το σημείο με τα χαμηλότερα τείχη. Εκεί ο Μωάμεθ έστησε τον κύριο όγκο πυρός του πυροβολικού. Η αμυντική θωράκιση της Κωνσταντινούπολης ήταν αριστουργηματική, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει τις δύο ουσιαστικές αδυναμίες της: ήταν αρχαία και δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να σταθούν πίσω από τις πολεμίστρες. Συνεχίζεται... *Εκ του ιστολογίου «greekworldhistory.blogspot.com» της 5.1.2016. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου