Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 322-326.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΛΑΓΓΑ, δυο χιλιάδες άντρες και ξεκινήσαμε για την αιχμαλωσία. Μας παραδώσανε δίχως καταστάσεις στο απόσπασμα που θα μας πήγαινε στη Μαγνήσια. Υποψιαστήκαμε πως μόλις βγούμε παραόξω θα μας ξεκάνουνε. Το κακό άρχισε μέσα στα σοκάκια της Σμύρνης.


Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε κ' ένας κόσμος εξαγριωμένος, διψασμένος για εκδίκηση, έπεσε πάνω μας με ξύλα, πέτρες, σίδερα. -Βουρ, βουρ κεραταλάρ! Απ' τα μπαλκόνια πετούσανε μπουκάλες και δοχεία μ' ακαθαρσίες. Ίσαμε να φτάσουμε στο Μπασμάχανε, πενήντα πέσανε νεκροί. Τους πληγωμένους τους τραβούσανε πέρα απ' τη γραμμή οι ίδιοι οι φύλακες και τους λέγανε ειρωνικά: -Ώχου! Ώχου τους καημένους! Ελάτε να σας πάμε στο νοσοκομείο... Και τους σκοτώνανε!


Όσοι καταφέραμε και βγήκαμε ζωντανοί από τη Σμύρνη είπαμε «Δόξα σοι ο Θεός! Γλυτώσαμε...». Βιαστήκαμε. Παραόξω μας περιμένανε τα χειρότερα. Τα τουρκοχώρια μόλις μας παίρνανε χαμπάρι, κατεβαίνανε στη δημοσιά να πάρουν εκδίκηση. Ο κάθε Τούρκος φώναζε σα μανιακός: -Εμένα μου σκοτώσανε το παιδί -Εμένα τη γυναίκα! -Εμένα κάψανε το σπίτι μου! Αρπάξανε από την τετράδα μας το Λύσανδρο, δάσκαλο απ' τα μέρη του Πόντου, του σκίσανε την κοιλιά με μια μαχαιριά, τον βάλανε και βάδιζε κρατώντας τ' άντερά του στα χέρια!


Τον κατηγόρησε ένας γέρος, που τα τσίμπλικα μάτια του δεν καταλάβαινες αν ήταν ανοιχτά ή κλειστά. -Να, αυτός είναι! Αυτός, και τον έδειχνε με το δάχτυλο. Δυο τσέτες χύμηξαν πάνω του. Όχι, δεν είμαι γω. Δεν μπορεί να λέει εμένα! φώναξε ο Λύσαντρος, που δεν ήξερε ούτε το γέρο, ούτε γιατί τον κατηγορούσε. Οι τσέτες τον χτυπούσανε με μανία, όπως χτυπάς ένα κούτσουρο που δε λέει να σπάσει. -Κερατά, γκιαούρη, εσύ μας έκαψες το σπίτι! -Μην κολάζεστε. Δεν είμαι γω. Εγώ δεν τα ξέρω τούτα τα μέρη. Ποτέ δεν ήρθα... Πο... τέ... Η μαχαιριά άνοιξε την κοιλιά του.


Ο Τούρκος χούφτιασ' τ' άντερα. -Πάρε στο χέρι την πλερωμή σου! Βάδιζε! Ακούς;Βάδιζε! Τον άρπαξε απ' το γιακά, τον έστησε ορθό. Κείνος γλυστρούσε χάμω σα ρούχο. Λίγα βηματάκια μπόρεσε να κάνει κ' ύστερα έπεσε νεκρός. -Απαπά! έμπηξε ένα απελπισμένο κλάμα ο Αρίστος ο αλμπάνης, που ήταν πλάι στο Λύσαντρο. Απαπά! Λάθος έγινε! Δεν είχαμε πνοή για να βγάλουμε κρίση. Δεν είχαμε ούτε σάλιο στο στόμα. Δίψα, κάψα, κορακίλα! Περπατούσαμε τρεις μέρες δίχως γουλιά νερό. Περνούσαμε ποτάμια και βρυσούλες, πηγές, μάγγανα, ρυάκια και δε μας αφήνανε ούτε τ' αχείλι μας να βρέξουμε. Όποιος δεν άντεχε, τον σκότωναν.


Ένας μαφαζάς καβάλησε στο σβέρκο τ' αδερφού μου, για να περάσει το ποτάμι δίχως να βραχεί. Του κλότσαγε την κοιλιά με τις αρβύλες και φώναζε χασκογελώντας. -Ντέει! Ντε! Τσε! Τσε! Έβλεπα τις φλέβες στο λαιμό του Κώστα να φουσκώνουνε, το πρόσωπό του μπλάβο, τα μάτια του θολά. Το στήθος ανεβοκατέβαινε. Ήξερα πόσο περήφανος και λεβέντης ήταν και περίμενα με λαχτάρα να γκρεμίσει το βασανιστή του, να του δαγκώσει το λαρύγγι κι ας τον σκότωναν. Μα ο Κώστας διψούσε, μόνο διψούσε∙ δε θυμόντανε τίποτ' άλλο! -Αμάν, πες πως είμαι ζωντανό! Το ζωντανό τ' αφήνεις απότιστο; -Ντέε, ντέι! Γκιαούρη, θεριό! Τον κλοτσούσε πιο δυνατά.


Τα ζωντανά είναι αθώα πλάσματα, δεν είναι μοβόρα, σαν ελόου σας. -Αμάν, άφηκέ με, να βρέξω τη γλώσσα μου! Για χάρη του Αλλάχ. Δεν τον άφηκε! Κ' έκλαιγε σαν παιδί... Θα ήτανε δυο τ' απόγευμα, πάνω στη ντάλα κάψα, όταν μας ρίξανε για... ξεκούραση σε κάτι ανατιναγμένες μπαρουταποθήκες. Το χώμα κ' οι πέτρες καίγανε λες ήτανε αναμένο καμίνι. Λίγοι βγήκαμε ζωντανοί από κει μέσα. 'Αντρες δυνατοί, ψημένοι, πέφτανε χάμω, κυλιόντανε σα λαβωμένα φίδια και φωνάζανε απελπισμένα: -Σου - ου! Σούουου! (Νερό! Νερόοο!). Ύστερα οι φωνές σβήνανε σιγά, σιγά, τα στόματα μεναν ανοιχτά, τα μάτια ακίνητα. Ποιος είδε θάνατο από δίψα!


Εμείς αντέξαμε, δεν τρελαθήκαμε. Μας βάλανε με άλλους πεντακόσιους αιχμάλωτους σ' ένα στρατόπεδο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα. Όξω απ' το συρματόπλεγμα ήτανε μια μεγάλη βρύση με τρεις κάνουλες και τρεις γούρνες. Στεκόντανε Τούρκοι, ποτίζανε τα ζωντανά τους. Πίνανε κι ατοί τους, δροσιζόντανε και μας περιπαίζανε. Τους παρακολουθούσαμε μ' άγριο μάτι. Ύστερα -πως έγινε- δίχως συνεννόηση, χυμήξαμε όλοι μαζί, αρπάξαμε τα συρματοπλέγματα και με μια μόνη κίνηση τα ξεριζώσαμε! Τρέξαμε στη βρύση, μ' αλαλαγμούς και μουγγρητά. Αρχίσαμε ν' αρπαζόμαστε στα χέρια, ποιος πρώτος θα πιει. Όλα γίνηκαν τόσο γρήγορα!


Κανένας φρουρός δεν πυροβόλησε. Μας κοιτούσανε που δερνόμαστε και δαγκωνόμαστε αναμεταξύ μας. Πριν φτάσουμε στο Αχμετλί, πήρανε τρακόσους, στην τύχη και τους δώσανε σε μια φρουρά που πήγαινε για τ' Αϊντίνι και ζητούσε αιχμάλωτους ν' ανοικοδομήσουνε τα χωριά. Μέσα σ' αυτούς ήμουνα κ' εγώ κι ο φίλος μου ο Πάνος Σωτήρογλου. Τον αδερφό μου, την τελευταία στιγμή τον τσάκωσε ο βασανιστής ο μαφαζάς. -Εσύ μείνε! του έκανε.


Είσαι γερό μουλάρι∙ σε χρειάζομαι. Δεν προλάβαμε ν' αποχαιρετιστούμε. Τον παρακολούθησα με το μάτι. Χάθηκε μέσα στο πλήθος που απλώθηκε σα λασπονέρι στη δημοσιά. Τους πηγαίνανε για τη Μαγνησία. Εκεί τις πρώτες μέρες, μέσα σε μια ντερεδιά, θερίσανε με τα πολυβόλα σαράντα χιλιάδες αιχμαλώτους!


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοσηΑθήνα 1986, σελ. 322-326.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου