Μας πήρε το παράπονο! Μπρε δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό; Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι βαμμένα τα κόκκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πώς έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικό μας; -Σύρε να φύγουμε! είπε ο σύντροφός μου. Αν μας δει μάτι, δε θα μείνει απ' το κορμί μας ουδέ κόκκαλο για τα σκυλιά! Ανηφορίσαμε για το σπίτι του κεχαγιά Σεφέρογλου.
Εκεί ξέραμε πως θα βρίσκαμε ό,τι χρειαζόμαστε∙ τραγίσια τουλούμια να τα φουσκώσουμε και να πέσουμε μ' αυτά στη θάλασσα, σκοινιά, ρούχα, φανάρια, τρόφιμα. Το σπίτι απομονωμένο στο βουνό, δεν είχε ακόμα πατηθεί. Μόνο τα κοπάδια λείπανε. Τα γιατάκια στρωμένα κάτω απ' τη γκορτσά. Οι κόττες με το που μας νιώσανε φτερακούσανε. Δε χάσαμε καιρό∙ τα κατατόπια τα ξέραμε. Ό,τι ζητήσαμε το βρήκαμε. -Για βάστα, έκανε, λαχτάρησα να μασήσω κρέας! Τρέχει τσακώνει δυο κόττες∙ βγάζει μαχαίρι να τις σφάξει μήπως και κακαρίζουνε στο δρόμο. Μα γίνεται κίτρινος, τρέμει το χέρι του∙ τις παρατάει. -Δεν μπορώ, κάνει. Πάμε!
Μόλις φτάσαμε στο δάσος βρήκαμε μιαν απόμερη σπηλιά να ξαποστάσουμε. Δοκιμάσαμε τα τουλούμια μήπως και χάνουν αέρα. Ύστερα καθήσαμε να φάμε τα κριθαρένια παξιμάδια και τα ξερά σύκα του φίλου μας του Σεφέρογλου. Ήπιαμε ρακί, στρίψαμε τσιγάρο. Ξαναπήραμε τη στράτα. Βγήκαμε σε μιαν έρημη παραλία. Ανάμεσα Τσαγκλί και Σάμο είναι ένα ερημονήσι. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε ζωντανοί ίσαμε κει, ύστερα ένα σάλτο είναι πια η Σάμο. Θα κάνουμε σινιάλα στους ψαράδες, θα φωνάξουμε. Ένας ήταν ο κίνδυνος∙ μήπως προλάβανε οι Τούρκοι και βάλανε φυλάκια.
Αυγές ζυγώσαμε τη θάλασσα∙ η αγωνία μας κορυφώθηκε. Κάθε ήχος μας αλάφιαζε. Κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος∙ χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. Ο Πάνος δεν άντεξε πολύ. Έβγαλε το κεφάλι του και σαν είδε πως προσπέρασαν οι Τούρκοι, μ' ανάσυρε κ' εμένα. Κρυφτήκαμε πίσω από βράχια. Αέρας τάραζε τη θάλασσα και την έκανε να σπάζει με θόρυβο πάνω στις πέτρες. Φουσκώσαμε γρήγορα τα τουλούμια κ' ετοιμαστήκαμε να πέσουμε. Την ύστατη στιγμή ο φίλος μου δείλιασε. Δεν είχε ξαναμπεί στο νερό. Για να του δώσω κουράγιο έπεσα πρώτος και με ψηλά τα χέρια τού ' δειξα πως τα τουλούμια με σηκώσανε στον αφρό.
Στεργιανός ήμουνα και γω, όμως είχα μπει σε θάλασσα πολλές φορές στο Κουσάντασι και στη Σμύρνη. Του εξήγησα πως με τα τουλούμια δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτα. -Πέσε! του φώναξα. Μη χάνουμε καιρό. Ο Πάνος, που δεν είχε τίποτα σκιαχτεί στη ζωή του, έτρεμε μπρος στη θάλασσα. Έκανε δυο βήματα μπρος και δέκα πίσω. Αναγκάστηκα να ξαναβγώ στη στεριά. -Δεν μπορώ! Δεν έρχομαι! Θά 'χουνε φυλάκιο οι Τούρκοι στο νησί. -Αχ, μωρέ Πάνο, εσύ τα λες αυτά! Εσύ; Θα τους ριχτούμε, θα τους τσακώσουμε απ' τ' αχαμνά! Θα τους στραμπουλίξουμε! Θα τους αρπάξουμε τα όπλα. Έλα! Άλλη ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε. Βιάσου! Κουνήσου!
Μουλάρωσε, σφήνωσαν τα πόδια του στα βράχια∙ δεν έκανε βήμα. Τον πλησίασα, τον καλόπιασα, του αγρίεψα, τον έσυρα με το ζάρι, τίποτα∙ παρά τρίχα να 'ρθούμε στα χέρια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η ώρα περνούσε. Ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος∙ χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. -Τι κάθεσαι; φώναξε μπουρινιασμένος. Δε σε κρατάω γω. Πάγαινε! Γύρισα και τον κοίταξα. -Μπρε, Πάνο! Κρίμα! Κατέβασε το κεφάλι του. Τοιμάστηκα να πέσω στο νερό. Η καρδιά μου ήτανε βαρειά. -Γεια σου! είπα. Τον έπιασε συγκίνηση. -Αν πετύχεις βάρκα και μπορέσεις, έλα πάρε με. Θα στέκω εδωνά, να σε περιμένω. Κατάλαβα πως έσπασε∙ δε θα μ' ακολουθήσει. Έπεσα στη θάλασσα.
Το κύμα με δυσκόλευε. Κουνούσα αδέξια χέρια και ποδάρια. Η ανάσα μου έβγαινε λαχανιαστή. Ήξερα πως έπρεπε να κουμαντάρω και νεύρα και κινήσεις. Το μάτι μου τώρα έτρωγε το ξερονήσι. Τι θα βρώ μπροστά μου; Είχαν φυλάκιο οι Τούρκοι; Άμα ζύγωσα νόμισα πως θα λιποθυμήσω απ' την κούραση. Δυσκολεύτηκα νά 'ρθω στα συγκαλά μου. Άρχισα να σκαλώνω προσεχτικά. Αφτί, μάτι, νεύρα όλα τεντωμένα. Άκουσα θόρυβο και στάθηκα. Σα να χαρχαλεύανε ξερά κλαριά. Είπα ν' ανεβώ στην κορφή ν' αντιληφτώ τι γίνεται. Μπουσουλούσα. Το σούσουρο μεγάλωνε. Κρύος ιδρώτας με περίλουζε.
Ζερβά μου, στο γκρεμνό, βλέπω από μια κουφάλα να ξεμπουκάρουν κάμποσοι γλάροι. «Ααχ!» ανάσανα! Το νησί ήταν έρημο. Έψαξα όλες τις μπάντες. Προχώρησα λεύτερα , με μεγάλες δρασκελιές. Σκάλωσα στο πιο φανερό ύψωμα και ξαγνάντευα τη θάλασσα κατά τη Σάμο. Ένα μίλι με χώριζε απ' την Ελλάδα. Άρχισα να κουνάω ένα άσπρο ζουνάρι. Τα μάτια μου τρώγανε τις θάλασσες. Η ώρα περνούσε. Μ' έπιασε λιγούρα. Η θάλασσα ωστόσο μπουνατσάριζε. Δε γίνεται σκεφτόμουνα, κάτι θα φανεί, κάποια ψαρόβαρκα, κάποια βενζίνα. Στην ανάγκη θα πέσω πάλι στη θάλασσα, θα πάω κολυμπώντας. Αν είχε έρθει ο διάολος ο Πάνος μαζί, όλα θα μου φαινόταν εύκολα.
Το μάτι μου πήρε ένα μαύρο σημαδάκι στον ορίζοντα. Έμοιαζε με πουλί. Όχι δεν ήτανε πουλί, ήτανε βράχος. Όχι, ούτε βράχος. Κουνιέται! Κουνιέται! Είναι πλεούμενο. Είναι ψαρόβαρκα. Έχει λάσκα το πανί. Έχει κουπιά. Ναι κουπιά. -Ε! Ε! Ε! Άρχισα να φωνάζω. Κουνούσα το άσπρο ζουνάρι. Σφύριζα. Με είδανε; Μ' ακούσανε; Είπα μήπως σκιαχτούν και γυρίσουνε πίσω. Κ' έτρεξα χαμηλά στις ξέρες. Φόρεσα τα τουλούμια κ' έδωσα ένα σάλτο στα βαθειά νερά. Η βάρκα όλο και ζύγωνε. Άρχισα να μουδιάζω. Σφίχτηκα. Όταν μ' ανασύρανε οι ψαράδες δεν είχα πνοή. Η μιλιά μου δεν έβγαινε. Ένιωθα μόνο τα καυτά μου δάκρυα στα μάγουλα. Μου δώσανε νερό. Συνήρθα.
Είπα στους δυο ψαράδες, πως βρέθηκα στο ξερονήσι. Τους παρακάλεσα να πάμε πίσω να πάρουμε το φίλο μου. Σωπαίνανε. Ο μεγαλύτερος, που τον λέγανε Λέαντρο μου λέει: -Γι' άκου, πατριώτη, ξηγημένες, παστρικές κουβέντες. Στα τούρκικα νερά δε ζυγώνουμε. Καταλαβαίνεις; Έχω δέκα παιδιά να θρέψω! Ποιος Θεός το θέλει να ορφανέψουνε για να σωθεί μια ψυχή! Δεν πάω. Ο άλλος συμφώνησε. Πιάσανε κ' οι δυο τα κουπιά και κάνανε πίσω. Τους είπα τις τελευταίες κουβέντες του Πάνου. -Θα μας προφυλάξει, δε θα καούμε... Κ' εγώ τη θέλω τη ζωή μου.
Λέτε να μην τήνε θέλω, ύστερα απ' όσα τράβηξα; -Μη χάνεις τα λόγια σου. Κ' ίσαμε δω που ήρθαμε ήτανε μεγάλη κουτουράδα! Όλη τη φούρκα τους τη βάλανε στο κουπί. Όταν είδα πως ξεμακραίνουμε, το μυαλό μου μπήκε σε κίνηση∙ πηδούσε από λύση σε λύση. Τον Πάνο μια φορά δε θα τον αφήσω. Αυτός μ' έσπρωξε να το σκάσουμε, μαζί τα ξεκεφαλιώσαμε ίσαμε το Τσαγκλί. Πήρα μιαν απόφαση στα γρήγορα. Έπεσα στη θάλασσα. Τα τουλούμια είχανε κάπως ξελασκάρει. Πάλευα με το νερό. Οι ψαράδες παρατήσανε τα κουπιά σαν μετανοιωμένοι.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 331-334.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου