Σαν ήμουνα μικρός βρισκότανε ακόμα πολλά καράβια. Έφτιαξα σκαριά, που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζωγραφισμένα. Όσα σκαριά κι όσες αρματωσιές ζούνε ακόμα, δεν είναι να λογαριάζονται, βρίσκονται, σα να πούμε, για παρηγοριά. Σήμερα όλο τα ίδια σκαριά βλέπει κανένας, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του, όπως διάλεγε την κοπέλα που θε νά ΄παιρνε γυναίκα, έτσι διάλεγε και το σκέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά.
Τα μεγάλα τα καλά τα σκέδια τά ‘φαγε ο ατμός κ’ η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζουγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια ή να γράφουνε λογής – λογής τραγούδια στην πρύμη.
Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζουγραφισμένη/σίντα μπουντάρω τα πανιά, σε βρίσκω μπερδεμένη. Στα σημερινά χρόνια σχεδόν άλλο από τρεχαντήρι και κάτι χιώτικα ψευτόσκαρα, δε βρίσκεις πια, τίποτ’ από κείνα τα βαριά σκέδια. Κι από τις αρματωσιές πάλι, αν βγάλεις στην μπάντα τις μπρατσέρες και τα κότερα, που γιόμισε ο κόσμος, άλλη αρματωσιά δε βλέπεις εύκολα, γιατί κρατήσανε κείνες που ‘ναι πιο βολικές, πιο πραχτικές, αφήνω πώς τα χρειάζουνται τα πανιά για ώρα ανάγκης, σα βοηθητικά της μπενζίνας, κι όχι με τα σωστά τους.
Όπως τα πρώτα χρόνια που είχανε βγει τα παπόρια, ο ατμός δηλαδή, βάζανε τη μηχανή σε καραβόσκαρα, μα κρατούσανε όμως για βοήθεια και τα πανιά, ως που σιγά-σιγά τα βγάλανε ολότελα κι απομείνανε ξερά τ’ άλμπουρα, το ίδιο και στα σημερινά καΐκια, κρατάνε κανέναν παλιοφλόκο για καμιά μαΐστρα μαυρισμένη απ’ την καπνιά της μπενζίνας. Τα πιο πολλά έχουνε μηχανές, τα πανιά, όπως είπαμε πρωτύτερα, τα ισάρουνε στα πρίμα ή άμα χαλάσει η μηχανή.
Σε κάτι λίγα λιμάνια βρίσκεται πού και πού κανένα σκαρί ιδιότροπο και κείνο παρατημένο σε καμιά άκρη, τις πιο πολλές φορές ξυλάρμενο, γέρικο, με σκουριασμένα σίδερα, με γδαρμένα μαδέρια, με ξεπατωμένη κουβέρτα, λες και σε κοιτάζει με τα γέρικα μάτια που, τα όκια, που τρέχει ή σκουριά σαν την τσίμπλα. Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι, δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι, σαν είμαστε μικροί, πώς μας τράβαγε το μέρος, που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες! Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκεινών που πελεκούσανε και κεινών που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα.
Σα τα τραβούσανε όξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κ’ εμείς τις μανέλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο! Καπετανοί με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλητοι, μ’ ένα μαντίλι για σαρίκι γύρω στο κεφάλι, λειοψημένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών-λογιών φάτσες, πολεμάγανε σαν τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια, που ήτανε αραδιασμένα τό ‘να δίπλα στ’ άλλο.
Σα σπίτια της ακρογιαλιάς ήτανε τόσο κοντά, που τα μπαστούνια των καραβιών φτιάνανε ίσαμε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Μαύρος καπνός ανέβαινε απ’ τα καζάνια κι απ’ τους μασαλάδες και σκοτείνιαζε τον ήλιο, η μυρουδιά της πίσσας γιόμιζε τον αγέρα ίσαμε μέσα στα στενόσακκα της πολιτείας, κ’ έφτανε ίσαμε πέρα στα ψηλώματα, στον Άγι’ – Αντώνη, που κατεβαίνανε οι καμήλες μέσ’ απ’ την Ανατολή.
Εκεί ήτανε άλλος κόσμος, εκεί καθόντανε άνθρωποι στεριανοί, π’ άλλοι τους τσακίζανε, άλλοι κάνανε κεραμίδια και κανάτια, κ’ ένα σωρό άλλες δουλειές, μακριά απ΄ τη θάλασσα. Από κάτου απ’ τις καρίνες ήτανε όλάκερο εργοστάσιο: ζεμπίλια με τα εργαλεία του μαραγκού, άλλα με τις ματσόλες και με τα καλέμια του καλαφάτη, πίσσες, στουπιά, ξίγκι για το παλάμισμα, καρφιά, βελόνια, πιρόνια, τρυπάνια, πράματα που γι’ αυτά χτύπαγε γλυκά η καρδιά μας και τα χαιρόμαστε.
Άλλοι πελεκούσανε, άλλοι καλαφατίζανε, άλλοι βράζανε την πίσσα, άλλοι κοιμόντανε στο δροσερό ίσκιο της καρίνας μ’ ούλη τούτη τη βουή, έχοντας από πάνου τους κρεμάσμενο ολάκερο εκείνο το θεριό, που μύριζε άρμη και που σ’ έπιανε φόβος να το κοιτάς, άλλος παραπέρα σήκωνε το λαγήνι κ’ έπινε νερό κ’ ύστερα σφούγγιζε τα μουστάκια του. Χάμω καδένες σερνάμενες στο χώμα, άγκουρες με τό ‘να νύχι χωμένο στη γής, αντένες, ξάρτια, καραβόπανα, κουπιά, νεροβάρελα. Κι ούλα βγάζανε μιας ιδιαίτερη μυρουδιά, καραβίσια.
Παραπέρα ήτανε μια μπομπάρδα, τραβηγμένη και κείνη όξω, κ’ η πλώρη της φάνταζε σα μασέλα κανενούς θεριόψαρου. Μέσα στην κάψα του μεσημεριού, κάτω απ΄ το φουσκωμένο μάγουλό της, βρίσκεται σκολειό με δασκάλα και με μαθητάδες. Είναι η κυρά – Ευρώπη, και κείνη σαν μπομπάρδα, πόχει μαζέψει τα μωρά, όπως η κλώσσα τα πουλιά της, και τα “πράζει”, δηλαδή τα μαθαίνει γράμματα και τα διδάχνει να πλέκουνε εργόχειρο. “Ποιος κάμει τα φυτά και διατηρεί αυτά;” ρωτά η Ευρώπη. Ο Θεός! Ο Θεός” της αποκρένουνται ούλα μαζί τα ζωντόβολα.
Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσερά κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στο γαρμπή και μιά στο μαΐστρο. Τα ψαραδόπουλα κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγο και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνου σε καμιά τράτα, που την έχουνε βάνου στην ακρογιαλιά. Τα καράβια, πού ΄ναι φουνταρισμένα ανοιχτά, σκαμπανουλιάξει τ’ αφεντικά της για να πνιγούνε οι κοριοί. Τώρα πάνε πιά, τετέλεσται! Τι γενήκανε κείνα τα παράξενα σκέδια, πλήθος αμέτρητο! Τι μπρίκια, τι γαλέτες, τι μπομπάρδες, τι τσερνίκια, τι σακολέβες, τι λόβερα, τι πένες, τι αχταρμάδες, τι λεύκες μπραντούσκες, τι περαμάτες, τι γκαγκαλήδες απ΄τη Μαύρη Θάλασσα, με γυριστές, καμαρωτές πλώρες, ίδιες οι μύτες των Λαζών, μ’ ένα κομμάτι προβιά απάνου στο κοράκι!
Αυτά ήταν τα μεγάλα. Αμέ τα μικρά ή αθερίνα, σόγι-σόγι, ψαράδικα, περάματα, φελούκες, κουρίτες, τρεχαντήρια, μπατέλα, τράτες, άλλο σαν ντροπαλή κοπέλα, άλλο σα φουσκωμένη χήνα, άλλο σα γουρούνι, άλλο σαν κορκόδειλος, άλλα με διάφορα σχέδια σαν άνθρωποι, ειδών-ειδών. Ξεπετά η φρέσκο καιρό, σαν τα πρωτορίχνανε στη θάλασσα, άμα έπιανε να καλκαρδιά μου, σα βάλω με τον νου μου τα καΐκια που βγαίνανε στη βόλτα με …οκαιριάζει. Ξώλαμπρα.
Τα πανιά φουσκώνανε σα μπαλόνια, ορτσάρανε το ‘να απάνου στ’ άλλο, ολάκερες οι σκάφες χωνεύανε μέσα στον αφρό. Και, σα θέλανε να πάρουνε βόλστα, “να τα γυρίσουνε”, έβλεπες τον καπετάνιο, ξυπόλητο παλληκαρά, με το κάτασπρο βρακί, με το φουσκωμένο πουκάμισο, με το μαντίλι που σπαρτάριζε στον άνεμο, να σαλπάρει γλήγορα-γλήγορα για να καβατζάρει τη σκότα. Και, σαν περνούσε το καΐκι ξυστά μπροστά στην πλώρη τ’ αλλουνού, αφήνοντάς τον από σταβέντο, ένας άλλος λεβέντης αρχίνιζε να φυσά στη μπορού, ένα μεγάλο κοχύλι, που γιόμιζε το πέλαγο βουητά, πως τάχα ήτανε οι νικητές.
Τι γεννήκατε, μπρέ παλληκαράδες της θάλασσας, μερακλήδες τ’ αρμυρού νερού! Πού ‘ναι ο Κλόκας, που ‘χε σβάραχνα αντίς πνευμόνια ο καπετάν- Μπεκός, ο Γιωργάρας, ο Παρασκευάς, ο Αράπης, μισός ψάρι – μισός άνθρωπος! Τα Φώτα σα ρίχνανε τον Σταυρό στη θάλασσα, αυτός κουμαντάριζε κεινούς που θα πέφτανε στο νερό, για κάθε πράμα και για να μη βρεθούνε με τα μαχαίρια κάπου στον πάτο, μαλώνοντας ποιος θαν αρπάξει τον Σταυρό. Λες και τον βλέπω ακόμα μπροστά μου, ν’ ακουμπά απάνου σ’ ένα καμάκι, στην πλώρη κανενούς τρεχαντηριού, μπρατσωμένος, γυμνός ανάμεσα στο χιονισμένα τ’ άλμπουρα, με το βρακί σφιγμένο απάνου στο κεραμιδί κορμί του, με γενειάδα, ίδιος ο Ποσειδώνας! Αχ, γιατί να μην γίνω θαλασσινός, να τα ζω, κι όχι να γράφω στο χαρτί... *Εκ του ιστολογίου «ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ» της 20.5.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου