ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Χειρότερη ἀπό τήν πολιτική ἡ πνευματική αἰχμαλωσία στόν Οἰκουμενισμό.
Ὅσοι ἱστορικά καί θεολογικά γνωρίζουμε τό μεγαλεῖο καί τήν προσφορά τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στήν διαμόρφωση ὅλων τῶν τομέων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, σέ ἔνδοξους ἀλλά καί ἄδοξους καιρούς, κυρίως δέ τόν καθοδηγητικό καί ἡγετικό της ρόλο στήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, θλιβόμαστε καί πικραινόμαστε, ὅταν παρατηροῦμε τίς σύγχρονες παρεκκλίσεις της ἀπό τήν ὁδό τῶν Ἁγίων Πατέρων, μέ συνέπεια νά πληγώνεται τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ αἱρέσεις, σχίσματα καί διαιρέσεις, νά ξεσχίζεται ὁ ἄρραφος χιτώνας τοῦ Χριστοῦ.
Μέ καλό λογισμό πολλοί δικαιολογοῦν ὡς διπλωματική συμπεριφορά τίς ἐκπτώσεις καί ἀποστάσεις ἀπό τά θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας, λόγῳ τῆς πολιτικῆς της αἰχμαλωσίας σέ ξένο κατακτητή. Στόν ἴδιο πάντως κατακτητή ὑπό σκληρότερες καί πιό ἄγριες συνθῆκες, μέ μαρτύρια καί σφαγές, ἀκόμη καί πατριαρχῶν, μέ πλῆθος νεομαρτύρων, σωματικά αἰχμάλωτη ἐπί τετρακόσια πενήντα χρόνια, μέχρι τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, δέν ἐπρόδωσε τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε παράδειγμα χριστιανικῆς ὑπομονῆς καί θυσιαστικῆς Ὁμολογίας.
Ὡς «Ἐκκλησία τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων» συγκράτησε ἀρχικά καί ἐξήρανε τελικά τό ποτάμι τῶν βίαιων ἤ ἐθελούσιων ἐξισλαμισμῶν καί κατόρθωσε μέσα στή νέα αὐτοκρατορία τῶν κατακτητῶν, ὡς ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία, νά ξανακτίσει τήν ρωμαίϊκη, τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία, τό «Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο» κατά τόν γνωστό τίτλο βιβλίου Ρουμάνου ἱστορικοῦ[1]. Ἡ πολιτική αὐτή αἰχμαλωσία καί ἅλωση δέν ἐπέφερε καί τήν πνευματική ἅλωση τῶν ὑποδούλων, τήν ἀληθινή ἅλωση· τά ἔθνη χάνονται, ὄχι ὅταν χάσουν τήν κρατική τους ὑπόσταση, ἀλλά ὅταν χάσουν τήν πνευματική τους ὑπόσταση, τόν πολιτισμό τους, τήν ψυχή τους.
Δυστυχῶς αὐτό συνέβη μέ τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος σταδιακά. Τά φιλικά της ἀνοίγματα πρός τήν Δύση, πρός τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες, ὥστε νά ἐξασφαλίζει τήν ὑποστήριξη καί συμπαράστασή τους ἀπέναντι στόν Τοῦρκο κατακτητή, ἡ κατ᾽ ἀρχάς διπλωματική αὐτή συνεπαφή τῶν ἡγετῶν της καί οἱ ἀναπτυχθεῖσες πολλαπλές σχέσεις σέ πρακτικά δῆθεν θέματα κατά τήν πολυεπαινούμενη καί ἐγκωμιαζόμενη Οἰκουμενική Κίνηση, ὁδήγησαν στήν διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σέ παραχωρήσεις καί ὑποχωρήσεις σέ θέματα Πίστεως, στήν πολύ χειρότερη αἰχμαλωσία στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ.
Ὁ ἀναγνωριζόμενος ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους πρωτεύθυνος καί καθοδηγητικός της ρόλος στήν ἀνάπτυξη καί διαμόρφωση τῆς Ὀρθοδοξίας, μεταλλάχθηκε σέ συνειδητή, ὄχι πιά διπλωματική, ταύτιση καί ἑνότητα μέ τόν δυτικό χριστιανικό κόσμο, σέ ἀλλαγές, μεταρρυθμίσεις, διακηρύξεις, ἀποφάσεις, βοηθητικές στήν σχεδιασθεῖσα καί προωθούμενη ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν», χωρίς τήν ἀπαιτούμενη ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων, ὅπως συνέβαινε ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι καί τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
2. Κορυφαῖες σχισματικές ἐνέργειες:
Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου καί τό Οὐκρανικό ψευδοαυτοκέφαλο.
Δέν θά ἀπαριθμήσουμε ἐδῶ τά οἰκουμενιστικά λεχθέντα καί πραχθέντα τῶν ἡγετῶν καί τῶν στελεχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό ἔχουν πράξει πολλοί καί πολλάκις στό παρελθόν. Ἀνάμεσά τους τό παλαιό Ἅγιο Ὄρος, ποὺ διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἀποτειχίσθηκε δηλαδή κατά τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου, μαζί καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, τρεῖς ἀρχιερεῖς τῆς παλαιᾶς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνάμεσά τους καί ὁ ὁμολογητής ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης, καί πλῆθος ἄλλο κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν. Τό ἐπράξαμε καί ἐμεῖς ἐπί 25 χρόνια, μαζί μέ πολλοὺς ἄλλους, μέσα ἀπό τίς στῆλες τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία», ποὺ ἀποτελεῖ μία Ὀρθόδοξη Ἐγκυκλοπαιδεία, ὅπου καταγράφονται, ἐκτός τῶν ποικίλων θεμάτων ὅλων τῶν γνωστικῶν τομέων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅλοι οἱ ἀγῶνες καί οἱ ὀρθόδοξες ἀντιστάσεις στίς καινοτομίες, τίς αἱρετικές καί σχισματικές ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[2].
Κορυφαῖες μεταξὺ αὐτῶν ἀριθμοῦνται ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016) καί τό Οὐκρανικό ψευδοαυτοκέφαλο (2018), τό ὁποῖο προκάλεσε ὀδυνηρές διαιρέσεις στό σῶμα τῆς τοπικῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, καί διακοπή κοινωνίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας ἀπό τίς Ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες δημιούργησαν (ἡ πρώτη) καί ἐστήριξαν οἱ ἄλλες δύο (Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα) τήν αὐθαίρετη καί ἀντισυνοδική δημιουργία τῆς ψευδοαυτοκέφαλης «ἐκκλησίας» τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν. Στό βιβλίο μας «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης» τό Γ´ κεφάλαιο τό ἐτιτλοφορήσαμε μέ τίτλο: «Ἡ Κωνσταντινούπολη τῶν Οἰκουμενιστῶν δημιουργεῖ σχίσματα», καί τήν ἑνότητα τέσσερα (4) αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου τήν ἐπιγράψαμε: «Ἀντὶ νὰ θεραπεύσουν τὸ Ἡμερολογιακὸ σχίσμα προκαλοῦν ἄλλο, τὸ Οὐκρανικό»[3].
3. Νέος κίνδυνος σχισμάτων.
Ἐπαναφέρει ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ αἰχμάλωτη στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ στὴν αἱρετικὴ καὶ δαιμονικὴ Δύση Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἐθελοδουλεία της καὶ ἐν μετανοίᾳ νὰ ἐκδιώξει τὰ δαιμόνια τῶν διαιρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων, ἀφήνει διαρκῶς νὰ εἰσέρχονται μέσα της καὶ νέα δαιμόνια ποὺ θὰ προκαλέσουν νέες διαιρέσεις καὶ σχίσματα. Ἡ νέα διαιρετικὴ καὶ σχισματικὴ ἐνέργεια τοῦ Φαναρίου ἀφορᾶ στὴν πρόσφατη ἀνανέωση ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο τῆς προσπάθειας νὰ ὁρισθεῖ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μέ τούς αἱρετικούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Τό ἐπιχείρησε αὐτό ἡ Κωνσταντινούπολη πολλές φορές ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἀλλά ἀπέτυχε, διότι συνήντησε τήν γρανιτώδη ὁμόφωνη ἀντίδραση ὅλων τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, πού δέν θέλησαν νά ἀνατρέψουν τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, οἱ ὁποῖες ἐτηρήθησαν ἀπαρέγκλιτα ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἐπί αἰῶνες. Ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς Δύσεως ἐπί χίλια διακόσια πενήντα ἑπτά ἔτη, μέχρις ὅτου ὁ πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ τό 1582 εἰσήγαγε τό Νέο Ἡμερολόγιο, πού ὀνομάσθηκε Γρηγοριανό ἀπό τό ὄνομά του (325-1582).
Ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς, τούς Ὀρθοδόξους, συμπληρώνονται τοῦ χρόνου χίλια ἑπτακόσια ἔτη (325-2025), κατά τά ὁποῖα ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, τό Πασχάλιο, ἔμεινε ἀμετακίνητο, ἀπό σεβασμό πρός τήν Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδο. Καί μολονότι, χωρίς συνοδική ἀπόφαση, ἡ Κωνσταντινούπολη δέχθηκε τό Νέο παπικό Ἡμερολόγιο τό 1924, τό Γρηγοριανό, καί παρέσυρε στήν ἀρχή μόνον τίς ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου, ἐν τούτοις δέν τόλμησε νά θίξει τόν κατά τό Παλαιό Ἡμερολόγιο (Ἰουλιανό) ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅσες ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέχθηκαν τό Νέο Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο γιορτάζουν τίς ἀκίνητες ἑορτές, Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Εὐαγγελισμοῦ, μαζί μέ τούς Δυτικούς αἱρετικούς, ἐνῶ τίς κινητές ἑορτές, γύρω ἀπό τό Πάσχα, τίς ἑορτάζουν κατά τό Παλαιό Πάτριο Ἡμερολόγιο, μαζί μέ ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν δέχθηκαν τό παπικό Νέο Ἡμερολόγιο καί γιά τίς ἀκίνητες ἑορτές (Ἱεροσόλυμα, Ρωσία, Ἅγιον Ὄρος, Σερβία κ.ἄ.)
4. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξει ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα.
Τό θέμα εἶναι κλειστό καί ἀπαραβίαστο.
Τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μέ τούς αἱρετικούς τῆς Δύσεως ἔπρεπε ὁριστικά νά κλείσει, μόλις τό ἄνοιξε ὁ μασόνος πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ´ τό 1902 μέ τήν περίφημη Ἐγκύκλιο πού ἔστειλε πρός τούς ἀρχηγούς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, στήν ὁποία τούς ἐρωτοῦσε γιά διευθέτηση ζητημάτων, ἡ ἐπίλυση τῶν ὁποίων θά βοηθοῦσε στήν πραγμάτωση τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Καί μεταξύ τῶν ζητημάτων αὐτῶν ἔθετε γιά πρώτη φορά τό θέμα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ παπικοῦ Νέου Ἡμερολογίου καί τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Πασχαλίου: «Οὐχ ἥττονος προσοχῆς ἄξια λογιζόμεθα καί τά περί κοινοῦ ἡμερολογίου ἀφ᾽ ἱκανοῦ ἤδη χρόνου λεγόμενά τε καί γραφόμενα, ἐν οἷς ἰδίᾳ τά προτεινόμενα συστήματα μεταρρυθμίσεως τοῦ ἀπ᾽ αἰώνων κρατοῦντος ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου ἤ ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἐκείνου μὲν ὡς ἐλλιπεστέρου ἐπιστημονικῶς, τούτου δ᾽ ὡς ἀκριβεστέρου νομιζομένων, καί τῆς κατ᾽ ἀναγκαίαν ἀκολουθίαν μεταστάσεως τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικοῦ πασχαλίου»[4].
Ἡ ὁμόφωνη ἀρνητική ἀπάντηση ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ἀνάγκασε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά ἐγκαταλείψει τά μεταρρυθμιστικά οἰκουμενιστικά του σχέδια καί νά μεταβληθεῖ σέ ὑποστηρικτή τῆς «ἀπ᾽ αἰώνων» παραδοσιακῆς τήρησης τοῦ Ἰουλιανοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ἰδιαίτερα τῆς μὴ μεταβολῆς τοῦ Πασχαλίου. Στὴν ἀνταπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τούς ἀρχηγούς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού ἐστάλη τό 1904 λέγονται τὰ ἑξῆς ἀνατρεπτικά τῆς προηγούμενης μεταρρυθμιστικῆς θέσης: «Περί δέ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δέ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, καθ᾽ ὃ τήν λαμπροφόρον τοῦ Κυρίου Ἀνάστασιν ἑορτάζειν δεδιδάγμεθα τῇ πρώτῃ Κυριακῇ τῇ μετά τήν πανσέληνον τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, ἤ συμπιπτούσης ἤ μεθεπομένης, ὡς οὐκ ἐνόν περί τοῦτο καινοτομῆσαι... Ἀλλά καί τό μεταρρυθμίσαι τό Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον, ὡς δῆθεν ἐπιστημονικῶς ἀνακριβές, καί τό μέσον πολιτικόν ἔτος καταστῆσαι οὕτω συμφωνότερον τῷ τροπικῷ πρόωρον, τό γε νῦν, καί ὅλως περιττόν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπό ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν ἡμερολόγιον, καί ἡ ἐπιστήμη, ὥς γε παρ᾽ εἰδικῶν ἀνδρῶν βεβαιοῦται, οὔπω ὁριστικῶς ἀπεφήνατο περί τῆς ἀκριβείας, μεθ᾽ ἧς τό τροπικόν λογίζεται ἔτος»[5].
Ἡ παραδοσιακή αὐτή θέση πού ἐξέφραζε καθολικά τήν ὁμόφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἔπρεπε νά εἶχε κλείσει ὁριστικά τό θέμα, διότι κάθε σκέψη ἀλλαγῆς τοῦ Πασχαλίου, θά ὁδηγοῦσε σέ ἀνεπίτρεπτη καινοτομία. Ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, ὅπως καθορίσθηκε καί ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν διαρκῆ πράξη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σεβαστός (αἰδέσιμος) καί ἐμπεδωμένος (ἔμπεδος), ὥστε καθιστᾶ ἀδύνατη κάθε ἀλλαγή καί καινοτομία· «ὡς οὐκ ἐνόν περί τοῦτο καινοτομῆσαι». Ἀλλά καί ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου κρίνεται ὡς περιττή, μολονότι ἀφήνεται κάποια δυνατότητα μελλοντικῆς μεταρρύθμισης, ὅταν ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες, οἱ ὁποῖες πρός τό παρόν, «τό γε νῦν», τήν καθιστοῦν πρόωρη. Ἐπισημαίνεται μέ ἔμφαση πάντως ὅτι ἀσχέτως πρός τίς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης γιά τήν ἀκρίβεια τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ὁριστικές ἀλλά μεταβάλλονται, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀλλάξει τό ἡμερολόγιο: «Ἡμεῖς τε γάρ οὐδαμῶς ἀπό ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν ἡμερολόγιον».
5. Ξανάνοιξε τό θέμα ἡ πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καί ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης.
Τό Πασχάλιο πάντως ἀμετακίνητο.
Τό ἄνοιγμα στόν δαιμονικό Οἰκουμενισμό πού ἄνοιξε ὁ πατριάρχης Ἰωακείμ Γ´ τό 1902, τό ὁποῖο ἀναγκάσθηκε ὁ ἴδιος νά κλείσει προσωρινά τό 1904, ξανάνοιξε διάπλατα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν νέα Οἰκουμενιστική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 μέ τοποτηρητή τοῦ Θρόνου τόν Προύσης Δωρόθεο. Καί μόνον ὁ τίτλος αὐτῆς τῆς Ἐγκυκλίου «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τίς αἱρέσεις ἐκκλησίες καὶ προοδοποιεῖ τίς ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016), ἀρκεῖ γιά νά δείξει πῶς ἐπιταχύνθηκε στή συνέχεια ἡ διάδοση καί ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐθελούσια πλέον αἰχμαλωσία τῆς Κωνσταντινούπολης στόν αἱρετικό Χριστιανισμό τῆς Δύσεως καί κατ᾽ ἀκολουθίαν ἡ προώθηση ὅλων τῶν μεταρρυθμίσεων πού ἐξυπηρετοῦν τήν ἑνότητα μέ τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες. Στήν περίφημη αὐτή καί πολυεπαινούμενη ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐγκύκλιο μεταξύ ἄλλων λέγονται καί τά ἑξῆς: «Ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μη λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ᾽ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί “συγκληρονόμους καί συσσώμους” τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ»[6].
Ἦταν ὀρθάνοιχτη πλέον ἡ πόρτα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά τόν ἄλλο μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Δ´ Μεταξάκη, ὥστε νά συγκαλέσει τό 1923 στήν Κωνσταντινούπολη ὀλιγομελές Πανορθόδοξο Συνέδριο, ὅπου ἀνατράπηκε ἡ θέση τοῦ 1904. Ἀποφασίσθηκε ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, πού ἔγινε τό 1924, καί μολονότι ἡ ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου κρίθηκε ὡς δυνατή δέν πραγματοποιήθηκε, γιατί φοβήθηκαν τίς ἀντιδράσεις τῶν ἐκκλησιῶν καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἐγκαταλείφθηκε πάντως αὐτὸς ὁ στόχος· ὅλοι οἱ μετέπειτα πατριάρχες μέ δηλώσεις τους ἐκφράζουν τήν θέληση καί τήν ἐπιθυμία τους νά ἐπιτευχθεῖ ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μέ τούς αἱρετικούς τῆς Δύσεως, ἰδιαίτερα ὁ τωρινός Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ὅ,τι δέν ἐπέτυχαν οἱ προκάτοχοί του μασόνοι πατριάρχες Ἰωακείμ, Μελέτιος, Μεταξάκης καί Ἀθηναγόρας[7], τήν ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου, ὡς ἕνα σημαντικό βῆμα γιά τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», ἐπιδιώκει νά τό ἐπιτύχει ὁ Βαρθολομαῖος, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἐπέτειο τῆς συμπλήρωσης 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
6. Οἱ νέες δηλώσεις καί ἐνέργειες τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου γιά τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα.
Κανένας δέν θά περίμενε ὅτι θά ξεπερνοῦσε ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τούς προκατόχους του μασόνους Πατριάρχες σέ ἀντιπατερικό καί ἀντορθόδοξο θράσος. Τοῦ ἀναγνωρίζουμε εἰς αὐτό τά πρωτεῖα, τά ὁποῖα ἐπίσης διεκδικεῖ ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, μιμούμενος τόν πρωτειομανῆ πάπα. Κάποιοι βέβαια γνωρίζαμε ὅσα βλάσφημα εἶχε ὑποστηρίξει ἀδίστακτα γιά τούς Ἁγίους Πατέρες, πού δῆθεν προκάλεσαν τό σχίσμα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὑποκινούμενοι ἀπό τόν Διάβολο, καί ὅσα περί τῶν Ἁγίων Κανόνων ἔγραψε ὡς νεαρός ἀρχιμανδρίτης στήν διδακτορική του διατριβή. Δυστυχῶς ἡ ἄνοδός του στόν πατριαρχικό θρόνο καί ἡ δύναμη τοῦ πρωθιεραρχικοῦ ἀξιώματος δὲν ἐμετρίασαν ἀλλά ηὔξησαν τήν κακή του τόλμη. Πάμπολλες, ἀναρίθμητες οἱ ἀντορθόδοξες δηλώσεις καί ἐνέργειές του. Θά ἐγέμιζε κανείς πολλούς τόμους, ἄν ἐπιχειροῦσε νά τίς ἀπαριθμήσει. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὁ πατριάρχης χοροστατῶν ἐφέτος στήν κυριακάτικη Θεία Λειτουργία στόν Ἱ. Ναό Ἁγίων Θεοδώρων τῆς Κοινότητας Βλάγκας στήν Κωνσταντινούπολη, κατά τήν 31η Μαρτίου, ἡμέρα πού οἱ Χριστιανοί στήν Δύση γιόρταζαν τό δικό τους Πάσχα, εὐχήθηκε τό ἑπόμενο ἔτος, πού συμπίπτει ὁ ἑορτασμός οὕτως ἤ ἄλλως, νά γίνει ἡ ἀπαρχή τῆς καθιέρωσης κοινῆς ἡμερομηνίας γιά τά ἑπόμενα ἔτη ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἐν ὄψει καί τῆς ἐπετείου συμπλήρωσης 1700 χρόνων ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ τήν ρύθμιση τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἐπί λέξει εἶπε:
«Δεόμεθα δὲ τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, νά μᾶς ἀξιώση, ὁ κοινός ἑορτασμός πού θά ἔχουμε κατά τήν ἑπόμενη χρονιά, νά μή ἀποτελέση μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἕνα τυχαῖο συγκυριακό γεγονός, ἀλλά τήν ἀπαρχή τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας γιά τόν ἑορτασμό του κατ᾽ ἔτος ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἐν ὄψει καί τῆς ἐπετείου συμπληρώσεως 1700 χρόνων τό 2025 ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ἐν Νικαίᾳ Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων, ἀσχολήθηκε καί μέ τό ζήτημα τῆς ρυθμίσεως τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Εἴμαστε αἰσιόδοξοι, καθώς ἑκατέρωθεν ὑπάρχει ἡ πρός τοῦτο καλή θέλησις καί προθυμία. Διότι, πράγματι, ἀποτελεῖ σκάνδαλον ὁ χωριστός ἑορτασμός τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος τῆς μιᾶς Ἀναστάσεως τοῦ ἑνός Κυρίου»[8]. Τά ἴδια ἐπανέλαβε καί κατά τά ταξείδια του στήν Γαλλία καί στήν Πορτογαλία. Ὁρίσθηκε μάλιστα καί κοινή μικτή ἐπιτροπή Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἡ ὁποία ἤδη ἐπισκέφθηκε τό Φανάρι καί τήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ προετοιμάσει τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις γιά τήν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[9]. Ἀδιευκρίνιστο παραμένει τό ἄν ἡ ἐπέτειος θά περιλαμβάνει καί κοινό συλλείτουργο πάπα καί πατριάρχη, ὁπότε πράγματι θά ἀποτελεῖ «ἀπαρχὴ τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας γιὰ τὸν ἐτήσιο ἑορτασμό τοῦ Πάσχα». Αὐτή ἡ κοινή ἡμερομηνία θά ἔχει ὁρισθῆ πρό τῆς ἐπετείου ἤ μετά τήν ἐπέτειο; Καί θά συμφωνήσουν εἰς αὐτά οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἤ θά ἔχουμε νέα σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύ Παλαιοῦ Πασχαλίου καί Νέου Πασχαλίου, μεταξύ Παλαιοπασχαλιτῶν καί Νεοπασχαλιτῶν;
Ἡ ἐπίκληση πάντως τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἀφορμῆς ἤ ὡς προτύπου γιά τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα δέν ἔχει κανένα ἱστορικό καί θεολογικό ἔρεισμα. Ὅπως πειστικώτατα ἀνέπτυξε ὁ ἀείμνηστος λογιώτατος Γέροντας καί βαθυνούστατος γνώστης καί ἑρμηνευτής τῶν Ἱερῶν Κανόνων π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος «Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἠθέλησε νά θεσπίσῃ κοινόν ἑορτασμόν, ἀλλά διά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχί διά τούς ἐκτός αὐτῆς εὑρισκομένους. Δέν συνεζήτησεν οὔτε μετά τῶν Γνωστικῶν, οὔτε μετά τῶν Μαρκιωνιτῶν οὔτε μετά τῶν Μανιχαίων, οὔτε μετά τῶν Μοντανιστῶν, οὔτε μετά τῶν Δονατιστῶν, ἵνα εὕρῃ βάσιν συνεννοήσεως περί κοινῶν ἑορτασμῶν. Καί ὅτε βραδύτερον ἀπεκόπησαν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀρειανοί, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσῖται, οἱ εἰκονομάχοι κ.λπ. κ.λπ., ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διενοήθη νά προέλθῃ εἰς συνεννοήσεις μετ᾽ αὐτῶν πρός θέσπισιν κοινοῦ ἑορτασμοῦ εἴτε τοῦ Πάσχα εἴτε οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς. Ἡ Ἐκκλησία ρυθμίζει τά ζητήματα Αὐτῆς λαμβάνουσα ὑπ᾽ ὄψιν ἀποκλειστικῶς καί μόνον τό συμφέρον τῶν μελῶν Αὐτῆς καί οὐχί τάς ἐπιθυμίας τῶν ἐκτός αὐτῆς εὑρισκομένων»[10]. Εἶναι ἀκαταμάχητο ὄντως θεολογικά καί συντριπτικό τό ἐπιχείρημα αὐτό τοῦ π. Ἐπιφανίου, ἄν μάλιστα ληφθῆ ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, συνεορτάζουμε τό Πάσχα, ἀφοῦ ἡ βεβιασμένη καί ἀντισυνοδική ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση δέν περιέλαβε καί τήν ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου. Τό φέρουν βαρέως αὐτό οἱ Οἰκουμενιστές καί ἡ δι᾽ αὐτῶν δρῶσα Μασονία καί θέλουν νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία μέ νέα σχίσματα.
Πρόκειται ὄντως γιά ἐπιθυμίες τῶν ἐκτός αὐτῆς εὑρισκομένων σκοτεινῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἐνέπλεξαν στά σχέδιά τους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, ἀνώτατους κληρικούς καί θεολόγους, ὅπως ἀποκαλύπτει ἐντυπωσιακά στό νέο ἐξαιρετικό γιά τήν ἀποδεικτικότητά του βιβλίο πού συνέγραψε μετά ἀπό μακροχρόνια ἔρευνα ὁ μοναχός Ἀβέρκιος, μέ τίτλο «Ἡ Μασονία ἀπό αὐθεντικές πηγές. Παγκόσμια Κυβέρνηση καί Παγκόσμια Θρησκεία», ὅπου σέ ἰδιαίτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ Μασονική διείσδυση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» ἐξηγεῖ πῶς οἱ Μασόνοι μέσῳ ἐπίορκων κληρικῶν προωθοῦν τό ἀντιχριστιανικό τους ἔργο[11]. Ὁ ἴδιος εἶχε τήν καλωσύνη νά μᾶς ἀποστείλῃ δημοσίευμα ἀπό τό μασονικό περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ (Ἰούλιος – Αὔγουστος 1974), στό ὁποῖο ὁ συγγραφεύς Τ. Α. Κωνσταντόπουλος σέ ἄρθρο μέ τίτλο «Κοινόν Πάσχα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ πρότασις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου» παρουσιάζει τό μήνυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα πού διαβάσθηκε στό Β´ Οἰκουμενικό Εὐρωπαϊκό Συμπόσιο πού συνῆλθε στίς 11 Ἰουνίου στήν Ἀθήνα. Τό μήνυμα τοῦ Ἀθηναγόρα ἀντηχεῖ ἐντονώτερα σήμερα ἀπό τό στόμα τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου, ὄχι πλέον ὡς πρόταση ἀλλά ὡς ἐγγίζουσα ὑλοποίηση[12].
Ἐπειδή λοιπόν ὁ κίνδυνος νέων σχισμάτων εἶναι ἐπί θύραις καί ἡ διείσδυση τῆς Μασονίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προσέλαβε καταστροφικές διαστάσεις, ἐκδίδουμε βιβλίο τοῦ λογιώτατου καί θεολογικώτατου ἀείμνηστου Ἁγιορείτη Μοναχοῦ π. Νικοδήμου Μπιλάλη μέ τίτλο «Οἰκουμενισμός καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου». Εἶναι ἡ καλύτερη μέχρι στιγμῆς μελέτη πού ἐγράφη γιά τίς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν νά ἀλλάξουν τά πασχάλια, ἀφοῦ πρῶτα ἔχασαν οἱ ἴδιοι τά πασχάλια, ὅπως παροιμιακά γράφει. Παρακολουθεῖ ἱστορικά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα σέ τέσσερις περιόδους. Ἡ πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τήν ἀποστολική καί πρωτοχριστιανική ἐποχή μέχρι τό 325 πού συνεκλήθη ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἡ δεύτερη περίοδος ἀρχίζει ἀπό τό 325 μέχρι τό 1582, κατά τό ὁποῖο ὁ πάπας Γρηγόριος προέβη στήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση. Ἡ Τρίτη περίοδος ἀπό τό 1582 μέχρι τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, κατά τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιδρούσαμε ἀποφασιστικά στήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ Πασχαλίου. Ἡ τέταρτη περίοδος ἀρχίζει ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέχρι σήμερα καί χαρακτηρίζεται ἀπό τίς προσπάθειες ἕξι πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως νά ἀλλάξουν καί τό Ἡμερολόγιο καί τό Πασχάλιο. Στό Ἡμερολόγιο πέτυχαν ἐν μέρει τήν ἀλλαγή μέ τήν δημιουργία διαιρέσεων καί σχισμάτων. Στό Πασχάλιο ἀπέτυχαν, καί προσπαθεῖ τώρα νά ἐπιτύχει ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
Ἡ μελέτη τοῦ π. Νικοδήμου Μπιλάλη παρουσιάσθηκε ὡς εἰσήγηση στό ἱστορικό διορθόδοξο συνέδριο πού ὀργάνωσαν στήν Θεσσαλονίκη τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί ἡ Ἑταιρεία Ὁρθοδόξων Σπουδῶν στήν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου (20-24 Σεπτεμβρίου 2004). Ὁ τίτλος τοῦ Συνεδρίου ἦταν: «Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις». Τό Συνέδριο χαρακτηρίσθηκε ὡς «ἡ ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καί οἱ ἑξήντα περίπου εἰσηγήσεις πού ἀνακοινώθηκαν δημοσιεύθηκαν σέ δύο ὀγκώδεις τόμους στήν Θεσσαλονίκη ἀπό τίς ἐκδόσεις Θεοδρομία τό 2008[13].
Εὐχόμαστε στίς νέες σχισματικές ἐνέργειες τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου νά ἀντιδράσουν ἀποφασιστικά οἱ ἱεραρχίες τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀντέδρασαν στήν πρώτη προσπάθεια τοῦ πατριάρχη Ἰωακείμ τοῦ Γ´ τό 1902, καί νά ἀποφασισθεῖ καί πάλι ὅτι τό Πασχάλιο εἶναι «αἰδέσιμον» καί «ἔμπεδον», καί εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε εἰς αὐτό καινοτομία. Καί ἐπί πλέον αὐτό πού ἀπέφυγε νά πράξει ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου, νά καταργήσει τήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση τοῦ Μελετίου Μεταξάκη, νά τό πράξει μία νέα Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά θεραπευθεῖ τό τραῦμα τοῦ σχίσματος καί νά ἐπανέλθει ἡ ἑορτολογική ἑνότητα καί στίς ἀκίνητες ἑορτές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
[1]. Βλ. N. Iorga, Τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 1985.
[2]. Γιά τά 25 χρόνια τῆς «Θεοδρομίας» βλ. τό τελευταῖο ἀφιερωματικό τεῦχος της, τόμος 25 (2023), τεῦχος Ὀκτωβρίου – Δεκεμβρίου.
[3]. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονική καί διαιρετική εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 2018, ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Ἐπίσης Πρωτοπρεσβύτερος Ανάστασιος Γκοτσόπουλος, Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο. Συμβολή στόν Διάλογο, Θεσσαλονίκη 2019, ἐκδόσεις «Τό Παλίμψηστον».
[4]. Βλ. Ιωαννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz-Austria 19682, τόμ. Β´, σελ. [1038] 946ζ´.
[5]. Ιωαννου Καρμίρη, Αὐτόθι, σελ. [1043] 946 ιβ´.
[6]. Αὐτόθι [1056] 958. Ἐφεσ. 4, 15.
[7]. Γιά τούς μασόνους πατριάρχες καί ἐπιφανεῖς μασόνους θεολόγους βλ. Μοναχός Σεραφείμ, «Στοιχεῖα ἐπιδράσεως τῆς Μασονίας στόν πρώϊμο ἑλληνικό Οἰκουμενισμό (Μέρος Α´)», Θεοδρομία 19 (2017) 568-589 καί (Μέρος Β´), Θεοδρομία 20 (2018) 101-116.
[8]. Βλ. Ἱστοσελίδα ΑΚΤΙΝΕΣ: «Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επαναφέρει την ανάγκη για κοινό Πάσχα Ορθόδοξων και Παπικών» (1 Ἀπριλίου 2024). Ἱστοσελίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ: «Προκλητικὴ καὶ ἐπιπολαία δήλωσις τοῦ Κων/λεως περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα» (7 Ἀπριλίου 2024)
[9]. Βλ. Ἱστοσελίδα ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ: «Ἡ κοινή Ἐπιτροπή Φαναρίου – Βατικανοῦ στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας – Πρόσωπα κλειδιά» (5 Ἰουνίου 2024).
[10]. Τό μικρό αὐτό ἄρθρο τοῦ π. Ἐπιφανίου μέ τίτλο «Ὁ συνεορτασμός τοῦ Πάσχα» δημοσιεύθηκε στό περιοδικό ΕΝΟΡΙΑ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, φύλλον 549, 10 Μαΐου 1974 καί κατόπιν στό βιβλίο τοῦ ἰδίου: Τά δύο ἄκρα [«Οἰκουμενισμός» καί «Ζηλωτισμός», ἔκδοσις Β´, ἐν Ἀθήναις 1997, σελ. 31-33.
[11]. Βλ. Μοναχός Αβέρκιος, Ἡ Μασονία ἀπό αὐθεντικές πηγές. Παγκόσμια Κυβέρνηση καί Παγκόσμια Θρησκεία, Θεσσαλονίκη 2024, ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[12]. Δημοσιεύουμε τό κείμενο τοῦ ΙΛΙΣΟΥ στό Παράρτημα τοῦ βιβλίου καί εὐχαριστοῦμε τόν μοναχό Ἀβέρκιο γιά τήν ἀποστολή του.
[13]. Τμημα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδων Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδόσεις «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», τόμοι Α´ καί Β´, Θεσσαλονίκη 2008, σύνολο σελίδων τῶν δύο τόμων 1030. *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 25.6.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου