Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2024: ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ;




Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;

τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.
...
Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου
...
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.


Διονύσης Σαββόπουλος [Ο πολιτευτής]



Στις 24 Ιουλίου του 2024, 50 χρόνια μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, για μια ακόμα φορά οι συστημικοί πολιτικοί, διανοούμενοι, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι συγκεντρώνονται στο προεδρικό μέγαρο για να εορτάσουν «μέσα στην ευρωστία της σαρκός» τη δική τους μεταπολίτευση. Μια μεταπολίτευση που επιμένει μόνο στα υπαρκτά θετικά και αγνοεί ή θάβει «βαθιά μέσα στο χώμα» τα αρνητικά. Μια μεταπολίτευση που προβάλει μόνο την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και αγνοεί την καταστροφή της Κύπρου, τη δημογραφική κατάρρευση, την ηλικιακή γήρανση, την οικονομική παρασιτοποίηση, την πνευματική, παιδευτική, πολιτική και πολιτισμική παρακμή, την οικονομική καταβαράθρωση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων· που αγνοεί τη γιγάντωση του τουρκικού γκολέμ την επικράτηση του εθνομηδενισμού στην νεολαία, τον εκφυλισμό του κομματισμού… Μια μεταπολίτευση που παίρνει την αλήθεια μας και μας την κάνει λιώμα, καθώς παρασιτεί επάνω σε ότι ζωντανό και αυθεντικό είχε.


του Γιώργου Καραμπελιά


«Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις». Ποτέ άλλοτε ο ελληνισμός, δεν βρισκόταν σε κατώτερο σημείο απ’ ό,τι σήμερα, καθώς κινδυνεύει να μην διαθέτει πλέον τα μεγέθη για την αναπαραγωγή του ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο. Γιατί μπορεί μετά την Άλωση του 1453, να χάσαμε και κράτος και πληθυσμούς, ωστόσο ο ελληνισμός παρέμενε αποφασιστικός πνευματικός παράγοντας για την ίδια τη δυτική Αναγέννηση και, μέχρι το 1922, αποτελούσε καθοριστικό οικονομικό και γεωπολιτικό παράγοντα της καθ’ ημάς Ανατολής, σε αντίθεση με τη σημερινή δραματική συρρίκνωση της παρουσίας μας.


Έτσι, λοιπόν, πενήντα χρόνια μετά το 1974 καλούμαστε να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε, έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον, τέλος σε μια καθοδική πορεία… που υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες χρόνια! Διότι από την Πύδνα, το 168 π.Χ., μέχρι την Καταστροφή το 1922, την Κύπρο, το 1974, και τα Μνημόνια του 2010, η συνολική πορεία είναι δυστυχώς καθοδική, παρά τη μακρά και λαμπρή ιστορία, τόσο του «ένδοξού μας βυζαντινισμού» όσο και της μεγάλης αναγέννησης του ελληνισμού από το 1700 έως το 1922.


Με την ήττα από τους Ρωμαίους, για πρώτη φορά ο ελληνισμός υποτάχθηκε πολιτικά σε μια ξένη δύναμη επί τουλάχιστον πέντε αιώνες. Και μπορεί η τεράστια πνευματική και πολιτισμική ισχύς του να επέτρεψαν την αναγέννησή του με το Βυζάντιο, επρόκειτο όμως για μια αναγέννηση μέσα σε ένα ξένο πολιτειακό πλαίσιο, το ρωμαϊκό.


Με το 1204 και το 1453, αρχίζει μια νέα περίοδος για έναν ελληνισμό ριζικά συρρικνωμένο και υποτελή, αλλά παρόλα ταύτα ακόμα σημαντική πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτισμική δύναμη στην Ανατολή, η οποία και θα του επιτρέψει την τελευταία μεγάλη του Αναγέννηση, ανάμεσα στα 1700 και το 1922. Και μετά, νέες περιπέτειες, από τον Εμφύλιο μέχρι την Κύπρο, το 1974, θα τον συρρικνώσουν ακόμα περισσότερο. Σήμερα δε, ζούμε με τον κίνδυνο της εξαφάνισης και της τελευταίας εστίας του ελληνισμού, μέσα από τη δημογραφική συρρίκνωση, την εγκατάσταση ξένων και μη ενσωματώσιμων πληθυσμών, τη φυγή των Ελλήνων, την πολιτειακή και πνευματική παρακμή. Βρισκόμαστε μπροστά στην τελική πράξη του ελληνικού δράματος. Ένα ακόμα βήμα προς την παρακμή και είμαστε χαμένοι.


Επιβεβαιώνονται άραγε οι δυσοίωνες προβλέψεις του Παναγιώτη Κονδύλη του Χρήστου Γιανναρά και του Δημήτρη Δημητριάδη; Έγραφε ο Δημητριάδης ήδη από το 1978: «…ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΗΤΑΝ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο. Γιατί η μετάβαση από τον ένα ιστορικό κύκλο στον άλλο είχε εξαντλήσει και την τελευταία της περιστροφή…»[1].


Ο Χρήστος Γιανναράς, κατέληγε σε ανάλογα συμπεράσματα από το 1986: «Τὸν παραλογισμὸ τὸν συνειδητοποιοῦμε ὅταν ἡ καταστροφὴ ἔχει πιὰ συντελεστεῖ. Ἔτσι ἔγινε τὸ 1897, ἔτσι ἔγινε τὸ 1922, ἔτσι καὶ τὸ 1974 στὴν Κύπρο… Μόνο ποὺ τώρα οἱ προδιαγραφὲς τοῦ παραλογισμοῦ ὁδηγοῦν ὄχι ἁπλῶς σὲ ἐθνικὴ συμφορά, ἀλλὰ σὲ ὁριστικὸ τέλος. Finis Graeciae.[2].


Γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης το 1997: «Γιὰ νὰ περπατήσει κανεὶς πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἔχει πόδια… Συχνότατα ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ πολιτικὴ θυμίζει κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν ἀνησυχεῖ γιατί δὲν ἔχει πόδια, πιστεύοντας ὅτι στὴν κρίσιμη στιγμὴ θὰ τοῦ φυτρώσουν φτερά»[3].Αυτές οι απόψεις κατά βάθος αποδίδουν και την πεποίθηση πολλών –ίσως των πλέον σκεπτόμενων– συμπολιτών μας. Από πού να αντλήσουμε κουράγιο και αισιοδοξία, αν τα πράγματα βαδίζουν όντως σε αυτόν τον δρόμο και αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές ή, ίσως, και με την έκβαση προδιαγεγραμμένη;


Ο πολιτισμικός «πολλαπλασιαστής»Εντούτοις, επειδή η ιστορία δεν αποτελεί πειραματική επιστήμη, και οι Έλληνες παραμένουν ακόμα ένα έθνος 15 εκατομμυρίων ανθρώπων, στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Διασπορά, τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστικά τελειωμένο.
Είναι δυνατή η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα εφεύρει, κυριολεκτικώς, αυτά τα «φτερά» που, για μια φορά, θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα «ελλείποντα» πόδια του Κονδύλη;


Η νεοελληνική Αναγέννηση (1700-1922) έθετε ως αίτημά της την ανασύσταση, στην Ευρώπη, ενός κράτους συνεχιστή του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι»). Σε αυτή την περίπτωση, ο «ελληνικός δρόμος» θα αποκτούσε μια ισχυρή οικονομική και πολιτειακή βάση και θα μπορούσε να τοποθετηθεί ισότιμα με τις άλλες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή κονίστρα.


Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέλος σε μια τέτοια αξίωση. Και ενώ η γενιά του 1930 και ο Βενιζέλος θα πασχίσουν ώστε το κουτσουρεμένο ελληνικό κράτος να ενσωματώσει στα περιορισμένα όριά του τον πληθυσμιακό πλούτο και την ιστορική και πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού, ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν μετέθεσαν το επίκεντρο απλώς στην επιλογή στρατοπέδου (αμερικανική Δύση ή σοβιετική Ανατολή). Ακόμα και το «ευρωπαϊκό όραμα» θα αντιμετωπίζεται με παρασιτικό τρόπο –ως η αποσύνθεση της ελληνικής ταυτότητας μέσα σε μια φανταστική ευρωπαϊκή χοάνη–. Μήπως, ως τελευταία επιλογή θα μπορούσαμε εν ξαναγυρίσουμε στην πρόταση του Καποδίστρια για τη μεταβολή μας σε έναν πολιτισμικό κινητήρα ή πολλαπλασιαστή όπως έλεγε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814-1815:


«… Ἑλλὰς πρέπει νὰ κηρυχθῇ ὁμοφώνως ὑφ’ ὅλων τῶν Δυνάμεων χώρα ἀφιερωμένη ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὰς ἐπιστήμας και τὴν διαφώτισιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους… Κειμένη μεταξὺ Ἀσίας καὶ Εὐρώπης, εὐκόλως θὰ κατανοῇ ἡ Ἑλλὰς τὸ νόημα τῆς μυστικοπαθοῦς ζωῆς τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν θὰ δέχεται τὸ ἐκλεπτυσμένον πνεῦμα τῶν Εὐρωπαίων, δημιουργοῦσα κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μίαν δι’ ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα σωτήριον ἰσορροπίαν»[4].


Η Ελλάδα και η Ευρώπη. Καθώς, όμως μετά το 1922, η καθ’ ημάς Ανατολή χάθηκε οριστικά, και έχει πια μεταβληθεί σε τουρκική Ανατολή – δεν βρισκόμαστε πλέον «μεταξύ Ανατολής και Δύσης», αλλά συνιστούμε το σύνορο της Δύσης απέναντι στην Ανατολή. Μήπως όμως κινδυνεύουμε να βρεθούμε απλώς μετέωροι μεταξύ Ανατολής και Δύσης και η τελευταία να μας εγκαταλείψει για μια ακόμα φορά στους Οθωμανούς, όπως είχε κάνει το 1453;


Σήμερα η συγκυρία έχει αντιστραφεί. Η Ευρώπη δεν είναι μια ανερχόμενη αποικιακή δύναμη αλλά ακολουθεί μια καθοδική πορεία που απειλεί να την οδηγήσει σε έναν δρόμο γεωπολιτικής ενδόρρηξης. Οι ευρωπαϊκές χώρες κινδυνεύουν, μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια, να αποτελέσουν μία πληθυσμιακή απόληξη της Αφρικής και της Ασίας, μια «Ευραφρική» και μια «Ευρασία», ενώ η Ρωσία να μεταβληθεί σε παράρτημα της Κίνας και του ισλάμ.


Για να συνεχίσουν να αποτελούν έναν σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα, είναι υποχρεωμένες να συμπήξουν ένα κοινό οικονομικό, πολιτισμικό, πληθυσμιακό και αμυντικό μέτωπο που θα μπορούσε να διασφαλίσει την παρουσία τους στο νέο παγκόσμιο σκηνικό. Οι Έλληνες, στο παρελθόν, διέσωσαν και διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στον Γρανικό, επιτρέποντας στον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη να θεμελιώσουν τη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη, και στον Περικλή και τον Θουκυδίδη τη σύγχρονη πολιτική σκέψη.


Εν συνεχεία, μετέβαλαν τον χριστιανισμό σε οικουμενικό, αποσπώντας τον από την εβραϊκή αποκλειστικότητα· απέκρουσαν τα κύματα του αραβικού ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας (674-678, 717-718) και με την πτώση τους, το 1453, θα θέσουν όρια στην τουρκική επέκταση προς την Ευρώπη, συμβάλλοντας ουσιωδώς στην αναγέννησή της. Ενώ, με την Επανάσταση του 1821, θα εγκαινιάσουν την αποσύνθεση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απαρχή των εθνικών επαναστάσεων στην Ανατολική Ευρώπη.


Σήμερα, για να διασωθούν οι ίδιοι, είναι υποχρεωμένοι να αποτελέσουν το προζύμι μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, να λειτουργήσουν ως Ακρίτας και πολιτισμικός πυκνωτής της Ευρώπης, και να συνεχίσουν, αν όχι ισότιμοι με τη μεγάλη τους ιστορική παράδοση, τουλάχιστον αντάξιοί της. Άλλωστε οι Έλληνες χρειάζονται πάντοτε μια «αποστολή», μια νέα «Μεγάλη Ιδέα» που να υπερβαίνει τα γεωγραφικά τους σύνορα! Και σήμερα, καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον βαθμό μηδέν του πολιτισμού, του μετανθρώπου και μιας… lady Gaga, και ο ανατολικός στο «Ισλαμικό Κράτος», όχι μόνο αποκτά εκ νέου νόημα η ελληνική σύνθεση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, ανάμεσα στη φύση και τον πολίτη («ζῶον πολιτικόν», «πρόσωπον»), προσλαμβάνει μια δραματική επικαιρότητα.


Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατ’ εξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο και ως Ακρίτας– σε ολοένα και στενότερη σχέση με μια εξίσου απειλούμενη Ευρώπη, η οποία είναι και αυτή υποχρεωμένη να ανατρέξει στην παράδοσή της για να επιβιώσει.


Εμείς, οι Έλληνες –δυστυχώς ή ευτυχώς– είμαστε υποχρεωμένοι, έστω και την τελευταία στιγμή, επί ποινή εξαφανίσεως, να αποσπάσουμε τη θαμμένη βαθιά μέσα στο χώμα του προεδρικού κήπου, από τους χαριεντιζόμενους ταρτούφους, «αλήθεια μας», για μπορέσουμε να βρούμε κάτι από τις απελευθερωτικές δημοκρατικές διαδηλώσεις της 24 Ιουλίου 1974.



[1] Δημήτρης Δημητριάδη, Πεθαίνω σαν χώρα, 1978 εκδ. Σαιξπηρικόν.
[2] Χρήστος Γιανναράς, «Finis Graeciae», Το Βήμα, 6 Ιουλίου 1986.
[3] Παναγιώτης Κονδύλης, Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, Επίμετρο στο βιβλίο Θεωρία του πολέμου, εκδ. Θεμέλιο 2004.
[4] Βλ. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, ό.π. σσ. 196-197· Γ. Καραμπελιάς, 1821…, ό.π. 282-283. *Εκ του ιστολογίου «ardin-rixi.gr» της 24.7.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου