Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. «Θεέ μου, το πατρικό μου σπίτι!» ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μου άνοιξε η ίδια η μητέρα μου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαμένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό μύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του μύλου με τέτοια σοβαρότητα που μου ’ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ημερολόγιο, που όπως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ημερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασμένα φύλλα του «γιατί, μητέρα», της λέω – «κι όμως μ’ αγαπούσατε». Τότε είδα τον αδελφό μου, που είχε πεθάνει κι αυτός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κοιμόταν ακόμα στο σπίτι, ο πατέρας, μάλιστα, ήταν τόσες οι ανάγκες μας που προσπαθούσε, αν και νεκρός κι εκείνος, να τον ξυπνήσει για να πάει να εργαστεί, «μα εργάζομαι αλλού, πατέρα» έλεγε ο αδελφός μου, τέλος πριν κατεβώ τη σκάλα πρόφτασα να δω μια γριά υπηρέτριά μας, απ’ τους παλιούς καιρούς, πεθαμένη κι εκείνη, να κλείνει βιαστικά τις κουρτίνες στα παράθυρα αυτού του μυστηριώδους σπιτιού που δεν ήξερα πού βρίσκεται, ούτε θα μάθαινα ποτέ… *Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990/εκδ. Μετρονόμος, 2018. *Εκ του ιστολογίου «geromorias.blogspot.com» της 17.10.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου