Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΑΛΟΓΟ, ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ




Ένα κάρο ἀνέβαινε ἀπ’ τὸν Πειραιᾶ στὴν Ἀθήνα.

 Ἔφερνε τρία βαρέλια λάδι.

 Ἐπάνω στὸ φόρτωμα ἦταν ὁ καροτσέρης, ἕνας ἄνθρωπος μελαχροινός, μὲ ψαρὰ γένια, καὶ τὸ παιδί του.

 Τὸ κάρο κυλιόταν ἀργά, νωθρὰ στὸν ἀνήφορο.

 Ἦταν Ἀπρίλης· εἶχε νυχτώσει κι ἄναβαν τὰ φῶτα. 

Ἀπ᾽ τὸ καμουτσίκι, ἕνα μαδημένο σχοινί, μποροῦσε νὰ καταλάβη κανείς, πὼς ὁ καροτσέρης ἀγαποῦσε τ’ ἄλογο. 

Τὸ καμουτσίκι ἔπεφτε στὰ καπούλια του πολὺ ἐλαφρά, σὰν παιγνίδι. 

Καὶ σ᾽ ὅλο τὸν ἀνήφορο αὐτό, τ’ ἄλογο δὲν ἄκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρὰ μόνο φωνή: 

―Ἔλα, Κύρκο, ἄϊντε, Κύρκο!



τσι, μ’ αὐτὸ τὸ χάδι, ἀνέβαινε, σέρνοντας τὸ κάρο, τρία βαρέλια καὶ δυὸ ἀνθρώπους. ―Ποὺ λές, εἶπε ὁ γέρος στὸ παιδί του, ὁ Κύρκος ἔχει φιλότιμο. Νὰ τ’ ἀκοῦς ἐσύ, ποὺ κάποτε τὸν χτυπᾶς. Δὲν τὰ δέρνουν τὰ ζῶα. Καὶ τέτοιο ἄλογο ποῦ τὸ βρίσκεις, σὰν τοῦτο; Μᾶς τρέφει ὅλους, ποὺ λές. Δίνει ψωμὶ ἐμένα, ἐσένα, τῆς μάνας σου, τῶν ἀδερφιῶν σου, τοῦ σπιτιοῦ. Ἕνα ζῶο νὰ τρέφη ὀχτὼ ἀνθρώπους!... Θὰ πῆς: Ἐγὼ δουλεύω. Ἄμ’ αὐτὸ δουλεύει πρῶτα καὶ ὕστερα ἐγώ. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι δουλευτής, ποὺ δὲ βρίσκεται. Εἶναι ἀπὸ τὴ Σερβία. Χρεωθήκαμε νὰ τὸ πάρωμε, δὲν τὰ ξέρεις ἐσύ. Ἐπέρασε κάμποση ὥρα μὲ σιωπή. Ἔπειτα ξανάρχισε: ―Ποὺ λές, πόσες ἀραμπαδιὲς ἔφερνε ὁ Κύρκος ἀπ’ τὰ νταμάρια; Κανένα ἄλογο δὲν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Πέντε χιλιάδες δραχμὲς τὴν ἡμέρα. Μᾶς ἔσωσε. Τὸ κάρο πήγαινε βαριά. Οἱ ρόδες βροντοῦσαν, κι ὁ γέρος ξανάρχισε: ―Ἄκου, παιδί μου. Αὔριο τὸ ἄλογο καὶ τὸ κάρο καὶ τὴ δουλειὰ θὰ τὴν πάρης ἐσύ. Ἐγὼ δὲν μιπορῶ. Ξέρεις ποὺ ἡ μέση μου πονεῖ. Μοὖπε ὁ γιατρὸς νὰ μὴ δουλεύω. Νὰ πάρης τὸν Κύρκο, νὰ τὸν ξαναπᾶς στὰ νταμάρια, νὰ βγάλωμε ψωμί. Νὰ γιατρευτῶ κι ἐγώ. Κι ἡ μάνα σου νὰ μὴν ξενοπλένη κι ἡ ἄρρωστη ἡ ἀδερφή σου ἡ Βγενιὼ νὰ κάνη χρῶμα, ποὺ βήχει. Νά, τὸ λοιπόν. 


Πιάσε τὰ λουριά. Κατέβα κάτω καὶ πιάσε τὸν Κύρκο. Νὰ τὸν βγάλης ἐδῶ, τὸν ἀνήφορο! Ἔλα, σιγά! Χάϊδευέ τον στὸ λαιμό. Ἄϊντε, Κύρκο! Τὸ παιδὶ πήδησε κάτω, ἔπιασε τ’ ἄλογο κι ἐτραβοῦσε. Ὁ γέρος ἔβλεπε μὲ ἀνάπαυση τὴ λιγερὴ σκιὰ τοῦ παιδιοῦ, τὸ τολμηρό του χέρι, ποὺ κρατοῦσε τὰ λουριά. Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ γίνη καλὸς καροτσέρης! Πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ κάποιο εἰκόνισμα τοῦ δρόμου. Ὁ γέρος ἔβγαλε τὴν ψάθα του κι ἐσταυροκοπήθηκε μέσα στὸ σκοτάδι. Ἦταν ἄρρωστος, σακατεμένος, ὅμως δὲ σταυροκοπήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Εἶπε: «Θεέ μου, κάνε νὰ μὴ βήχη τὸ κορίτσι, ἡ Βγενιώ. Κάνε τοῦτο τὸ παιδὶ νὰ πάρη στὰ χέρια του τὸ κάρο μὲ τὸν Κύρκο. Καὶ γιὰ μένα ― ὅ,τι πῆς». Κι ἔπιασε μὲ τὰ δύο χέρια τὴ μέση του, ποὺ τὸν πονοῦσε δυνατά. Τὸ κάρο εἶχε προχωρήσει πολὺ μέσα στὴν πόλη, ὅταν ἄκουσε μιὰ φωνή: ―Ἄλτ! Τὸ κάρο σταμάτησε. Τρεῖς στρατιῶτες τοῦ πυροβολικοῦ κι ἕνας δεκανέας, μὲ τὰ ὅπλα στὸν ὦμο, πλησίασαν. ―Ἔλα, κατέβα κάτω, εἶπε ὁ δεκανέας. ―Σ’ ἐμένα τὸ λές; ―Ἄϊντε, γειά σου, κατέβα, νὰ μὴ χάνωμε καιρό. ―Καὶ γιατί; ―Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Τὸ κάρο θὰ τὸ πάμε στὸ στρατώνα. Ἐπιστρατεία ἔχουμε. Τώρα τὸ μαθαίνεις; ―Ἐπιστρατεία!... ―Ναί, γειά σου, πιάσε ἀπὸ κεῖ νὰ ξεφορτώσωμε. ―Ἔτσι, μὲς στὸ δρόμο; Γιὰ στάσου, βρὲ παιδί, τ’ εἶναι τοῦτα; 


χω δουλειά, ἔχω μεροκάματο. ―Τὸ μεροκάματο κοιτᾶς, καημένε, ἢ ποὺ φεύγει ἀπόψε τὸ Σύνταγμα; Χωρατεύεις; Κόπιασε κοντά, πατριώτη, νὰ πάρης τὸν ἀριθμό σου. Κι ὕστερα ἀπὸ τὸν πόλεμο, ἂν γίνη πόλεμος, νἄρθης νὰ πάρης τ’ ἄλογό σου καὶ τὸ κάρο, ἢ νὰ πληρωθῆς ἀπ’ τὸ Δημόσιο, ἂν σκοτωθῆ τὸ ζῶο. Ὁ γέρος γύρισε καὶ κοίταξε τὰ βαρέλια ποὖταν πεσμένα στὸ δρόμο. Εἶπε στὸ παιδί του: «Κάτσε αὐτοῦ ὡς νἀρθῶ» κι ἀκολούθησε τὸ κάρο. Δὲν ἔλεγε τίποτε. Ἕνας στρατιώτης, ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν χωρὶς καμιὰ κουβέντα, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: ―Ἄμ’ ὅ,τι ἔχομε καὶ δὲν ἔχομε, πατριώτη, θὰ τὸ δώσουμε γιὰ τὴν Πατρίδα. Ὁ γέρος, μετὰ κάμποση ὥρα, τοῦ ἀπάντησε. ―Ποιός λέει ὄχι; Γιὰ τὴν Πατρίδα εἶναι ὅλα. Μὰ ὁ Θεὸς δίνει σὲ κάποιους, βλέπεις, ἕξη παιδιά. Καὶ τούτ’ ἡ δόλια καρδιὰ ποὺ ἔχουμε, σάμπως μπορεῖς, ὅποτε θέλεις, νὰ τὴν κάνης πέτρα γιὰ νὰ μὴν ἀκούη; Πάντα καρδιὰ εἶναι. Ἔφτασαν στὸ στρατώνα κι ἔμπασαν τὸ κάρο στὴν αὐλή. Τὸ Σύνταγμα ἑτοιμαζόταν, Θἄφευγε τὰ μεσάνυχτα. Ὁ γέρος στάθηκε κι ἄκουγε τὸ θόρυβο τῆς αὐλῆς. Οἱ ἔφεδροι χόρευαν, πηδοῦσαν, τάραζαν τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές. Πολίτες ἔμπαιναν μέσα ψάχνοντας γιὰ τοὺς δικούς τους, φωνάζοντας ὀνόματα στὸ σωρό. Κάποιοι κρατοῦσαν ἐκεῖ κάτω μιὰ σημαία. 


νας παπὰς ἀπὸ κάτω, φορώντας φισεκλίκια σταυρωτὰ στὸ στῆθος, μιλοῦσε στοὺς ἄλλους γιὰ τὴν Ἐλευθερία καὶ τὸ Χριστό. Ἕνας ἔφεδρος στὸ φανάρι διάβαζε ἐφημερίδα. Κι ἄλλος ἔγραφε στὸ γόνατο μὲ τὸ μολύβι. Πιὸ πέρα οἱ ἔφεδροι ἀποχαιρετοῦσαν τοὺς δικούς τους μὲ συγκίνηση. Χέρια ζαρωμένα ἔσφιγγαν τὰ ζωντανὰ κορμιὰ τῶν ἐφέδρων. Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν καὶ τὰ μαντήλια ἔπιναν. Ὁ γέρος ἦταν μόνος σ’ αὐτὸ τὸ πανηγύρι. Κανένα δὲν ἤξερε καὶ κανένας δὲν τὸν ἤξερε. Ὅμως προχώρησε στὸ βάθος, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἀραδιασμένα κάμποσα κάρα καὶ τὸ δικό του μαζί. Ὁ Κύρκος, σὰν τὸν εἶδε, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ φύσηξε μὲ τὰ πλατιὰ ρουθούνια του. Ὁ γέρος ἅπλωσε τὰ χέρια του καὶ τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ λαιμό. Κι ἐκεῖ στὴ γωνιὰ παράμερα, μιλοῦσε ἕνας ἄνθρωπος μ’ ἕνα ἄλογο: ―Δὲ θὰ σὲ ξαναδῶ... Ἔ, δουλευτή... Ἔ, παλληκάρι... Καὶ στὸ σπίτι δὲν ξέρουν τίποτε... Μήτε ἡ κυρά σου, μήτε ἡ Βγενιώ, κατάλαβες... Ποιός ξέρει ποῦ θὰ πεθάνης καὶ πῶς... Κι ὅμως γιὰ τὴν Πατρίδα χαλάλι. Ἄϊντε στὸ καλό... Καὶ τὸν φιλοῦσε ἀδιάκοπα.



Ἕνας στρατιώτης πλησίαζε ψάχνοντας στὸ σκοτάδι. 

―Ἄϊντε, καημένε γέρο!

 Τὴ δουλειά σου θἄχωμε;

 Ἄϊντε νὰ παρης τὸν ἀριθμό. 

Ὁ γέρος μπῆκε σ’ ἕνα γραφεῖο, πῆρε κάποιο χαρτὶ καὶ τὄβαλε στὸν κόρφο. 

Ἔπειτα βρέθηκε στὸ δρόμο. 

Πήγαινε ἀργά, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, πρὸς τὸ μέρος, ποὺ ἄφησε τὰ βαρέλια μὲ τὸ παιδί. 

ΙΙολλοὶ γύριζαν ἀπ’ τὸ στρατώνα, μοναχοί, καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς ὁ καροτσέρης, ὁ πεζός,

 ὁ γέρος, ὁ πιὸ μοναχός...



Από το Αναγνωστικόν της ΣΤ' Δημοτικού του 1952

Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Ζαχαρίας Παπαντωνίου


2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό κείμενο! Με τέτοια κείμενα παιδαγωγούνταν τα ελληνόπουλα...! Άντε βάλ' τα δίπλα στα σημερινά για να καταλάβεις γιατί τα παιδιά μας σήμερα είναι άδεια, απελπισμένα, χωρίς στόχους και ιδανικά, χωρίς πίστη, χωρίς πατρίδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έτσι είναι δυστηχώς.Βιώνουμε το τέλος των αξιών.Όποιος δύναται από εδώ κι εμπρός φυλάττει Θερμοπύλες και κάνει το σπίτι του ένα σύγχρονο ''κρυφό σχολειό''.

    ΑπάντησηΔιαγραφή