Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 97-103.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση


Αρχηγός στα βουνά μας γίνηκε ένας λεβέντης με τ' όνομα, ο Στρατής ο Ξένος. Είχε χέρι που λύγιζε ατσάλι και καρδιά που ποτέ δεν γνώρισε τρόμο. Όλο το χωριό τη θυμόταν κείνη την βραδιά που ο Στρατής παράτησε το γάμο του, τη νύφη αφίλητη, το τραπέζι στρωμένο, άρπαξε ντουφέκι κι ανέβηκε στο βουνό. Ο κόσμος περίμενε το γάμο του Στρατή να ξαποστάσει μια σταλιά, να φάει, να πιει, να χορέψει, να γελάσει τ' αχείλι του. Τέτοιος είν' ο άνθρωπος, τη θέλει τη χαρά, σ' όσο άγριες στιγμές κι αν βρίσκεται.
Βάλαν οι χωριανοί τα γιορτινά τους. Ξεκινήσανε με πεσκέσια και λουλούδια. Το σπιτικό του Στρατή δεν ήτανε χτυπημένο. Η παλικαριά του έκανε τους Τούρκους να σκιάζονται κι ούτε ζύγωναν στα χτήματά του, ούτε λύτρα του ζήτησαν. Κατέβαινε στη Σμύρνη και μοσχοπούλαγε τις σοδειές του. Είχε φτιάσει γερό κομπόδεμα. Ξαγόρασε το στρατιωτικό του' ήταν λεύτερο πουλί. Το γάμο του ήθελε να τον καταλάβει όλο το χωριό και να τον θυμάται για χρόνια. Σούβλισε αρνιά, παραγέμισε γαλοπούλες με κάστανο, κουκουνάρι και σταφίδα κουραντί. Πέντε γυναίκες τηγάνιζαν τζιεράκια, παστουρμάδες, κεφτέδες και ψάρια. Χώρια οι ταβάδες, τα σινιά, με τις κουγιουρουκόπιτες, τα γαλατομπούρεκα, τους μπακλαβάδες, τα μπουρέκια και τα κατιμέρια.
Η νυφούλα, άπροικη, μικρή, ομορφούλα, καμάρωνε το λεβέντι πού' κανε ταίρι. «Καλότυχη!» μουρμούριζαν με φθόνο οι μάνες πού' χαν κόρες της παντρειάς. Κείνος τη σήκωσε να σύρει το χορό. Της πέρασε στο λαιμό τρεις αράδες βενέτικα και πολίτικα φλουριά. Πεντόλιρο κόλλησε στους παιχνιδιατόρους να μη σταματήσουν τα βιολιά και τα ούτια όσο θα κρατούσε το γλέντι.
Πάνω σε μια τέτοια στιγμή ακούστηκε μπιστολίδι κι' ουρλιαχτά. Οι μάνες πού' χαν κρυμμένους γιους αλαφιάστηκαν. -Τί' ναι, καλέ! Τί' ναι για τ' όνομα του Χριστού; Σκιές τρέχανε μέσα στο σκοτάδι. Ύστερα έγινε ησυχία. -Στρατή, φώναξε ένας γέρος, σκότωσαν το ξαδερφάκι σου, τον Κώτσο και της χήρας της Ελένης το γιο και του Μανίσαλη τον έγγονα! Σταματήσανε τα βιολιά. Πάγωσαν οι καλεσμένοι.
Πήρε ο Στρατής το ντουφέκι του, άγριος, βουβός. Άνοιξε δρόμο ο κόσμος να περάσει. Στην πόρτα της θειας του της Σοφής, είδε πεσμένον μπρούμυτα, με μια μαχαιριά στην πλάτη, τον πρωτοξάδερφό του, τον Κώτσο! Πέντε μέτρα παραπέρα, με τρεις σφαίρες στο κεφάλι, έπλεε στο αίμα ο καλύτερος φίλος του ο Λευτέρης, ο μοναχογιός της έρμης της κυρα-Λένης. Μα πιο ανατριχιαστικό θέαμα παρουσίαζε ο Αλέκος, το πεντάρφανο αγγόνι του γερο-Μανίσαλη' τον είχαν δέσει μ' ένα σεντόνι απ' τον λαιμό και τον κρέμασαν απ' το μπαλκόνι του σπιτιού του. Ήταν το πρώτο ομαδικό φονικό που γινότανε στο χωριό.
-Ωχού, τα παιδάκια μας! Θρηνούσαν οι γυναίκες. Ωχού! Βαγγελίστρα! Βάλε το χέρι σου! Άι-Δημήτρη μας κι εσύ Άι-Γιώργη καβαλάρη, προστάτεψέ μας! Κίτρινος σαν το φλουρί ο Στρατής, είχε πέσει σε βαθιά συλλογή. Ποιός έκανε το έγκλημα; Ποιός διάλεξε τη μέρα που παντρευόταν αυτός ν' αρχίσει το φονικό; Όλων τα μάτια γύρισαν κατά το μέρος του. Τί απόφαση θα λάβαινε; Πώς θ' απαντούσε στην πρόκληση;
-Για φωνάχτε μου τον Καρχαμάνογλου τον Μπαλούδρο και τον Αλπεκίδη, είπε με σκληρή φωνή και μπήκε μέσα στο σπίτι του. Η γυναίκα του έτρεξε το ξοπίσω και παραμόνευε τις κινήσεις του. -Τί λογαριάζεις να κάνεις Στρατή; Μη μου φύγεις! Η μάνα του πήρε να κλαίει. Ο Στρατής νευρίασε. -Σκασμός! (...) Άμα ξεστόμισε κάμποσες βρισιές, λαγάρισε ο νους, γύρισε κι είδε μάνα και γυναίκα, μετάνιωσε που τις αποπήρε. -Δε θέλω κλάματα! είπε. Δε βλέπετε πως θα μας φάνε ούλους; Πρέπει ν' απαντήσουμε, να περασπίσουμε τη ζωή μας, το έχει μας. Να σκιαχτούνε, να μας λογαριάζουνε οι μοβόροι! Για πότε μαζεύτηκαν είκοσι τόσα παλικάρια, όλοι λιποτάχτες από τα Ταβάν Ταμπουρού. Πήραν άλογα, τροφές, ρούχα, όπλα και το ίδιο κείνο βράδυ ανεβήκανε στο βουνό.
-Θε μου! δερνόντανε οι γυναίκες, θα σας σφάξουν, έρμα! Πού πάτε; Μήπως έχετε κανέν' αποκούμπι πίσω σας να στηριχτείτε! Έτσι τελείωσε ο γάμος του Στρατή κι αρχίσανε τα κατορθώματά του. Τρόμος έπιανε τα τούρκικα αποσπάσματα άμα άκουγαν τ' όνομά του. Σατανά τον φώναζαν και φτούσαν τρεις φορές στον κόρφο τους.
Ένα βράδυ, τόλμησε και κατέβηκε στο σπίτι του. Έβρεχε, άστραφτε και βροντούσε, φύσαγε να σηκώσει βουνά. Ψυχή δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Κείνος μόνο βγήκε στις στράτες. -Τη νύχτα του γάμου μου, είπε, θέλω να τήνε ζήσω' δε θα μου τη φάνε τα σκυλιά! Θέλω ν' αποχτήσω γιο, εγώ! Ν' αφήσω πίσω μου εκδικητή! Γλυκιά η αγκαλιά της γυναίκας κι ο Στρατής άρχισε συχνά να παίρνει το δρόμο του σπιτιού του. Ώσπου μια βραδιά κιντύνεψε να πιαστεί κι από τότε έκοψε τα σουλάτσα. Μέρες τον λαχταρούσε και τον καρτερούσε η γυναίκα του. Ύστερα πήρε μήνυμά της.

Ψυχορραγούσε, λέει, η μάνα του και τον αποζητούσε να του δώσει την ευκή της. Φώναξε τα παλικάρια του και τους είπε: -Αδέρφια, η μάνα που μού' δωκε τη ζωή πεθαίνει. Χρέος έχω να κατεβώ να της δώσω τον τελευταίο ασπασμό. Μα και μεγαλύτερο χρέος έχω σ' εσάς, που μου μπιστευτήκατε τη ζωή σας. Βγάλτε το λοιπόν απόφαση. Αν μου πείτε «σύρε!» θα ξελαφρώστε την καρδιά μου. Αν πάλι μου πείτε «μείνε!», άδικο δε θα σας δώκω, γιατί κει που έφτασε ο αγώνας χρειάζεται ν' απολησμονήσουμε τ' άτομό μας. Οι λιποτάχτες, νέα παιδιά, δεμένα περισσότερο με τις συνήθειες της ειρηνικής ζωής παρά με την αγριάδα του πολέμου, του αποκρίθηκαν με μια φωνή:
-Να πας, καπετάνιο, να πας! Ο Στρατής ο Ξένος δεν τρώγεται εύκολα, είναι σκληρό καρύδι. 'Ετσι, μόλις πλάκωσε η νύχτα, πήρε τ' άτι του και ξεκίνησε για το χωριό. Δυο απ' τα παλικάρια του τον ακολούθησαν. -Τί συμβαίνει; τους είπε αυστηρά μόλις τον ζύγωσαν. Σύρτε οπίσω! Δεν είμαι βυζασταρούδι, μπρε! Πάει καιρός που μ' απόκοψε η μάνα μου. Κείνοι επιμένανε: Μας το διατάζει η καρδιά μας, καπετάνιο. Και στον Άδη να κατέβεις, μεις θα σ' ακολουθήσουμε...

-Άιντε, ζεβζέκηδες, παμέτε, αφού σας τρώει ο κολαράκο σας για σεργιάνι. Ζύγωσαν στο χωριό' πήγαν να σιγουρέψουν τ' άλογά τους στον κούλα του μπαρμπα-Δημητρού. Εκεί μάθαν πως την προηγούμενη νύχτα κινήθηκε ασκέρι κατά δω. Ο Στρατής άφησε στο ύψωμα τα παλικάρια να βιγλίζουν τον καρόδρομο κι έφυγε αστραπή. Πήδηξε στην πίσω μάντρα του σπιτιού του μη λάχει και τόνε δουν οι γειτόνισσες και τρέξουν, σαν την άλλη φορά που κατέβηκε για τα γεννητούρια της γυναίκας του κι αρχινήσανε τις κλάψες και «πες μου για το γιόκα μου» και «πες μου για τον αντρούλη μου» και «δώσε τούτες τις αλλαξιές και κείνη την πίτα».
Καιρό δεν είχε. Τα ρουθούνια του οσμίζονταν παντού μπαρούτι. Άσκημη ώρα διάλεξε ο Χάρος να χτυπήσει την πόρτα του. Ζύγωσε το παράθυρο της κουζίνας. Ξεδιάκρινε απ' τη χαραμάδα τη γριά του που είχε στήσει σε μια γωνιά το κρεβάτι της. Δεν είχε ακόμα πεθάνει. Το λυχνάρι φώτιζε το κερωμένο πρόσωπό της. Η καρδιά του πήγε να σπάσει. Πόσες φορές δεν κάθισε σ' αυτή τη γωνιά όταν ήταν παιδί, για να τσιγκλάει τη μάνα του σαν τηγάνιζε κεφτέδες, τ' αγαπημένο του φαί, κι όλο να της λέει: «λίγωσα, μάνα, βιάσου να φάμε!» Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έπιασε το κλειδί της πόρτας. Τό' χε πολλές νύχτες χαϊδέψει τούτο το κλειδί.
Ονειρευότανε πότε θ' αξιωθεί να το βάλει στην κλειδαριά, ν' ανοίξει την πόρτα, ν' αρπάξει τη γυναικούλα του, να τη φέρει στο κρεβάτι και να τη γεμίσει φιλιά απ' τα νύχια ως την κορυφή. Γλίστρησε σαν γάτος μέσα στο σπίτι. Πλησίασε και φίλησε ευλαβικά το μέτωπο της γριάς του, της χάιδεψε τρυφερά τα λευκά μαλλιά. «Ήρθα μάνα. Είμαι κοντά σου...». Μα κείνη δεν άκουγε πια, δε γνώριζε∙ κοντανάσαινε, έσβηνε...

Γονάτισε το παλικάρι, έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του, αποξεχάστηκε. Κει τον βρήκε η γυναίκα του και κλάψανε μαζί∙ ύστερα τον σήκωσε, τον τράβηξε απαλά, τον έφερε στο πλαϊνό δωμάτιο, μπρος στην κούνια του γιου του. Είδε το μικρό ο Στρατής να κοιμάται με σφιγμένες τις χουφτίτσες του∙ γλύκανε το πρόσωπό του.
-Μπαγάσικο, έκανε χαϊδευτικά, από τώρα μου τοιμάζεσαι για γροθιές! Τσακίστηκε η γυναίκα να τον περιποιηθεί, να στρώσει τραπέζι, να φέρει ρακί κι ό,τι μεζέ είχε. -Λενιώ μου, δε θα σταθώ, της είπε χολιασμένος. Άδικα μην κοπιάζεις, πρέπει να φύγω ογλήγορα. Κείνη δάκρυσε.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 97-103.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου