Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 2ο ΜΕΡΟΣ

 



Συνέχεια από το προηγούμενο...


Ήταν φυσικό οι Γραικοί να εκμεταλλευτούν αυτό το κεφάλαιο. Άρχισαν να αισθάνονται υπερήφανοι για τη σχέση τους με τους δημιουργούς αυτής της παιδείας. Ο όρος ”Έλλην” άρχισε να χάνει την υποτιμητική του χροιά. Εκτός αυτού, οι Σταυροφόροι περιόρισαν, ουσιαστικά, τους Βυζαντινούς στα ιστορικά Ελληνικά εδάφη, δίνοντας τους έναν ακόμη λόγο να δηλώνουν Έλληνες. Η νέα χρήση της λέξης ”Έλλην” ξεκίνησε από την αιώνες ελληνική Θεσσαλονίκη, που παρήγαγε τους σημαντικότερους λογίους της Αυτοκρατορίας, ακριβώς λόγω της Ελληνικής παιδείας.


Από την Κύπρο και τον λόγιο Αθανάσιο Λεπενδρηνό, έρχεται, την ίδια περίοδο, η επανεμφάνιση της φυλετικής χρήσης του όρου όταν γράφει «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω», περιγράφοντας κι άλλους τόπους «εν οις Έλληνες ζώσι». Ο Θεσσαλονικεύς Δημήτριος Κυδώνης πρωτοχρησιμοποιεί τον όρο «Ελλάς» για τον χαρακτηρισμό της Αυτοκρατορίας. Μετά το 1350, η λέξη «Έλληνας» δεν σημαίνει πια ειδωλολάτρης, αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος Ελληνόφωνος που κατοικεί στα απομεινάρια της Αυτοκρατορίας.


Με την εξαίρεση του, αυτοχαρακτηριζόμενου ως «Βυζάντιου», Γεωργίου Σχολάριου (που, ωστόσο, δεν ονομάζει την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, αλλά με το αρχαίο της όνομα, Βυζάντιο) οι διανοούμενοι της τελευταίας περιόδου θεωρούν εαυτούς Έλληνες και οδηγούν την Αυτοκρατορία σε μία Αναγέννηση Ελληνική, βαθιά επηρεασμένη από την αρχαιότητα. Με τον Ελληνικό τρόπο, λοιπόν, το πνεύμα κυριαρχεί. Στη διαλυμένη Αυτοκρατορία οι επιστήμες προχωρούν, οι θεωρητικές συζητήσεις παίρνουν διαστάσεις εθνικών θεμάτων, η σπουδή των αρχαίων Ελλήνων γίνεται υποχρεωτική σε όποιον θέλει να σέβεται τον εαυτό του.


Το ζήτημα των μεγάλων φιλοσοφικών – θεολογικών διαμαχών το εξετάζουμε αλλού. Πέρα από αυτές, ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών επιστημόνων όλων των τομέων δίνει φτερά σε όλες τις επιστήμες κι ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, αγνώστων, λόγω της Βυζαντινής παράδοσης που θεωρεί, όπως κι η αρχαιοελληνική παράδοση, ότι για το εκάστοτε μεγάλο καλλιτεχνικό έργο η τιμή ανήκει στον χορηγό του, οδηγεί την τέχνη σε ανεπανάληπτα ύψη. Όσα ονόματα καλλιτεχνών γνωρίζουμε είναι διότι είχαν κι άλλες ιδιότητες πιο σημαντικές για την εποχή, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος λόγου χάριν είναι γνωστοί διότι έτυχε να είναι και εξαίρετοι γεωμέτρες.


Οι εξαιρετικοί γιατροί των απομειναριών της Αυτοκρατορίας, όπως ο (κυρίως φαρμακολόγος) Νικόλαος Μυρεψός, ο Δημήτριος Πεπαγωμένος, ο (κυρίως ουρολόγος) Ιωάννης Ακτουάριος (που πρώτος επισημαίνει το παράσιτο ταινία και πρώτος μελετά τις ψυχοσωματικές διαταραχές) έδωσαν νέα ώθηση στην ιατρική, μια επιστήμη που πάντα άνθιζε στο Βυζάντιο. Οι φημισμένοι δάσκαλοι του Πανεπιστημίου (Πανδιδακτήριο) της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας, ο πολυγραφότατος γιατρός, φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο ιατρός και γεωγράφος Γεώργιος Χρυσοκκόκης, ο φιλόλογος Τρικλίνιος, ο μαθηματικός και διδάσκαλος της φιλοσοφίας Γεώργιος Ακροπολίτης, ο πανεπιστήμων Νικηφόρος Γρηγοράς, ο φημισμένος δάσκαλος Νικηφόρος Παχυμέρης, ο πρώτος χρήστης των Αραβικών αριθμών στην επικράτεια, Μάξιμος Πλανούδης, ο μαθηματικός Νικόλαος Ραβδάς, οδήγησαν στην επανενεργοποίηση της ενασχόλησης με τις «θύραθεν» επιστήμες, κι ας ήταν στην πλειονότητά τους μοναχοί κι ιερωμένοι.


Οι λόγιοι Νικηφόρος Χούμνος, Θεόδωρος Μετοχίτης, Ιωσήφ ο Φιλόσοφος, Ιωάννης Κατακουζηνός, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, και το υπέρλαμπρο άστρο του Γρηγορίου Παλαμά (ο οποίος δεν επιθυμούσε να θεωρείται εγγράμματος ή λόγιος, αλλά είχε λαμπρότατη μόρφωση και εκπληκτικά οργανωμένη κι ευφυή σκέψη) ο Ισίδωρος Βουχεράς, ο Θεόδωρος Μελητινιώτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο βαθύτατα μορφωμένος Πλατωνιστής, Ρηξικέλευθος Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), που φώναζε παντού «Έλληνες έσμεν γένει τε και παιδεία», ο μαθητής του Πλήθωνα, Βησσαρίων, ο ακέραιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Γεώργιος Σχολάριος, υπήρξαν τα στολίδια αυτής της αναγέννησης, ακόμη κι αν πρέσβευαν τελείως διαφορετικές απόψεις, υπήρξαν αληθινοί διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και των Αναζητήσεων.


Αυτόν το ζωντανό Ελληνικό πολιτισμό γνώρισαν οι δυτικοί επιδρομείς. Πολλοί από αυτούς, άνθρωποι καλλιεργημένοι με τα δυτικά μέτρα της εποχής, επιθύμησαν να φέρουν αυτόν τον πλούτο, ακόμη και αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους, στη Δύση. Αν οι Σταυροφόροι είχαν πετάξει στη φωτιά τα συγγράμματα της θύραθεν παιδείας που βρήκαν στην Πόλη, οι απόγονοί τους πλήρωναν όσο όσο για έναν τόμο. Οι λόγιοι της Ιταλίας ταξίδευαν σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να ακούσουν τους Έλληνες λογίους να μιλούν, να συζητούν και να διαλέγονται.


Νέοι έφταναν από τη Δύση στο Πανδιδακτήριο για να σπουδάσουν. Οι βυζαντινοί έχουν αποκληθεί «βιβλιοθηκάριοι των Μέσων Χρόνων». Λίγο πριν πέσει η πόλη, έδωσαν τη γνώση που είχαν σώσει, μες στους αιώνες, στην ελεύθερη και οικονομικώς αναπτυσσόμενη συνεχώς Δύση. Η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση παραδίδει τη σκυτάλη του πολιτισμού στη Δύση, που ετοιμάζεται για τη δική της Αναγέννηση.


Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ


Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος ε­ί­ναι στε­νά συ­νδε­δε­μέ­να με­ την Ι­στορί­α και το παρε­λθό­ν του­ς και δε­ν ε­ί­ναι ε­ύ­κολο να απε­μπλακού­ν από­ αυ­τά. Μια σε­ιρά λαμπρώ­ν Αυ­τοκρατό­ρω­ν ­στρατηλάτων, ό­πω­ς ο Νικηφό­ρος Φω­κάς, ο Ι­ω­άννης Τσιμισκή­ς και ο Βασί­λε­ιος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγή­σου­ν το Βυζάντιο σε­ πολε­μικού­ς θριάμβου­ς, αλλά και σε ειρηνικά επιτε­ύ­γματα, έ­τσι ώ­στε­ η πε­ρί­οδος 945 ­- 1025, δί­καια να ονομασθε­ί­ ε­ποχή­ της με­γαλύ­τε­ρης ακμή­ς και δό­ξας της με­γάλης Ελληνικής Α­υ­τοκρατορί­ας. Εί­ναι βέ­βαιο ό­μω­ς ό­τι το «τηρή­σαι τα αγαθά χαλε­πώ­τε­ρον του­ κτή­σασθαι».



Ό­ταν πέ­θανε­ ο Βασί­λε­ιος ο Β΄, το 1025, τα σύ­νορα του­ Βυ­ζαντί­ου­ ε­κτε­ί­νο­νταν από­ το Δού­ναβη, ω­ς την Α­ρμε­νί­α και τη Συ­ρί­α. Η στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ς και ο πληθυ­σμό­ς του­, μαζί­ με­ την πολιτιστική­ και θρησκε­υ­τική­ του­ ακτινοβολί­α, το καθιστού­σαν μια με­γάλη παγκό­σμια δύ­ναμη της ε­ποχή­ς. Η θέ­ση του­ Βυ­ζα­ντί­ου­ και η πρό­σφατη ε­πέ­κταση τω­ν ε­δαφώ­ν του­, θα προκαλέ­σου­ν οικονομι­κή­ άνοδο και ε­υ­ημε­ρί­α, που­ θα ε­μφανι­στού­ν πιο έ­ντονα στην πρω­τε­ύ­ου­σα και λιγό­τε­ρο ή­ και καθό­λου­ στις ε­παρχί­ε­ς.


Α­υ­τή­ η ε­υ­ημε­ρί­α και η μη ύ­παρξη αξιό­­λογου­ ε­ξω­τε­ρικού­ ε­χθρού­ την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, θα δημιου­ργή­σου­ν στου­ς ηγέ­τε­ς και την αριστοκρατί­α της Πό­λης έ­να πνε­ύ­μα ασφαλε­ί­ας, που­ δε­ν θα αργή­σε­ι να προκαλέ­σε­ι τάσε­ις ε­υ­ζω­ί­ας, ε­υ­δαιμο­νισμού­, ραστώ­νης ή­ ακό­μη και αδιαφο­ρί­ας, τό­σο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του­ Κράτου­ς, ό­σο και για τα προβλή­ματα τω­ν επαρχιώ­ν. Έ­τσι, κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Βασιλε­ί­ου­ του­ Β΄, θα αρχί­σε­ι να ε­μ­φανί­ζε­ται δυ­σαρέ­σκεια, κυ­ρί­ω­ς τω­ν Α­να­τολικώ­ν ε­παρχιώ­ν, έ­ναντι του­ κέ­ντρου­.


Η ανισό­τητα αυ­τή­ θα ε­νισχυ­θε­ί­ από­ θρη­σκε­υ­τικέ­ς διακρί­σε­ις, διω­γμού­ς και, κυ­ρί­­ω­ς, καταπιε­στική­ φορολογική­ πολιτική­, που­ θα φέ­ρε­ι οικονομική­ κρί­ση στου­ς μικρού­ς και με­σαί­ου­ς ιδιοκτή­τε­ς γης. Ό­μω­ς οι άνθρω­ποι αυ­τοί­ αποτε­λού­σαν βάθρο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του Κράτου­ς, γιατί­, ε­ί­τε­ σαν Ακρίτες, ε­ί­τε­ σαν προσω­πικό­ του­ στρα­τού­ τω­ν Θε­μάτω­ν, έ­διναν τον ε­θνικό­ χαρακτή­ρα στο Βυ­ζαντινό­ στρατό­. Η οικονομική­ καχε­ξί­α τω­ν μικροκτημα­τιώ­ν θα προκαλέ­σε­ι τη με­τακί­νηση του­ς προς τα αστικά κέ­ντρα, ε­νί­σχυ­ση τω­ν με­γάλω­ν κτημάτω­ν τω­ν στρατιω­τικώ­ν ε­παρχιώ­ν και, τέ­λος, τάσε­ις ανυ­πακοή­ς τω­ν τε­λε­υ­ταί­ω­ν προς τον Α­υ­τοκράτορα.


Η στρατιω­τική­ οργάνω­ση του­ Βυ­­ζαντί­ου­ θα δε­χθε­ί­ έ­να αληθινά καί­ριο πλή­γμα, ό­ταν ο Κω­νσταντί­νος ο Μονο­μάχος θα ε­πε­κτε­ί­νε­ι το μέ­τρο ε­ξαγο­ράς της στρατιω­τική­ς θητε­ί­ας και στις δυ­σαρε­στημέ­νε­ς Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Συ­γχρό­νω­ς, η κε­ντρική­ ε­ξου­σί­α θα γί­νε­ι από­λυ­τα συ­γκε­ντρω­τική­ και θα πε­ράσε­ι στα χέ­ρια διανοού­με­νω­ν γραφε­ιοκρα­τώ­ν της πρω­τε­ύ­ου­σας. Α­πό­ την ε­ποχή­ αυ­τή­ παρατηρε­ί­ται ε­νί­σχυ­ση του­ μισθοφορικού­ στρατού­ και, αντί­στοιχα, αποδυ­νάμω­ση του­ στρα­τού­ τω­ν θε­μάτω­ν, που­ κυ­ριολε­κτικά, θα με­ί­νου­ν σχε­δό­ν ανυ­πε­ράσπιστα. Α­υ­τέ­ς οι συ­νθή­κε­ς θα ε­πιδε­ινω­θού­ν, συ­ν τω­ χρό­νω­, από­ γε­νική­ αποδιοργάνω­ση του­ Κράτου­ς, δυ­ναστικέ­ς έ­ριδε­ς και στρατιω­­τικέ­ς ε­παναστάσε­ις.


Έ­τσι, μέ­σα σ’ αυ­τό­ το γε­νικό­ κλί­μα, θα ε­μφανισθού­ν πε­ρί­ τα μέ­σα του­ 11ου­ αιώ­να, στα Α­νατολικά σύ­­νορα, οι Ογού­ζοι ή­ Σε­λτζού­κοι Τού­ρκοι, λαό­ς νομαδικό­ς και πολε­μικό­ς. Φανατι­σμέ­νοι από­ τα κηρύ­γματα του­ Ι­σλάμ, θα προσπαθή­σου­ν να κυ­ριαρχή­σου­ν στις Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Ολιγαρκε­ί­ς και αν­θε­κτικοί­ πολε­μιστέ­ς, ε­ξαί­ρε­τοι ιππε­ί­ς και τοξό­τε­ς, μπορού­σαν να με­τακινού­νται ε­ύ­κολα, να ε­πιτί­θε­νται αιφνιδιαστικά και να φε­ύ­γου­ν γρή­γορα. Φαί­νε­ται ό­μω­ς, ό­τι και το Σχί­σμα τω­ν Εκκλησιώ­ν, το 1054, άσκησε­ σημαντική­ ε­πί­δραση στην ε­πιδε­ί­­νω­ση της κατάστασης.


Με­τά από­ λί­γα χρό­νια ακολου­θε­ί­ η ολοκληρω­τική­ καταστροφή­ ε­νό­ς ε­υ­ά­ριθμου­ αλλά ανομοιογε­νού­ς μισθοφο­ρικού­ στρατού­, στη γνω­στή­ μάχη του­ Ματζικέ­ρτ, κοντά στη λί­μνη Βαν της Α­νατολί­ας, το 1071. Τα αποτε­λέ­σματα ή­ταν τραγικά για τον Ρω­μανό­ Δ’ Διογέ­­νη και το Βυ­ζάντιο. Η τύ­φλω­ση του­ Ρω­μανού­ και ο ε­μφύ­­λιος πό­λε­μος θα ε­πιτρέ­ψου­ν στον Αλπ Α­ρσλάν την ολοκληρω­τική­ σχε­δό­ν κατά­ληψη της Μ. Α­σί­ας και την ε­γκαθί­δρυ­ση σ’ αυ­τή­, μέ­σα σε­ 10 χρό­νια, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Του­ρκικού­ κράτου­ς. Με­ τον τρό­πο αυ­τό­, οι Τού­ρκοι ε­πέ­τυ­χαν μέ­σα σε­ 10 μό­νοχρό­νια (1071­- 1081) ό­,τι δε­ν ε­πέ­τυ­χαν οι Ά­ραβε­ς σε­ 3 ολό­κληρου­ς αιώ­νε­ς. Η 2η χαριστική­ βολή­ θα δοθε­ί­ με­τά από­ 105 χρό­νια, το 1176, στη μάχη του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, που­ βρί­σκε­ται στις πη­γέ­ς του­ Μαιάνδρου­ Α­κά, της σημε­ρινή­ς πό­λε­ω­ς Ντε­νισλί­ της Δυ­τική­ς Μικράς Α­σί­ας. Ό­μω­ς παρά τις δύ­ο αυ­τέ­ς αποτυ­χί­ε­ς του­ Μάτζικε­ρτ και του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, η δυ­να­στε­ί­α τω­ν Κομνηνώ­ν, που­ ε­πακολού­θησε­, θε­ω­ρε­ί­ται γε­νικά σαν πε­ρί­οδος ανό­ρθω­σης και ακμή­ς του­ Βυ­ζαντί­ου­.


Κατά τη διάρκε­ια της, η Α­υ­τοκρατορί­α ό­χι μό­νο κατό­ρθω­σε­ να αναδιοργανω­θε­ί­, αλλά απέ­κρου­σε­ σημα­ντικού­ς ε­χθρού­ς ό­πω­ς Νορμανδού­ς, Σταυ­­ροφό­ρου­ς και Τού­ρκου­ς και κατάφε­ρε­ να ε­πε­κτε­ί­νε­ι και σταθε­ροποιή­σε­ι τα σύ­νορα της τό­σο στην Ευ­ρώ­πη, ό­σο και στη Μικρά Α­σί­α. Το πιο σοβαρό­ πλή­γμα καταφέ­ρθηκε από­ του­ς Σταυ­ροφό­ρου­ς το 1204. Ο γνω­­στό­ς διαπρε­πή­ς Βυ­ζαντινολό­γος Ράνσιμαν, γράφε­ι: «Η δυ­νατό­τητα κατακτή­σε­ω­ς της Πό­λης υ­πό­ τω­ν Οθω­μανώ­ν οφε­ί­λε­ται στο έ­γκλημα τω­ν Σταυ­ροφό­ρω­ν. Στις 29 Μαΐ­ου­ 1453 έ­νας πολιτισμό­ς σαρώ­θηκε­ αμε­τάκλη­τα». Έ­τσι κατε­ρρί­φθη και το άπαρτο της Βασιλε­ύ­ου­σας.


Η ί­δρυ­ση και γρή­γορη σχε­τικά ε­πέ­­κταση του­ Οθω­μανικού­ κράτου­ς από­ τις αρχέ­ς του­ 14ου­ αιώ­να, δε­ν οφε­ιλό­ταν μό­νο στη στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ και το θρησκε­υ­τι­κό­ φανατισμό­ τω­ν υ­πηκό­ω­ν του­. Έ­χε­ι την αιτί­α του­, κυ­ρί­ω­ς, στου­ς ε­μφύ­λιου­ς αγώ­νε­ς κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Μιχαή­λ Η΄ Παλαιολό­γου­, το γνω­στό­ ε­θνικό­ σπορ τω­ν Ελλή­νω­ν. Ά­λλο αί­τιο, της μη έ­γκαιρης καταπολέ­μησης τω­ν Οθω­μανώ­ν στη Μ. Α­σί­α, ή­ταν η απασχό­ληση του­ Βυ­ζαντί­ου­ στη Δύ­ση, για την από­κρου­ση μιας πιθα­νή­ς ε­πιθέ­σε­ω­ς, που­ ε­πί­ χρό­νια προπαρα­σκε­υ­αζό­ταν από­ τον Κάρολο Α­νδε­γαυ­ινό­ (Charles d’ Anzou).


Η ε­πί­θε­ση αυ­τή­, τε­λικά, δε­ν πραγματοποιή­θηκε­, αλλά τα ανατολι­κά ε­δάφη της Α­υ­τοκρατορί­ας έ­με­ιναν για σημαντικό­ χρό­νο ακάλυ­πτα από­ δυνάμεις,με­ αποτέ­λε­σμα την ε­πικράτηση ε­κε­ί­ τω­ν Οθω­μανώ­ν. Πέ­ρα ό­μω­ς από­ του­ς παραπά­νω­ λό­γου­ς, η δημιου­ργί­α στα Βαλκάνια, κατά την ε­ποχή­ τω­ν Παλαιολό­γω­ν, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Σερβικού­ κράτου­ς, θα συ­μβάλε­ι στην αποδυ­νάμω­ση του­ Βυ­ζαντί­ου­ και, ε­πομέ­νω­ς, θα βοηθήσε­ι έ­μμε­σα την Οθω­­μανική­ ε­πέ­κταση. Το 1354 οι Οθω­μανοί­ πέ­ρασαν στην Ευ­ρώ­πη και κατέ­λαβαν την χε­ρσό­νησο της Καλλί­πολης. Εκε­ί­ ε­γκατέ­στησαν αμέ­­σω­ς Τού­ρκου­ς ε­ποί­κου­ς, κατά τη γνω­στή­ τακτική­ του­ς.


Το Ε­υ­ρω­παϊ­κό­ αυ­τό­ προγε­­φύ­ρω­μα τω­ν Οθω­μανώ­ν και η ανυ­παρξί­α ικανή­ς στρατιω­τική­ς δύ­ναμης στη Θράκη για να του­ς αναχαιτί­σε­ι, θα ε­πιτρέ­ψου­ν την κε­ραυ­νοβό­λα ε­πέ­κταση του­ς στη Χε­ρσό­νησο του­ Α­ί­μου­ ε­πί­ του­ Μου­ράτ του­ Α­΄ (1360­1389) και ιδί­ω­ς του­ Βαγια­ζή­τ 1389­1402. Και ε­νώ­ ό­λα, σχε­δό­ν, ε­ί­ναι έ­τοιμα για την κατάκτηση τω­ν τελευταίω­ν προπυ­ργί­ω­ν του­ Βυ­ζαντί­ου­, έ­να αναπά­ντε­χο γε­γονό­ς θα παρατε­ί­νε­ι τη ζω­ή­ του­ Ελληνικού­ κράτου­ς για άλλα 50, πε­ρί­που­, χρό­νια. Ή­ταν η ε­μφάνιση ε­νό­ς ισχυ­ρού­, Μογγολικού­ στρατού­ στην ανατολική­ Μ. Α­σί­α, υ­πό­ τον πε­ρί­φημο για την αγριό­τη­τα και τις κατακτή­σε­ις του­ Ταμε­ρλάνο.


Η κρί­σιμη μάχη με­ταξύ­ Οθω­μανώ­ν και Μογγό­λω­ν θα δοθε­ί­ στην Ά­γκυ­ρα, στις 28 Ι­ου­λί­ου­ 1404. Οι Οθω­μανοί­ θα συ­ντριβού­ν ολοκληρω­τικά και θα συ­λληφθε­ί­ αιχμά­λω­τος και ο Σουλτάνος Βαγιαζή­τ, που­ θα πε­θάνε­ι με­τά από­ λί­γο στην αιχμαλω­σί­α. Η καταστροφή­ του­ Οθω­μανικού­ στρα­τού­ στην Ά­γκυ­ρα και ο θάνατος του­ Βαγια­ζή­τ θα προκαλέ­σου­ν ε­μφύ­λιου­ς πολέ­μου­ς ε­πί­ 20, πε­ρί­που­, χρό­νια με­ταξύ­ τω­ν διαδό­­χω­ν του­ και, μοιραί­α, την ε­ξασθέ­νηση τω­ν Οθω­μανώ­ν. Δυ­στυ­χώ­ς ό­μω­ς το Βυ­ζάντιο, την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, δε­ θα έ­χε­ι πια τη δύ­ναμη να ανορθώ­θε­ί­ και, έ­τσι, δε­ν θα μπορέ­σε­ι να ε­πω­φε­ληθε­ί­ από­ τις έ­ριδε­ς τω­ν Τού­ρκω­ν.


Εί­ναι μια θνή­σκου­σα, μό­νο κατ’ ό­νομα, «Α­υ­­τοκρατορί­α». Α­πό­ του­ς ε­μφύ­λιου­ς σπαραγ­μού­ς τω­ν Τού­ρκω­ν δε­ θα ε­πω­φε­ληθού­ν ού­τε­ οι Βαλκανικοί­ λαοί­ ού­τε­ οι Λατί­νοι. Θα έ­λθε­ι λοιπό­ν έ­να νέ­ος Σου­λτάνος, ο Μου­ράτ Β΄ (1421­1451), που­, ό­χι μό­νο, θα υ­ποτάξε­ι ό­λου­ς του­ς αποστάτε­ς και του­ς υ­ποτε­λε­ί­ς του­ς στα Βαλκάνια και την Α­σί­α, αλλά θα δημιου­ργή­σε­ι τις προϋ­ποθέ­σε­ις για νέ­α σημαντική­ ε­πέ­κταση της Αυ­τοκρα­τορί­ας του­ στο Βορρά. Μέ­σα στην Του­ρκι­κή­ πλημμύ­ρα απέ­με­ναν τρε­ις σημαντικέ­ς Ε­λληνικέ­ς νησί­δε­ς: η Κω­νσταντινού­πολη, η Πε­λοπό­ννησος και η Θε­σσαλονί­κη. Ο Μου­ράτ θ’ αρχί­σε­ι από­ την τε­λε­υ­ταί­α, που­ με­τά από­ πολιορκί­α, θα καταλάβε­ι και θα καταστρέ­ψε­ι το 1430. Και ε­δώ­ η σφαγή­ και ο εξανδραποδισμό­ς τω­ν κατοί­κω­ν ή­ταν, σχε­δό­ν, γε­νικό­ς.



ΝΟΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ


Αλλά οι Αυτοκράτορες νόθευσαν και το νόμισμα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Γιατί παλαιότερα, στα χρονιά της βασιλείας του Ιωάννη Βατατζή, τα δυο τρίτα του βάρους του νομίσματος (= 16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός· την αξία αυτή διατήρησε ο γιος και διάδοχος του (Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης). Ύστερα, επί Μιχαήλ (Παλαιολόγου), όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αναγκαστικών δόσεων προς τους Ιταλούς, τα παλαιά σημεία πάνω στο νόμισμα αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Κωνσταντινούπολης στην πίσω πλευρά του. Η αξία του χρυσού νομίσματος μειώθηκε ακόμη ένα κεράτιο, έτσι που περιείχε πια μόνο 15 κεράτια από τα εικοσιτέσσερα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η’. Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ’) το νόμισμα περιείχε 14 κεράτια χρυσού και τώρα πια μόνο το μισό του βάρους του είναι καθαρός χρυσός. Γι’ αυτόν το λόγο οι τροφές ήταν δυσεύρετες και πολύ δύσκολο να αγοραστούν, αν παρουσιάζονταν κάπου, και ο λαός έμοιαζε να είναι αιχμάλωτος (της οικονομικής ανάγκης) και υπέφερε από πείνα.



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ


Η Μογγολική επιδρομή και η διάλυση του Σελτζουκικού κράτους (μέσα 13ου αι.) είχε προκαλέσει την εμφάνιση και την εδραίωση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το Τουρκικό αυτό φύλο, που παρασυρμένο από τις ορδές των Μογγόλων είχε προωθηθεί στη Βιθυνία, οφείλει την επωνυμία του στον ιδρυτή του Οθωμανικού εμιράτου στη Βιθυνία Οσμάν ή Οθμάν (1288-1325), γιο του Ερτογρούλ. Οι συνεχείς επιδρομές και οι λεηλασίες που διέπρατταν οι Οθωμανοί στις Βυζαντινές περιοχές είχαν δημιουργήσει οξύτατο πρόβλημα στην αυτοκρατορία, ενώ η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως (1301) σηματοδότησε την αφετηρία της στρατιωτικής κατίσχυσης των Οθωμανών. Η Τουρκική κατάκτηση έστρεψε τους Βυζαντινούς να ζητήσουν ερείσματα στη Δύση. Είναι γνωστή η συνεργασία του Ανδρόνικου Β’ με την Καταλανική Εταιρεία και οι δυσμενείς για την Αυτοκρατορία συνέπειες της στρατιωτικής δράσης των Καταλανών στις αρχές του 14ου αι.


Στερημένη από στρατό και στόλο εξαιτίας της πολιτικής του Μιχαήλ Η’ και του Ανδρονίκου Β’ η Αυτοκρατορία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δυναμικά την Οθωμανική απειλή. Έτσι, μέσα σε σύντομο διάστημα στο πρώτο μισό του αιώνα οι Οθωμανοί πέτυχαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία σε βάρος των Βυζαντινών εδαφών (το 1326 κατέλαβαν την Προύσα, το 1331 τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια) και των άλλων Τουρκικών Εμιράτων.


Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 άνοιξε στους Οθωμανούς τον δρόμο για την κατάκτηση της Βαλκανικής. Το 1361 κυριεύθηκε η Αδριανούπολη και το 1363 η Φιλιππούπολη. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεμελιώνουν την πολιτική τους για την αντιμετώπιση του Τουρκικού κινδύνου στη συνεργασία με τη Δύση. Η πολιτική αυτή, που είχε ισχυρά ερείσματα στη Βυζαντινή κοινωνία, υποστηριζόταν θεωρητικά από την καλλιέργεια της ιδέας της πολιτισμικής συγγένειας και της ιστορικής κοινότητας των δύο κόσμων.


Το μεγάλο πρόβλημα στην προώθηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής των Βυζαντινών ήταν η διαίρεση της Χριστιανοσύνης και το συνακόλουθο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών που δίχαζε τη Βυζαντινή κοινωνία. Ήδη από το 1327 ο Ανδρόνικος Β’ είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον βασιλιά της Γαλλίαs Κάρολο Δ’, ενώ ο Ανδρόνικος Γ’ συνεργάστηκε στη δημιουργία αντιτουρκικού συνασπισμού (1332) στον οποίο μετείχαν αρχικά το Βυζάντιο, η Βενετία και το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών και στη συνέχεια ο Πάπας και οι βασιλείς της Γαλλίας και της Κύπρου.


Οπωσδήποτε, το τουρκικό πρόβλημα απασχολούσε και τους Δυτικούς που τα συμφέροντά τους στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο απειλούνταν από τα Τουρκικά Εμιράτα. Σύντονες υπήρξαν οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ’ για να επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών και να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών. Για τον σκοπό αυτό έστειλε το 1337 στην Αβινιόν τον Βενετό Στέφανο Δάνδολο για διαπραγματεύσεις με τον πάπα Βενέδικτο ΙΒ’ και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την ίδια αποστολή μαζί με τον Δάνδολο ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία ως προσωπικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα στον Πάπα.


Παρ’ όλο που ο Πάπας έθεσε ως προϋπόθεση για την αποστολή βοήθειας την ένωση των Εκκλησιών, με πρωτοβουλία του επιτεύχθηκε συνασπισμός Χριστιανικών δυνάμεων που το 1344 με κοινή στρατιωτική επιχείρηση κατέλαβαν τη Σμύρνη. Διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Κλήμη ΣΤ’ διεξήγαγε ο Ιωάννης Καντακουζηνός με τον Παπικό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Βαρθολομαίο (1347) και με πρεσβεία που έστειλε στην Αβινιόν το 1348.


Σημαντικότατο υπήρξε το Χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε’ του έτους 1355 με το οποίο υποσχόταν υπακοήν και σέβας προς τον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’ και τους διαδόχους του (η μεταστροφή του στον Παπισμό συντελέστηκε το 1369), λήψη μέτρων για την επίτευξη της ένωσης των Εκκλησιών και τον εκλατινισμό της άρχουσας τάξης, με αντάλλαγμα αποστολή στρατιωτικής ενίσχυσης και πλοίων για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους και τους εσωτερικούς αντιπάλους του.


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ


Δραματικότερη τροπή παίρνουν τα πράγματα, όταν οι ίδιοι οι Αυτοκράτορες περιοδεύουν στις Ευρωπαϊκές χώρες ως αυτοχειροτόνητοι πρέσβεις για να επιτύχουν τη συμμαχία και να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Δυτικών. Πρώτος ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1366 ένα δύσκολο και περιπετειώδες ταξίδι στην Ουγγαρία, όπου συζήτησε με τον βασιλιά Λουδοβίκο το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.


Βέβαια, την ίδια χρονιά ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος ΣΤ’ ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της σταυροφορίας έσπευσε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και κατόρθωσε να απελευθερώσει την Καλλίπολη από τους Τούρκους και στη συνέχεια τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη από τους Βουλγάρους. Με την προτροπή του ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1369 δεύτερο ταξίδι με προορισμό τη Ρώμη. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ασπάστηκε το δόγμα της Λατινικής Εκκλησίας και αναγνώρισε το πρωτείο του Πάπα.


Η πράξη αυτή της πνευματικής υποτέλειας του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα, που υπαγορευόταν από την ανάγκη, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη Ρώμη ο Ιωάννης συνομολόγησε με τους Βενετούς συνθήκη (1370), ενώ επιστρέφοντας κρατήθηκε αρκετό καιρό στη Βενετία για οφειλές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε μια άλλη πλευρά της μείωσης του Αυτοκρατορικού γοήτρου. Αντίθετα με την πολιτική της υποτέλειας προς τη Δύση, η Βυζαντινή Εκκλησία καλλιεργούσε την ιδέα της συνεργασίας και της αντίστασης των Ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής.


Οι προσπάθειες του πατριαρχείου είχαν ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση Σέρβων και Βουλγάρων. Ωστόσο, η ήττα των Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Έβρου (1371) επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν Σερβικά και Βουλγαρικά εδάφη και να προωθηθούν στη δυτική Μακεδονία και στην Ιλλυρία, ενώ μετά την ήττα των συνασπισμένων Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Οθωμανοί υπέταξαν τη Σερβία και στη συνέχεια ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βουλγαρίας.



ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ


Από το 1372 η Αυτοκρατορία, διασπασμένη εδαφικά και ανίσχυρη, είναι υποτελής στον Σουλτάνο και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες (Ιωάννης Ε’, Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’) υποχρεώνονται να συνεκστρατεύουν μαζί του. Εξάλλου, με τις κατακτήσεις των Τούρκων στην Ασία και στην Ευρώπη η ίδια η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Το 1374 βυζαντινή πρεσβεία που στάλθηκε στον Πάπα διευκρίνιζε ότι η κατά τους δυτικούς «ανίερη συμμαχία» των Βυζαντινών με τους Οθωμανούς ήταν απλή ανακωχή και τον επόμενο χρόνο άλλος απεσταλμένος ενημέρωνε τον πάπα για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Αυτοκρατορία και για την ανάγκη βοήθειας.


Για άλλη μία φορά οι Δυτικοί επιχειρούν να οργανώσουν αντιτουρκική σταυροφορία με επικεφαλής τον βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο. Στη στρατιωτική αυτή επιχείρηση συμμετείχαν αξιόλογες Γαλλικές δυνάμεις, ενώ οι Βενετοί συμφώνησαν να διαθέσουν πλοία. Η εκστρατεία κατέληξε στη μάχη της Νικόπολης (Σεπτέμβριος 1396), όπου οι Χριστιανικές δυνάμεις συντρίφτηκαν. Στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Η ένδεια και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τον πληθυσμό που εγκατέλειπε τις εστίες του.


Και ενώ ο Βαγιαζήτ ζήτησε να του παραδοθεί η Πόλη, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ στράφηκε προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του 1399 ο στρατάρχης Βoucicaut με μικρή δύναμη ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε για ένα διάστημα να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Μανουήλ επιχείρησε μεγάλης διάρκειας διπλωματικό ταξίδι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Με εξαιρετικές τιμές έγινε δεκτός στο Παρίσι από τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο ΣΤ’ και στο Λονδίνο από τον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Δ’.



Από το Παρίσι είχε επίσης επικοινωνήσει με τους ηγεμόνες της Ισπανίας. Αντικείμενο των επαφών του Μανουήλ ήταν η οργάνωση νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων και οι υποσχέσεις που έλαβε τον γέμισαν με αισιοδοξία. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Δύση ο Μανουήλ πληροφορήθηκε την ήττα των Οθωμανών από τους Μογγόλους στη μάχη της Αγκύρας (1402). Έπειτα από μακρόχρονη απουσία ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1403.



ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΝΩΣΗΣ


Τη διάσπαση του Οθωμανικού κράτους ακολούθησε περίοδος εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ. Οι δύο σπουδαιότεροι, ο Σουλεϊμάν και ο Μωάμεθ Α’ που πέτυχε την ενοποίηση του Τουρκικού κράτους, καλλιέργησαν φιλικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Η κατάσταση άλλαξε με την ανάληψη της αρχής από τον Μουράτ Β’ που το 1422 πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο έτος ο τότε συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’ επιχείρησε διπλωματικό ταξίδι στην Ιταλία και στην Ουγγαρία. Ακολούθησε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (1430). Ο Ιωάννης Η’ αποφάσισε να στραφεί και πάλι προς τους Δυτικούς επιδιώκοντας την πρόκληση νέας Σταυροφορίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης με μεγάλη ακολουθία μεταβαίνουν στην Ιταλία και μετέχουν στη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), όπου κηρύχτηκε η ένωση των Εκκλησιών με την ουσιαστική υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας.


Η Σταυροφορία που ακολούθησε με την παρακίνηση του διοικητή της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη και τη σύμπραξη Πολωνών, Ούγγρων, Βενετών και Βλάχων κατέληξε σε οδυνηρή ήττα στη μάχη της Βάρνας (1444), όπου σκοτώθηκε ο Ούγγρος βασιλιάς Λαδίσλαος Γ’. Στην τελική φάση της Βυζαντινής αγωνίας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος απευθύνεται και πάλι στη Δύση ζητώντας βοήθεια. Αλλά ούτε οι εκκλήσεις του προς τον Πάπα, τη Βενετία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία ή τη Γαλλία είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα, ούτε η διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην Αγία Σοφία (12 Δεκεμβρίου 1452) από τον αυτοκράτορα συντέλεσε στη σωτηρία της Πόλης.


Η συνδρομή των Δυτικών ήταν μηδαμινή και δεν οφειλόταν σε πρωτοβουλίες ηγεμόνων. Στις εκκλήσεις του Βυζαντίου η Δύση είχε ανταποκριθεί με υποσχέσεις, αλλά ελάχιστες ήταν οι δυναμικές ενέργειες. Η ίδια ήταν αρκετά ασφαλής και ο Τουρκικός κίνδυνος ήταν ακόμη μακρινός, ενώ η ιδέα της σταυροφορίας είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο λίγοι ιδεολόγοι ήταν πρόθυμοι να δράσουν. Εξάλλου, η Δύση, πολιτικά και οικονομικά ισχυρή, δεν είχε εγκαταλείψει τις επικυριαρχικές τάσεις της. Η πολιτική ηγεσία του Βυζαντίου, αιχμάλωτη των περιστάσεων, είναι πρόθυμη να υποταγεί στη Δύση για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι πληγές από την πρώτη άλωση δεν είχαν επουλωθεί. Η μνήμη της καταστροφής παράλληλα με την αξίωση της ιδεολογικής υποταγής προκαλούσαν εσωτερικές αντιδράσεις και καθιστούσαν αδύνατη μια ουσιαστική προσέγγιση. Η Δύση δεν είχε εξιλεωθεί για το κρίμα που είχε διαπράξει το 1204 και η αίτηση συγγνώμης θα καθυστερούσε ακόμη πεντέμισι αιώνες.



ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ


Η περίοδος μετά τη Λατινική άλωση, που ξεκινά με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο τον Ελευθερωτή, δεν είναι και η περίοδος που εμφανίζεται για πρώτη φορά η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί πολλές απόπειρες μετά το σχίσμα του 1054 για την αποκατάσταση της Ενότητας, καταγράφονται περισσότερες από 30 επαφές και συμβούλια για αυτό το θέμα μεταξύ 1054 και 1204. Μια σειρά ειρηνικές απόπειρες, το έργο των οποίων καταστρατηγήθηκε και καταργήθηκε μετά την Άλωση του 1204. Μετά το 1204 καταγράφονται τρεις «Ενώσεις». Οι ίδιοι οι σταυροφόροι αναγγέλλουν την πρώτη (κι αρχίζει η προσπάθεια, με κάθε τρόπο, προσηλυτισμού των Ελλήνων στον Ρωμαιοκαθολικισμό στις Φραγκικές κτήσεις) η δεύτερη είναι η περίφημη «Σύνοδος της Λυών» (που αποτέλεσε μια απλή πολιτική συνθήκη μεταξύ Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και Πάπα Γρηγορίου Ι’) κι η τρίτη και πιο σημαντική, η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας, του 1438, (ξεκινά στη Φεράρα το 1438 κι ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Φλωρεντία).


Η πρώτη ήταν αποτέλεσμα βίαιης κατάκτησης, οι άλλες δύο καταχρήσεις Αυτοκρατορικών προνομίων που άφησαν πολλά χρόνια χωρίς αποδεκτό από τον λαό πατριάρχη την Κωνσταντινούπολη. Καμία τους δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον λαό. Η πατροπαράδοτη ισχύς των Αυτοκρατόρων τοποθέτησε εκείνη την περίοδο στον Πατριαρχικό θρόνο σειρά ενωτικών Πατριαρχών (αν και με δυσκολίες) με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κατά την οποία, ωστόσο, ναι μεν καθαιρέθηκε ο ενωτικός Πατριάρχης, αλλά ο θρόνος έμεινε κενός. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι αποτελούσε πάντα Αυτοκρατορικό προνόμιο η σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων, αν και η σύνοδος δεν θεωρούνταν Οικουμενική αν δεν αντιπροσωπεύονταν και τα τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γι΄ αυτό, άλλωστε, κι η πρώτη Ενωτική Σύνοδος, αυτή της Λυών, δεν θεωρήθηκε έγκυρη αφού δεν είχαν αντιπροσωπευτεί όλα τα ανατολικά Πατριαρχεία, κι ο Μιχαήλ Η΄ δεν μπόρεσε να την επιβάλει.


Ακόμη κι ο μεγάλος εχθρός των ησυχαστών και των ανθενωτικών, ο Βαρλαάμ, αναφέρει ότι επειδή «οι Έλληνες Λεγάτοι στη Λυών δεν είχαν σταλεί ούτε από τους τέσσερις Πατριάρχες ούτε από τον Ελληνικό λαό» η προσπάθεια ένωσης δεν ίσχυε, όντας προϊόν επιβαλλόμενης πνευματικής βίας από τον Αυτοκράτορα. Η Ένωση, λοιπόν, δεν έγινε δυνατή, λόγω της στάσης του λαού, ο οποίος είχε ανατραφεί χωρίς να αποδέχεται εκκλησιαστικά πρωτεία, είχε βιώσει τη βαρβαρότητα της δυτικής Χριστιανοσύνης με τη Φραγκική επέλαση και δεν επιθυμούσε καν μία αλληλοϋποχώρηση σε θεολογικά ζητήματα, όσα κι αν θα ήταν τα πολιτικά οφέλη.


Οι ίδιοι οι υπογράψαντες στη Φεράρα – Φλωρεντία με την επιστροφή τους δήλωναν (σύμφωνα με τον Δούκα) «Υπογράψαμε την Ένωση και ξεπουλάμε την πίστη μας». Δεν μπόρεσαν να την ξεπουλήσουν, είχαν ξεχάσει το λαό που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να ξεπουλήσει την πίστη του, και συσπειρώθηκε γύρω από τη λαμπερή μορφή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο λαός ήταν ο μέγας ανθενωτικός, λίγοι Βυζαντινοί θα θυσίαζαν τη βασιλεία των ουρανών για ανθρώπινα πολιτικά οφέλη.


Η Άλωση της Πόλης το 1204 γέννησε στην Ανατολή βαθύ μίσος κατά της Δύσης. Ήταν ένας από τους λόγους που η Ένωση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από τον λαό. Η βαθιά πίστη των Βυζαντινών ότι είναι πολίτες του βασιλείου του Θεού επί γης, φορείς της Αλήθειας και του ορθού δόγματος, δεν επέτρεψε ποτέ στα πολιτικά «παιγνίδια» με την πίστη να ευδοκιμήσουν. Στα μάτια του λαού τα πράγματα ήταν απλά: όποιος υποστήριζε την Ένωση ήταν προδότης. Με το λαϊκό αίσθημα εκφρασμένο και από πολλούς ιδιαίτερα μορφωμένους λογίους, υπερασπιστές της καθαρότητας της πίστης, οι Παλαιολόγοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πραγματοποιήσουν την πολιτικά πολυπόθητη ένωση, που θα διαφύλαττε το βασίλειό τους από τους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος βρήκε απέναντί του ακόμη και τα αδέλφια του. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη κι οι ίδιοι οι οπαδοί της Ένωσης απέφευγαν να αναφέρονται σε ζητήματα δογματικά, η γραμμή που πρέσβευαν ήταν πολιτική.


Οι Ενωτικοί τόνιζαν πάντα τα πολιτικοστρατιωτικά οφέλη της ένωσης, μα τον λαό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εύνοια του Θεού. Η έριδα μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν κυρίαρχη στη ζωή του Βυζαντίου μετά το 1204, και θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως πολλά θεολογικά ζητήματα που εξετάστηκαν στην Παλαιολόγεια περίοδο δεν ήταν παρά οι άλλες όψεις του αυτού ζητήματος. Μεγάλα πνεύματα (από την εποχή των συνταρακτικών διαλόγων Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ) αντιπαρατέθηκαν με επιχειρήματα σε ένα φλογερό διάλογο, τον οποίο παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον ο πιστός λαός.


Οι διαιρεμένοι λόγιοι της τελευταίας εποχής είχαν επικεφαλής οι μεν ενωτικοί τον Βησσαρίωνα, μαθητή του Πλήθωνα που σεβόταν αλλά δεν ασπαζόταν τις απόψεις του δασκάλου του, οι δε ανθενωτικοί τον Μάρκο τον Ευγενικό και, όταν αυτός κοιμήθηκε, τον Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο, κάποτε ενωτικό. Η μορφή του Βησσαρίωνα, λαμπρού δασκάλου της φιλοσοφίας και εχθρού της αποφατικής θεολογίας, ξεχώρισε λόγω των ρητορικών του χαρισμάτων. Ο Βησσαρίων, από τα 20 του έτη μοναχός, είχε μαγευτεί από την Ιταλία κι η θέση του ως ενωτικού είχε αποτελέσει μάλλον προϊόν πολιτιστικής παρά θρησκευτικής μεταστροφής.


Πίστευε ακράδαντα ότι οι Έλληνες έπρεπε να καταφύγουν στις αγκάλες της αναγεννησιακής Ιταλίας, η αποστροφή των συμπατριωτών του για τη θέση του αυτή τον πλήγωνε βαθιά. Ακόμη κι όταν έφυγε οριστικά για την Ιταλία (μετά τη στάση του λαού της Πόλης προς το πρόσωπό του, όταν επέστρεψε από τη Φεράρα Φλωρεντία) γινόμενος Καρδινάλιος, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν Έλληνα, να προσφέρει φιλοξενία σε όποιον έφτανε πρόσφυγας από την πόλη στην Ιταλία μετά την Άλωση και να αγωνίζεται να διασώσει όσα περισσότερα Ελληνικά χειρόγραφα μπορούσε. Ο Μάρκος Ευγενικός ανήκε στους λάτρεις της αποφατικής θεολογίας.


Λόγιος και μαθητής του Βρυέννιου, είχε συγγράψει έργα υπερασπίζοντας τον ησυχασμό. Ακόμη κι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί του θεωρούσαν ότι υπήρξε ο πιο ακέραιος και ειλικρινής μεταξύ όλων (δυτικών κι ανατολικών) των ανώτερων κληρικών της εποχής. Μαθητής του Ευγενικού ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Βαθύτατος γνώστης της νομικής, θαυμαστής του Θωμά Ακινάτη στα νιάτα του, αλλά και λάτρης του Παλαμά, προσπάθησε στη νεότητά του να παντρέψει τη θεολογία των δύο, με όχι ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Υπήρξε άριστος σχολιαστής του Αριστοτέλη και μελετητής του Αβερρόη και του Αβικέννα. Συνεχίζεται... *Εκ του ιστολογίου «greekworldhistory.blogspot.com» της 5.1.2016. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου