Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 2ο ΜΕΡΟΣ
Συνέχεια από το προηγούμενο...
Ήταν φυσικό οι Γραικοί να εκμεταλλευτούν αυτό το κεφάλαιο. Άρχισαν να αισθάνονται υπερήφανοι για τη σχέση τους με τους δημιουργούς αυτής της παιδείας. Ο όρος ”Έλλην” άρχισε να χάνει την υποτιμητική του χροιά. Εκτός αυτού, οι Σταυροφόροι περιόρισαν, ουσιαστικά, τους Βυζαντινούς στα ιστορικά Ελληνικά εδάφη, δίνοντας τους έναν ακόμη λόγο να δηλώνουν Έλληνες. Η νέα χρήση της λέξης ”Έλλην” ξεκίνησε από την αιώνες ελληνική Θεσσαλονίκη, που παρήγαγε τους σημαντικότερους λογίους της Αυτοκρατορίας, ακριβώς λόγω της Ελληνικής παιδείας.
Από την Κύπρο και τον λόγιο Αθανάσιο Λεπενδρηνό, έρχεται, την ίδια περίοδο, η επανεμφάνιση της φυλετικής χρήσης του όρου όταν γράφει «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω», περιγράφοντας κι άλλους τόπους «εν οις Έλληνες ζώσι». Ο Θεσσαλονικεύς Δημήτριος Κυδώνης πρωτοχρησιμοποιεί τον όρο «Ελλάς» για τον χαρακτηρισμό της Αυτοκρατορίας. Μετά το 1350, η λέξη «Έλληνας» δεν σημαίνει πια ειδωλολάτρης, αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος Ελληνόφωνος που κατοικεί στα απομεινάρια της Αυτοκρατορίας.
Με την εξαίρεση του, αυτοχαρακτηριζόμενου ως «Βυζάντιου», Γεωργίου Σχολάριου (που, ωστόσο, δεν ονομάζει την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, αλλά με το αρχαίο της όνομα, Βυζάντιο) οι διανοούμενοι της τελευταίας περιόδου θεωρούν εαυτούς Έλληνες και οδηγούν την Αυτοκρατορία σε μία Αναγέννηση Ελληνική, βαθιά επηρεασμένη από την αρχαιότητα. Με τον Ελληνικό τρόπο, λοιπόν, το πνεύμα κυριαρχεί. Στη διαλυμένη Αυτοκρατορία οι επιστήμες προχωρούν, οι θεωρητικές συζητήσεις παίρνουν διαστάσεις εθνικών θεμάτων, η σπουδή των αρχαίων Ελλήνων γίνεται υποχρεωτική σε όποιον θέλει να σέβεται τον εαυτό του.
Το ζήτημα των μεγάλων φιλοσοφικών – θεολογικών διαμαχών το εξετάζουμε αλλού. Πέρα από αυτές, ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών επιστημόνων όλων των τομέων δίνει φτερά σε όλες τις επιστήμες κι ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, αγνώστων, λόγω της Βυζαντινής παράδοσης που θεωρεί, όπως κι η αρχαιοελληνική παράδοση, ότι για το εκάστοτε μεγάλο καλλιτεχνικό έργο η τιμή ανήκει στον χορηγό του, οδηγεί την τέχνη σε ανεπανάληπτα ύψη. Όσα ονόματα καλλιτεχνών γνωρίζουμε είναι διότι είχαν κι άλλες ιδιότητες πιο σημαντικές για την εποχή, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος λόγου χάριν είναι γνωστοί διότι έτυχε να είναι και εξαίρετοι γεωμέτρες.
Οι εξαιρετικοί γιατροί των απομειναριών της Αυτοκρατορίας, όπως ο (κυρίως φαρμακολόγος) Νικόλαος Μυρεψός, ο Δημήτριος Πεπαγωμένος, ο (κυρίως ουρολόγος) Ιωάννης Ακτουάριος (που πρώτος επισημαίνει το παράσιτο ταινία και πρώτος μελετά τις ψυχοσωματικές διαταραχές) έδωσαν νέα ώθηση στην ιατρική, μια επιστήμη που πάντα άνθιζε στο Βυζάντιο. Οι φημισμένοι δάσκαλοι του Πανεπιστημίου (Πανδιδακτήριο) της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας, ο πολυγραφότατος γιατρός, φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο ιατρός και γεωγράφος Γεώργιος Χρυσοκκόκης, ο φιλόλογος Τρικλίνιος, ο μαθηματικός και διδάσκαλος της φιλοσοφίας Γεώργιος Ακροπολίτης, ο πανεπιστήμων Νικηφόρος Γρηγοράς, ο φημισμένος δάσκαλος Νικηφόρος Παχυμέρης, ο πρώτος χρήστης των Αραβικών αριθμών στην επικράτεια, Μάξιμος Πλανούδης, ο μαθηματικός Νικόλαος Ραβδάς, οδήγησαν στην επανενεργοποίηση της ενασχόλησης με τις «θύραθεν» επιστήμες, κι ας ήταν στην πλειονότητά τους μοναχοί κι ιερωμένοι.
Οι λόγιοι Νικηφόρος Χούμνος, Θεόδωρος Μετοχίτης, Ιωσήφ ο Φιλόσοφος, Ιωάννης Κατακουζηνός, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, και το υπέρλαμπρο άστρο του Γρηγορίου Παλαμά (ο οποίος δεν επιθυμούσε να θεωρείται εγγράμματος ή λόγιος, αλλά είχε λαμπρότατη μόρφωση και εκπληκτικά οργανωμένη κι ευφυή σκέψη) ο Ισίδωρος Βουχεράς, ο Θεόδωρος Μελητινιώτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο βαθύτατα μορφωμένος Πλατωνιστής, Ρηξικέλευθος Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), που φώναζε παντού «Έλληνες έσμεν γένει τε και παιδεία», ο μαθητής του Πλήθωνα, Βησσαρίων, ο ακέραιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Γεώργιος Σχολάριος, υπήρξαν τα στολίδια αυτής της αναγέννησης, ακόμη κι αν πρέσβευαν τελείως διαφορετικές απόψεις, υπήρξαν αληθινοί διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και των Αναζητήσεων.
Αυτόν το ζωντανό Ελληνικό πολιτισμό γνώρισαν οι δυτικοί επιδρομείς. Πολλοί από αυτούς, άνθρωποι καλλιεργημένοι με τα δυτικά μέτρα της εποχής, επιθύμησαν να φέρουν αυτόν τον πλούτο, ακόμη και αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους, στη Δύση. Αν οι Σταυροφόροι είχαν πετάξει στη φωτιά τα συγγράμματα της θύραθεν παιδείας που βρήκαν στην Πόλη, οι απόγονοί τους πλήρωναν όσο όσο για έναν τόμο. Οι λόγιοι της Ιταλίας ταξίδευαν σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να ακούσουν τους Έλληνες λογίους να μιλούν, να συζητούν και να διαλέγονται.
Νέοι έφταναν από τη Δύση στο Πανδιδακτήριο για να σπουδάσουν. Οι βυζαντινοί έχουν αποκληθεί «βιβλιοθηκάριοι των Μέσων Χρόνων». Λίγο πριν πέσει η πόλη, έδωσαν τη γνώση που είχαν σώσει, μες στους αιώνες, στην ελεύθερη και οικονομικώς αναπτυσσόμενη συνεχώς Δύση. Η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση παραδίδει τη σκυτάλη του πολιτισμού στη Δύση, που ετοιμάζεται για τη δική της Αναγέννηση.
Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος είναι στενά συνδεδεμένα με την Ιστορία και το παρελθόν τους και δεν είναι εύκολο να απεμπλακούν από αυτά. Μια σειρά λαμπρών Αυτοκρατόρων στρατηλάτων, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής και ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγήσουν το Βυζάντιο σε πολεμικούς θριάμβους, αλλά και σε ειρηνικά επιτεύγματα, έτσι ώστε η περίοδος 945 - 1025, δίκαια να ονομασθεί εποχή της μεγαλύτερης ακμής και δόξας της μεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Είναι βέβαιο όμως ότι το «τηρήσαι τα αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι».
Όταν πέθανε ο Βασίλειος ο Β΄, το 1025, τα σύνορα του Βυζαντίου εκτείνονταν από το Δούναβη, ως την Αρμενία και τη Συρία. Η στρατιωτική του ισχύς και ο πληθυσμός του, μαζί με την πολιτιστική και θρησκευτική του ακτινοβολία, το καθιστούσαν μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη της εποχής. Η θέση του Βυζαντίου και η πρόσφατη επέκταση των εδαφών του, θα προκαλέσουν οικονομική άνοδο και ευημερία, που θα εμφανιστούν πιο έντονα στην πρωτεύουσα και λιγότερο ή και καθόλου στις επαρχίες.
Αυτή η ευημερία και η μη ύπαρξη αξιόλογου εξωτερικού εχθρού την εποχή εκείνη, θα δημιουργήσουν στους ηγέτες και την αριστοκρατία της Πόλης ένα πνεύμα ασφαλείας, που δεν θα αργήσει να προκαλέσει τάσεις ευζωίας, ευδαιμονισμού, ραστώνης ή ακόμη και αδιαφορίας, τόσο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, όσο και για τα προβλήματα των επαρχιών. Έτσι, κατά την εποχή των διαδόχων του Βασιλείου του Β΄, θα αρχίσει να εμφανίζεται δυσαρέσκεια, κυρίως των Ανατολικών επαρχιών, έναντι του κέντρου.
Η ανισότητα αυτή θα ενισχυθεί από θρησκευτικές διακρίσεις, διωγμούς και, κυρίως, καταπιεστική φορολογική πολιτική, που θα φέρει οικονομική κρίση στους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες γης. Όμως οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν βάθρο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, γιατί, είτε σαν Ακρίτες, είτε σαν προσωπικό του στρατού των Θεμάτων, έδιναν τον εθνικό χαρακτήρα στο Βυζαντινό στρατό. Η οικονομική καχεξία των μικροκτηματιών θα προκαλέσει τη μετακίνηση τους προς τα αστικά κέντρα, ενίσχυση των μεγάλων κτημάτων των στρατιωτικών επαρχιών και, τέλος, τάσεις ανυπακοής των τελευταίων προς τον Αυτοκράτορα.
Η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου θα δεχθεί ένα αληθινά καίριο πλήγμα, όταν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος θα επεκτείνει το μέτρο εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και στις δυσαρεστημένες Ανατολικές επαρχίες. Συγχρόνως, η κεντρική εξουσία θα γίνει απόλυτα συγκεντρωτική και θα περάσει στα χέρια διανοούμενων γραφειοκρατών της πρωτεύουσας. Από την εποχή αυτή παρατηρείται ενίσχυση του μισθοφορικού στρατού και, αντίστοιχα, αποδυνάμωση του στρατού των θεμάτων, που κυριολεκτικά, θα μείνουν σχεδόν ανυπεράσπιστα. Αυτές οι συνθήκες θα επιδεινωθούν, συν τω χρόνω, από γενική αποδιοργάνωση του Κράτους, δυναστικές έριδες και στρατιωτικές επαναστάσεις.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, θα εμφανισθούν περί τα μέσα του 11ου αιώνα, στα Ανατολικά σύνορα, οι Ογούζοι ή Σελτζούκοι Τούρκοι, λαός νομαδικός και πολεμικός. Φανατισμένοι από τα κηρύγματα του Ισλάμ, θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν στις Ανατολικές επαρχίες. Ολιγαρκείς και ανθεκτικοί πολεμιστές, εξαίρετοι ιππείς και τοξότες, μπορούσαν να μετακινούνται εύκολα, να επιτίθενται αιφνιδιαστικά και να φεύγουν γρήγορα. Φαίνεται όμως, ότι και το Σχίσμα των Εκκλησιών, το 1054, άσκησε σημαντική επίδραση στην επιδείνωση της κατάστασης.
Μετά από λίγα χρόνια ακολουθεί η ολοκληρωτική καταστροφή ενός ευάριθμου αλλά ανομοιογενούς μισθοφορικού στρατού, στη γνωστή μάχη του Ματζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν της Ανατολίας, το 1071. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά για τον Ρωμανό Δ’ Διογένη και το Βυζάντιο. Η τύφλωση του Ρωμανού και ο εμφύλιος πόλεμος θα επιτρέψουν στον Αλπ Αρσλάν την ολοκληρωτική σχεδόν κατάληψη της Μ. Ασίας και την εγκαθίδρυση σ’ αυτή, μέσα σε 10 χρόνια, ενός ισχυρού Τουρκικού κράτους. Με τον τρόπο αυτό, οι Τούρκοι επέτυχαν μέσα σε 10 μόνοχρόνια (1071- 1081) ό,τι δεν επέτυχαν οι Άραβες σε 3 ολόκληρους αιώνες. Η 2η χαριστική βολή θα δοθεί μετά από 105 χρόνια, το 1176, στη μάχη του Μυριοκέφαλου, που βρίσκεται στις πηγές του Μαιάνδρου Ακά, της σημερινής πόλεως Ντενισλί της Δυτικής Μικράς Ασίας. Όμως παρά τις δύο αυτές αποτυχίες του Μάτζικερτ και του Μυριοκέφαλου, η δυναστεία των Κομνηνών, που επακολούθησε, θεωρείται γενικά σαν περίοδος ανόρθωσης και ακμής του Βυζαντίου.
Κατά τη διάρκεια της, η Αυτοκρατορία όχι μόνο κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί, αλλά απέκρουσε σημαντικούς εχθρούς όπως Νορμανδούς, Σταυροφόρους και Τούρκους και κατάφερε να επεκτείνει και σταθεροποιήσει τα σύνορα της τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Μικρά Ασία. Το πιο σοβαρό πλήγμα καταφέρθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Ο γνωστός διαπρεπής Βυζαντινολόγος Ράνσιμαν, γράφει: «Η δυνατότητα κατακτήσεως της Πόλης υπό των Οθωμανών οφείλεται στο έγκλημα των Σταυροφόρων. Στις 29 Μαΐου 1453 ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα». Έτσι κατερρίφθη και το άπαρτο της Βασιλεύουσας.
Η ίδρυση και γρήγορη σχετικά επέκταση του Οθωμανικού κράτους από τις αρχές του 14ου αιώνα, δεν οφειλόταν μόνο στη στρατιωτική του ισχύ και το θρησκευτικό φανατισμό των υπηκόων του. Έχει την αιτία του, κυρίως, στους εμφύλιους αγώνες κατά την εποχή των διαδόχων του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, το γνωστό εθνικό σπορ των Ελλήνων. Άλλο αίτιο, της μη έγκαιρης καταπολέμησης των Οθωμανών στη Μ. Ασία, ήταν η απασχόληση του Βυζαντίου στη Δύση, για την απόκρουση μιας πιθανής επιθέσεως, που επί χρόνια προπαρασκευαζόταν από τον Κάρολο Ανδεγαυινό (Charles d’ Anzou).
Η επίθεση αυτή, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά τα ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας έμειναν για σημαντικό χρόνο ακάλυπτα από δυνάμεις,με αποτέλεσμα την επικράτηση εκεί των Οθωμανών. Πέρα όμως από τους παραπάνω λόγους, η δημιουργία στα Βαλκάνια, κατά την εποχή των Παλαιολόγων, ενός ισχυρού Σερβικού κράτους, θα συμβάλει στην αποδυνάμωση του Βυζαντίου και, επομένως, θα βοηθήσει έμμεσα την Οθωμανική επέκταση. Το 1354 οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και κατέλαβαν την χερσόνησο της Καλλίπολης. Εκεί εγκατέστησαν αμέσως Τούρκους εποίκους, κατά τη γνωστή τακτική τους.
Το Ευρωπαϊκό αυτό προγεφύρωμα των Οθωμανών και η ανυπαρξία ικανής στρατιωτικής δύναμης στη Θράκη για να τους αναχαιτίσει, θα επιτρέψουν την κεραυνοβόλα επέκταση τους στη Χερσόνησο του Αίμου επί του Μουράτ του Α΄ (13601389) και ιδίως του Βαγιαζήτ 13891402. Και ενώ όλα, σχεδόν, είναι έτοιμα για την κατάκτηση των τελευταίων προπυργίων του Βυζαντίου, ένα αναπάντεχο γεγονός θα παρατείνει τη ζωή του Ελληνικού κράτους για άλλα 50, περίπου, χρόνια. Ήταν η εμφάνιση ενός ισχυρού, Μογγολικού στρατού στην ανατολική Μ. Ασία, υπό τον περίφημο για την αγριότητα και τις κατακτήσεις του Ταμερλάνο.
Η κρίσιμη μάχη μεταξύ Οθωμανών και Μογγόλων θα δοθεί στην Άγκυρα, στις 28 Ιουλίου 1404. Οι Οθωμανοί θα συντριβούν ολοκληρωτικά και θα συλληφθεί αιχμάλωτος και ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ, που θα πεθάνει μετά από λίγο στην αιχμαλωσία. Η καταστροφή του Οθωμανικού στρατού στην Άγκυρα και ο θάνατος του Βαγιαζήτ θα προκαλέσουν εμφύλιους πολέμους επί 20, περίπου, χρόνια μεταξύ των διαδόχων του και, μοιραία, την εξασθένηση των Οθωμανών. Δυστυχώς όμως το Βυζάντιο, την εποχή εκείνη, δε θα έχει πια τη δύναμη να ανορθώθεί και, έτσι, δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από τις έριδες των Τούρκων.
Είναι μια θνήσκουσα, μόνο κατ’ όνομα, «Αυτοκρατορία». Από τους εμφύλιους σπαραγμούς των Τούρκων δε θα επωφεληθούν ούτε οι Βαλκανικοί λαοί ούτε οι Λατίνοι. Θα έλθει λοιπόν ένα νέος Σουλτάνος, ο Μουράτ Β΄ (14211451), που, όχι μόνο, θα υποτάξει όλους τους αποστάτες και τους υποτελείς τους στα Βαλκάνια και την Ασία, αλλά θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για νέα σημαντική επέκταση της Αυτοκρατορίας του στο Βορρά. Μέσα στην Τουρκική πλημμύρα απέμεναν τρεις σημαντικές Ελληνικές νησίδες: η Κωνσταντινούπολη, η Πελοπόννησος και η Θεσσαλονίκη. Ο Μουράτ θ’ αρχίσει από την τελευταία, που μετά από πολιορκία, θα καταλάβει και θα καταστρέψει το 1430. Και εδώ η σφαγή και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων ήταν, σχεδόν, γενικός.
ΝΟΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
Αλλά οι Αυτοκράτορες νόθευσαν και το νόμισμα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Γιατί παλαιότερα, στα χρονιά της βασιλείας του Ιωάννη Βατατζή, τα δυο τρίτα του βάρους του νομίσματος (= 16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός· την αξία αυτή διατήρησε ο γιος και διάδοχος του (Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης). Ύστερα, επί Μιχαήλ (Παλαιολόγου), όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αναγκαστικών δόσεων προς τους Ιταλούς, τα παλαιά σημεία πάνω στο νόμισμα αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Κωνσταντινούπολης στην πίσω πλευρά του. Η αξία του χρυσού νομίσματος μειώθηκε ακόμη ένα κεράτιο, έτσι που περιείχε πια μόνο 15 κεράτια από τα εικοσιτέσσερα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η’. Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ’) το νόμισμα περιείχε 14 κεράτια χρυσού και τώρα πια μόνο το μισό του βάρους του είναι καθαρός χρυσός. Γι’ αυτόν το λόγο οι τροφές ήταν δυσεύρετες και πολύ δύσκολο να αγοραστούν, αν παρουσιάζονταν κάπου, και ο λαός έμοιαζε να είναι αιχμάλωτος (της οικονομικής ανάγκης) και υπέφερε από πείνα.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ
Η Μογγολική επιδρομή και η διάλυση του Σελτζουκικού κράτους (μέσα 13ου αι.) είχε προκαλέσει την εμφάνιση και την εδραίωση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το Τουρκικό αυτό φύλο, που παρασυρμένο από τις ορδές των Μογγόλων είχε προωθηθεί στη Βιθυνία, οφείλει την επωνυμία του στον ιδρυτή του Οθωμανικού εμιράτου στη Βιθυνία Οσμάν ή Οθμάν (1288-1325), γιο του Ερτογρούλ. Οι συνεχείς επιδρομές και οι λεηλασίες που διέπρατταν οι Οθωμανοί στις Βυζαντινές περιοχές είχαν δημιουργήσει οξύτατο πρόβλημα στην αυτοκρατορία, ενώ η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως (1301) σηματοδότησε την αφετηρία της στρατιωτικής κατίσχυσης των Οθωμανών. Η Τουρκική κατάκτηση έστρεψε τους Βυζαντινούς να ζητήσουν ερείσματα στη Δύση. Είναι γνωστή η συνεργασία του Ανδρόνικου Β’ με την Καταλανική Εταιρεία και οι δυσμενείς για την Αυτοκρατορία συνέπειες της στρατιωτικής δράσης των Καταλανών στις αρχές του 14ου αι.
Στερημένη από στρατό και στόλο εξαιτίας της πολιτικής του Μιχαήλ Η’ και του Ανδρονίκου Β’ η Αυτοκρατορία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δυναμικά την Οθωμανική απειλή. Έτσι, μέσα σε σύντομο διάστημα στο πρώτο μισό του αιώνα οι Οθωμανοί πέτυχαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία σε βάρος των Βυζαντινών εδαφών (το 1326 κατέλαβαν την Προύσα, το 1331 τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια) και των άλλων Τουρκικών Εμιράτων.
Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 άνοιξε στους Οθωμανούς τον δρόμο για την κατάκτηση της Βαλκανικής. Το 1361 κυριεύθηκε η Αδριανούπολη και το 1363 η Φιλιππούπολη. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεμελιώνουν την πολιτική τους για την αντιμετώπιση του Τουρκικού κινδύνου στη συνεργασία με τη Δύση. Η πολιτική αυτή, που είχε ισχυρά ερείσματα στη Βυζαντινή κοινωνία, υποστηριζόταν θεωρητικά από την καλλιέργεια της ιδέας της πολιτισμικής συγγένειας και της ιστορικής κοινότητας των δύο κόσμων.
Το μεγάλο πρόβλημα στην προώθηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής των Βυζαντινών ήταν η διαίρεση της Χριστιανοσύνης και το συνακόλουθο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών που δίχαζε τη Βυζαντινή κοινωνία. Ήδη από το 1327 ο Ανδρόνικος Β’ είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον βασιλιά της Γαλλίαs Κάρολο Δ’, ενώ ο Ανδρόνικος Γ’ συνεργάστηκε στη δημιουργία αντιτουρκικού συνασπισμού (1332) στον οποίο μετείχαν αρχικά το Βυζάντιο, η Βενετία και το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών και στη συνέχεια ο Πάπας και οι βασιλείς της Γαλλίας και της Κύπρου.
Οπωσδήποτε, το τουρκικό πρόβλημα απασχολούσε και τους Δυτικούς που τα συμφέροντά τους στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο απειλούνταν από τα Τουρκικά Εμιράτα. Σύντονες υπήρξαν οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ’ για να επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών και να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών. Για τον σκοπό αυτό έστειλε το 1337 στην Αβινιόν τον Βενετό Στέφανο Δάνδολο για διαπραγματεύσεις με τον πάπα Βενέδικτο ΙΒ’ και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την ίδια αποστολή μαζί με τον Δάνδολο ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία ως προσωπικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα στον Πάπα.
Παρ’ όλο που ο Πάπας έθεσε ως προϋπόθεση για την αποστολή βοήθειας την ένωση των Εκκλησιών, με πρωτοβουλία του επιτεύχθηκε συνασπισμός Χριστιανικών δυνάμεων που το 1344 με κοινή στρατιωτική επιχείρηση κατέλαβαν τη Σμύρνη. Διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Κλήμη ΣΤ’ διεξήγαγε ο Ιωάννης Καντακουζηνός με τον Παπικό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Βαρθολομαίο (1347) και με πρεσβεία που έστειλε στην Αβινιόν το 1348.
Σημαντικότατο υπήρξε το Χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε’ του έτους 1355 με το οποίο υποσχόταν υπακοήν και σέβας προς τον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’ και τους διαδόχους του (η μεταστροφή του στον Παπισμό συντελέστηκε το 1369), λήψη μέτρων για την επίτευξη της ένωσης των Εκκλησιών και τον εκλατινισμό της άρχουσας τάξης, με αντάλλαγμα αποστολή στρατιωτικής ενίσχυσης και πλοίων για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους και τους εσωτερικούς αντιπάλους του.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ
Δραματικότερη τροπή παίρνουν τα πράγματα, όταν οι ίδιοι οι Αυτοκράτορες περιοδεύουν στις Ευρωπαϊκές χώρες ως αυτοχειροτόνητοι πρέσβεις για να επιτύχουν τη συμμαχία και να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Δυτικών. Πρώτος ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1366 ένα δύσκολο και περιπετειώδες ταξίδι στην Ουγγαρία, όπου συζήτησε με τον βασιλιά Λουδοβίκο το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.
Βέβαια, την ίδια χρονιά ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος ΣΤ’ ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της σταυροφορίας έσπευσε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και κατόρθωσε να απελευθερώσει την Καλλίπολη από τους Τούρκους και στη συνέχεια τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη από τους Βουλγάρους. Με την προτροπή του ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1369 δεύτερο ταξίδι με προορισμό τη Ρώμη. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ασπάστηκε το δόγμα της Λατινικής Εκκλησίας και αναγνώρισε το πρωτείο του Πάπα.
Η πράξη αυτή της πνευματικής υποτέλειας του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα, που υπαγορευόταν από την ανάγκη, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη Ρώμη ο Ιωάννης συνομολόγησε με τους Βενετούς συνθήκη (1370), ενώ επιστρέφοντας κρατήθηκε αρκετό καιρό στη Βενετία για οφειλές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε μια άλλη πλευρά της μείωσης του Αυτοκρατορικού γοήτρου. Αντίθετα με την πολιτική της υποτέλειας προς τη Δύση, η Βυζαντινή Εκκλησία καλλιεργούσε την ιδέα της συνεργασίας και της αντίστασης των Ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής.
Οι προσπάθειες του πατριαρχείου είχαν ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση Σέρβων και Βουλγάρων. Ωστόσο, η ήττα των Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Έβρου (1371) επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν Σερβικά και Βουλγαρικά εδάφη και να προωθηθούν στη δυτική Μακεδονία και στην Ιλλυρία, ενώ μετά την ήττα των συνασπισμένων Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Οθωμανοί υπέταξαν τη Σερβία και στη συνέχεια ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βουλγαρίας.
ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Από το 1372 η Αυτοκρατορία, διασπασμένη εδαφικά και ανίσχυρη, είναι υποτελής στον Σουλτάνο και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες (Ιωάννης Ε’, Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’) υποχρεώνονται να συνεκστρατεύουν μαζί του. Εξάλλου, με τις κατακτήσεις των Τούρκων στην Ασία και στην Ευρώπη η ίδια η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Το 1374 βυζαντινή πρεσβεία που στάλθηκε στον Πάπα διευκρίνιζε ότι η κατά τους δυτικούς «ανίερη συμμαχία» των Βυζαντινών με τους Οθωμανούς ήταν απλή ανακωχή και τον επόμενο χρόνο άλλος απεσταλμένος ενημέρωνε τον πάπα για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Αυτοκρατορία και για την ανάγκη βοήθειας.
Για άλλη μία φορά οι Δυτικοί επιχειρούν να οργανώσουν αντιτουρκική σταυροφορία με επικεφαλής τον βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο. Στη στρατιωτική αυτή επιχείρηση συμμετείχαν αξιόλογες Γαλλικές δυνάμεις, ενώ οι Βενετοί συμφώνησαν να διαθέσουν πλοία. Η εκστρατεία κατέληξε στη μάχη της Νικόπολης (Σεπτέμβριος 1396), όπου οι Χριστιανικές δυνάμεις συντρίφτηκαν. Στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Η ένδεια και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τον πληθυσμό που εγκατέλειπε τις εστίες του.
Και ενώ ο Βαγιαζήτ ζήτησε να του παραδοθεί η Πόλη, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ στράφηκε προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του 1399 ο στρατάρχης Βoucicaut με μικρή δύναμη ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε για ένα διάστημα να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Μανουήλ επιχείρησε μεγάλης διάρκειας διπλωματικό ταξίδι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Με εξαιρετικές τιμές έγινε δεκτός στο Παρίσι από τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο ΣΤ’ και στο Λονδίνο από τον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Δ’.
Από το Παρίσι είχε επίσης επικοινωνήσει με τους ηγεμόνες της Ισπανίας. Αντικείμενο των επαφών του Μανουήλ ήταν η οργάνωση νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων και οι υποσχέσεις που έλαβε τον γέμισαν με αισιοδοξία. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Δύση ο Μανουήλ πληροφορήθηκε την ήττα των Οθωμανών από τους Μογγόλους στη μάχη της Αγκύρας (1402). Έπειτα από μακρόχρονη απουσία ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1403.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΝΩΣΗΣ
Τη διάσπαση του Οθωμανικού κράτους ακολούθησε περίοδος εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ. Οι δύο σπουδαιότεροι, ο Σουλεϊμάν και ο Μωάμεθ Α’ που πέτυχε την ενοποίηση του Τουρκικού κράτους, καλλιέργησαν φιλικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Η κατάσταση άλλαξε με την ανάληψη της αρχής από τον Μουράτ Β’ που το 1422 πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο έτος ο τότε συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’ επιχείρησε διπλωματικό ταξίδι στην Ιταλία και στην Ουγγαρία. Ακολούθησε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (1430). Ο Ιωάννης Η’ αποφάσισε να στραφεί και πάλι προς τους Δυτικούς επιδιώκοντας την πρόκληση νέας Σταυροφορίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης με μεγάλη ακολουθία μεταβαίνουν στην Ιταλία και μετέχουν στη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), όπου κηρύχτηκε η ένωση των Εκκλησιών με την ουσιαστική υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας.
Η Σταυροφορία που ακολούθησε με την παρακίνηση του διοικητή της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη και τη σύμπραξη Πολωνών, Ούγγρων, Βενετών και Βλάχων κατέληξε σε οδυνηρή ήττα στη μάχη της Βάρνας (1444), όπου σκοτώθηκε ο Ούγγρος βασιλιάς Λαδίσλαος Γ’. Στην τελική φάση της Βυζαντινής αγωνίας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος απευθύνεται και πάλι στη Δύση ζητώντας βοήθεια. Αλλά ούτε οι εκκλήσεις του προς τον Πάπα, τη Βενετία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία ή τη Γαλλία είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα, ούτε η διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην Αγία Σοφία (12 Δεκεμβρίου 1452) από τον αυτοκράτορα συντέλεσε στη σωτηρία της Πόλης.
Η συνδρομή των Δυτικών ήταν μηδαμινή και δεν οφειλόταν σε πρωτοβουλίες ηγεμόνων. Στις εκκλήσεις του Βυζαντίου η Δύση είχε ανταποκριθεί με υποσχέσεις, αλλά ελάχιστες ήταν οι δυναμικές ενέργειες. Η ίδια ήταν αρκετά ασφαλής και ο Τουρκικός κίνδυνος ήταν ακόμη μακρινός, ενώ η ιδέα της σταυροφορίας είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο λίγοι ιδεολόγοι ήταν πρόθυμοι να δράσουν. Εξάλλου, η Δύση, πολιτικά και οικονομικά ισχυρή, δεν είχε εγκαταλείψει τις επικυριαρχικές τάσεις της. Η πολιτική ηγεσία του Βυζαντίου, αιχμάλωτη των περιστάσεων, είναι πρόθυμη να υποταγεί στη Δύση για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι πληγές από την πρώτη άλωση δεν είχαν επουλωθεί. Η μνήμη της καταστροφής παράλληλα με την αξίωση της ιδεολογικής υποταγής προκαλούσαν εσωτερικές αντιδράσεις και καθιστούσαν αδύνατη μια ουσιαστική προσέγγιση. Η Δύση δεν είχε εξιλεωθεί για το κρίμα που είχε διαπράξει το 1204 και η αίτηση συγγνώμης θα καθυστερούσε ακόμη πεντέμισι αιώνες.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Η περίοδος μετά τη Λατινική άλωση, που ξεκινά με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο τον Ελευθερωτή, δεν είναι και η περίοδος που εμφανίζεται για πρώτη φορά η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί πολλές απόπειρες μετά το σχίσμα του 1054 για την αποκατάσταση της Ενότητας, καταγράφονται περισσότερες από 30 επαφές και συμβούλια για αυτό το θέμα μεταξύ 1054 και 1204. Μια σειρά ειρηνικές απόπειρες, το έργο των οποίων καταστρατηγήθηκε και καταργήθηκε μετά την Άλωση του 1204. Μετά το 1204 καταγράφονται τρεις «Ενώσεις». Οι ίδιοι οι σταυροφόροι αναγγέλλουν την πρώτη (κι αρχίζει η προσπάθεια, με κάθε τρόπο, προσηλυτισμού των Ελλήνων στον Ρωμαιοκαθολικισμό στις Φραγκικές κτήσεις) η δεύτερη είναι η περίφημη «Σύνοδος της Λυών» (που αποτέλεσε μια απλή πολιτική συνθήκη μεταξύ Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και Πάπα Γρηγορίου Ι’) κι η τρίτη και πιο σημαντική, η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας, του 1438, (ξεκινά στη Φεράρα το 1438 κι ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Φλωρεντία).
Η πρώτη ήταν αποτέλεσμα βίαιης κατάκτησης, οι άλλες δύο καταχρήσεις Αυτοκρατορικών προνομίων που άφησαν πολλά χρόνια χωρίς αποδεκτό από τον λαό πατριάρχη την Κωνσταντινούπολη. Καμία τους δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον λαό. Η πατροπαράδοτη ισχύς των Αυτοκρατόρων τοποθέτησε εκείνη την περίοδο στον Πατριαρχικό θρόνο σειρά ενωτικών Πατριαρχών (αν και με δυσκολίες) με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κατά την οποία, ωστόσο, ναι μεν καθαιρέθηκε ο ενωτικός Πατριάρχης, αλλά ο θρόνος έμεινε κενός. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι αποτελούσε πάντα Αυτοκρατορικό προνόμιο η σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων, αν και η σύνοδος δεν θεωρούνταν Οικουμενική αν δεν αντιπροσωπεύονταν και τα τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γι΄ αυτό, άλλωστε, κι η πρώτη Ενωτική Σύνοδος, αυτή της Λυών, δεν θεωρήθηκε έγκυρη αφού δεν είχαν αντιπροσωπευτεί όλα τα ανατολικά Πατριαρχεία, κι ο Μιχαήλ Η΄ δεν μπόρεσε να την επιβάλει.
Ακόμη κι ο μεγάλος εχθρός των ησυχαστών και των ανθενωτικών, ο Βαρλαάμ, αναφέρει ότι επειδή «οι Έλληνες Λεγάτοι στη Λυών δεν είχαν σταλεί ούτε από τους τέσσερις Πατριάρχες ούτε από τον Ελληνικό λαό» η προσπάθεια ένωσης δεν ίσχυε, όντας προϊόν επιβαλλόμενης πνευματικής βίας από τον Αυτοκράτορα. Η Ένωση, λοιπόν, δεν έγινε δυνατή, λόγω της στάσης του λαού, ο οποίος είχε ανατραφεί χωρίς να αποδέχεται εκκλησιαστικά πρωτεία, είχε βιώσει τη βαρβαρότητα της δυτικής Χριστιανοσύνης με τη Φραγκική επέλαση και δεν επιθυμούσε καν μία αλληλοϋποχώρηση σε θεολογικά ζητήματα, όσα κι αν θα ήταν τα πολιτικά οφέλη.
Οι ίδιοι οι υπογράψαντες στη Φεράρα – Φλωρεντία με την επιστροφή τους δήλωναν (σύμφωνα με τον Δούκα) «Υπογράψαμε την Ένωση και ξεπουλάμε την πίστη μας». Δεν μπόρεσαν να την ξεπουλήσουν, είχαν ξεχάσει το λαό που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να ξεπουλήσει την πίστη του, και συσπειρώθηκε γύρω από τη λαμπερή μορφή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο λαός ήταν ο μέγας ανθενωτικός, λίγοι Βυζαντινοί θα θυσίαζαν τη βασιλεία των ουρανών για ανθρώπινα πολιτικά οφέλη.
Η Άλωση της Πόλης το 1204 γέννησε στην Ανατολή βαθύ μίσος κατά της Δύσης. Ήταν ένας από τους λόγους που η Ένωση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από τον λαό. Η βαθιά πίστη των Βυζαντινών ότι είναι πολίτες του βασιλείου του Θεού επί γης, φορείς της Αλήθειας και του ορθού δόγματος, δεν επέτρεψε ποτέ στα πολιτικά «παιγνίδια» με την πίστη να ευδοκιμήσουν. Στα μάτια του λαού τα πράγματα ήταν απλά: όποιος υποστήριζε την Ένωση ήταν προδότης. Με το λαϊκό αίσθημα εκφρασμένο και από πολλούς ιδιαίτερα μορφωμένους λογίους, υπερασπιστές της καθαρότητας της πίστης, οι Παλαιολόγοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πραγματοποιήσουν την πολιτικά πολυπόθητη ένωση, που θα διαφύλαττε το βασίλειό τους από τους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος βρήκε απέναντί του ακόμη και τα αδέλφια του. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη κι οι ίδιοι οι οπαδοί της Ένωσης απέφευγαν να αναφέρονται σε ζητήματα δογματικά, η γραμμή που πρέσβευαν ήταν πολιτική.
Οι Ενωτικοί τόνιζαν πάντα τα πολιτικοστρατιωτικά οφέλη της ένωσης, μα τον λαό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εύνοια του Θεού. Η έριδα μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν κυρίαρχη στη ζωή του Βυζαντίου μετά το 1204, και θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως πολλά θεολογικά ζητήματα που εξετάστηκαν στην Παλαιολόγεια περίοδο δεν ήταν παρά οι άλλες όψεις του αυτού ζητήματος. Μεγάλα πνεύματα (από την εποχή των συνταρακτικών διαλόγων Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ) αντιπαρατέθηκαν με επιχειρήματα σε ένα φλογερό διάλογο, τον οποίο παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον ο πιστός λαός.
Οι διαιρεμένοι λόγιοι της τελευταίας εποχής είχαν επικεφαλής οι μεν ενωτικοί τον Βησσαρίωνα, μαθητή του Πλήθωνα που σεβόταν αλλά δεν ασπαζόταν τις απόψεις του δασκάλου του, οι δε ανθενωτικοί τον Μάρκο τον Ευγενικό και, όταν αυτός κοιμήθηκε, τον Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο, κάποτε ενωτικό. Η μορφή του Βησσαρίωνα, λαμπρού δασκάλου της φιλοσοφίας και εχθρού της αποφατικής θεολογίας, ξεχώρισε λόγω των ρητορικών του χαρισμάτων. Ο Βησσαρίων, από τα 20 του έτη μοναχός, είχε μαγευτεί από την Ιταλία κι η θέση του ως ενωτικού είχε αποτελέσει μάλλον προϊόν πολιτιστικής παρά θρησκευτικής μεταστροφής.
Πίστευε ακράδαντα ότι οι Έλληνες έπρεπε να καταφύγουν στις αγκάλες της αναγεννησιακής Ιταλίας, η αποστροφή των συμπατριωτών του για τη θέση του αυτή τον πλήγωνε βαθιά. Ακόμη κι όταν έφυγε οριστικά για την Ιταλία (μετά τη στάση του λαού της Πόλης προς το πρόσωπό του, όταν επέστρεψε από τη Φεράρα Φλωρεντία) γινόμενος Καρδινάλιος, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν Έλληνα, να προσφέρει φιλοξενία σε όποιον έφτανε πρόσφυγας από την πόλη στην Ιταλία μετά την Άλωση και να αγωνίζεται να διασώσει όσα περισσότερα Ελληνικά χειρόγραφα μπορούσε. Ο Μάρκος Ευγενικός ανήκε στους λάτρεις της αποφατικής θεολογίας.
Λόγιος και μαθητής του Βρυέννιου, είχε συγγράψει έργα υπερασπίζοντας τον ησυχασμό. Ακόμη κι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί του θεωρούσαν ότι υπήρξε ο πιο ακέραιος και ειλικρινής μεταξύ όλων (δυτικών κι ανατολικών) των ανώτερων κληρικών της εποχής. Μαθητής του Ευγενικού ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Βαθύτατος γνώστης της νομικής, θαυμαστής του Θωμά Ακινάτη στα νιάτα του, αλλά και λάτρης του Παλαμά, προσπάθησε στη νεότητά του να παντρέψει τη θεολογία των δύο, με όχι ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Υπήρξε άριστος σχολιαστής του Αριστοτέλη και μελετητής του Αβερρόη και του Αβικέννα. Συνεχίζεται... *Εκ του ιστολογίου «greekworldhistory.blogspot.com» της 5.1.2016. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου