Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: «ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ»





Λόγος ηθικός δέκατος (Β’):


«Για τη μέλλουσα Κρίση» – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.




Για τη φοβερή μέρα του Κυρίου και τη μέλλουσα κρίση, ότι δηλαδή συντελείται σ’ εμάς από εδώ ακόμη και πριν από τον θάνατο, καθώς καθαριζόμαστε με τα δάκρυα, και ότι σε όποιους θα πραγματοποιηθεί στην παρούσα ζωή δεν τους συναντά στη μέλλουσα. Και ποιά είναι η μέρα του Κυρίου και σε ποιούς φανερώνεται ξαφνικά. Και ότι η πίστη στον Χριστό δεν μπορεί μόνη να μας σώσει, αν δεν γίνουμε συνειδητά μέτοχοι και του Αγίου Πνεύματος˙ και ότι δεν λαμβάνουν τον Χριστό με το βάπτισμα όλοι οι βαπτιζόμενοι. Και πώς μπορεί κάποιος να γνωρίσει, αν έχει μέσα τον Χριστό και αν έχει γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος. Και ερμηνεία, παρενθετικά, στο χωρίο, «Εν αρχή ην ο Λόγος».1 Και μακαρισμός σ’ εκείνους που από τους αγώνες δέχθηκαν την επιφοίτηση του Πνεύματος.


Όταν λοιπόν ακούς, αγαπητέ, να γίνεται λόγος για τέκνα του φωτός και για τέκνα της μέρας, μην πεις μέσα σου ότι, όσοι βαπτισθήκαμε στο όνομα του Χριστού και πιστεύουμε σ’ εκείνον και τον προσκυνούμε ως Θεό και τον ντυνόμαστε,1 είμαστε οπωσδήποτε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε τέκνα της μέρας και τέκνα του φωτός, και όχι τέκνα της νύχτας ούτε του σκότους. Μην πεις, ούτε να υποθέσεις αυτό, και περάσεις τις υπόλοιπες μέρες της ζωής σου με αμέλεια και αμεριμνησία, με το να νομίζεις μόνο και να έχεις τη γνώμη ότι είσαι κάτι, χωρίς να είσαι τίποτε˙ αλλά σκέψου και κοίταξε με ακρίβεια τον εαυτό σου και πες: «Αν όλοι οι άνθρωποι, που είναι στον κόσμο και βλέπουν με αισθητό τρόπο αυτό τον ήλιο, βρίσκονται στο σκότος, οπωσδήποτε και εγώ, επειδή δεν βλέπω τίποτε περισσότερο από τους άλλους, είμαι μαζί μ’ αυτούς στο σκότος.


Διότι όπως κάθε μέρα, όταν δύει ο ήλιος, γίνεται νύχτα και δεν βλέπω τίποτε περισσότερο από το σκότος, έτσι, και όταν πεθάνω, δεν θα δω πουθενά φως, αλλά θα είμαι στους αιώνες σε άφεγγο και ανήλιο σκότος και δεν θα δω πια με τα μάτια μου αυτό το ορατό φως˙ διότι, όταν οι άνθρωποι χωρίζονται από το σώμα, απομακρύνονται αμέσως από όλα τα ορατά. Αν λοιπόν είμαι τώρα στο σκότος, θα είμαι στο σκότος και μετά από τον θάνατο˙ θα έρθει οπωσδήποτε και σ’ εμένα η μέρα του Κυρίου, όπως ο κλέφτης τη νύχτα και όπως οι πόνοι στην έγκυο γυναίκα, και δεν θα μπορέσω να ξεφύγω».


Διότι η σωτηρία μας δεν γίνεται μόνο με το βάπτισμα του νερού, αλλά και με το Πνεύμα, ούτε η άφεση των αμαρτιών και η μετοχή της ζωής προσφέρεται μόνο με τον άρτο και τον οίνο της μετάληψης, αλλά και με τη θεότητα, που συνακολουθεί και που είναι μυστικά και ασύγχυτα αναμιγμένη σ’ αυτά. Λέγεται μάλιστα ότι είναι μυστικά αναμιγμένη, διότι δεν φανερώνεται σε όλους, αλλά σ’ αυτούς που είναι άξιοι της αιώνιας ζωής, και κάνει αυτούς που την βλέπουν τέκνα του φωτός και τέκνα της μέρας2˙ διότι εκείνοι που δεν βλέπουν το φως, αν και λάμπει δυνατά, βρίσκονται καθηλωμένοι στο σκότος.


Κανείς να μη σας εξαπατά, αδελφοί, με απατηλά λόγια,3 ούτε να στηρίζεται κάποιος μόνο στην πίστη προς τον Χριστό. «Διότι ο Χριστός», λέει ο απόστολος, «αν περιτέμνεσθε, δεν θα σας ωφελήσει τίποτε»4˙ και ακόμη λέιε, «Η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή».5 Όπως δηλαδή το σώμα χωρίς την ψυχή είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή χωρίς τα έργα είναι νεκρή. Διότι εκείνοι που ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλά δεν τηρούν τις εντολές του, δεν θα θεωρηθούν μόνο ότι τον αρνούνται, αλλά και ότι τον περιφρονούν˙ και όχι μόνο δίκαια θα καταδικασθούν, αλλά και αυστηρότερα από εκείνους που περιτέμνουν τα σώματά τους, διότι ακρωτηριάζουν τις εντολές του Θεού. Διότι εκείνος που περιφρονεί τον πατέρα του, πώς θα θεωρηθεί παιδί του; Εκείνος που χωρίζεται από το φως, πώς θα κατοικήσει, σαν μέσα σε μέρα, στο φως; Με κανένα τρόπο, αδελφοί!


Αν όμως κάποιος λέει ότι κανείς δεν μπορεί να τηρήσει όλες τις εντολές, ας γνωρίζει ότι συκοφαντεί και κατηγορεί τον Θεό ότι πρόσταξε σ’ εμάς αδύνατα πράγματα˙ αυτός δεν θα ξεφύγει την αναπόφευκτη καταδίκη, αλλά θα κατακριθεί και αυτός, όπως εκείνος που είπε: «Γνώριζα ότι είσαι σκληρός, επειδή θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν σκόρπισες»6˙ και θα ομοιωθεί με το φίδι, που είπε στον Αδάμ: «Επειδή ο Θεός γνώριζε ότι, την ώρα που θα φάτε από το δέντρο, θα γίνεται όμοιοι μ’ αυτόν, γι’ αυτό το λόγο πρόσταξε σ’ εσάς να μη φάτε απ’ αυτό το δέντρο».7 Διότι ο άνθρωπος αυτός αποκαλεί τον Θεό ψεύτη και πλάνο και γεμάτο από φθόνο˙ τον αποκαλεί ψεύτη, διότι ενώ εκείνος είπε, «Ο ζυγός μου είναι ωφέλιμος και το φορτίο μου ελαφρύ»,8 αυτός το παρουσιάζει ότι όχι μόνο δεν είναι ελαφρύ, αλλά ότι είναι και αβάσταχτο˙


τον αποκαλεί πλάνο, διότι κατέβηκε στη γη με πολλές υποσχέσεις, αλλά δεν θέλει να δώσει σ’ εμάς τίποτε, ή, καλύτερα, πρόσταξε σ’ εμάς, επειδή φθονεί τη σωτηρία μας, να κάνουμε και να τηρήσουμε αδύνατα πράγματα, ώστε, επειδή δεν θα μπορούμε να τα εκπληρώσουμε, να βρει τάχα εύλογη πρόφαση, να μας στερήσει από εκείνα τα αγαθά. Αλλά, αλίμονο σ’ εκείνους, που τα λένε αυτά, αν δεν μετανοήσουν˙ διότι ο Δεσπότης μας και Θεός δεν πρόσταξε τίποτε βαρύ, τίποτε δυσβάσταχτο, ή, καλύτερα, όλα συγχρόνως είναι κατορθωτά και εύκολα, καθώς και εγώ ο ίδιος γνώρισα, πιστέψτε με, ότι είναι εύκολη η εντολή του Θεού και η συνάντηση του ίδιου και της βασιλείας του. Αλλά θα σας το δείξω αυτό με παράδειγμα.


Ένας άνθρωπος που υπηρετούσε κάποιον επαναστάτη, αντίπαλο και εχθρό του βασιλιά των Χριστιανών, και που έκανε πολλά κατορθώματα και ανδραγαθίες εναντίον των δούλων του βασιλιά των Χριστιανών και που απολάμβανε πολύ μεγάλη τιμή από εκείνο τον τύραννο και από τα στρατεύματα που είχε στην εξουσία του, ειδοποιήθηκε αρκετές φορές από το βασιλιά των Χριστιανών να έρθει σ’ αυτόν και να είναι μαζί του και να λάβει μεγάλες δωρεές και να συμβασιλεύσει μ’ αυτόν.


Αυτός όμως για αρκετά χρόνια δεν ήθελε να έρθει, αλλά απεναντίας και αναθέρμανε από τότε σκληρότερα τον πόλεμο. Κάποια μέρα λοιπόν, αφού παραδέχθηκε το λάθος του και άλλαξε γνώμη, αποφάσισε να φύγει και να πάει μόνος του στο βασιλιά, επειδή σκέφθηκε μέσα του αυτό, ότι, δηλαδή, «αν και ως τώρα, παρ’ όλο που ο βασιλιάς με ειδοποίησε, δεν υπάκουσα, πιστεύω ότι δεν θα μου καταλογίσει τώρα, που επιστρέφω, την αναβολή των τόσων χρόνων και την καθυστέρηση, επειδή είναι, όπως ακούω, συμπονετικός και φιλάγαθος˙ θα με συμπονέσει μάλιστα και θα εκπληρώσει όλα, όσα μου υποσχέθηκε».


Καθώς λοιπόν τα σκέφτηκε αυτά μέσα του, τα έκανε πράξη˙ και αφού ήρθε στο βασιλιά και κράτησε ικετευτικά τα πόδια του, ζήτησε με κλάμα συγχώρηση. Αυτόν αμέσως, επειδή ο καλός εκείνος βασιλιάς κυριεύθηκε από απρόσμενη χαρά, αφού τον δέχθηκε, θεωρούσε σαν θαύμα τη μεταβολή και την ταπείνωσή του, που γι’ αυτά έπρεπε καλύτερα ο ίδιος να μιλά με θάρρος και να απαιτεί τιμές, για την αγάπη και την πίστη, που έδειξε σ’ αυτόν, εγκατέλειψε δηλαδή τον αποστάτη, ήρθε στη βασιλεία του και βρίσκεται γονατιστός, θρηνώντας για την καθυστέρηση και για τα κακά που έχουν γίνει προηγουμένως απ’ αυτόν˙ αφού τον ανασήκωσε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφίλησε9 ολόκληρο, αλλά και τα μάτια του, που έχυναν δάκρυα για πολλές ώρες.


Έπειτα, αφού πρόσταξε να φέρουν στέμμα και στολή και υποδήματα, όμοια μ’ εκείνα που ο ίδιος φορούσε, έντυσε ο ίδιος δια μέσου του εαυτού του τον πρώην εχθρό και αντίπαλο, χωρίς διόλου να τον κατηγορήσει˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά νύχτα και μέρα χαίρεται και ευφραίνεται μαζί του, και τον αγκαλιάζει και τον φιλά στόμα με στόμα˙ τόσο πολύ τον αγάπησε, ώστε να μη χωρίζεται ούτε στον ύπνο του, και να κοιμάται μαζί του, και να τον αγκαλιάζει επάνω στο κρεβάτι, και να τον σκεπάζει με το επανωφόρι του από παντού, και να βάζει το πρόσωπό του επάνω σε όλα τα μέλη του.


Τέτοια είναι και η δική μας σχέση προς τον Θεό, και γνωρίζω ότι έτσι, με τέτοιο δηλαδή τρόπο, δέχεται και αγαπά ο φιλάγαθος Θεός εκείνους που μετανοούν, φεύγοντας τον πλάνο κόσμο και τον κοσμοκράτορα διάβολο και προσερχόμενοι σ’ αυτόν σαν σε βασιλιά και Θεό, απαλλαγμένοι από τα πράγματα του βίου, αν άραγε δεν φαίνεται σε μερικούς βαρύ το να εγκαταλείψουν εκείνη που τους γέννησε και να απαρνηθούν τους φίλους τους και συγγενείς και να αφήσουν τον φθαρτό πλούτο, επειδή εγώ δεν βρήκα να είναι τίποτε βαρύ ή ενοχλητικό ή δυσβάσταχτο, όταν κατέφυγα στον Θεό και Σωτήρα μου. Αλλά, αν πρέπει να πω σ’ εσάς την αλήθεια, και να φανερώσω σε όλους αυτά που δεν ήθελα, να αποκαλύψω δηλαδή αυτά στην αγάπη σας, για να προσφέρω σε κάποιους από σας κάτι καλό, έβλεπα, σε κάθε δυσκολία και θλίψη και νομιζόμενη ταλαιπωρία, να αναβλύζει μέσα μου άφθονη η χαρά και η ευφροσύνη με την αποκάλυψη και φανέρωση του προσώπου του, ώστε να εκπληρώνεται ολοφάνερα σ’ εμένα ο λόγος του Παύλου, που λέει τα εξής:


«Η προσωρινή λοιπόν και ελαφριά θλίψη προετοιμάζει για μας μεγάλη δόξα»10˙ και ο λόγος του Δαβίδ, που λέει: «Στη θλίψη με ανακούφισες»11˙ ώστε από τα λόγια αυτά να θεωρώ τιποτένιες τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς, απέναντι στη δόξα του Ιησού Χριστού, που δεν είναι μέλλουσα, αλλά αμέσως αποκαλύπτεται σ’ εμένα12 δια μέσου του Αγίου Πνεύματος, που για τη μετοχή και τη θέα της δεν υπολόγιζα διόλου ακόμη και τις ίδιες τις αρρώστιες που οδηγούν στο θάνατο, και οποιαδήποτε άλλη αβάσταχτη οδύνη, που προκαλείται στους ανθρώπους από τους κόπους, με το να ξεχνώ κάθε οδύνη και λύπη του σώματος. Έτσι λοιπόν σκεφτόμουν απ’ αυτό ότι είναι ελαφρύ το φορτίο των εντολών και ωφέλιμος ο ζυγός του Κυρίου13 επειδή όμως δεν έβρισκα κάποια αιτία, ώστε για χάρη του να πεθάνω σύντομα, αισθανόμουν, πιστέψτε με, αβάσταχτη θλίψη.


Λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, αφήνοντας όλα, ας τρέξουμε γυμνοί,14 και πηγαίνοντας στον Δεσπότη Χριστό, ας πέσουμε γονατιστοί και ας κλάψουμε μπροστά στην αγαθότητά του, ώστε και ο ίδιος, βλέποντας την πίστη και την ταπείνωσή μας, να μας δεχθεί και να μας τιμήσει παρόμοια, ή, μάλλον, λαμπρότερα, και να μας στολίσει με τη δική του στολή και με το δικό του στέμμα, και να μας κάνει άξιους συνδαιτυμόνες του επουρανίου νυμφώνα. Διότι το να πάει κάποιος από βασιλιά σε φθαρτό βασιλιά και να αποκτήσει επίγεια βασιλεία, δεν είναι ίδιο με το να ανεβεί από τη γη στους ουρανούς, και να αξιωθεί αιώνια δόξα και άφθαρτη βασιλεία, και να γίνει συγκληρονόμος και συμμέτοχος του Θεού, και να γίνει όχι μόνο βασιλιάς, αλλά και θεός από τον Θεό, και να ευφραίνεται μαζί με τον Θεό στους αιώνες των αιώνων. Ας μην προτιμήσουμε λοιπόν, παρακαλώ, αδελφοί, κάτι από τα γήινα και απ’ αυτά που φθείρονται, για να μην εκπέσουμε από τη δόξα και την ένωση του Χριστού˙ αλλά από εδώ ακόμη, αφού καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, να λάβουμε τους αρραβώνες,15 ή, καλύτερα, να φροντίσουμε να αποκτήσουμε εκείνον τον ίδιο, αυτόν δηλαδή που είναι επάνω από όλα, και που είναι σε όλα, και που είναι κάθε αγαθό.


Ούτε και να πει κάποιος, «Εγώ έχω τον Χριστό, με το να τον λάβω από το άγιο Βάπτισμα», αλλά ας μάθε ότι δεν λαμβάνουν με το βάπτισμα τον Χριστό όλοι αυτοί που βαπτίζονται, αλλά μόνο αυτοί, που έχουν βέβαιη πίστη και που ευπρέπισαν τους εαυτούς τους με τέλεια γνώμη ή με προκάθαρση, και που έτσι ήρθαν στο βάπτισμα. Και αυτό θα το γνωρίσει εκείνος που ερευνά τις Γραφές από τα αποστολικά λόγια και έργα, διότι έχει γραφεί: «Όταν λοιπόν οι απόστολοι, που βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα, άκουσαν ότι η Σαμάρεια έχει δεχθεί το λόγο του Θεού, έστειλαν σ’ αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι, αφού κατέβηκαν στη Σαμάρεια, προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Άγιο Πνεύμα˙ διότι δεν είχε ακόμη κατεβεί το Άγιο Πνεύμα σε κανένα απ’ αυτούς, αλλά ήταν μόνο βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Τότε, οι απόστολοι έβαζαν επάνω τους τα χέρια και λάμβαναν Άγιο Πνεύμα».16 Είδες, πώς δεν λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα αμέσως όλοι αυτοί που βαπτίζονται; Έμαθες από τους αποστόλους ότι, αν και πίστεψαν και βαπτίσθηκαν κάποιοι, δεν ντύθηκαν τον Χριστό με το βάπτισμα;17 Διότι, αν θα γινόταν αυτό, δεν θα χρειάζονταν στη συνέχεια την ευχή και την επίθεση των χεριών των αποστόλων˙ διότι, καθώς λάμβαναν το Άγιο Πνεύμα, λάμβαναν τον Κύριο Ιησού. Διότι δεν είναι άλλο ο Χριστός και άλλο το Πνεύμα. Και ποιός το λέει αυτό; Ο ίδιος ο Θεός Λόγος, μιλώντας στη Σαμαρείτιδα, λέει: «Ο Θεός είναι Πνεύμα»18. Αν λοιπόν ο Χριστός Θεός είναι Πνεύμα, σύμφωνα με τη φύση της θεότητας, και εκείνος, που τον έχει, έχει Άγιο Πνεύμα˙ και εκείνος που έχει το Πνεύμα, έχει πάλι τον ίδιο τον Κύριο, όπως λέει και ο Παύλος˙ «Το Πνεύμα είναι ο Κύριος».19




Υποσημειώσεις:


1. Πρβ. Γαλ. 3, 27
2. Α’ Θεσ’. 5,5
3. Εφ. 5,6
4. Γαλ. 5,2
5. Ιακ. 2,20
6. Ματθ. 25, 24
7. Γέν. 3,5
8. Ματθ. 11,30
9. Πρβ. Λουκ. 15,20
10. Β’ Κορ. 4, 17
11. Ψαλμ. 4,2
12. Πρβ. Ρωμ. 8, 18
13. Ματθ. 11,30
14. Γυμνοί˙ απαλλαγμένοι από τα πράγματα του βίου.
15. Πρβ. Εφ. 1, 14 (αρραβώνες˙ εδώ, η πρόγευση)
16. Πράξ. 8, 14-17
17. Πράξ. 8, 14-17
18. Γαλ. 3, 27
19. Ιω. 4, 24



*Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. *Εκ του ιστολογίου Ορθόδοξη Πορεία» της 20.9.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου