Στις μέρες μας,
που τόσος λόγος γίνεται για την περίφημη «νέα τάξη πραγμάτων»
και την πολυθρύλητη «νέα εποχή»,
προγραμματίζεται και ποικιλοτρόπως επιδιώκεται η επικράτηση μιάς «νέας εκκλησίας».
Ονομάζω έτσι το μοντέλο προς το οποίο προσανατολίζονται οι οικουμενιστικές προσπάθειες.
Με έμφαση τονίζουν οι οικουμενιστές
τα ''καλά και συμφέροντα''
που επαγγέλλεται το εν λόγω μοντέλο.
Και πολλά από τα επιχειρήματά τους παρουσιάζονται εύλογα,
εντυπωσιακά και δελεαστικά.
Κατ΄ αρχήν,
το επιταχυνόμενο άνοιγμα της κοινωνίας,
η αναπόφευκτη και εν πολλοίς ευεργετική προσέγγιση λαών,
πολιτισμών και ιδεών,
που προωθεί η αμφιλεγόμενη,
αλλά σταθερά κυριαρχούσα παγκοσμιοποίηση,
το αίσθημα ανασφάλειας, που υποθάλπει η προηγμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία
μαςκαλλιεργούν ένα φρόνημα ανεπάρκειας.
Εξάλλου,ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των μικτών γάμων, στο εξωτερικό αλλά και εδώ στην πατρίδα μας, πιέζει να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των διαφόρων ''ομολογιών'' και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπάρχουν, έπειτα, σοβαροί κίνδυνοι, οι οποίοι, ως άλλη δαμόκλεια σπάθη απειλούν από στιγμή σε στιγμή να καρατομήσουν και να κονιορτοποιήσουν την τάξη και την ειρήνη της κοινωνίας μας. Ως ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αποσόβησης και κατάργησης των κινδύνων αυτών προβάλλεται η θρησκευτική συνένωση όλων, η «νέα εκκλησία», που φαντάζει μάλιστα ως άμεση και ανυπέρθετη ιστορική αναγκαιότητα. Κατά την πρώτη χιλιετία, ισχυρίζονται οι οικουμενιστές, η Εκκλησία ενωμένη κατέκτησε τον κόσμο. Κατά τη δεύτερη, με τη διαίρεση και διάσπαση ταπεινώθηκε και συρρικνώθηκε. Στην Τρίτη χιλιετία,αν δεν ενωθούμε, θα καταπωθούμε από την αθεϊα και την απιστία ή θα εκτοπισθούμε από το συνεχώς επεκτεινόμενο ισλαμικό τόξο. Ενωμένες, λένε, οι χριστιανικές δυνάμεις θα γίνουν υπολογίσιμες και σεβαστές από τους πολιτικούς άρχοντες, θα έχουν λόγο στα μεγάλα κέντρα αποφάσεων και πρόσβαση στα οικονομικά πακέτα της Ευρώπης. Έτσι θα μπορούν να συμβάλουν πιο ουσιαστικά στα προβλήματα και ανάγκες των ανθρώπων και να διαδώσουν πιο άνετα το μήνυμα του Ευαγγελίου. Εφόσον οι ελπίδες και οι στόχοι των οικουμενιστών επικεντρώνονται στον οικογενειακό, κοινωνικό, επιστημονικό και γενικά στον ανθρώπινο τομέα, έχουν όντως κάποια δόση αλήθειας και ορθότητας. Γίνεται, όμως, το μέγα λάθος να επεκτείνεται – συνειδητά ή ασυνείδητα (;) –η προοπτική τους και στον τομέα της πίστεως, παραθεωρώντας τις θέσεις του Ευαγγελίου και καταπατώντας την γραμμή της Παραδόσεως. Μιλούν οι Οικουμενιστές για ενότητα των χριστιανικών δυνάμεων αναμιγνύοντας την Ορθόδοξη Ανατολή με την αιρετική (παπική και προτεσταντική) «χριστιανική» Δύδη. Αλλά, η ανάμιξη αυτή είναι αθέμιτη, όπως σαφώς και κατ΄ επανάληψιν δηλώνεται από την αγία Γραφή. Θα μνημονεύσω μόνο το επιτιμητικό ερώτημα του αποστόλου Παύλου: «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Β΄ Κορ. 6; 14-15). Δεν μπορεί να υπάρχει σχέση πνευματική μεταξύ πιστών και απίστων ή αιρετικών, διότι «ημείς πεφωτισμένοι τη αληθεία, εκείνοι δε εσκοτισμένοι τη πλάνη» (Ζιγαβηνός). Όχι μόνο οι προτεστάντες, αλλά και οι παπικοί είναι αιρετικοί! Σαφής είναι η καταδικαστική απόφαση του αγίου Πνεύματος: «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ιάκ. 2: 10). Όταν, λοιπόν, οι Οικουμενιστές σπεύδουν να παρουσιάσουν την Ορθοδοξία, ως εταίρο του παπισμού διαπράττουν πολλαπλό σφάλμα. Έναντι του Ευαγγελίου και των ιερών κανόνων,που από αυτό απορρέουν και τα οποία οι Οικουμενιστές παραθεωρούν και καταπατούν· έναντι του κόσμου, από τον οποίο στερούν την ελπίδα δίνοντας την εντύπωση, ότι η Ορθοδοξία ταυτίζεται με τις ήδη αποτυχημένες δυτικές «χριστιανικές» ομολογίες· έναντι του Ορθοδόξου ποιμνίου, το οποίο σκανδαλίζουν· έναντι των ίδιων των παπικών, τους οποίους εξαπατούν, ότι δήθεν δεν διαφέρουμε σε τίποτε, είμαστε το ίδιο αφού, ως μη ώφειλε, τους ονομάζουμε «αδελφή εκκλησία». Κι όμως είναι σαφές, ότι όχι μόνον δεν είμαστε ίδιοι, αλλά είμαστε αντίπαλοι, εφόσον οι αιρετικοι παραμένοντας στην πλάνη τους παρουσιάζουν στον κόσμο έναν άλλο Χριστό, ένα «έτερον ευαγγέλιον» (Γαλ. α: 6). Αξίζει να θυμηθούμε εδώ τη διπλή πρακτική του αντιχρίστου. Επιχειρεί όχι μόνο να επιβληθεί με τη δυναμική μορφή του θηρίου, αλλά και να υποκαταστήσει τον Χριστό με την ύπουλη μορφή του αρνίου (βλ. Απ. κεφ. 13). Η Ορθοδοξία είναι ανεπιθύμητη στη νέα εποχή. Αυτή θέλει μία εκκλησία οικουμενιστική, δηλαδή ένα συνονθύλευμα όλων των «χριστιανικών» ομολογιών και αιρέσεων – γιατί όχι – και όλων των θρησκειών, που ομολογούν ένα Θεό, είτε αυτός λέγεται Τριαδικός, είτε Αλλάχ, είτε οτιδήποτε άλλο! Πρόσφατα ακούσθηκαν και μάλιστα από επίσημα χείλη απόψεις όπως: «Κατά βάθος μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»! Ακόμη ότι «Ρωμαιοκαθολικοί (δηλαδή παπικοί) και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κομφουκιανοί… θα πρέπει να συντελέσωμε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης. Τούτο, όμως, θα μπορέσει να γίνει μόνον εάν είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού». Εξαφανίζοντας τις διαφορές μεταξύ ομολογιών και θρησκειών αυτή η οικουμενιστική αδελφοσύνη και ειρήνη, θέτει εκτός ζωής και ενδιαφέροντος τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, απωθεί στα αζήτητα την μία αληθινή Εκκλησία. Ο διακαής πόθος και καημός των Οικουμενιστών είναι η ένωση, που συμπίπτει άλλωστε και με το θέλημα του Κυρίου, ο οποίος λίγο πριν από τη Γεθσημανή δέεται για τους μαθητές του «ίνα ώσιν εν» (Ιω. 17,11). Το πράγμα φαίνεται δελεαστικό, εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον. Τι καλύτερο από την ενότητα και την αγάπη των πάντων, όταν μάλιστα δεν παρακωλύεται και η ιδιαιτερότητα του καθενός; Όπως, π.χ. στο ίδιο τραπέζι, ο καθένας τρώει ό,τι του επιτρέπει η υγεία του και του υπαγορεύει η όρεξή του – άλλος ψητό, άλλος τηγανητό, άλλος βραστό – χωρίς αυτό να ψυχραίνει τις σχέσεις μεταξύ των συνδαιτυμόνων, αλλά όλοι είναι φίλοι και αγαπημένοι, έτσι και στο θέμα της πίστεως· ο καθένας διατηρεί τις δικές του θέσεις, χωρίς φανατισμούς και μισαλλοδοξίες. Απότοκη αυτής της νοοτροπίας είναι η συμφωνία στην οποία κατέληξαν το 1993 στο Balamand του Λιβάνου οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Οικουμενιστών και του Βατικανού· «Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται, ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησίαν του – ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων – δεν δύνανται να θεωρηθούν, ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιας των ημετέρων Εκκλησιών... Είναι σαφές, ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός». («Η Ουνία ως μέθοδος ενώσεως κατά το παρελθόν και η σημερινή αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας», Εφ. «Καθολική» αρ. φ. 2705/20-7-1993). Εφαρμοσμένο πείραμα της παραπάνω συμφωνίας αποτελεί η Ουνία,την οποία επίσημα επικυρώνει και μεθοδικά προωθεί το Βατικανό. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από επιστολή του σημερινού πάπα προς τον ουνίτη αρχιεπίσκοπο Ουκρανίας, καρδινάλιο Λιουμπομίρ Χουζάρ· «Επιβάλλεται να εξασφαλίσουμε την παρουσία και των δύο μεγάλων φορέων της μοναδικής παραδόσεως (του λατινικού και του ανατολικού…
Διπλή είναι η αποστολή ,
ου έχει ανατεθεί στην Ελληνοκαθολική (εννοεί την Ουνιτική) Εκκλησία,
που βρίσκεται σε πλήρη κοινωνία με τον διάδοχο του αποστόλου Πέτρου (εννοεί τον πάπα)·
από τη μία πλευρά,
να διατηρήσει ορατή μέσα στην καθολική εκκλησία την ανατολική παράδοση·
από την άλλη πλευρά,
να ευνοήσει τη σύγκληση των δύο παραδόσεων,
μαρτυρώντας , ότι αυτές,
όχι μόνο συνδυάζονται μεταξύ τους,
αλλά και αποτελούν μία βαθειά ενότητα μέσα στην ποικιλία τους»
(Εφ. «Καθολική» αρ. φ. 3046/18-4-2006).
Αυτή,
λοιπόν είναι η ενότητα για την οποία «καίγεται» το Βατικανό,
το σφιχταγκάλιασμά του με την Ορθοδοξία
και ο πνιγμός της δεύτερης (δηλαδή της Ορθοδοξίας)
μες στα πλοκάμια της Ουνίας.
Αυτή είναι η περιπόθητη ''Νέα Εκκλησία''!...
Προς νέαν εκκλησίαν.
ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ=ΟΥΝΙΑ,
του θεολόγου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.
Τίτλος,επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Στην φωτογραφία ο μακαριστός Γέρων Ισίδωρος,
που μόναζε στο κελλί του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτη στην Αγιομοναστική Πολιτεία.