Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ: Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ



 

Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (ε' 1-11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.



ΑΛΙΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ (2024)


ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΟΡΘΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α' ΛΟΥΚΑ ΣΤΗΝ Ι. ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ, ΦΥΛΗΣ (2023)


ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΙΔΕΩΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ


ΤΟ ΘΕΙΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ (ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ)


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ (2009)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ


Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΠ' ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΛΟΥΚΑ: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ



ΤΟ ΘΕΙΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ (ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ)



Οι ευαγγελικές περικοπές που όρισε η Εκκλησία μας να διαβάζονται στην θεία Λειτουργία από τα τέλη Σεπτεμβρίου, και συγκεκριμένα από την επόμενη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταύρου μέχρι τα Χριστούγεννα, είναι παρμένες από το ευαγγέλιο του Λουκά. Η πρώτη αυτής της σειράς περιέχει την κλήση των πρώτων τεσσάρων μαθητών του Ιησού στο αποστολικό έργο, του Πέτρου, Ανδρέα., Ιακώβου και Ιωάννου. Το γεγονός αυτό διηγούνται όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Λουκάς αφηγείται συγχρόνως και το εκπληκτικό ψάρεμα που έγινε από τους παραπάνω μαθητές κατόπιν υποδείξεως του Ιησού, ψάρεμα το οποίο προκάλεσε «θάμβος» στον Πέτρο και τους συντρόφους του και τον οδήγησε στην παράκληση – ομολογία: «Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί. Κύριε».


Εάν διηγούνται οι ιεροί ευαγγελιστές το προσκλητήριο που απηύθυνε ο Χριστός στους πρώτους μαθητές του, δεν είναι γιατί ενδιαφέρονται να μας περιγράψουν σαν ιστορικοί το ξεκίνημα του Μεσσία στο επί γης έργο του και στην στρατολόγηση των συνεργατών του· αλλά γιατί στον τρόπο που δέχθηκαν οι τέσσερις ψαράδες την πρόσκληση και ανταποκρίθηκαν αμέσως σ’ αυτήν βλέπουν το τυπικό παράδειγμα και πρότυπο για το πως πρέπει να δέχεται ο άνθρωπος το θείο κάλεσμα. Μ’ αυτό το πρίσμα, βλέποντας την διήγησή μας μπορούμε να σταματήσουμε στα ακόλουθα σημεία. Πρώτα-πρώτα πρέπει να προσέξουμε ότι το προσκλητήριο απευθύνεται στους τέσσερες υποψήφιους αποστόλους την ώρα ακριβώς που αυτοί βρισκόταν στις εργασίες τους, στο τέλος μιας κοπιαστικής νύχτας χωρίς αποτελέσματα.


Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο και την ζωή για να τον συναντήσει ο Θεός. Τέτοια φυγή μας διδάσκουν ορισμένα φιλοσοφικά συστήματα που είναι διαποτισμένα με την αντίληψη ότι ο κόσμος και η ύλη είναι εκ φύσεως κακά στοιχεία και ότι ο άνθρωπος για να βρει την σωτηρία του πρέπει να φύγει μακριά απ’ αυτά. Κατά την Αγία Γραφή, ο κόσμος παρ’ όλη την φθορά και την πτώση του στο κακό και στην αμαρτία είναι έργο του Θεού· κι ο Θεός με δική του πρωτοβουλία συναντά τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εργασία για να του προσφέρει την σωτηρία.


Το προσκλητήριο για άλλους ήδη εσήμανε, για άλλους θα σημάνει οπωσδήποτε κάποτε: θάναι ένα συναρπαστικό κήρυγμα; Θά' ναι ένα συγκλονιστικό βίωμα; Θά' ναι μία ξαφνική αφύπνιση από τον λήθαργο της αδιαφορίας; Θά' ναι η πρόσκληση του ιερέα; Θά' ναι κάτι άλλο; Ο Θεός γνωρίζει πολλούς τρόπους για να επικοινωνεί με το πλάσμα του και να το σώζει. Ας μη ξεχνούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι το αποκορύφωμα της προσπάθειας του ανθρώπινου πνεύματος να βρει τον Θεό, άλλα είναι η φανέρωση των ενεργειών που κάνει ο Θεός για να συναντήσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο και που η σπουδαιότερη των οποίων είναι η ενσάρκωση, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού.


Ένα δεύτερο σημείο που θέλει να τονίσει η διήγηση είναι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού και η προθυμία υπακοής στα λόγια του. Αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης και προθυμία των τεσσάρων προσώπων της διηγήσεώς μας υπήρξε η θαυματουργική αλιεία. Το θαύμα βέβαια αυτό δεν το κάνει ο Χριστός για να εντυπωσιάσει τους απλούς ανθρώπους στη λίμνη Γεννησαρέτ, άλλα για να δείξει προκαταβολικά πόσους καρπούς θα αποφέρει η υπακοή τους στο πρόσταγμά του και η ολοπρόθυμη αφοσίωση τους σ’ αυτό. Πραγματικά, η αλιεία της οικουμένης από τους μαθητές του Χριστού αργότερα δεν υπήρξε λιγότερο εκπληκτική και θαυματουργική. Γιατί δεν κοπίασαν μόνοι τους αλλά με συμπαραστάτη τον Χριστό και καθοδηγητή το Άγιο Πνεύμα.


Ένα τρίτο σημείο που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι η ομολογία του Πέτρου ότι είναι «ανήρ αμαρτωλός». Το θάμβος της παρουσίας του Χριστού και του θαύματός του τον οδηγεί στην συναίσθηση της μηδαμινότητας και της γύμνιας του. Να το πρώτο βήμα για να συναντήσει κανείς τον Θεό. Η υψηλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, η οίηση, δημιουργεί ένα τείχος που εμποδίζει τη χάρη του Θεού να μας εγγίσει. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη της παρουσίας και ενέργειας της χάρης του Θεού.

ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΠ' ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ





Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ε', χωρία 1 έως 11)



(Αποσπάσματα από την ομιλία ΙΔ΄ 
του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου)



«καί λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».



(…) Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, που, με το όνομα το οποίο του έδωσε αργότερα ο Κύριος, ονομάστηκε Πέτρος και τον Ανδρέα τον αδελφό του. Έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, σαν ψαράδες που ήσαν. «Ακολουθήστε με, τους είπε, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτοί λοιπόν, αφού άφησαν αμέσως τα δίχτυα, Τον ακολούθησαν. «οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Πρόσεξε την πίστη και την υπακοή τους. 


Διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε το μετέθεσαν γι΄ αργότερα, ούτε είπαν· «Άμα γυρίσουμε στο σπίτι, ας συνεννοηθούμε πρώτα με τους δικούς μας». Αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε μήτε δευτερολέπτου αναβολή να μην κάνουμε, ακόμα κι αν κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην μας επείγει, όπως κρίνουμε. 


Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάνει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του. Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστά στο να Τον ακολουθήσουν. Γιατί με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους. 


Και σ΄ αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σ΄εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τίποτα παρόμοιο δεν λέγει˙ διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε (δηλ. του Ανδρέα και του Πέτρου), είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν. Και πρόσεξε πώς υπαινίσσεται με ακρίβεια και την φτώχεια τους· τους βρήκε να ράβουν τα δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχεια τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν άλλα. 


Δεν ήταν κι αυτή τότε μικρή ένδειξη αρετής, το να υποφέρουν με ευκολία και αγόγγυστα την φτώχεια, το να αποκτούν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το να συνδέονται μεταξύ τους με τη δύναμη της αγάπης, το να έχουν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και να τον περιποιούνται. Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. 


Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε. Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν ήταν να δώσει νόμους στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη τρικυμιώδη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για ένα ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό, διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. 


Και στα χρόνια του Αβραάμ παρουσίασε πολλά θαύματα, όπως είναι η νίκη στον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ, και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Μα κι όταν επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο. Έτσι λοιπόν κι εδώ, θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν φαινόταν η βασιλεία που κήρυττε, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα, την καθιστά φανερή. 

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΛΟΥΚΑ: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ




Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ε΄, χωρία 1 έως 11)
(Αποσπάσματα από την ομιλία ΙΔ΄ του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου)

Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, που, με το όνομα το οποίο του έδωσε αργότερα ο Κύριος, ονομάστηκε Πέτρος και τον Ανδρέα τον αδελφό του. Έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, σαν ψαράδες που ήσαν. «Ακολουθήστε με, τους είπε, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτοί λοιπόν, αφού άφησαν αμέσως τα δίχτυα, Τον ακολούθησαν. «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ».


Πρόσεξε την πίστη και την υπακοή τους. Διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε το μετέθεσαν γι΄ αργότερα, ούτε είπαν· «Άμα γυρίσουμε στο σπίτι, ας συνεννοηθούμε πρώτα με τους δικούς μας». Αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε μήτε δευτερολέπτου αναβολή να μην κάνουμε, ακόμα κι αν κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην μας επείγει, όπως κρίνουμε. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάνει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του.


Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστά στο να Τον ακολουθήσουν. Γιατί με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους. Και σ΄ αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σ΄εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τίποτα παρόμοιο δεν λέγει˙ διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε (δηλ. του Ανδρέα και του Πέτρου), είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν.


Και πρόσεξε πώς υπαινίσσεται με ακρίβεια και την φτώχεια τους· τους βρήκε να ράβουν τα δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχεια τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν άλλα. Δεν ήταν κι αυτή τότε μικρή ένδειξη αρετής, το να υποφέρουν με ευκολία και αγόγγυστα την φτώχεια, το να αποκτούν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το να συνδέονται μεταξύ τους με τη δύναμη της αγάπης, το να έχουν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και να τον περιποιούνται.


Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε.


Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν ήταν να δώσει νόμους στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη τρικυμιώδη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για ένα ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό, διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. Και στα χρόνια του Αβραάμ παρουσίασε πολλά θαύματα, όπως είναι η νίκη στον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ, και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Μα κι όταν επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο.


Έτσι λοιπόν κι εδώ, θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν φαινόταν η βασιλεία που κήρυττε, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα, την καθιστά φανερή. Και πρόσεξε την απλότητα του Ευαγγελιστού, πως δε μας διηγείται χωριστά κάθε περίπτωση όσων θεραπεύονταν, αλλά με τρόπο συνοπτικό μας ενημερώνει για τα αναρίθμητα θαύματα. Του έφεραν, λέει, όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιαζομένους, παραλυτικούς και τους θεράπευσε.


Αλλά γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα: για ποιον λόγο από κανέναν από τους θεραπευθέντες δεν ζήτησε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε· «Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω αυτό»; Επειδή δεν είχε δώσει ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς Του. Εξ άλλου και μόνο το γεγονός ότι προσέρχονταν μόνοι τους και έφερναν ασθενείς κοντά στον Χριστό, δεν αποδεικνύει τυχαία πίστη. Διότι τους έφερναν από μακριά, πράγμα το οποίο δε θα έκαναν, αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι για τη δύναμή Του.


Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς. Γιατί έχομε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώτα να θεραπεύσει. Γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες, για να απομακρύνει τις ψυχικές από την ψυχή μας. Ας έρθουμε λοιπόν κοντά Του και τίποτα βιοτικό ας μην Του ζητήσουμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας· την παραχωρεί και τώρα, αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε βέβαια είχε φτάσει η φήμη Του ως τη Συρία (Ματθ. 4,24: καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς), ενώ τώρα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την οικουμένη.


Κι εκείνοι έτρεχαν προς Αυτόν, όταν άκουγαν μόνο πως θεράπευσε δαιμονισμένους· συ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες αποδείξεις για τη δύναμή Του, γιατί δε σηκώνεσαι να τρέξεις σ’ Αυτόν; Κι εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς· συ όμως δε θέλεις μήτε το σπίτι σου ν’ αφήσεις, για να πας κοντά Του και να λάβεις πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητoύμε αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και, μένοντας στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου, θα μπορέσεις εύκολα να σωθείς.

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

   


«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς.καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (:Και ενώ περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο κατόπιν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη θάλασσα, διότι ήταν ψαράδες. Και τους λέει: ‘’Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ικανούς να ψαρεύετε αντί για ψάρια ανθρώπους. Αυτούς θα ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος’’. Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυά τους και Τον ακολούθησαν)» [Ματθ.4,18-20].


(…) Βέβαια ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι διαφορετικά προσκλήθηκαν αυτοί οι μαθητές από τον Κύριο. Επομένως, είναι φανερό ότι η παραπάνω πρόσκληση είναι δεύτερη. Αυτό επίσης μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από πολλά σημεία. Εκεί λοιπόν λέγει ότι προσκλήθηκαν προτού κλειστεί στη φυλακή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35-36: «Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ(:την επόμενη μέρα ο Ιωάννης στεκόταν πάλι στο συνηθισμένο μέρος που κήρυττε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθητές του.


Κι αφού παρατήρησε με ευλάβεια τον Ιησού, που τη στιγμή εκείνη περπατούσε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέδωσε ο Θεός Πατέρας Του να θυσιαστεί για χάρη μας”)»], ενώ εδώ στον Ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι προσκλήθηκαν μετά τη φυλάκιση του Ιωάννη [Ματθ. 4,12: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή απ’ τον βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, αναχώρησε και πήγε στη Γαλιλαία)»- Ματθ. 4,18-19: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»].


Επίσης εκεί ο Ανδρέας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41-42: «ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν (:Ο ένας από τους δύο αυτούς μαθητές που άκουσαν από τον Ιωάννη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακολούθησαν, ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου. πριν όμως ακόμη βρει ο άλλος μαθητής-ο Ιωάννης- τον αδελφό του-τον Ιάκωβο-, βρίσκει ο Ανδρέας πρώτος τον αδελφό του Σίμωνα και του λέει: “Βρήκαμε τον Μεσσία (όνομα που σημαίνει Χριστός)”)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χριστός.


Και ο μεν Ιωάννης λέγει στο Ευαγγέλιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμωνα να έρχεται προς Αυτόν του είπε: «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος(:Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά. Εσύ, επειδή θα γίνεις στερεός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονομαστείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος)»[Ιω.1,43],ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι έφερε ήδη το όνομα αυτό[ Ματθ. 4,18: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ»].


Όμως και από τον τόπο όπου κλήθηκαν και από πολλά άλλα σημεία μπορεί κανένας να αντιληφθεί αυτό και ακόμη από το γεγονός ότι υπάκουσαν εύκολα και πρόθυμα στην πρόσκληση και από το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα· διότι ήδη είχαν προπαιδευτεί καλά. Επίσης στον ευαγγελιστή Ιωάννη φαίνεται ότι ο Ανδρέας ερχόταν στην οικία στην οποία διέμενε ο Ιησούς, και άκουγε πολλά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39-40: «Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη(:”Τι θέλετε και τι ζητάτε από μένα;” Κι εκείνοι Του είπαν: “Ραββί”, που σημαίνει: “Διδάσκαλε”· πού μένεις, για να σε επισκεφτούμε και να μιλήσουμε μαζί σου;”.


Και Αυτός τους είπε: “Ελάτε τώρα και δείτε πού μένω”. Ήλθαν λοιπόν και είδαν πού μένει, και έμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Η ώρα μάλιστα που συνάντησαν τον Ιησού οι δύο μαθητές ήταν περίπου δέκα από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή τέσσερις το απόγευμα)»], ενώ στον ευαγγελιστή Ματθαίο αναφέρεται ότι μόλις άκουσαν έναν απλό λόγο, αμέσως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»].


Βέβαια ήταν φυσικό, μολονότι Τον είχαν ακολουθήσει από την αρχή, να Τον εγκαταλείψουν στη συνέχεια, όταν είδαν τον Ιωάννη να φυλακίζεται και τον Ιησού να αναχωρεί και να επανέλθουν στην εργασία τους. Έτσι, λοιπόν, τους βρήκε να ψαρεύουν. Ο Ιησούς όμως, ούτε όταν πρώτα θέλησαν να φύγουν τούς εμπόδισε, ούτε πάλι όταν έφυγαν, τους άφησε οριστικά. Υποχώρησε μεν όταν αυτοί απομακρύνθηκαν, έρχεται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθητές. Αυτός είναι ένας σπουδαιότατος τρόπος αλιείας.


Πρόσεξε επίσης την πίστη και την υπακοή τους· διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους(γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε και το μετέθεσαν για αργότερα, ούτε είπαν: «Να επιστρέψουμε στο σπίτι και να συνεννοηθούμε με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε να μην αναβάλλουμε ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν, όπως κρίνουμε, μας κατεπείγει κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην.