ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»




Μία σκηνὴ φρίκης καὶ πένθους, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ κάθε δευτερόλεπτο σκηνοθετεῖ παντοῦ ὁ θάνατος, περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Ἕνας νέος, «υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ», ὑπέκυψε. Τὸ μειδίαμα πάγωσε, τὰ μάτια ἔσβησαν, τὰ χείλη σφράγισαν. Τὸ ἄνθος, πρὶν ἀκόμη δώσῃ καρπό, ἔπεσε.


θάνατε, πόσο σκληρὸς εἶσαι! Ὅλη ἡ μικρὴ πόλις τῆς Ναῒν συγκινήθηκε. Καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας «ὄχλος πολὺς» συγκεντρώθηκε. Βαδίζουν ἀργὰ πρὸς τὸ νεκροταφεῖο, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Θρῆνοι ἀκούγονται.


Δυστυχισμένη χήρα μάνα κλαίει ἀπαρηγόρητη. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ νεκρικὴ πομπὴ βγαίνει πρὸς τὰ μνήματα, κάποιος «Ξένος» πλησιάζει. Ποιός εἶνε; Ἀπευθύνεται στὴ μάνα καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε» (ἔ.ἀ. 7,13).


Μὰ πῶς νὰ μὴν κλαίῃ, Ξένε; Πρὸ ἐτῶν, νέα ἀκόμη, βάδισε τὸν ἴδιο δρόμο συνοδεύοντας στὸν τάφο τὸ σύζυγο, καὶ τώρα πηγαίνει πάλι ἐκεῖ, νὰ θάψῃ δίπλα στὸ σύζυγο τὸ μονογενῆ της γυιό· καὶ μετὰ νὰ γυρίσῃ σπίτι μόνη -ἔρημη. Κλαίει, Ξένε, κι ἀντιλαλοῦν τὰ βουνὰ ἀπ᾽ τὸν πόνο της· τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει κάθε μάνα ποὺ ὁ θάνατος τῆς ἅρπαξε ἕνα παιδί.


λλ᾿, ὦ μάνα τῆς Ναΐν· αὐτὸς ὁ Ξένος δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς θνητὸς ποὺ λέει μόνο παρηγορητικὰ λόγια. Ἔχει προέλευσι θεϊκή, ἀνέκφραστη· «τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» (Ἠσ. 53,8) .Εἶνε παντοδύναμος. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινηὑπό στασί του κρύβεται ἡ Θεότης. Ἐξουσιάζει τὸ σύμπαν, κρατάει τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. 


Μία κίνησί του μπορεῖ νὰ ξαναφέρῃἀπ᾽ τὸν ᾅδη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, νὰ τῆς πῇ·Γύρισε  σὲ τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ πρὶν λίγο τ᾽ἄφησες νεκρό! Καὶ νά, ἡ διαταγὴ ἐκδίδεται. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς –αὐτὸς εἶνε ὁ Ξένος– ἀγγίζει τὸ σκήνωμα καὶ λέει· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (ἔ.ἀ. 7,15).


«Μὴ κλαῖε»! Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ πενθεῖ κάποιον ἀγαπητό. «Μὴ κλαῖε» χήρα γιὰ τὸ σύζυγό σου, ὀρφανὸ γιὰ τὸν πατέρα σου, μανάδες γιὰ τὰ παιδιά σας. Μὴν κλαῖτε, οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν!


Ναί, οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν! Νὰ εἶσαι βέβαιος γι᾽ αὐτό, ἀγαπητέ. Τὸ φωνάζουν μάρτυρες πολλοί. Τὸ κηρύττει ἡ φύσις ποὺ μᾶς περιβάλλει. Παρατηρῆστε. Νεκρὴ δὲν παρουσιάζεται τὸ χειμῶνα; Γυμνὰ τὰ χωράφια, σαβανωμένα μὲ τὸ χιόνι· ξερὰ τὰ δέντρα, χωρὶς οὔτ᾽ ἕνα φύλλο· βουβὰ τὰ πουλιά· παγωμένες οἱ λίμνες καὶ τὰ ποτάμια, ἐρημιὰ στὰ δάση, εἰκόνα θανάτου.


Κι ὅμως ἐμεῖς κάθε ἄνοιξι δὲν βλέπουμε τὴν ἀνάστασι τῆς φύσεως; Δὲς τὸ σπόρο · καθὼς θάβεται στὴ γῆ καὶ σαπίζει, γιὰ νὰ βλαστήσῃ μετά, γίνεται ἕνας ἄφωνος κήρυκας τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναστάσεως. Ρωτᾷς πῶς θ᾽ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἐκεῖνος ποὺ διατάζει τοὺς σπόρους νὰ βλαστήσουν, ἐκεῖ νος θὰ διατάξῃ καὶ τὰ νεκρά μας σώματα νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους.


ταν ἕνας ξένος φυσιοδίφης, ὁ Μπυφόν, πλησίαζε νὰ πεθάνῃ κ᾽ οἱ δικοί του θρηνοῦσαν, τοὺς εἶπε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ κῆπο. Ἦταν χειμώνας κι ὅλα νεκρά. «Νά ὁ θάνατος», τοὺς λέει· «ἀλλὰ ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τὰ δέντρα θὰ ξανανθίσουν; Καὶ γιὰ μένα ποὺ πεθαίνω μὴν ἀμφιβάλλετε ὅτι τὸ σῶμα μου θ᾿ ἀναστηθῇ ὡραιότερο. Μιὰ ἄνοιξι τοῦ Θεοῦ μᾶς περιμένει…».


λλὰ περισσότερο ἀπὸ τὴ φύσι ἂς προσέξουμε τὴ μαρτυρία τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ εἶδε ὅραμα (κεφ. 37ο). Ὁ Κύριος τὸν μεταφέρει σὲ μιὰ πεδιάδα γεμάτη ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Κ᾽ ἐνῷ ὁ προφήτης τὰ βλέπει περίλυπος, φωνὴ Κυρίου τὸν ἐρωτᾷ· «Υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ξαναζήσουν;». «Σὺ γνωρίζεις, Κύριε», ἀπαντᾷὁ προφήτης.


Κύριος τὸν διατάζει νὰ κηρύξῃστὰ ὀστᾶ, κι αὐτὸς κάνει τὸ περίεργο κήρυγμα. «Τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά», λέει, «ἀκούσατε λόγον Κυρίου…» (Ἰεζ. 37,4). Καὶ νά, γίνεται σεισμός, τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα σκορπισμένα ὀστᾶ τρίζουν, τρέχουν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, συναρμολογοῦνται σὲ σκελετούς, φυτρώνουν πάνω τους σάρκες καὶ νεῦρα καὶ καλύπτονται μὲ δέρμα. Τώρα ὅλη ἡ πεδιάδα γέμισε ἀπὸ σώματα, ἀλλὰ πτώματα, δίχως πνεῦμα.


Κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ὁ προφήτης κηρύττει πάλι, καὶ τότε ἔρχεται πνεῦμα, τὰ πτώματα ζωντανεύουν, κινοῦνται, σηκώνονται καὶ παρατάσσονται ὄρθια, σχηματίζουν στρατιές.


Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ὅραμα μᾶς δίνει μιὰ εἰκόνα τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις», εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου,ἡ μαρτυρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἠσ. 26,19).


Καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸ βεβαιώνει. Ὁ Κύριοςἀπεκάλυψε·«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται… Μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσον ται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζω ῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω. 5,25-29).


δὲ ἀπόστολος Παῦλος κήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου πάγου, ἐνῷ οἱ ὑλισταὶ ἐπικούρειοι τὸν εἰρωνεύονταν (βλ. Πράξ. 17,16-34). Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν στάθηκε ἱκανὸ ν᾽ ἀνακόψῃ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ποὺ θεμελιῶδες ἄρθρο του ἦταν ἡ ἀλήθεια ποὺ μπῆκε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (ἄρθρ. 11).


Καὶ ὄχι μόνο ἡ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ θαύματα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνάστασι. Οἱ τρεῖς νεκροὶ ποὺ ἀνέστησε ὁ Κύριος (ὁ υἱὸς τῆς χήρας, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ τεταρταῖος Λάζαρος), οἱ ἄλλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστήθηκαν τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ «καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27,53) , ἡ Ταβιθὰ καὶ ὁ Εὔτυχοςποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀνέστησαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ὅλοι αὐτοὶ εἶνε οἱ προάγγελοι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.


λλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα δημιουργεῖ τὴν πεποίθησι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ . Ἐκεῖ στηρίζονται ὅλες οἱ προσδοκίες τοῦ Χριστιανοῦ.Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει θριαμβευτικά·«Νυνὶ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. 15,20).


Οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ἔθαβαν τοὺς νεκρούς, ἀγαπητοί μου, μὲ πίστι στὴν ἀνάστασι· ὁ θάνατος λεγόταν ὕπνος, τὰ νεκροταφεῖα κοιμητήρια· στὶς ἐπιγραφὲς τῶν τάφων δὲν ἔγραφαν «πέθανε» ἀλλὰ «κοιμήθηκε»,καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου ἐθεωρεῖτο γέννησι σὲ νέο κόσμο.


ταν μαρτύρησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, οἱ Χριστιανοὶ συνέλεξαν τὰ ὀστᾶ του «τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν» (Πολυκ. μαρτ.XVIII), κι ἀπὸ τότε ἑώρταζαν κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ὡς ἡμέρα γενεθλίων. Θάνατος = τοκετός, νέα γέννησις. Ὤ μακαρία ἐποχή!Σήμερα τὸ πιστεύουμε αὐτό;


ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως δὲ λάμπει στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν ὅπως τότε. Ἡ ὑλιστικὴ ἀντίληψι κλόνισε τὴν πίστι, σκόρπισε ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτὸ σὲ θανάτους συγγενῶν δὲν τρέχει τὸ παρήγορο δάκρυ τοῦ πιστοῦ, ἀλλ᾽ ἀκούγονται οἱ κοπετοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Κλείνονται στὸ σπίτι σὰν σὲ τάφο, ἀπ᾽ τὸν ἕνα τάφο πᾶνε στὸν ἄλλο.


τσι κάνουν ὅσοι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Τί στάσι τηρεῖ ὁ πιστὸς μπρὸς στὸ θάνατο; Διαφέρει κ᾽ ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἄπιστο. Λυπᾶται βέβαια, ἀλλ᾿ ὄχι ὅπως «οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13) . Ὁ ἄπιστος κλαίει γιὰ ὁριστικὴ ἐξαφάνισι τοῦ νεκροῦ, ὅπως νομίζει, ὁ πιστὸς κλαίει γιὰ ἕνα προσωρινὸ ἀποχωρισμό. Τὸν ἀποχαιρετᾷ, ὅπως ἂν πήγαινε ταξίδι. Ἐνῷ τοῦ δίνει τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, εὔχεται μυστικά· «Ἀγαπητέ μου πατέρα, μητέρα, ἀδελφέ, σύζυγε, παιδί,καλὴ συνάντησι στοὺς οὐρανούς!».


Καὶ μὲ τὴνπίστι, ποὺ κάνει τὸ μέλλον παρόν, ἀκούει ἀπὸτώρα τὸ ἀρχαγγελικὸ πρόσταγμα «Νεκροί, ἀναστηθῆτε!», ποὺ θ᾽ ἀκουστῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Τότε, μέσα στὶς μυριάδες ἐκείνων ποὺ θ᾽ ἀναστηθοῦν, θὰ δῇ τὸν ἄνθρωπό του ἀπείρως ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐδῶ. Πόσο διαφέρει ὁ κόκκος τοῦ σίτου ἀπὸ τὸ στάχυ! ἀσυγκρίτως περισσότερο θὰ διαφέρουν τὰ σώματα τῆς ἀναστάσεως ἀπ᾽ αὐτὰ ἐδῶ. Θὰ εἶνε λεπτά, ἐλαφρά, φωτεινά, σὰν τὸ σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.


τσι ἀντικρύζει τὸ θάνατο τῶν δικῶν του ὁ πιστός. Ὅσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύει στὴ Γραφὴ καὶ μένει σὲ ἐγρήγορσι καὶ ἐπιφυλακὴ περιμένοντας τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος «ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Δὲν κάνει σὰν τὶς μωρὲς παρθένες, νὰ βρεθῇ ἀνέτοιμος στὴ φωνὴ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (ἐξαποστ. Μ. Ἑβδ.). Στολίζει τὸν ἑαυτό του κάθε μέρα μὲ ἔργα ἀρετῆς.


Γι᾿ αὐτὸ βλέπει τὸ θάνατο ὄχι σὰν δήμιο ἀλλὰ σὰν ἄγγελο ποὺ θὰ τὸν μεταφέρῃ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Ἐκεῖ θὰ προγεύεται τὴ μακαριότητα, κατὰ τὸ λόγο «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι» (Απ. 14,13) , ἕως ὅτου τὴν ἡμέρα κείνη ψυχὴ καὶ σῶμα θὰ ξανασυναντηθοῦν ὑπὸ νέες ἀνέκφραστες συνθῆκες, γιὰ ν᾿ἀπολαύσῃ ἔτσι πλήρη τὸ μισθὸ γιὰ ὅσα ἔπραξε τώρα ἐδῶ στὴ γῆ ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. *Εκ του ιστολογίου <<Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF