«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025
ΚΑΛΑ... ΕΣΥ ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΣ;
Παλαιότερη ανάρτησή μας για την Σοφία Βέμπο, με αφορμή την εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου και την επέτειο του ''ΟΧΙ'', μετά από παράκληση αναγνωστών μας να την ξαναδημοσιεύσουμε.
Η κυβέρνηση με την συνεργασία του Δήμου Αθηναίων εξήγγειλε για δεύτερη συνεχή χρονιά,
πρόγραμμα εκδηλώσεων για τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου.
Αναρτήθηκε η λίστα των τραγουδιστών, καθώς και τα τραγούδια που θα ερμηνεύσουν, τραγούδια του Μίκυ Θεοδωράκη,
του Θάνου Μικρούτσικου και άλλων συνθετών. Απουσιάζει ακατάληπτα, εκπληκτικά και απερινόητα το όνομα της Σοφίας Βέμπο!
Γιατί;
Γιατι οι πολυδαίδαλες, σεχταριστικές συνιστώσες αυτής της -αριστερά- αφροδισιακής κυβέρνησης, που βαυκαλίζεται ιδεαλιστικά με τις αυτόχειρες ιδεοληψίες
μιας ουτοπικής
και ευτελισμένης διαχειριστικά ''ευρωπαικής'' λαοκρατίας αποκηρύττει ως ''ταμπού,''
με πολιτική σαδιστικού ολοκληρωτισμού και μειομένης προκατάληψης, τα λαοφιλή, αντιστασιακά τραγούδια αυτής της Ελληνίδας ηρωίδας Σύμβολο.
Ο υπουργός της Παιδείας για πολλοστή φορά -έστω και σχηματικά προς το παρόν- έχει απορρίψει τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου και έχει εισηγηθεί την αντικατάστασή της από την 12η Οκτωβρίου, που είναι και η ημέρα απελευθέρωσης της Αθήνας. Γιατί; Γιατί η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος του ΟΧΙ και αυτό το τελεσίδικο ''no passaran'' δεν εκφράστηκε -δυστηχώς γι' αυτούς- από έναν αριστερό ινστρούχτορα, αλλά από έναν εθνικιστικό δικτατορίσκο και, ως εκ τούτου η ιστορική αυτή κατάποση είναι ιδιαίτερα δύσπεπτη για την αριστερίστικη γαστέρα του κ. Φίλη. Είναι εκπληκτικά περίεργο και λογικά ανερμήνευτο.
Η κυβέρνηση αυτή, η οποία δεν εκ-τρέφεται -ως διατείνεται- από κανενός είδους απαγορευτικό ταμπού, κοινωνικό αποκλεισμό ή επιβεβλημένη απαγόρευση, να διέπεται από τέτοιους συνειδησιακούς ρεβανσισμούς που προτάσσει, η προσφιλής γι' αυτούς δικτατορία του προλεταριάτου! Το μόνο που λείπει αυτήν την στιγμή από τους Έλληνες είναι ο κοινωνικός διχασμός με εμφυλιοπολεμικές υπενθυμίσεις ''συνασπισμένου'' αυτισμού. Οι παραβατικά πεπαιδευμένοι αυτοί κοινοβουλευτικοί λαθρεπιβάτες, αφού ταρρίχευσαν μαζί με τους προηγούμενους κομματικούς εμιγκρέδες το σώμα των Ελλήνων, σχεδιάζουν τώρα στυλιστικά και το φέρετρό του! Οι στρατιωτικές παρελάσεις καταργήθηκαν, τα σχολεία μεταβλήθηκαν σε τεκτονικού τύπου μυητικές συνεδριάσεις, ο ηλεκτρονικός Τύπος συρρικνώνεται χάριν μιας καθεστωτικής, αφηνιασμένης προπαγάνδας κι ένα ψεύτικο γκοβέρνο -παντελώς ridicolo- προσπαθεί να χορτάσει την φτώχεια με παλαιωθέντες, αναχρονιστικές ιδέες.
Η χώρα μυρίζει σήψη. Αυτοί που δηλώνουν, ως υπέρμαχοι υπερασπιστές του πλουραλισμού των ιδεών είναι οι πρώτοι που θα έκαναν -δημόσια- υπαίθριο πλειστηριασμό του ιστορικού πλούτου των Ελλήνων. Κάψτε το Βυζάντιο μαζί με τους Παλαιολόγους, κρεμάστε την Εκκλησία στην αγχόνη της αιρετικής παραβατικότητά σας, φτιάξτε ναζιστικά σχολεία παροχής κομματικών υπηρεσιών, καταργήστε τον Τύπο, κονσερβοποιήστε την χώρα, διαλύστε την οικογένεια, εκβάλλετε τους Έλληνες στο εξωτερικό και φυτέψτε με εισαγόμενα δενδρίλια τον σπόρο του Ισλάμ. Αποδομείται ιστορικά, πολιτισμικά και εκκλησιαστικά αυτό το κράτος από μια νεοποχίτικη κυβέρνηση ενός ιδεολογικού, εξουσιολάγνου αχταρμά, που αφού εκπορνεύθηκε σε γιάνκικους και εβραικούς οίκους ανοχής, πήρε επιτέλους τον πρωταγωνιστικό ρόλο του εθνικού μας επιβήτορα!
Τα στρατιωτικά εμβατήρια, οι εθνικοί παιάνες νίκης στους πολέμους, τα τραγούδια του Τραιφόρου, του Σουγιούλ και του Αντίκ, ως και αυτός ο Εθνικός Ύμνος αποτελούν πλέον για τους κυβερνητικούς εξωμότες αυτής της μοιχεπιβάτικης, ξεπουλημένης εξουσίας, υπό οριστική απόσυρση. Η Σοφία Βέμπο, που κανείς φίλαυτος με την εξουσία Φίλης δεν μπορεί να ακυρώσει με την επιβολή, την υπερβολή και την διαβολή, μετράει αντίστροφα τον χρόνο της κυβερνητικής τελείωσής του. Και η Ελληνίδα ηρωίδα θα συνεχίζει -ακόμη και σήμερα- να εμψυχώνει πατριωτικά τους Έλληνες, θυμίζοντας, πως, αν και οι Γερμανοί, κατοχικοί ιμπεριαλιστές -διά νόμου- της απαγόρευαν να τραγουδάει γιατι ξεσήκωνε τα πλήθη, εκείνη συνέχιζε. Η απαγορευτική αυτή διαταγή είχε αριθμό εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 13/2, ημερομηνία εκδόσεως την 9ην Αυγούστου 1941 και ήταν υπογεγραμμένη από τον Κάρλο Μέολι, αντισυνταγματάρχη των Καραμπινιέρων.
Όμως, στις 17 Αυγούστου 1941, ημέρα Κυριακή, στο θέατρο «Αθήναιον» στην συμβολή των οδών Πατησίων και Μάρνη, απέναντι ακριβώς από το Εθνικό Μουσείο, συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο, που επέδρασε αποφασιστικά στη ζωή της Βέμπο. Εκείνη επισκέφθηκε εθιμοτυπικά το θέατρο, στη βραδινή του παράσταση, για να χαιρετίσει τους συναδέλφους της, που έπαιζαν ένα συνηθισμένο κατοχικό έργο. Το θέατρο ήταν κατάμεστο από θεατές και όταν αντελήφθησαν την παρουσία της Βέμπο, άρχισαν ρυθμικά, δυνατά και επίμονα να ζητούν να τους τραγουδήσει το αγαπημένο τους τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά...». Αυτό -βεβαίως- ήταν απαγορευμένο από τις Αρχές Κατοχής και συνεπώς επικίνδυνο και για τη Βέμπο, αλλά και για το θέατρο. Εκείνη, λοιπόν, αρνήθηκε ευγενικά για τους λόγους αυτούς, αλλά το κοινό, πάντοτε ζωηρό, απαιτητικό και αμετάπειστο συνέχισε να της ζητά να τραγουδήσει.
Η Βέμπο έμεινε διστακτική στην αρχή.
Πάλεψε μέσα της η ψυχρή λογική της γυναίκας, με τη φλογερή εθνική παρόρμηση της Ελληνίδας.
Και νίκησε τελικά η Ελληνίδα.
Ανέβηκε ύστερα γρήγορα στη σκηνή, άρπαξε βιαστικά στα χέρια της το μικρόφωνο και με εκείνη την υπέροχη δυνατή φωνή της, άρχισε να τραγουδά το τραγούδι της «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά...».
Και τότε ολόκληρο το θέατρο σείστηκε κυριολεκτικά από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.
Κατόπιν, όλοι οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και σαν μια μυριόστομη χορωδία, συνόδευσαν συγκινημένοι την Σοφία στις μελωδικές στροφές του υπέροχου τραγουδιού της.
Αλλά αυτό πια δεν ήταν τραγούδι.
Ήταν πολεμικό εμβατήριο, ήταν αγωνιστικός Θούριος, ήταν νικητήριος Παιάνας...
Κι έτσι, εκείνο το βράδυ, η θεατρική παράσταση από μια συνηθισμένη καλλιτεχνική εκδήλωση εξελίχθηκε -εντελώς αυθόρμητα- σ' ένα ξέφρενο πατριωτικό παραλήρημα, σ' ένα έξαλλο εθνικό πανηγύρι, σε μια δημόσια λαική εορτή!
Κι όπως έλεγε ο Δημήτρης Καμπούρογλου: ''Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας.
Όπερ σημαίνει: ''Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει!''
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025
ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΛΟΥΚΑ, ΔΙΔΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, λέγεται Υιός Θεού, λέγεται και υιός ανθρώπου, λέγεται και σοφία, λέγεται και ζωή, λέγεται και ανάστασις΄ και ανάμεσα εις τα άλλα λέγεται και γεωργός, επειδή σπείρει τον σπόρον. Όπως ο ίδιος είπεν εις την παραβολήν του αγίου και ιερού Ευαγγελίου: ήταν ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του, επήρε σπόρον και επήγε να σπείρη εις τα χωράφια του. Και εκεί που έσπερνε δεν έπεσεν εις ένα μέρος ο σπόρος εκείνος. Άλλος έπεσεν εις την στράταν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τα ακάνθια και άλλος εις την καλήν γην.
Εκείνος ο σπόρος που έπεσεν εις την στράτα δεν εφύτρωσε, διατί η γη ήταν σκληρά και καταπατημένη από τους διαβάτας, και ήλθαν τα πετεινά του αέρος και τον έφαγαν τον σπόρον εκείνον, και έμεινεν η στράτα άκαρπη. Έπεσε και άλλος σπόρος επάνω εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσε και αυτός ο σπόρος, μα καθώς εβγήκεν ο ήλιος τον επύρωσεν, και μην έχοντας ρίζαν εξηράνθη, και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος.
Έπεσε και άλλος σπόρος ανάμεσα εις τα ακάνθια, εφύτρωσε και αυτός, όμως εβγαίνοντας τα ακάνθια τον έπνιξαν και εχάθη και αυτός ο σπόρος. Εκείνος πάλιν ο σπόρος που έπεσεν εις την γην την καλήν, εκαρποφόρησεν, αλλά δεν είχεν όλη η γη εκείνη την ίδιαν απόδοση. Λόγου χάριν έσπειρεν σε ένα χωράφι ένα κιλόν σιτάρι και έκαμεν εκατόν. Άλλος σπόρος έπεσε σε πτωχοτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, έπεσε και άλλος σπόρος σε αχαμνότερη και έκανε τριάκοντα. Τώρα με φαίνεται αυτήν την παραβολήν να την εκαταλάβατε κομμάτι καλλίτερα, μα ακόμη όχι τόσον καλά.
Μου φαίνεται εύλογον να την ειπούμεν ακόμη απλότερα. Και πρώτον να ειπούμεν ποίος είναι ο γεωργός, δεύτερον ποίον είναι το σπίτι του γεωργού, τρίτον ποίος είναι ο σπόρος, τέταρτον ποία είναι τα χωράφια, πέμπτον ποία είναι η στράτα, έκτον ποία είναι η πέτρα, έβδομον ποία είναι τα ακάνθια, όγδοον ποία είναι η καλή γη που έκαμεν εις το ένα κιλό τα εκατό, τα εξήκοντα, τα τριάκοντα.
Τώρα με φαίνεται να την καταλάβετε αυτήν την παραβολήν καλλίτερα. Ο Κύριός μας λοιπόν, που όπως είπαμε είναι ο γεωργός, εβγήκεν από το σπίτι του. Ποίον είναι το σπίτι του Χριστού μας; Η πατρική ουσία, ο πατρικός κόλπος. Πώς εβγήκεν ο Κύριος από την πατρικήν φύσιν και πώς εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεν την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού μας;
Πώς εκαταδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των απάντων, και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου, και τέλειος άνθρωπος, όλος μέσα εις την πατρικήν φύσιν και όλος πανταχού; Καθώς οι ακτίνες του ηλίου είναι όλες μέσα εις τον ήλιον, και όλες εξαπλωμένες εις όλον τoν κόσμον, και όλες πανταχού, έτσι είναι και ο Κύριος΄ όλος μέσα εις την πατρικήν ουσίαν και όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και πανταχού.
Ενός ανθρώπου τώρα ημπορεί ο νους του να είναι όλος εις την πόλιν και όλος εις το σπίτι του, εις τα παιδιά του, και πάλιν όλος ο νους του να είναι μέσα εις το κεφάλι του χωρίς να λείπει τίποτες. Ο άνθρωπος που είναι πλάσμα του Θεού το έχει αυτό το χάρισμα, και δεν θα δύναται ο Θεός να είναι όλος εις τον ουρανόν και όλος εις κάθε μέρος; Έτσι, αδελφοί μου, εβγήκεν ο Κύριος από το σπίτι του και επήρε σπόρον να σπείρει τα χωράφια του.
Ποία είναι τα χωράφια του; Είναι οι καρδίες των ανθρώπων. Ποίος είναι ο σπόρος; Είναι το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τoν Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Και καθώς ο γεωργός οργώνει το χωράφι και σπέρνει τoν σπόρον, έτσι και ο Κύριος όργωσε τις καρδίες των ανθρώπων με την διδασκαλίαν του, και μας εφύτευσε την ζωήν την αιώνιον. Ποία είναι η στράτα;
Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, που η καρδία του είναι σκληρά, καταπατημένη από τις μέριμνες τις βιοτικές, και ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά πάσης χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και πηγαίνει με τον διάβολον, και μένει η πέτρα άκαρπη. Ποία είναι τα ακάνθια; Ακάνθια είναι ο πόρνος, που ακούει τον λόγον του Θεού και αυτός΄ ύστερον όμως έρχονται τα πορνικά πάθη και τoν πνίγουν, και χάνεται και μένουν και τα ακάνθια άκαρπα.
Ποία είναι η καλή γη που έκαμε τα εκατόν, τα εξήκοντα και τα τριάκοντα; Εκατόν έκαμε ο τέλειος άνθρωπος, εξήκοντα ο μεσαίος και τριάκοντα ο κατώτερος. Μα το κεκρυμμένον νόημα που έχει μέσα τούτη η παραβολή δεν το εκαταλάβατε, και μου φαίνεται εύλογον, αδελφοί μου, να σας ειπώ από ένα παράδειγμα εις κάθε ένα, δια να καταλάβετε καλλίτερα αυτήν την παραβολήν. Και πρώτον ας αρχίσωμεν από την στράταν να ειπούμεν. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν. Ας αφήσωμεν τα πολλά και ένα να ειπούμε μόνον, μας φθάνει δια να καταλάβωμεν.
Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, ήταν ένας άνθρωπος και ελέγετο το όνομά του Μανασσής. Τον αξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους. Πενήντα δύο χρόνους εβασάνιζε τους Εβραίους με πολλά παιδευτήρια. Αυτός δεν ήκουεν τον λόγον του Θεού, ήταν σκληροκάρδιος, δεν εμετανόησεν η καρδία του, ήταν στράτα καταπατημένη. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην τί κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα μέσαθε από την Ανατολήν, και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον, και τον εκλείδωσε μέσα εις ένα καζάνι αποβραδύς με σκοπόν την άλλην ημέραν να τον κάψει, να τον κάμει θυσίαν εις τα είδωλα.
Τί κάμνει ο Μανασσής εκεί μέσα εις το χάλκωμα που ήταν κλεισμένος; Ενεθυμήθη τις αμαρτίες του, έκλαυσε, επαρακάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώσει, και πάλιν άλλην φοράν αμαρτίαν να μη κάμει. Βλέποντας ο Θεός την καλήν του γνώμην, ήκουσε την μετάνοιάν του. Εδέχθη τα δάκρυά του και στέλνει έναν άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επούλησεν τα πράγματά του και τα εμοίρασεν ελεημοσύνην, και επήγεν και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, κακοπαθίες και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Αν ίσως, αδελφοί μου, και είναι εδώ κανένας από την ευγένειάν σας, και είναι η καρδία του σκληρά, καταπατημένη ωσάν του Μανασσή, ως υπερήφανος, ας μετανοήσει, ας ενθυμηθεί τις αμαρτίες του, ας κλαύσει, και να είναι βέβαιος πως ο Θεός, καθώς εδέχθη την μετάνοιαν εκείνου του Μανασσή, δέχεται καθενός, και την ιδικήν σου και την ιδικήν μου. Τώρα μου φαίνεται με το παράδειγμα αυτό να εκαταλάβατε την στράτα, τι θέλει να ειπεί.
Είπαμε δια την στράταν, τώρα να ειπούμεν και δια την πέτραν. Έχομεν πολλά παραδείγματα, ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα, ας πάρωμεν δηλ. τον Απόστολον Πέτρον παράδειγμα. Την Μεγάλην Πέμπτην το βράδυ, ηξεύροντας ο Κύριος, ως καρδιογνώστης Θεός πάντα τα μέλλοντα και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθισεν ο Κύριος και εδίδαξε τους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Ανάμεσα εις τα άλλα τους είπε και τούτον τον λόγον:
Να ηξεύρετε, μαθηταί μου, πως ένας από εσάς, θε να με πουλήσει εις τους Εβραίους δια τριάντα φλωριά, και θε να με περιγελάσουν οι Εβραίοι, να με υβρίσουν, να με δείρουν, να με σταυρώσουν. Όμως μη λυπάσθε, μαθηταί μου, διατί εγώ θέλω να σταυρωθώ δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους. Και την τρίτην ημέραν έχω να αναστηθώ, και η Ανάστασίς μου θέλει προξενήσει χαράν εις τον ουρανόν, χαράν εις την γην, χαράν εις τον Αδην, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων, και μάλιστα του διαβόλου. Να ηξεύρετε και τούτο, μαθηταί μου, πως τώρα εδώ είστε όλοι μαζωμένοι, τότε έχετε να με αφήσετε και να φύγετε όλοι σας. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει:
Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, αμή εγώ δεν σε αρνούμαι. Τότε του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, εγώ είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην σου. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Καλά, Πέτρε, ο καιρός θέλει το δείξει. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο εις τον αιώνα να σε αρνηθώ ποτέ. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι.
Εσύ τώρα που λέγεις πως δεν με αρνείσαι, εσύ πρώτος έχεις να με αρνηθείς απόψε προτού να λαλήσει ο πετεινός, όχι μία ή δύο φορές έχεις να με αρνηθείς, αλλά τρεις. Διατί καλλίτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά όπου την ήξευρεν ο Πέτρος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, μα εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος: το σιτάρι όταν το πυρώσει ο ήλιος, τότε φαίνεται πως είναι ριζωμένον, αν δεν ξηρανθεί. Ομοίως και κάθε χριστιανός, όταν του έλθει πειρασμός και δεν αρνηθεί τον Χριστόν, τότε φαίνεται πως είναι χριστιανός.
ΉλΘεν η ώρα, παρεδόθη ο Κύριος με το θέλημά Του εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων, ευθύς εφύγαν οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος. Επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας και τoν επήγαν εις τα παλάτια του Αννα και του Καϊάφα, του Σατανά, και ευθύς άρχισαν και τον εξέταζαν τον Χριστόν μας από που είναι. Επήγεν ο Πέτρος και έστεκεν από μακρυά δια να ιδεί τι τoν κάμνουν τον Χριστόν μας. Έρχεται ένας Εβραίος και λέγει του Πέτρου: και εσύ μαζί με τoν Χριστόν είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσωμεν και εσένα. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: δεν είμαι μαζί του, δεν τoν γνωρίζω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πέτρος; Ηρνήθη τoν Χριστόν και επήγε με τoν διάβολον, διατί εκείνος που αρνείται τoν Θεόν δεν έχει αλλού που να πηγαίνη, παρά με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδεί ο Πέτρος τι τoν κάμνουν τoν Χριστόν, ύστερα εκοίταζε την πόρταν να φύγει. Έρχεται άλλος Εβραίος και λέγει του Πέτρου: και εσύ με τoν Χριστόν είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσωμεν και εσένα.
Λέγει πάλιν ο Πέτρος, δια δευτέραν φοράν: δεν τον είδα, δεν τoν ηξεύρω τoν Χριστόν τι άνθρωπος είναι. Όταν επλησίασε κοντά εις την πόρταν να φύγει, τoν πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: και συ μαζί με τoν Χριστόν είσαι. Εγώ σε γνωρίζω. Σου πρέπει να σε σταυρώσωμεν και εσένα. Λέγει ο Πέτρος: να έχω το ανάθεμα αν ίσως και τoν είδα, αν τoν ηξεύρω τι άνθρωπος είναι.
Ακούσετε, αδελφοί μου, τι υπεσχέθη πρωτύτερα, να χύσει και το αίμα του ο Πέτρος δια την αγάπην του Χριστού μας, και τώρα που τoν εξέταζαν τoν Πέτρον δια τoν Χριστόν, παρευθύς τoν ηρνήθη και επήγε με τον διάβολον, ηρνήθη την ζωήν την αιώνιον και επήγεν εις τoν θάνατον. Και καθώς ηρνήθη ο Πέτρος τoν Χριστόν – ω του θαύματος – ελάλησεν ευθύς ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούοντας ο Πέτρος τoν πετεινόν, εκάηκεν η καρδία του, και εβγαίνοντας έξω από την πόρταν, έπεσε με το κεφάλι κάτου εις την γην και κλαίοντας με μαύρα και πικρά δάκρυα έκαμαν τα μάτια του δύο βρύσες και έτρεχαν ωσάν ποτάμι. Και πάντοτε, όταν άκουε τoν πετεινόν ο Πέτρος εις όλην του την ζωήν, έκλαιεν, ενθυμούμενος την άρνησιν οπού έκαμεν του Χριστού.
Εσταυρώθη ο Κύριος με το θέλημά του, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις επτά γυναίκες μυροφόρες, τις ευλόγησε και τις εχαροποίησε λέγοντάς τους: Πηγαίνετε να ειπήτε των Αποστόλων μου πως αναστήθηκα και να έλθουν εις την Γαλιλαίαν, εκεί τους καρτερώ. Είπετε και του Πέτρου να έλθει. Και διατί εξεχώρισεν τον Πέτρον; Τάχα δεν ήταν και αυτός απόστολος του Χριστού; Μα διατί τoν εξεχώρισε; Δια να στοχασθεί ο Πέτρος πως εδέχθη την μετάνοιάν του ο Κύριος, τα δάκρυά του και τoν εσυγχώρησεν.
Επήγαν οι Απόστολοι εις τoν Χριστόν και έλαβαν την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αλλά έστεκε σκυθρωπός ωσάν εντροπιασμένος. Του λέγει ο Χριστός: Πέτρε, Πέτρε, με αγαπάς; Και ερωτώντας τον τρεις φορές του εδιόρθωσε τις τρεις αρνήσεις, και του εσυγχώρησε το σφάλμα του ο Κύριος και του εχάρισε την πρώτην καθέδρα καθώς την είχε και πρώτα. Ύστερον επεριπάτησεν ο Πέτρος από Ανατόλην έως Δύσιν και έκαμε χιλιάδες χριστιανούς. Τον έπιασεν ένας βασιλεύς από την Παλαιάν Ρώμην, και του έλεγε να αρνηθεί τoν Χριστόν και να προσκυνήσει τα είδωλα. Του λέγει ο Πέτρος:
Τoν Χριστόν τoν ηρνήθην τρεις φορές, τώρα, βασιλέα, δεν τoν αρνούμαι πλέον, και ό,τι θέλεις κάμε μου, μόνον σε παρακαλώ να με σταυρώσεις με το κεφάλι κάτου δια περισσοτέραν αισχύνην. Τoν επαίδευσε με πολλά παιδευτήρια ο βασιλεύς τoν Πέτρον, ύστερα τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτου, και παρέδωσε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας χείρας του Χριστού μας, και επήγεν εις τoν Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Τώρα αν ίσως και είναι εδώ κανένας από την ευγένειάν σας ωσάν τoν Πέτρον, οπού ηρνήθη τoν Χριστόν, ας κλαύσει, ας μετανοήσει, και να είναι βέβαιος πως, καθώς εδέχθη του Πέτρου τα δάκρυα, δέχεται και εσένα, μόνον να μη πέσεις εις απελπισίαν. Είπαμε δια την πέτραν, τώρα να ειπούμε και δια τα ακάνθια ποια είναι. Έχομεν πολλά παραδείγματα, μα ας αφήσωμεν τα πολλά και ας ειπούμε ένα. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι. Έπεσεν εις τας χείρας του διαβόλου, ημέρα και νύκτα ευρισκόταν εις την αμαρτίαν. Την εφώτισεν ο Πανάγαθος Θεός και φεύγει από τoν κόσμον, και επήγεν εις την έρημον.
Εκεί εκαθόταν και ασκήτευε σαράντα χρόνους, και με τρία ψωμιά επέρασε την ζωήν της, και εκαθαρίσθη, και έγινεν ωσάν Αγγελος. Θέλοντας ο Κύριος να την αναπαύσει, έστειλεν ένα άγιον ασκητήν, τoν αββά Ζωσιμά, να την εξομολογήσει και να την μεταλάβει τα 'Αχραντα Μυστήρια. Και έβλεπε την αγίαν ο ασκητής, και έστεκε μίαν πήχυν υψηλά επάνου από την γη. Την εξομολόγησε, την εμετάλαβε τα Αχραντα Μυστήρια, ύστερα παρέδωσε την αγίαν της ψυχήν εις τας χείρας του παναγάθου Θεού, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται μαζί με τους αγγέλους πάντοτε. Αν ίσως και είναι κανένας εδώ από την ευγένειάν σας, άνδρας ή γυναίκα, ωσάν την Μαρίαν, δηλαδή πόρνος, αυτήν την ώραν ας κλαύσει, ας μετανοήσει, τώρα που έχει καιρόν. Και να είναι βέβαιος πως σώζει εκείνον, καθώς έσωσε και την οσίαν Μαρίαν. Είπαμεν τους τρεις τρόπους των αμαρτωλών, τώρα θέλετε να ειπούμε και τους τρεις των δικαίων; Ή τους ηξεύρετε; Και πρώτον ας ειπούμεν ποία είναι η καλή γη, που έκαμε τα εκατό. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμεν ένα. Ας πάρωμεν μίαν γυναίκα παράδειγμα, δια να μη παραπονούνται αι γυναίκες, και λέγουν πως οι άνδρες ημπορούν να κάνουν καλά και σώνονται, και αυτές είναι αδύνατες και δεν ημπορούν. Και ας πάρωμεν παράδειγμα την αγίαν Παρασκευήν.
Η αγία Παρασκευή ήταν δώδεκα χρονών κορίτσι από γένος ευγενικόν. Απέθανεν ο πατέρας της και η μητέρα της. Κάθεται η Αγία και κάνει έναν πύργον υψηλόν και δυνατόν, και έβαλε τα πράγματά της όλα μέσα. Έβαφε τα μάτια της με μαυράδι, έβανε σκουλαρίκια στα αυτιά της, έβαφε το πρόσωπό της και τα χείλη της με κοκκινάδι, έβανε γερδάνια εις τον λαιμόν της, είχε και δακτυλίδια εις τα δάκτυλά της, είχε και ένα ζωνάρι μαλαματένιο εις την μέσην της, βάνει και ένα φόρεμα ωραιότατον και παπούτσια ως μίαν πιθαμήν υψηλότερα από τα άλλα κορίτσια.
Με αυτά εστολιζόταν η αγία. Είναι εδώ κανένα κορίτσι που θέλει να στολίζεται; Ας πάρει παράδειγμα να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν. Τώρα να ιδούμεν ποίος είναι ο πύργος ο υψηλός. Ο υψηλός και δυνατός πύργος είναι ο ουρανός, που εμοίρασεν δηλαδή όλα της τα πράγματα ελεημοσύνην, και τα έστειλεν με τους πτωχούς εις τον Παράδεισον.
Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι ωσάν μερικές γυναίκες ανόητες, που το βάνουν δια να φαίνονται εύμορφες εις τους άνδρας, αλλά εσηκωνόταν η Αγία κάθε αυγή, και ενθυμούμενη τις αμαρτίες των χριστιανών, έκλαιε κτυπώντας το πρόσωπόν της και βρέχοντάς το με δάκρυα. Ποία είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά, στέκοντας με ευλάβειαν δια να ακούη το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της;
Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», είχε δηλαδή στα χείλη της την ιδίαν την αλήθεια. Ποίον είναι το γερδάνι που είχεν εις τον λαιμόν της; Είναι από τις νηστείες που έκανε, και έλαμπεν ο λαιμός της ωσάν τον ήλιον. Ποία είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τις πολλές μετάνοιες που έκαμνε και εγίνοντο κόμποι κόμποι τα δάκτυλά της. Ποίον είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία που εφύλαγεν εις όλην της την ζωήν. Ποίον είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή που είχεν εις του λόγου της, και ο φόβος του Θεού που την εσκέπαζε. Ποία είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της, που τον είχεν εις τον ουρανόν, και δεν τον είχεν εις την γην να στοχάζεται τούτα τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα ωσάν τα άλλα κορίτσια. Έτσι εστολιζόταν η Αγία. Αν ίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται ωσάν την αγίαν Παρασκευήν, να στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία, να κάμει και εκείνη δια να σωθεί. Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, επούλησε τα πράγματά της και τα έδωκεν ελεημοσύνην, εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν. Την αξίωσεν ο Θεός και έκαμε θαύματα, ιάτρευε τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και νεκρούς ανέσταινε.
Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάνει θαύματα, την εφθόνησαν και πηγαίνοντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον, ο οποίος ήταν από την παλαιάν Ρώμην, του λέγουν πως είναι χριστιανή. Ακούοντας ο βασιλεύς πως η αγία Παρασκευή πιστεύει εις τον Χριστόν, την κράζει ο βασιλεύς και της λέγει: Παρασκευή, αρνήσου τον Χριστόν και έλα να θυσιάσεις εις τους μεγάλους Θεούς να σε κάμω βασίλισσα. Λέγει του η Αγία: εγώ δεν είμαι τρελλή και ανόητη ωσάν εσένα να αρνηθώ τον Χριστόν μου, και να πηγαίνω με τον διάβολον, να αφήσω την Ζωήν, και να πηγαίνω εις τον θάνατον. Αμποτε εσύ να άφηνες το σκότος και να έλθεις εις το φως.
Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλεί με τέτοιαν παρρησίαν εμπρός εις τον βασιλέα; Όποιος έχει τον Χριστόν εις την καρδίαν του δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Αν ίσως θέλομεν και εμείς, αδελφοί μου, να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, τον Θεόν να έχωμε πάντοτε εις την καρδίαν μας, και έτσι να μη φοβούμεθα τίποτε. Λέγει της αγίας ο βασιλεύς: τρεις ημέρες σου δίδω διορίαν, διότι αν ίσως και δεν έλθεις να προσκυνήσεις τα είδωλα σε τρεις ημέρες, θα σε θανατώσω, θα σε καύσω μέσα εις ένα καζάνι. Του λέγει η Αγία: Βασιλέα, εκείνο που θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου.
Τότε προστάζει ο βασιλεύς και ανάφτουνε μίαν φωτιάν μεγάλην και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, θειάφι και κατράμι και βράζει καλά. Βλέποντας η Αγία το καζάνι που έβραζε εχαιρόταν, πως έμελλε να αναχωρήσει από τούτον τον ψεύτικον κόσμον δια να υπάγει εις τον Αληθινόν. Προστάζει ο βασιλεύς να βάνουν την Αγίαν μέσα εις το καζάνι δια να καεί. Έκανε τον σταυρόν της η Αγία και εμβαίνει μέσα. Καρτερεί δύο τρεις ώρες ο βασιλεύς, έβλεπε οπού δεν εκαιγόταν η Αγία. Τότε της λέγει ο βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου το εδρόσισε και δεν καίομαι. Της λέγει ο βασιλεύς: Ράντισέ με και εμένα εις το πρόσωπον να ιδώ, καίει; Επήρεν η Αγία με τα δύο της χέρια και του ρίχνει εις το πρόσωπον, και ευθύς –ω του θαύματος- ετυφλώθηκε και εγδάρθηκε το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Πιστεύω και εγώ τον Θεόν που πιστεύεις και εσύ, Παρασκευή, μόνον έβγα γρήγορα να με βαπτίσεις. Εβγήκεν η αγία Παρασκευή και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον και εκαθαρίσθη. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και επήγε και εδίδαξε και ένα άλλο βασίλειον και τους εβάπτισε.
Ύστερον την έπιασεν άλλος βασιλεύς και την αποκεφάλισε, και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η αγία έκαμε τα εκατόν και εκέρδισε πέντε στεφάνους: πρώτον στέφανον έχει να λάβει διατί εμοίρασεν όλα της τα υπάρχοντα ελεημοσύνην, δεύτερον διατί έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, τρίτον διατί εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν, τέταρτον διατί εδίδαξε δύο βασιλείς και τους έκαμε χριστιανούς, πέμπτον διατί έχυσε το αίμα της δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν. Είναι εδώ κανένας από λόγου σας που θέλει να γένη τέλειος ωσάν την αγίαν Παρασκευήν; Ας αγωνίζεται δια να σωθεί. Μα δεν ημπορεί να κάμει τα εκατόν; Ας έλθωμεν παρακάτω, εις εκείνον που έκαμε τα εξήκοντα. Εις τας εννέα του Οκτωβρίου μηνός εορτάζει η αγία μας Εκκλησία ένα άγιον Ανδρόνικον με την αγίαν Αθανασίαν. Ήταν ανδρόγυνον, τους εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός δύο τέκνα αρσενικά, το ένα ήταν δέκα χρονών και το άλλο δώδεκα. Μίαν ημέραν απέθαναν και τα δύο. Εκαθόταν και έκλαιεν η αγία Αθανασία δια τα παιδιά της. Έρχεται Αγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις και λυπάσαι;
Τα παιδιά σου χαίρονται μέσα εις τον Παράδεισον, και έχεις να τα απολαύσεις εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπάσαι. Έτσι την επαρηγόρησεν ο Αγγελος. Λέγει η Αθανασία του Ανδρονίκου: Αφέντη, χιλιάδες άνθρωποι και γυναίκες έζησαν και εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην τους την ζωήν, εμείς δεν εφυλάξαμεν. Μας εχάρισεν ο Θεός δύο παιδιά και μας τα επήρε, επανδρευθήκαμεν και εκάμαμεν τα σωματικά, δεν γινόμεθα καλόγεροι να κάμωμε και τα ψυχικά, να υπάγωμεν εις τον Παράδεισον; Πρώτον, η Αθανασία ονόμασε τον άνδρα της αφέντη. Είναι δια τιμήν της γυναικός να λέγει τον άνδρα της αφέντη. Της απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας είναι, αδελφή μου, ας γίνει το θέλημα του Θεού. Αδελφή την ονόμασεν, και από εκείνην την ώραν εζούσαν ωσάν αδελφοί. Επούλησαν τα πράγματά τους και τα εμοίρασαν ελεημοσύνην, επήγαν και οι δύο εις μοναστήρια και έγιναν καλόγεροι και περνούσαν με νηστείες, σκληραγωγίες, κακοπάθειες, και εσώθησαν και επήγαν εις τον Παράδεισον. Αυτοί έκαμαν τα εξήκοντα, διατί έκαμαν πρώτον τα σωματικά, έκαμαν και τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είναι κατώτεροι από την Αγίαν Παρασκευήν.
Αν ίσως και θέλει να κάμει τα εξήκοντα κανένας από λόγου σας, ας αγωνίζεται ωσάν τον Αγιον Ανδρόνικον και την Αγίαν Αθανασίαν και σώνεται. Και αν είναι κανένας από λόγου σας και δεν ευχαριστείται με την γυναίκα του και γυρεύει ξένην γυναίκα, ας στοχασθεί τον Αγιον Ανδρόνικον τι έκαμε, και ας εντρέπεται. Αν ίσως πάλιν και είναι καμία γυναίκα που δεν ευχαριστείται με τον άνδρα της, αλλά θέλει άλλον άνδρα, ας στοχασθεί τι έκαμεν η Αγία Αθανασία, και ας εντρέπεται. Πάλιν δεν ημπορείτε να κάμετε τα εξήκοντα; Ας έλθωμεν παρακάτω εις εκείνον που έκαμε τα τριάκοντα. Έχομεν πολλά παραδείγματα να αναφέρωμε, μα ας αφήσωμε τα πολλά και ας ειπούμε ένα. Εις την Ανατολήν ήταν ένας άνθρωπος, το όνομά του παπα Ιωάννης, υπανδρευμένος, είχεν είκοσι παιδιά. Και μίαν ημέραν ένας Δεσπότης εκόνευσεν εις το σπίτι του παπα Ιωάννου. Βλέπει τα παιδιά που εκάθονταν. Ερωτά ο δεσπότης τον παπά. Τίνος είναι τα παιδιά; Λέγει ο παπα Ιωάννης: Εδικά μου είναι, αφέντη Πανιερώτατε, ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο Δεσπότης: Πόσα παιδιά είναι; Λέγει ο παπα Ιωάννης: είκοσι. Λέγει ο Δεσπότης. Πόσους χρόνους έχεις υπανδρευμένος; Λέγει ο παπάς: δεκαοχτώ. Τότε λέγει ο Δεσπότης του παπά: Δια δεκαοχτώ χρόνους να έχεις είκοσι παιδιά, εσένα σου πρέπει να είσαι καθηρημένος. Λέγει ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρεις εύλογον, ας είναι ορισμός του Θεού.
Αρχίνισε ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης και υποδιάκονος, εικοσιπέντε διάκονος και όταν έγινα τριάντα χρονών, με επαρακάλεσαν οι χριστιανοί, και ο δεσπότης και έγινα παπάς, χωρίς να δώσω κανένα άσπρο. Κατά τους θείους και ιερούς νόμους υπανδρεύθηκα.
Πρώτον εξωμολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν. Έπειτα από το στεφάνωμα εκοινωνήσαμεν τα Αχραντα Μυστήρια, και ωσάν επέρασαν τρεις ημέρες εσμίξαμεν με την παπαδιά μου, και ωσάν έμεινεν έγκυος, εχωρίσαμεν, έως ότου εσαράντισε, και τότε εματασμίξαμεν, και πάλιν έμεινε έγκυος και ευθύς ανεχώρησα. Με τέτοιον τρόπον έκαμα τα είκοσι παιδιά οπού βλέπει η πανιερότης σου δια δεκαοκτώ χρόνια. Λέγει ο δεσπότης: Συγχωρημένος να είσαι να κάμεις πενήντα και εκατό παιδιά. Έτσι ο ευλογημένος παπάς έμαθε τα παιδιά του γράμματα, τα εκπαίδευε με νουθεσίες καλές, και επήγε και εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα, είναι παρακάτω από εκείνον που έκαμε τα εξήκοντα. Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμεις τα τριάκοντα ωσάν τον παπα Ιωάννην; Αγωνίζου τώρα που έχεις καιρόν, και σώνεσαι.
Αυτή είναι η εξήγησις της παραβολής, αυτήν την παραβολήν εφανέρωσεν ο Κύριος, μα ακόμη δεν εκαταλάβατε το νόημά της, και λέγει έτσι: Ο πρώτος σπόρος οπού έπεσεν εις την στράταν είναι οι Εβραίοι, οι οποίοι είναι δια την Κόλασιν. Ο δεύτερος σπόρος οπού έπεσεν εις την πέτραν είναι οι ασεβείς, ομοίως είναι κάλπικη η πίστις τους, του διαβόλου. Ο τρίτος σπόρος οπού έπεσεν εις τα ακάνθια είναι οι αιρετικοί, και αυτών η πίστις του διαβόλου είναι. Ο τέταρτος σπόρος οπού έπεσε εις την καλήν γην, είναι η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι σώνονται, μα πώς σώνονται; Σώνεται ο καθένας καθώς έπραξεν. Αν ίσως και έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον Παράδεισον, αν έκαμε κακά, πηγαίνει εις την Κόλασιν. Διατί ο κόσμος είναι μοιρασμένος εις τέσσαρα μέρη. Τα τρία μέρη είναι δια την Κόλασιν και το άλλο μέρος δια τον Παράδεισον. Αυτό είναι το νόημα του Χριστού, και όποιος θέλει ας στοχασθεί καλά με τον νουν του, αν θέλει να σωθεί.
Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com
18ος αιών – «Διδαχές» Ε’ διδαχή σελ. 248,
«Πατερικόν Κυριακοδρόμιον»
σελίς 325 και εξής, Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025
ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΛΟΥΚΑ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ
Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. η΄ (Λουκά 8, 4-15) Κεφ. 8, στίχος 4: «εἶπε διά παραβολῆς (μίλησε με παραβολή)»: Οι μακάριοι προφήτες παρουσίαζαν με πολλούς τρόπους τους λόγους τους για τον Χριστό. Γιατί άλλοι Τον προανήγγειλαν ότι θα έρθει ως φως, και άλλοι ότι θα έρθει με τάξη και μεγαλοπρέπεια βασιλική. Και πράγματι είπε κάποιος από αυτούς:
«Ἰδού γάρ βασιλεύς δίκαιος βασιλεύσει, καί ἄρχοντες μετά κρίσεως ἄρξουσι. καί ἔσται ὁ ἄνθρωπος κρύπτων τούς λόγους αὐτοῦ καί κρυβήσεται ὡς ἀφ᾿ ὕδατος φερομένου· καί φανήσεται ἐν Σιών ὡς ποταμός φερόμενος ἔνδοξος ἐν γῇ διψώσῃ (Διότι ιδού, ένας βασιλέας δίκαιος θα βασιλεύσει στην Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτού θα κρίνουν και θα αποφασίζουν με δικαιοσύνη και ευθύτητα. Τότε ο άνθρωπος θα κρύπτει και θα φυλάττει στο βάθος της καρδιάς του ως θησαυρό τους λόγους της δικαιοσύνης και προστατευόμενος για την δικαιοσύνη του από τον Θεό, θα αποφύγει τα δεινά, τα οποία σαν πλημμύρα ύδατος θα επέρχονται εναντίον του. Και θα φανεί στην Ιερουσαλήμ σαν πλούσιος ποταμός, περίφημος, σε ξηρά και διψασμένη γη)» (Ησ. 32, 1-2).
Ότι βέβαια ο λόγος του Κυρίου είναι κατά κάποιο τρόπο πάντοτε κρυμμένος, είναι φανερό. Έτσι μας τον παρουσίασε και ο μακάριος Ψαλμωδός να λέγει: «ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τό στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς (Θα αρχίσω με διδακτικές παραβολικές ιστορίες, γεμάτες ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα)» (Ψαλ. 77, 2). Πρόσεχε λοιπόν ότι εκπληρώθηκε αυτό που ειπώθηκε από τον Ψαλμωδό.
Γιατί συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος γύρω από τον Ιησού από όλη την Ιουδαία, και τους μιλούσε με παραβολές. Επειδή όμως εκείνοι δεν ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστήρια τη βασιλείας των ουρανών, ο λόγος δεν ήταν φανερός και απόλυτα κατανοητός σε όλους. Γιατί δε ζητούσαν κανένα λόγο προκείμενου να αποδεχθούν την πίστη σε Αυτόν, αντίθετα αντιδρούσαν με τρόπο ανόσιο και στα κηρύγματά Του. Και πράγματι επέπλητταν εκείνους που ήθελαν να κάθονται κοντά Του και ασεβώντας προς εκείνους που διψούσαν τη δική Του διδασκαλία έλεγαν: «δαιμόνιον ἔχει καί μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; (“έχει δαιμόνιον, ένεκα του οποίου είναι εκτός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;”) (Ιω. 10, 20).
Δε δόθηκε λοιπόν σε εκείνους η δυνατότητα να γνωρίσουν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, αλλά μάλλον σε εμάς που είμαστε πιο πρόθυμοι για την πίστη· γιατί ο ίδιος ο Κύριος μας έδωσε τη δύναμη να κατανοούμε την παραβολή και τον μυστικό λόγο, τα λόγια των σοφών και τα αινίγματα. Πρέπει όμως να πούμε ακόμα ότι οι παραβολές είναι εικόνες κατά κάποιο τρόπο των πραγμάτων που δε φαίνονται, αλλά είναι περισσότερο νοητά και πνευματικά.
Αυτό δηλαδή που δεν είναι δυνατό να το δούμε με τα μάτι του σώματος, αυτό το δείχνει η παραβολή στα μάτια της διάνοιας, η οποία μέσω των αισθητών και κατά κάποιο τρόπο απτών πραγμάτων διαμορφώνει καλά τη λεπτότητα των νοητών. Ας δούμε λοιπόν ποιο κρυφό νόημα μας παρουσιάζει ο λόγος του Σωτήρα. Κεφ. 8, στίχος 9: «Ἐπηρώτων δέ αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη; (Οι μαθητές Το τότε Τον ρωτούσαν και Του έλεγαν: Ποια είναι η έννοια και η σημασία αυτής της παραβολής;)»
Και ποιος άραγε είναι ο σκοπός της παραβολής και πού τέλος πάντων αποβλέπει το βαθύτερο νήμα της παραβολής, θα το μάθουμε από τον Ίδιο που την είπε. Τα αγνοούσαν αυτά πριν από εμάς οι μακάριοι μαθητές, και, πλησιάζοντας τον Σωτήρα, Τον παρακαλούσαν και Του έλεγαν: «Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;». Αλλά ας δούμε ποια είναι η αφορμή εξαιτίας της οποίας αρπάζονται οι σπόροι που βρίσκονται στο δρόμο. Κάθε δρόμος είναι σκληρός και ακαλλιέργητος γιατί βρίσκεται κάτω από τα πόδια όλων, και δεν εισχωρεί σε αυτούς κανένας σπόρος.
Όσοι λοιπόν έχουν σκληρό νου, σε αυτούς δεν εισχωρεί κάποια θεία και ιερή νουθεσία, με την οποία μπορούν να καρποφορήσουν τα άξια καύχησης έργα της αρετής. Αυτοί έγιναν πατημένος δρόμος για τα ακάθαρτα πνεύματα και τον ίδιο τον Σατανά, οι οποίοι δεν μπορούν ποτέ να γίνουν τροφοί αγίων καρπών, αφού έχουν στείρα και άγονη καρδιά. Υπάρχουν επίσης κάποιοι που έχουν ακατέργαστη την πίστη μέσα τους, ως απλούς λόγους. Αυτοί έχουν ευσέβεια χωρίς ρίζες. Γιατί μπαίνοντας στις εκκλησίες, χαίρονται βέβαια με το πλήθος των συναγμένων και προσέρχονται με ευχαρίστηση στις ιερές τελετές, πλην όμως όχι συνειδητά, αλλά από επιπόλαια θέληση.
Όταν όμως αποχωρούν από τις εκκλησίες, οδηγούνται στη λήθη των ιερών μαθημάτων. Και όταν βέβαια δε δοκιμάζονται τα των Χριστιανών, διατηρούν αυτοί την πίστη, όταν όμως κηρυχθεί διωγμός, έχουν τον νου τους στη φυγή. Προς αυτούς ο προφήτης Ιερεμίας λέγει: «Ἀναλάβετε ὅπλα καί ἀσπίδας καί προσαγάγετε εἰς πόλεμον (λάβετε, λοιπόν, όπλα και ασπίδες, λέγει ειρωνικά ο προφήτης προς τους ραθύμους και χλιαρούς στην πίστη τους, και προχωρήστε σε πόλεμο)» (Ιερ. 26, 3).
Κατεξοχήν βέβαια ακαταμάχητο έχει το χέρι που διασώζει ο Θεός και όπως λέγει ο πάνσοφος Παύλος «πειρασμός ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μή ἀνθρώπινος· πιστός δέ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὃ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν (Πειρασμός βέβαια μεγάλος έως τώρα δεν σας έχει καταλάβει, παρά μόνον μικροπειρασμοί προσωρινοί, τους οποίους μπορεί να υποστεί και να υπερνικήσει ο άνθρωπος.
Και εάν στο μέλλον παρουσιαστούν μεγάλοι πειρασμοί, μη λησμονείτε, ότι είναι αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήσει να πειραχθείτε παραπάνω από την δύναμή σας, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα ανοίξει και διέξοδο, ώστε να βγείτε από τον πειρασμό και θα σας δώσει την δύναμη να τον υπομείνετε)» (Α΄Κορ. 10, 13).
Όμως εάν συμβεί, αγωνιζόμενοι κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του Χριστού, να πάθουμε, τότε οπωσδήποτε και χωρίς αμφιβολία θα γίνουμε αξιοθαύμαστοι. Και πράγματι έλεγε στους αγίους αποστόλους ο Σωτήρας: «Λέγω δέ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεινόντων τό σῶμα, καί μετά ταῦτα μή ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι· ὑποδείξω δέ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τόν μετά τό ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τήν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε (Και λέγω σε εσάς τους φίλους μου: ‘’μη φοβηθείτε από εκείνους που θανατώνουν το σώμα και ύστερα δεν έχουν την δύναμη τίποτε περισσότερο να κάμουν. Θα σας υποδείξω όμως ποιον να φοβηθείτε.
Να φοβηθείτε εκείνον, ο οποίος αφού σας αφαιρέσει την παρούσα ζωή, έχει την εξουσία να σας ρίξει στο αιώνιο πυρ της κολάσεως. Ναι, σας λέγω, Αυτόν πρέπει να φοβηθείτε)» (Λουκά 12, 4) και τα λοιπά. Και δε μας τα δίδαξε αυτά μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα. Γιατί θυσίασε για μας τη ζωή Του, και με το αίμα Του κατέκτησε την υφήλιο. Επομένως δεν ανήκουμε στους εαυτούς μας, αλλά μάλλον σε Αυτόν που μας εξαγόρασε και μας διέσωσε, και σε Αυτόν οφείλουμε τη ζωή μας. Γιατί, όπως λέγει ο θεόπνευστος Παύλος: «εἰς τοῦτο γάρ Χριστός καί ἀπέθανε καί ἀνέστη καί ἔζησεν, ἵνα καί νεκρῶν καί ζώντων κυριεύσῃ (Διότι και ο Χριστός γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και πέθανε επί του σταυρού και αναστήθηκε εκ των νεκρών και έλαβε πάλι ως άνθρωπος την ζωή, για να είναι κύριος και εξουσιαστής νεκρών και ζώντων)» (Ρωμ. 14, 9).
Ας δούμε όμως και τα αγκάθια μέσα στα οποία πνίγεται ο θεϊκός σπόρος. Τι λέγει πάλι ο Σωτήρας; Σπέρνει βέβαια αυτό τον σπόρο, και αυτός, αν και παραμένει μέσα στις ψυχές εκείνων που τον δέχθηκαν και κατά κάποιο τρόπο ανέβηκε ψηλά και έφτασε να φαίνεται το φύτρωμα, πνίγεται από τις κοσμικές φροντίδες και όπως λέγει ο προφήτης Ωσηέ για εκείνους τους ανθρώπους χάνονται επειδή παρασύρονται από τα κοσμικά: «ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν, καί ἡ καταστροφή αὐτῶν ἐκδέξεται αὐτά· δράγμα οὐκ ἔχον ἰσχύν τοῦ ποιῆσαι ἄλευρον· ἐάν δέ καί ποιήσῃ, ἀλλότριοι καταφάγονται αὐτό (Τα όσα έσπειραν θα τα κατακάψει ο λίβας. Καταστροφή αναμένει τα σιτηρά τους. Οι θεριστές θα δένουν σε δεμάτια στάχυα άκαρπα, που δεν θα είναι σε θέση να δώσουν αλεύρι.
Αλλά και εάν η χώρα τους ευφορήσει και παραγάγει σιτάρι και καρπούς, ξένοι θα καταφάουν τα προϊόντα της)» (Ωσ. 8, 7). Άλλος επίσης προφήτης, ο Ιερεμίας, λέγει: «ὅτι τάδε λέγει Κύριος τοῖς ἀνδράσιν Ἰούδα καί τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ· νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καί μή σπείρητε ἐπ᾿ ἀκάνθαις (Αυτά λέγει ο Κύριος γενικά στους Ιουδαίους και ειδικότερα σε εκείνους, που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ. Εκχερσώστε και ανανεώστε για τον εαυτό σας τους αγρούς των ψυχών σας και μην σπείρετε πλέον σε γη γεμάτη από αγκάθια)» (Ιερ. 4, 3). Άρα λοιπόν για να ανθίσει μέσα μας ο θεϊκός σπόρος, πρέπει να αποβάλουμε προηγουμένως τις κοσμικές φροντίδες μας.
Γη βέβαια παχιά που παράγει καλούς καρπούς και φέρει καρπό εκατονταπλάσιο, θα μπορούσαν να είναι οι καλές και αγαθές ψυχές, οι οποίες δέχονται βαθιά τους σπόρους του λόγου και τους κρατούν και τους τρέφουν γενναία. Γι΄αυτούς θα μπορούσε να λεχθεί, και πολύ δίκαια, αυτό που λέχθηκε από έναν από τους αγίους προφήτες του Θεού: «καί μακαριοῦσιν ὑμᾶς πάντα τά ἔθνη, διότι ἔσεσθε ὑμεῖς γῆ θελητή, λέγει Κύριος παντοκράτωρ (Για την πλούσια αυτήν καρποφορία και συγκομιδή θα σας καλοτυχίζουν όλα τα έθνη, διότι η χώρα σας θα έχει γίνει επιθυμητή και ζηλευτή, λέγει Κύριος ο Παντοκράτορας)» (Μαλαχ. 3,12). Γιατί όταν σε νου καθαρό από αυτά που συνήθως τον παρενοχλούν, πέσει κάποτε θείος λόγος, τότε ριζώνει σε βάθος, και σαν στάχυ ανεβαίνει ψηλά και φέρνει καλό καρπό.
Ωστόσο νομίζω ότι είναι χρήσιμο να πούμε σε εκείνους που θέλουν να μάθουν χρήσιμα πράγματα τούτο: εξηγώντας μας δηλαδή ο Ματθαίος αυτό ακριβώς το κεφάλαιο είπε ότι η καλή γη απέδωσε καρπούς με τρεις διαφορές (βλ. Ματθ. 13, 23: «ὁ δέ ἐπί τήν γῆν τήν καλήν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τόν λόγον ἀκούων καί συνιῶν· ὃς δή καρποφορεῖ καί ποιεῖ ὃ μέν ἑκατόν, ὃ δέ ἑξήκοντα, ὃ δέ τριάκοντα (και ο σπόρος που έπεσε στην καλή γη, είναι ο άνθρωπος που ακούει τον λόγο με προσοχή και τον εννοεί και τον δέχεται. αυτός λοιπόν καρποφορεί και παράγει άλλος μεν εκατό, άλλος δε εξήντα, άλλος δε τριάντα” (Φέρει δηλαδή ως καρπούς της γνώσεως του θείου θελήματος έργα αγαθά, προχωρεί στον αγιασμό και γίνεται τέκνο του Θεού)» ·γιατί η μία λέγει ότι απέδωσε εκατό, η άλλη εξήντα, και η τρίτη τριάντα.
Πρόσεχε λοιπόν ότι ο Χριστός είπε, ότι τρεις είναι οι ζημιές, και επίσης ίσες σε αριθμό είναι και οι ευκαρπίες. Εκείνοι δηλαδή από τους σπόρους που πέφτουν στον δρόμο αρπάζονται από τα πτηνά, οι άλλοι που πέφτουν σε έδαφος πετρώδες αφού ανθίσουν μόνο, ύστερα από λίγο ξηραίνονται. Τέλος εκείνοι που πέφτουν μέσα σε αγκάθια αποπνίγονται. Η γη όμως η εύφορη αποδίδει, όπως είπα, τρεις διαφορετικούς σε ποσότητα καρπούς, εκατό, εξήντα και τριάντα· γιατί, όπως γράφει ο Παύλος, «θέλω γάρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καί ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μέν οὕτως, ὃς δέ οὕτως.
(Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφοσιωμένος στον Θεό, αλλά ο καθένας έχει από τον Θεό δικό του ιδιαίτερο χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζει κατ’ αυτόν τον τρόπον με εμένα, δηλαδή άγαμος. άλλος δε να ζει κατά διαφορετικό τρόπο, δηλαδή έγγαμος)» (Α΄Κορ. 7, 7)· γιατι δε βρίσκουμε τις ευδοκιμήσεις των αγίων να είναι πάντοτε και οπωσδήποτε ισόμετρες. Πλην όμως είναι ανάγκη να επιδιώκουμε τα μεγαλύτερα και τα ανώτερα από τα χαμηλότερα.
Πηγή: https://alopsis.gr
Αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας
''Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον''
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΘΩΝΗΣ κ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ (2025)
Ιερά Μονή Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
Φυλής Αττικής
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ
Ευαγγέλιο της Κυριακής: Λουκ. ζ΄ 11-16
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΠΟΤΕ Η ΘΕΙΑ ΣΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΦΟΡΑ;
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ (2023)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ & ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ (2007)
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ
ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΞΙΦΙΛΙΝΟΥ: ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΑΚΚΟΥ: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ (2007)
«ΜΗ ΚΛΑΙΕ... ΝΕΑΝΙΣΚΕ ΣΟΙ ΛΕΓΩ ΕΓΕΡΘΗΤΙ»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ (2023)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΕΥΚΟΛΗ Η ΑΓΙΟΣΥΝΗ (2024)
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ: ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΘΩΝΗΣ κ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Γ' ΛΟΥΚΑ (2022)
ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΑΚΚΟΥ: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ (2022)
ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟ, ΟΡΘΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ' ΛΟΥΚΑ (2022)
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ
Περὶ τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο
ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε
συγχωρητικοὶ καὶ στοργικοὶ μεταξὺ μας
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
1. Ὁ μέγας Παῦλος, δείχνοντας τὸ θεῖο καὶ κοινωφελὲς τῆς πίστεως καὶ διακηρύσσοντας τὰ ἔργα αὐτῆς καὶ τὰ κατορθώματα καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴν δύναμη, ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀρχαιότερο, λέγοντας, «μὲ τὴν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες καταρτίσθηκαν μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ βλεπόμενα νὰ μὴν ἔχουν γίνει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὁρατά», καὶ τελειώνει μὲ τὴν μελλοντικὴ παγκόσμια ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων ποὺ θὰ συμβεῖ κατ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτε δὲν ὑπάρχει τελειότερο.
Συντάσσοντας ὅμως τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάσθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτό τους, λέγει καὶ τοῦτο, ὅτι «μὲ τὴν πίστη ἔλαβαν γυναῖκες μὲ τὴν ἀνάσταση τοὺς νεκρούς των». Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαραφθία καὶ ἡ Σουναμίτιδα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία ἔλαβε τὸν υἱό της ποὺ εἶχε πεθάνει πάλι ζωντανὸ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία, ἐνῶ ἡ Σουναμίτιδα ἔλαβε τὸν δικό της ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο.
2. Ἡ καθεμιά τους ἐπέδειξε μὲ τὰ ἔργα δυνατὴ πίστη. Ἡ Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα μὲ τὴν πίστη της τὴν ἀναγγελμένη ἀπὸ τὸν προφήτη αὔξηση τῶν τροφίμων καὶ τρέφοντας αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ ἀλεύρι μιᾶς χούφτας καὶ τὸ λίγο λάδι, τὰ μόνα ποὺ εἶχε νὰ φάγει, καὶ ἔπειτα περιμένοντας νὰ πεθάνει μὲ τὰ παιδιά της.
Ἀλλὰ κι ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ υἱός της (γιατὶ λέγει, «ἡ ἀρρώστια του ἦταν πολὺ βαριά, σὲ βαθμὸ ὥστε νὰ μὴν ἀπομείνει σ’ αὐτὸν πνεῦμα ζωῆς»), αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, δὲν τὸν κατηγόρησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν θεοσέβεια ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της καὶ θεώρησε ὅτι αἰτία τοῦ πάθους εἶναι οἱ ἁμαρτίες της, ἀποκαλώντας σ’ αὐτὴ τὴν συμφορὰ τὸν Ἠλία ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ κατηγορώντας μᾶλλον τὸν ἑαυτό της καὶ λέγοντάς του μᾶλλον προτρεπτικά, παρὰ σκωπτικά, «τί σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; ἦρθες σὲ μένα νὰ μοῦ ὑπενθυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ θανατώσεις τὸν υἱό μου;».
Σὺ εἶσαι φῶς, λέγει, κατὰ μέθεξη, ὡς διάκονος τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἐρχόμενος ἐδῶ κατέστησες φανερὰ τὰ ἀφανῆ ἁμαρτήματά μου, καὶ αὐτὰ μοῦ θανάτωσαν τὸν υἱό μου. Βλέπετε πίστη ἀλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτὸ εὔλογα ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταξιώθηκε νὰ γίνει πρότυπο τῆς κλήσεως καὶ πίστεως τῶν ἐθνῶν, καὶ ἔπειτα δέχθηκε καὶ τὸ παιδί της ζωντανό.
3. Ἡ Σουναμίτιδα πάλι ἔδειξε τὴν πίστη της καὶ μὲ ὅσα εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο, καὶ μὲ ὅσα ἑτοίμασε γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ προφήτη, καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ ἐπέδειξε ὅταν πέθανε τὸ παιδί της. Γιατί, κρύβοντας ἀθόρυβα τὴν συμφορά, ἔτρεξε πρὸς τὸν προφήτη καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν οἰκία της, λέγοντας πρὸς αὐτόν, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴν δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη δέχθηκε τὸν υἱό της ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη, ὥστε τὸ ἐξαίρετο αὐτὸ θαῦμα νὰ μὴν εἶναι ἐκείνων τῶν προφητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς πίστεως τῶν μητέρων ποὺ δέχθηκαν τοὺς ἀναστάντες.
4. Ἀλλὰ μολονότι οἱ προφῆτες εἶχαν συνεργὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ εὐαρέστηση τῶν μητέρων, ὁ Ἠλίας καὶ τὰ ἄλλα ἔκαμε, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ φώναξε μὲ ὀλοφυρμὸ λέγοντας, «ἀλλοίμονο, Κύριε, ὁ μάρτυρας τῆς χήρας μὲ τὴν ὁποία κατοικῶ ἐγώ, ἐσὺ θανάτωσες σκληρὰ τὸν υἱό της; Καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο καὶ εἶπε· Κύριε Θεέ μου, ἄς ἐπιστρέψει ἡ ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ σ’ αὐτό. Καὶ ἔτσι ἔγινε». Ὁ Ἐλισσαῖος πάλι ὄχι μόνο προσκολλήθηκε στὸ παιδί, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας μέχρι καὶ ἑπτὰ φορές, ἀλλὰ καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Κύριο σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφθεῖ, καὶ ἔτσι ἀναζωογόνησε τὸν υἱὸ τῆς Σουναμίτιδας.
5. Ὁ Κύριός μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τὴν χήρα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς μεταφερόταν νεκρός, καὶ χωρὶς νὰ ἀργοπορήσει οὔτε νὰ διαπραγματευθεῖ οὔτε νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ μὲ πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στὴν μητέρα ποὺ πενθοῦσε τὸν μονογενῆ της ζωντανὸ ἀπὸ νεκρό, ἔδειξε ὅτι αὐτὸς μόνο εἶναι κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου· γιατὶ λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Ναΐν». Ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως αὐτόκλητος, γιὰ νὰ δείξει ὄχι μόνο τὴν ζωοποιὸ δύναμη, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχει ἀσύγκριτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαγχνία.
Γιατὶ τὸν Ἠλία βέβαια φάνηκε κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τὸν ἐμπαίζει ἡ Σαραφθία παρακινώντας τον πρὸς τὴν ἀναβίωση τοῦ παιδιοῦ, τὸν Ἐλισσαῖο πάλι ἡ Σουναμίτιδα, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε τὴν παρατήρηση πρῶτα, ὅτι δὲν προεῖδε τὸ πάθος, ἔπειτα καὶ τὸν κατανάγκασε λέγοντας, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴν δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω»· ὁ Κύριος ὅμως τὸ προγνωρίζει μόνος του καί, χωρὶς νὰ τὸν ἐπικαλεσθεῖ κανένας, πορεύεται πρὸς τὴν πόλη, ἀπὸ τὴν ὁποία γινόταν ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ.
6. «Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε», λέγει. Καὶ αὐτὸ τὸ ὑποσήμανε μὲ πάνσοφο τρόπο ὁ εὐαγγελιστής. Γιατὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποτυπώνει τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ μας. Διότι καὶ ἡ ψυχή μας ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν χήρα τοῦ οὐράνιου νυμφίου, ποὺ εἶχε σὰν κάποιο μονογενῆ υἱὸ τὸν νοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας, χάνοντας τὴν ἀληθινὴ ζωή, καὶ μεταφερόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχοντας βρεθεῖ κάπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ βυθοὺς τοῦ ἅδη καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Κύριος βάδισε πρὸς ἐμᾶς καὶ ἦρθε κοντά μας μὲ τὴν μὲ σάρκα παρουσία του, τὸν ἀνακαίνισε καὶ τὸν ἀνέστησε. Αὐτὴ ἡ παρουσία ὅμως δὲν ἔγινε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλ’ ὕστερα, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες.
Γι’ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν παρέλειψε οὔτε αὐτό, λέγοντας, «τὴν ἑπόμενη πήγαινε» ὁ Ἰησοῦς γιὰ ν’ ἀναστήσει τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας καὶ νὰ μετατρέψει τὸ πένθος αὐτῆς σὲ εὐφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλῶ, ἀδελφοί, τὸ νόημα τῶν λεγομένων γιατὶ καὶ ἀπὸ σᾶς ὁ καθένας, ἂν αἰσθανθεῖ τὸν μέσα του πεθαμένο καὶ θρηνήσει τὶς ἁμαρτίες του, πενθώντας καὶ μελαγχολώντας γι’ αὐτὲς μὲ μετάνοια, θὰ πορευθεῖ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Παράκλητος παρέχοντας τὴν αἰώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν».
7. Ἀλλά, «πορευόταν» λέγει, «ὁ Ἰησοῦς καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν πορεύονταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πλῆθος πολύ». Ὁ Ἠλίας δηλαδὴ ἀπομονώνεται ὅταν πρόκειται ν’ ἀναστήσει τὸν υἱὸ τῆς Σαραφθίας, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ πεθαμένος, «ἔκλεισε τὴν θύρα», ὅπως λέγει ἡ ἱστορία, «μπροστὰ στοὺς δύο αὐτούς», δηλαδὴ τὴν Σουναμίτιδα καὶ τὸν μαθητή του Γιεζί. Ἐπειδὴ δηλαδὴ χρειαζόταν ἐκτενέστατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν φύση τους, ὅταν ἀπομονωθοῦν, ἀπασχολοῦν τὸν νοῦ τελειότερα καὶ τὸν ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Θεό, ἀντίθετα ὁ Κύριος, ἔχοντας ἀληθινὰ τὴν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου, δὲν χρειάζεται καθόλου προσευχὴ γιὰ νὰ ζωοποιήσει τὸ παιδί, ὄχι μόνο τοὺς μαθητές του εἶχε μαζί του, ἀλλὰ καὶ πολὺ πλῆθος, ποὺ ἄλλο ἔφερε αὐτὸς καὶ ἄλλο βρῆκε γύρω ἀπὸ τὸν μεταφερόμενο. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν καὶ ἄκουαν, μὲ μόνο το πρόσταγμά του ζωοποίησε τὸν νεκρό, κάνοντας αὐτὸ ἀπὸ φιλανθρωπία δημόσια, γιὰ νὰ προσελκύσει ὅλους στὴν πρὸς αὐτὸν σωτήρια πίστη.
Γιατί λέγει, «καθὼς πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»· δηλαδή, προγνωρίζοντας καὶ τῆς μεταφορᾶς τὴν ὥρα ἔφθασε στὴν κατάλληλη ὥρα. «Μεταφερόταν λοιπὸν πεθαμένος ὁ μονογενὴς υἱὸς τῆς μητέρας του· καὶ αὐτὴ ἦταν χήρα».
8. Τὰ ἴδια πράγματα στὴν πενθοῦσα καὶ τὴν λύπη αὔξησαν πολλαπλάσια, καὶ τὴν λύση πρόσφεραν ἐξαίσια. Γιατὶ βλέποντας ὁ Κύριος μιὰ μητέρα, καὶ μάλιστα χήρα μητέρα, ποὺ στήριζε τὶς ἐλπίδες της σὲ ἕνα παιδί, νὰ τὸ χάνει μὲ πρόωρο θάνατο, ν’ ἀκολουθεῖ τὴν σορὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ θρηνεῖ ἐλεεινά, «εὐσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πῶς δηλαδὴ δὲν θὰ τὸ ἔκανε «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴς τῶν χηρῶν»;), «καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν» παρηγορώντας την καὶ προβλέποντας τὸ μέλλον, «μὴν κλαῖς».
Ἐκεῖνος βέβαια γνώριζε τί ἐπρόκειτο νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ γυναίκα οὔτε αὐτὸν γνώριζε, καὶ πολὺ περισσότερο οὔτε τὸ μέλλον, γι’ αὐτὸ οὔτε καὶ πίστη εἶχε, οὔτε ζητοῦσε κάτι ἀπὸ αὐτὸν οὔτε αὐτὸς ἀπαιτοῦσε πίστη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ μπορώντας τὰ πάντα καὶ μὴ ἔχοντας ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ τὴν συνέργεια αὐτῶν ποὺ πιστεύουν, «πλησιάζοντας ἄγγισε τὴν σορό», γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ τὸ σῶμα του ὡς ὁμόθεο ἔχει ζωοποιὸ δύναμη· «καὶ εἶπε, νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω· καὶ ἀνακάθησε ὁ νεκρός». Ἄκουσε δηλαδὴ τὸ κουφὸ χῶμα ἐκεῖνον ποὺ καλεῖ στὴν ὕπαρξη αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἄκουσε αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα μὲ τὸν λόγο τῆς δύναμής του, ἄκουσε ὄχι ἄνθρωπο θεοφόρο, ἀλλὰ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὄχι μόνον «ἀνακάθησε ὁ νεκρός», ἀλλὰ «καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ».
Καὶ στὴν περίπτωση βέβαια τοῦ υἱοῦ τῆς Σαραφθίας χήρας, ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχή του σ’ αὐτόν, ἀμέσως, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, φώναξε πρὸς τὸ παιδὶ (τὸν ὑπηρέτη του). Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀποδειξη τοῦ ὅτι ἡ ἀνάσταση δὲν ἦταν φαινομενική (κατὰ φαντασίαν).
9. Ὁ Ἠλίας λοιπὸν ἀνέστησε ἕνα ννεκρὸ μὲ προσευχή, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέστησε ἕναν ἐνῶ ζοῦσε καὶ ἄλλον ὄντας νεκρός, ἐπιβεβαιώνοντας καὶ δείχνοντας ἀπὸ πρὶν τὴν θεανδρικὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος ἀνέστησε τρεῖς νεκροὺς μὲ πρόσταγμα πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ παιδὶ αὐτὸ τῆς χήρας, τὴν θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καὶ τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ἐνῶ κατὰ τὴν σταύρωσή του ἀνέστησε πολλούς, οἱ ὁποῖοι καὶ «ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλούς». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ μετὰ τὸν γιὰ χάρη μας σταυρικὸ θάνατό του ἀνέστησε τὸν ἑαυτό του, ἢ καλύτερα τὸν ἐξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αὐτὸς ἀρχηγὸς τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Γιατὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἂν καὶ ἀναστήθηκαν, πάντως ἀπέκτησαν τὴν δική μας θνητὴ ζωή, ὅταν ὅμως ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς νεκροὺς «δὲν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος». Γι’ αὐτὸ καὶ μόνος ὁ Κύριος «ἔγινε ἀπαρχὴ ἐκείνων ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ», δηλαδὴ τῶν πιστῶν καὶ ἐκείνων ποὺ μετατέθηκαν ἀπὸ τὰ ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα ἀνάστασης καὶ αἰώνιας ζωῆς. Ἔγινε λοιπὸν ἀπαρχὴ αὐτῶν ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ καὶ «πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» καὶ μᾶς ἐπιβεβαίωσε καὶ μᾶς ἐπαγγέλθηκε ὄχι μόνο αὐτὴ τὴν θνητὴ καὶ πρόσκαιρη ζωή μας ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ ζωϊκὸ πνεῦμα, ἀλλ’ ἐκείνην ποὺ ἐμπεριέχεται στὶς ἐλπίδες μας, τὴν ἔνθεη και ἀθάνατη καὶ αἰώνια· γιατὶ αὐτὴ εἶναι δῶρο αὐτοῦ πραγματικὰ θεοπρεπέστατο.
Καθὼς λοιπὸν δὲν παρέχει ἐδῶ αὐτὴν τὴν αἰώνια ζωὴ στοὺς ἀναστημένους ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν διακοπτόμενη ἀπὸ τὸν θάνατο, δὲν τὴν παρέχει σ’ αὐτοὺς μὲ τὴν μορφὴ χάριτος, ἀλλὰ τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ ἄλλους, ὁδηγώντας τους στὴν πίστη, ποὺ εἶναι πρόξενος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ ἐδῶ λοιπόν, ὅπως ἱστορεῖ μὲ σαφήνεια ὁ εὐαγγελιστής, δὲν ἀνέστησε τὸ παιδὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴν μητέρα «ἀπὸ εὐσπλαγχνία γι’ αὐτὴν»· γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ τὸ ἀνέστησε, τὸ ἔδωσε στὴν μητέρα του.
10. Ἀλλὰ βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ἀπὸ εὐσπλαγχνία πρὸς τὴν χήρα ποὺ πενθοῦσε τὸν υἱό της δὲν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικοὺς πρὸς αὐτὴν λόγους, ἀλλὰ καὶ τὴν παρηγόρησε μὲ ἔργα; Ἔτσι νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν δύναμή μας καὶ νὰ μὴν εἴμαστε μόνο μὲ λόγια συμπονετικοὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ κακοπαθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ δείξουμε καὶ μὲ ἔργα τὴν συμπάθειά μας πρὸς αὐτούς. Ἄν πραγματικὰ ἐμεῖς ἐπιδείξουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τὴν εὐεργεσία, καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀνταμοιβὴ θὰ ἀντεπιδείξει μὲ κάθε δύναμη τὴν εὐεργεσία πρὸς ἐμᾶς. Ἀντιλαμβάνεσθε λοιπὸν πόσο ὑπεροχικὴ καὶ ὑπερβολικὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή· ὅσο δηλαδὴ ὑπερέχει ὁ Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ὑπερέχει καὶ ἡ δύναμις ἐκείνου τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως καὶ ἡ χάρις ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν δύναμη ἐκείνη, τῆς χάριτος ποὺ δίνεται ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἄν κανεὶς ζητοῦσε χάλκινους ὀβολοὺς καὶ ἀνταπέδιδε χρυσοὺς στατῆρες, ποιός δὲν θὰ δεχόταν τὴν ἀνταλλαγή; Τώρα δὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε «χάλκινα γιὰ χρυσά», ποὺ εἶναι τὰ δύο κατὰ τὴν φύση τους μέταλλα σχεδὸν ὁμότιμα, ἀλλὰ νὰ προσφέρουμε ἀνθρώπινα καὶ νὰ ἀποκομίσουμε θεῖα, καὶ μάλιστα ἀνθρώπινα πρὸς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ εἶναι φυσικὸ χρέος· διότι τὴν συμπάθεια πρὸς ἀλλήλους καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ἀλλήλους τὰ ὀφείλουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν φύση μας. Ἄν δὲ κοιτάξουμε καὶ τοὺς πολυτρόπους οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους τίποτε ἄλλο δὲν ἀπαιτεῖ αὐτὸς ἀπὸ ἐμᾶς παρὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους συγγνωστικότητα καὶ κοινωνικότητα καὶ φιλανθρωπία, λέγοντας «ἀφήσετε καὶ θὰ σᾶς ἀφεθεῖ, δίδετε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ», πῶς δὲν θὰ ἀποδώσουμε ὡς ἀπαραίτητο χρέος τὴν συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος μὲ ἔργα πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε;
11. Ἐπειδὴ δὲ ὄχι μόνον ἐλεηθήκαμε καὶ τόσες πολλὲς εὐεργεσίες δεχθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσες δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἀπαριθμήσουμε, ἀλλὰ καὶ ἐγγυήσεις πήραμε ἀπὸ αὐτὸν πάλι ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἀνταπόδοση μὲ μέτρο καλὸ καὶ ἐλεγμένο τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εὐποιίας μας, γιατί δὲν τρέχουμε πρὸς αὐτὴν μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη; Γιατί δὲν παραδίδουμε καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ χάριν ἀλλήλων, ἄν χρειασθεῖ, κατὰ μίμηση τοῦ Δεσπότου γιὰ νὰ λάβουμε ἀπὸ αὐτὸν ἀντάλλαγμα τὴν αἰώνια ζωή; Ἄν καὶ βέβαια καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος μας, ἂν καὶ ὄχι ἴσως τοῦ ἑνός μας πρὸς τὸν ἄλλο, ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, ὄχι μόνον ὡς λύτρο, ἀλλὰ καὶ πρὸς παράδειγμα καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία, ἀσύγκριτα ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο καὶ νοῦ.
Διότι, λέγει «γιὰ τοῦτο ἀπέθανε ὁ Χριστὸς γιὰ χάρη μας, ἀφήνοντας σὲ μᾶς ὑπογραμμό, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ἄν χρειασθεῖ, νὰ θυσιάσουμε καὶ τὴν ζωή μας», πρὸς ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν του· γιατὶ ἔτσι θὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς καὶ βασιλείας αὐτοῦ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ζῶντας μαζὶ μ’ αὐτὸν αἰώνια καὶ δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αὐτὸν τὸν Μυροβλύτη (Ἅγιο Δημήτριο), τοῦ ὁποίου ἀρχίσαμε ἤδη νὰ προερτάζουμε τὴν μνήμη τῆς ἱερᾶς μαρτυρίας;
Ἔχυσε τὸ αἷμα τοῦ σώματός του μὲ τὴν θέλησή του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ κατέστησε αὐτὸ ἀδιάκοπη καὶ ἀνεξάντλητη πηγὴ πολυειδῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς καὶ σώματος, εὐωδέστατου καὶ ἱερώτατου μύρου, μολονότι ἡ ψυχὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος ἔχει τώρα δίκαια λάβει τὴν αἰώνια καὶ ἀναλλοίωτη δόξα στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ἐνῶ τὸ σῶμα δὲν ἔχει ἀκόμη δοξασθεῖ μαζὶ μὲ ἐκείνην, ἀλλ’ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο τὰ παρόντα ὑπόδειγμα καὶ τύπος καὶ σύμβολο πρὸς τὴν θειότατη καὶ οὐράνια δόξα ποὺ πρόκειται ν’ ἀποκαλυφθεῖ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στὸ μέλλον· καὶ ἂν τὸ ὑπόδειγμα καὶ ὁ τύπος εἶναι τέτοιος, τί θὰ εἶναι ἐκεῖνο τὸ μελλοντικὸ τέλος; Ὁπωσδήποτε καὶ ἀνέκφραστο καὶ ἀκατανόητο.
12. Εἴθε κι ἐμεῖς μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεταξὺ τῶν Μαρτύρων Μυροβλύτου, ὅπως μεταλαμβάνουμε ἐδῶ τὸ θεῖο Μῦρο ποὺ ἐκχύνεται ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι καὶ τότε νὰ γίνουμε θεατὲς καὶ μέτοχοι τῆς θείας ἐκείνης δόξης μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ δοξαζόμενου μέσῳ τῶν Μαρτύρων του Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν!
Βλ. πρωτότυπο «Ὁμιλία ΜΒ΄», στὸ PG τ. 151, στλ. 525-536. Ἡ αὐτὴ ὡς «Ὁμιλία ΜΣΤ΄» (κείμενο μὲ ἀριθμητικὸ χωρισμὸ καὶ μετάφραση), στὸ [Ἁγίου] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἔργα, τ. 11, ΕΠΕ, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 89-105.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)





.jpg)


