ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ

 



Περὶ τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο 
ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε 
συγχωρητικοὶ καὶ στοργικοὶ μεταξὺ μας


Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης

1. Ὁ μέγας Παῦλος, δείχνοντας τὸ θεῖο καὶ κοινωφελὲς τῆς πίστεως καὶ διακηρύσσοντας τὰ ἔργα αὐτῆς καὶ τὰ κατορθώματα καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴν δύναμη, ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀρχαιότερο, λέγοντας, «μὲ τὴν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες καταρτίσθηκαν μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ βλεπόμενα νὰ μὴν ἔχουν γίνει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὁρατά», καὶ τελειώνει μὲ τὴν μελλοντικὴ παγκόσμια ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων ποὺ θὰ συμβεῖ κατ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτε δὲν ὑπάρχει τελειότερο.


Συντάσσοντας ὅμως τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάσθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτό τους, λέγει καὶ τοῦτο, ὅτι «μὲ τὴν πίστη ἔλαβαν γυναῖκες μὲ τὴν ἀνάσταση τοὺς νεκρούς των». Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαραφθία καὶ ἡ Σουναμίτιδα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία ἔλαβε τὸν υἱό της ποὺ εἶχε πεθάνει πάλι ζωντανὸ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία, ἐνῶ ἡ Σουναμίτιδα ἔλαβε τὸν δικό της ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο.


2. Ἡ καθεμιά τους ἐπέδειξε μὲ τὰ ἔργα δυνατὴ πίστη. Ἡ Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα μὲ τὴν πίστη της τὴν ἀναγγελμένη ἀπὸ τὸν προφήτη αὔξηση τῶν τροφίμων καὶ τρέφοντας αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ ἀλεύρι μιᾶς χούφτας καὶ τὸ λίγο λάδι, τὰ μόνα ποὺ εἶχε νὰ φάγει, καὶ ἔπειτα περιμένοντας νὰ πεθάνει μὲ τὰ παιδιά της.


λλὰ κι ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ υἱός της (γιατὶ λέγει, «ἡ ἀρρώστια του ἦταν πολὺ βαριά, σὲ βαθμὸ ὥστε νὰ μὴν ἀπομείνει σ’ αὐτὸν πνεῦμα ζωῆς»), αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, δὲν τὸν κατηγόρησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν θεοσέβεια ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της καὶ θεώρησε ὅτι αἰτία τοῦ πάθους εἶναι οἱ ἁμαρτίες της, ἀποκαλώντας σ’ αὐτὴ τὴν συμφορὰ τὸν Ἠλία ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ κατηγορώντας μᾶλλον τὸν ἑαυτό της καὶ λέγοντάς του μᾶλλον προτρεπτικά, παρὰ σκωπτικά, «τί σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; ἦρθες σὲ μένα νὰ μοῦ ὑπενθυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ θανατώσεις τὸν υἱό μου;».


Σὺ εἶσαι φῶς, λέγει, κατὰ μέθεξη, ὡς διάκονος τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἐρχόμενος ἐδῶ κατέστησες φανερὰ τὰ ἀφανῆ ἁμαρτήματά μου, καὶ αὐτὰ μοῦ θανάτωσαν τὸν υἱό μου. Βλέπετε πίστη ἀλλόφυλης γυναίκας; Βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτὸ εὔλογα ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταξιώθηκε νὰ γίνει πρότυπο τῆς κλήσεως καὶ πίστεως τῶν ἐθνῶν, καὶ ἔπειτα δέχθηκε καὶ τὸ παιδί της ζωντανό.


3. Ἡ Σουναμίτιδα πάλι ἔδειξε τὴν πίστη της καὶ μὲ ὅσα εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο, καὶ μὲ ὅσα ἑτοίμασε γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ προφήτη, καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ ἐπέδειξε ὅταν πέθανε τὸ παιδί της. Γιατί, κρύβοντας ἀθόρυβα τὴν συμφορά, ἔτρεξε πρὸς τὸν προφήτη καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν οἰκία της, λέγοντας πρὸς αὐτόν, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴν δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη δέχθηκε τὸν υἱό της ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη, ὥστε τὸ ἐξαίρετο αὐτὸ θαῦμα νὰ μὴν εἶναι ἐκείνων τῶν προφητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς πίστεως τῶν μητέρων ποὺ δέχθηκαν τοὺς ἀναστάντες.


4. Ἀλλὰ μολονότι οἱ προφῆτες εἶχαν συνεργὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ εὐαρέστηση τῶν μητέρων, ὁ Ἠλίας καὶ τὰ ἄλλα ἔκαμε, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ φώναξε μὲ ὀλοφυρμὸ λέγοντας, «ἀλλοίμονο, Κύριε, ὁ μάρτυρας τῆς χήρας μὲ τὴν ὁποία κατοικῶ ἐγώ, ἐσὺ θανάτωσες σκληρὰ τὸν υἱό της; Καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο καὶ εἶπε· Κύριε Θεέ μου, ἄς ἐπιστρέψει ἡ ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ σ’ αὐτό. Καὶ ἔτσι ἔγινε». Ὁ Ἐλισσαῖος πάλι ὄχι μόνο προσκολλήθηκε στὸ παιδί, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας μέχρι καὶ ἑπτὰ φορές, ἀλλὰ καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Κύριο σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφθεῖ, καὶ ἔτσι ἀναζωογόνησε τὸν υἱὸ τῆς Σουναμίτιδας.


5. Ὁ Κύριός μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τὴν χήρα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς μεταφερόταν νεκρός, καὶ χωρὶς νὰ ἀργοπορήσει οὔτε νὰ διαπραγματευθεῖ οὔτε νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ μὲ πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στὴν μητέρα ποὺ πενθοῦσε τὸν μονογενῆ της ζωντανὸ ἀπὸ νεκρό, ἔδειξε ὅτι αὐτὸς μόνο εἶναι κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου· γιατὶ λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Ναΐν». Ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως αὐτόκλητος, γιὰ νὰ δείξει ὄχι μόνο τὴν ζωοποιὸ δύναμη, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχει ἀσύγκριτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαγχνία.


Γιατὶ τὸν Ἠλία βέβαια φάνηκε κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τὸν ἐμπαίζει ἡ Σαραφθία παρακινώντας τον πρὸς τὴν ἀναβίωση τοῦ παιδιοῦ, τὸν Ἐλισσαῖο πάλι ἡ Σουναμίτιδα, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε τὴν παρατήρηση πρῶτα, ὅτι δὲν προεῖδε τὸ πάθος, ἔπειτα καὶ τὸν κατανάγκασε λέγοντας, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴν δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω»· ὁ Κύριος ὅμως τὸ προγνωρίζει μόνος του καί, χωρὶς νὰ τὸν ἐπικαλεσθεῖ κανένας, πορεύεται πρὸς τὴν πόλη, ἀπὸ τὴν ὁποία γινόταν ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ.


6. «Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε», λέγει. Καὶ αὐτὸ τὸ ὑποσήμανε μὲ πάνσοφο τρόπο ὁ εὐαγγελιστής. Γιατὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποτυπώνει τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ μας. Διότι καὶ ἡ ψυχή μας ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν χήρα τοῦ οὐράνιου νυμφίου, ποὺ εἶχε σὰν κάποιο μονογενῆ υἱὸ τὸν νοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας, χάνοντας τὴν ἀληθινὴ ζωή, καὶ μεταφερόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχοντας βρεθεῖ κάπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ βυθοὺς τοῦ ἅδη καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Κύριος βάδισε πρὸς ἐμᾶς καὶ ἦρθε κοντά μας μὲ τὴν μὲ σάρκα παρουσία του, τὸν ἀνακαίνισε καὶ τὸν ἀνέστησε. Αὐτὴ ἡ παρουσία ὅμως δὲν ἔγινε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλ’ ὕστερα, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες.


Γι’ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν παρέλειψε οὔτε αὐτό, λέγοντας, «τὴν ἑπόμενη πήγαινε» ὁ Ἰησοῦς γιὰ ν’ ἀναστήσει τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας καὶ νὰ μετατρέψει τὸ πένθος αὐτῆς σὲ εὐφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλῶ, ἀδελφοί, τὸ νόημα τῶν λεγομένων γιατὶ καὶ ἀπὸ σᾶς ὁ καθένας, ἂν αἰσθανθεῖ τὸν μέσα του πεθαμένο καὶ θρηνήσει τὶς ἁμαρτίες του, πενθώντας καὶ μελαγχολώντας γι’ αὐτὲς μὲ μετάνοια, θὰ πορευθεῖ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Παράκλητος παρέχοντας τὴν αἰώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν».


7. Ἀλλά, «πορευόταν» λέγει, «ὁ Ἰησοῦς καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν πορεύονταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πλῆθος πολύ». Ὁ Ἠλίας δηλαδὴ ἀπομονώνεται ὅταν πρόκειται ν’ ἀναστήσει τὸν υἱὸ τῆς Σαραφθίας, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ πεθαμένος, «ἔκλεισε τὴν θύρα», ὅπως λέγει ἡ ἱστορία, «μπροστὰ στοὺς δύο αὐτούς», δηλαδὴ τὴν Σουναμίτιδα καὶ τὸν μαθητή του Γιεζί. Ἐπειδὴ δηλαδὴ χρειαζόταν ἐκτενέστατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν φύση τους, ὅταν ἀπομονωθοῦν, ἀπασχολοῦν τὸν νοῦ τελειότερα καὶ τὸν ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Θεό, ἀντίθετα ὁ Κύριος, ἔχοντας ἀληθινὰ τὴν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου, δὲν χρειάζεται καθόλου προσευχὴ γιὰ νὰ ζωοποιήσει τὸ παιδί, ὄχι μόνο τοὺς μαθητές του εἶχε μαζί του, ἀλλὰ καὶ πολὺ πλῆθος, ποὺ ἄλλο ἔφερε αὐτὸς καὶ ἄλλο βρῆκε γύρω ἀπὸ τὸν μεταφερόμενο. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν καὶ ἄκουαν, μὲ μόνο το πρόσταγμά του ζωοποίησε τὸν νεκρό, κάνοντας αὐτὸ ἀπὸ φιλανθρωπία δημόσια, γιὰ νὰ προσελκύσει ὅλους στὴν πρὸς αὐτὸν σωτήρια πίστη.


Γιατί λέγει, «καθὼς πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»· δηλαδή, προγνωρίζοντας καὶ τῆς μεταφορᾶς τὴν ὥρα ἔφθασε στὴν κατάλληλη ὥρα. «Μεταφερόταν λοιπὸν πεθαμένος ὁ μονογενὴς υἱὸς τῆς μητέρας του· καὶ αὐτὴ ἦταν χήρα».


8. Τὰ ἴδια πράγματα στὴν πενθοῦσα καὶ τὴν λύπη αὔξησαν πολλαπλάσια, καὶ τὴν λύση πρόσφεραν ἐξαίσια. Γιατὶ βλέποντας ὁ Κύριος μιὰ μητέρα, καὶ μάλιστα χήρα μητέρα, ποὺ στήριζε τὶς ἐλπίδες της σὲ ἕνα παιδί, νὰ τὸ χάνει μὲ πρόωρο θάνατο, ν’ ἀκολουθεῖ τὴν σορὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ θρηνεῖ ἐλεεινά, «εὐσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πῶς δηλαδὴ δὲν θὰ τὸ ἔκανε «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴς τῶν χηρῶν»;), «καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν» παρηγορώντας την καὶ προβλέποντας τὸ μέλλον, «μὴν κλαῖς».


κεῖνος βέβαια γνώριζε τί ἐπρόκειτο νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ γυναίκα οὔτε αὐτὸν γνώριζε, καὶ πολὺ περισσότερο οὔτε τὸ μέλλον, γι’ αὐτὸ οὔτε καὶ πίστη εἶχε, οὔτε ζητοῦσε κάτι ἀπὸ αὐτὸν οὔτε αὐτὸς ἀπαιτοῦσε πίστη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ μπορώντας τὰ πάντα καὶ μὴ ἔχοντας ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ τὴν συνέργεια αὐτῶν ποὺ πιστεύουν, «πλησιάζοντας ἄγγισε τὴν σορό», γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ τὸ σῶμα του ὡς ὁμόθεο ἔχει ζωοποιὸ δύναμη· «καὶ εἶπε, νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω· καὶ ἀνακάθησε ὁ νεκρός». Ἄκουσε δηλαδὴ τὸ κουφὸ χῶμα ἐκεῖνον ποὺ καλεῖ στὴν ὕπαρξη αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἄκουσε αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα μὲ τὸν λόγο τῆς δύναμής του, ἄκουσε ὄχι ἄνθρωπο θεοφόρο, ἀλλὰ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὄχι μόνον «ἀνακάθησε ὁ νεκρός», ἀλλὰ «καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ».


Καὶ στὴν περίπτωση βέβαια τοῦ υἱοῦ τῆς Σαραφθίας χήρας, ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχή του σ’ αὐτόν, ἀμέσως, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, φώναξε πρὸς τὸ παιδὶ (τὸν ὑπηρέτη του). Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀποδειξη τοῦ ὅτι ἡ ἀνάσταση δὲν ἦταν φαινομενική (κατὰ φαντασίαν).


9. Ὁ Ἠλίας λοιπὸν ἀνέστησε ἕνα ννεκρὸ μὲ προσευχή, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέστησε ἕναν ἐνῶ ζοῦσε καὶ ἄλλον ὄντας νεκρός, ἐπιβεβαιώνοντας καὶ δείχνοντας ἀπὸ πρὶν τὴν θεανδρικὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος ἀνέστησε τρεῖς νεκροὺς μὲ πρόσταγμα πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ παιδὶ αὐτὸ τῆς χήρας, τὴν θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καὶ τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ἐνῶ κατὰ τὴν σταύρωσή του ἀνέστησε πολλούς, οἱ ὁποῖοι καὶ «ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλούς». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ μετὰ τὸν γιὰ χάρη μας σταυρικὸ θάνατό του ἀνέστησε τὸν ἑαυτό του, ἢ καλύτερα τὸν ἐξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αὐτὸς ἀρχηγὸς τῆς αἰώνιας ζωῆς.


Γιατὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἂν καὶ ἀναστήθηκαν, πάντως ἀπέκτησαν τὴν δική μας θνητὴ ζωή, ὅταν ὅμως ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς νεκροὺς «δὲν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος». Γι’ αὐτὸ καὶ μόνος ὁ Κύριος «ἔγινε ἀπαρχὴ ἐκείνων ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ», δηλαδὴ τῶν πιστῶν καὶ ἐκείνων ποὺ μετατέθηκαν ἀπὸ τὰ ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα ἀνάστασης καὶ αἰώνιας ζωῆς. Ἔγινε λοιπὸν ἀπαρχὴ αὐτῶν ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ καὶ «πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» καὶ μᾶς ἐπιβεβαίωσε καὶ μᾶς ἐπαγγέλθηκε ὄχι μόνο αὐτὴ τὴν θνητὴ καὶ πρόσκαιρη ζωή μας ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ ζωϊκὸ πνεῦμα, ἀλλ’ ἐκείνην ποὺ ἐμπεριέχεται στὶς ἐλπίδες μας, τὴν ἔνθεη και ἀθάνατη καὶ αἰώνια· γιατὶ αὐτὴ εἶναι δῶρο αὐτοῦ πραγματικὰ θεοπρεπέστατο.


Καθὼς λοιπὸν δὲν παρέχει ἐδῶ αὐτὴν τὴν αἰώνια ζωὴ στοὺς ἀναστημένους ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν διακοπτόμενη ἀπὸ τὸν θάνατο, δὲν τὴν παρέχει σ’ αὐτοὺς μὲ τὴν μορφὴ χάριτος, ἀλλὰ τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ ἄλλους, ὁδηγώντας τους στὴν πίστη, ποὺ εἶναι πρόξενος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ ἐδῶ λοιπόν, ὅπως ἱστορεῖ μὲ σαφήνεια ὁ εὐαγγελιστής, δὲν ἀνέστησε τὸ παιδὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴν μητέρα «ἀπὸ εὐσπλαγχνία γι’ αὐτὴν»· γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ τὸ ἀνέστησε, τὸ ἔδωσε στὴν μητέρα του.


10. Ἀλλὰ βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ἀπὸ εὐσπλαγχνία πρὸς τὴν χήρα ποὺ πενθοῦσε τὸν υἱό της δὲν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικοὺς πρὸς αὐτὴν λόγους, ἀλλὰ καὶ τὴν παρηγόρησε μὲ ἔργα; Ἔτσι νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν δύναμή μας καὶ νὰ μὴν εἴμαστε μόνο μὲ λόγια συμπονετικοὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ κακοπαθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ δείξουμε καὶ μὲ ἔργα τὴν συμπάθειά μας πρὸς αὐτούς. Ἄν πραγματικὰ ἐμεῖς ἐπιδείξουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τὴν εὐεργεσία, καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀνταμοιβὴ θὰ ἀντεπιδείξει μὲ κάθε δύναμη τὴν εὐεργεσία πρὸς ἐμᾶς. Ἀντιλαμβάνεσθε λοιπὸν πόσο ὑπεροχικὴ καὶ ὑπερβολικὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή· ὅσο δηλαδὴ ὑπερέχει ὁ Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ὑπερέχει καὶ ἡ δύναμις ἐκείνου τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως καὶ ἡ χάρις ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν δύναμη ἐκείνη, τῆς χάριτος ποὺ δίνεται ἀπὸ ἐμᾶς.


ν κανεὶς ζητοῦσε χάλκινους ὀβολοὺς καὶ ἀνταπέδιδε χρυσοὺς στατῆρες, ποιός δὲν θὰ δεχόταν τὴν ἀνταλλαγή; Τώρα δὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε «χάλκινα γιὰ χρυσά», ποὺ εἶναι τὰ δύο κατὰ τὴν φύση τους μέταλλα σχεδὸν ὁμότιμα, ἀλλὰ νὰ προσφέρουμε ἀνθρώπινα καὶ νὰ ἀποκομίσουμε θεῖα, καὶ μάλιστα ἀνθρώπινα πρὸς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ εἶναι φυσικὸ χρέος· διότι τὴν συμπάθεια πρὸς ἀλλήλους καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ἀλλήλους τὰ ὀφείλουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν φύση μας. Ἄν δὲ κοιτάξουμε καὶ τοὺς πολυτρόπους οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους τίποτε ἄλλο δὲν ἀπαιτεῖ αὐτὸς ἀπὸ ἐμᾶς παρὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους συγγνωστικότητα καὶ κοινωνικότητα καὶ φιλανθρωπία, λέγοντας «ἀφήσετε καὶ θὰ σᾶς ἀφεθεῖ, δίδετε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ», πῶς δὲν θὰ ἀποδώσουμε ὡς ἀπαραίτητο χρέος τὴν συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος μὲ ἔργα πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε;


11. Ἐπειδὴ δὲ ὄχι μόνον ἐλεηθήκαμε καὶ τόσες πολλὲς εὐεργεσίες δεχθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσες δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἀπαριθμήσουμε, ἀλλὰ καὶ ἐγγυήσεις πήραμε ἀπὸ αὐτὸν πάλι ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἀνταπόδοση μὲ μέτρο καλὸ καὶ ἐλεγμένο τῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εὐποιίας μας, γιατί δὲν τρέχουμε πρὸς αὐτὴν μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη; Γιατί δὲν παραδίδουμε καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ χάριν ἀλλήλων, ἄν χρειασθεῖ, κατὰ μίμηση τοῦ Δεσπότου γιὰ νὰ λάβουμε ἀπὸ αὐτὸν ἀντάλλαγμα τὴν αἰώνια ζωή; Ἄν καὶ βέβαια καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος μας, ἂν καὶ ὄχι ἴσως τοῦ ἑνός μας πρὸς τὸν ἄλλο, ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, ὄχι μόνον ὡς λύτρο, ἀλλὰ καὶ πρὸς παράδειγμα καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία, ἀσύγκριτα ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο καὶ νοῦ.


Διότι, λέγει «γιὰ τοῦτο ἀπέθανε ὁ Χριστὸς γιὰ χάρη μας, ἀφήνοντας σὲ μᾶς ὑπογραμμό, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ἄν χρειασθεῖ, νὰ θυσιάσουμε καὶ τὴν ζωή μας», πρὸς ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν του· γιατὶ ἔτσι θὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς καὶ βασιλείας αὐτοῦ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ζῶντας μαζὶ μ’ αὐτὸν αἰώνια καὶ δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αὐτὸν τὸν Μυροβλύτη (Ἅγιο Δημήτριο), τοῦ ὁποίου ἀρχίσαμε ἤδη νὰ προερτάζουμε τὴν μνήμη τῆς ἱερᾶς μαρτυρίας;


χυσε τὸ αἷμα τοῦ σώματός του μὲ τὴν θέλησή του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ κατέστησε αὐτὸ ἀδιάκοπη καὶ ἀνεξάντλητη πηγὴ πολυειδῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς καὶ σώματος, εὐωδέστατου καὶ ἱερώτατου μύρου, μολονότι ἡ ψυχὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος ἔχει τώρα δίκαια λάβει τὴν αἰώνια καὶ ἀναλλοίωτη δόξα στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ἐνῶ τὸ σῶμα δὲν ἔχει ἀκόμη δοξασθεῖ μαζὶ μὲ ἐκείνην, ἀλλ’ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο τὰ παρόντα ὑπόδειγμα καὶ τύπος καὶ σύμβολο πρὸς τὴν θειότατη καὶ οὐράνια δόξα ποὺ πρόκειται ν’ ἀποκαλυφθεῖ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στὸ μέλλον· καὶ ἂν τὸ ὑπόδειγμα καὶ ὁ τύπος εἶναι τέτοιος, τί θὰ εἶναι ἐκεῖνο τὸ μελλοντικὸ τέλος; Ὁπωσδήποτε καὶ ἀνέκφραστο καὶ ἀκατανόητο.


12. Εἴθε κι ἐμεῖς μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεταξὺ τῶν Μαρτύρων Μυροβλύτου, ὅπως μεταλαμβάνουμε ἐδῶ τὸ θεῖο Μῦρο ποὺ ἐκχύνεται ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι καὶ τότε νὰ γίνουμε θεατὲς καὶ μέτοχοι τῆς θείας ἐκείνης δόξης μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ δοξαζόμενου μέσῳ τῶν Μαρτύρων του Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν!





Βλ. πρωτότυπο «Ὁμιλία ΜΒ΄», στὸ PG τ. 151, στλ. 525-536. Ἡ αὐτὴ ὡς «Ὁμιλία ΜΣΤ΄» (κείμενο μὲ ἀριθμητικὸ χωρισμὸ καὶ μετάφραση), στὸ [Ἁγίου] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἔργα, τ. 11, ΕΠΕ, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 89-105.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF