ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: «ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ»
Η Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικὰ βερμπαλιστικὸς καὶ μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπὸ λόγια πού ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους καὶ συνεπῶς τή δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἱερότητα τοῦ λόγου – ἕνα ἀληθινὰ θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μὲ τεράστια δύναμη εἴτε θετικὴ εἴτε ἀρνητική. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ θὰ κριθοῦμε γιά τὰ λόγια μας: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37). Ἐλέγχουμε τὰ λόγια μας μὲ τὸ νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καὶ τὴν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τὸ ποτήρι καὶ ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελικὴ ἀπελπισία καὶ καταστροφή. Ἀλλὰ ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καὶ μία μαρτυρία. Μία τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μὲ τὸ συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μία θεώρηση γιά τή ζωή, μία διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στή δουλειά καὶ νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸ τυπικὸ κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπὸ μία τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μία ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανεὶς περισσότερα. Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια, μὲ τὸν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται στόν Θεό, ὄχι γιατὶ κάποιος μπόρεσε νά τοὺς δώσει διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ γιατὶ εἶδαν σ’ αὐτὸν τὸ φῶς, τή χαρά, τὸ βάθος, τή σοβαρότητα, τὴν ἀγάπη πού ἀπὸ μόνα τους ἀποκαλύπτουν τὴν παρουσία καὶ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ἔτσι, ἂν ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καὶ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μὲ τὸ νά ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφὴ ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὸ «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τὶς συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τὴν τελικὴ ἀξία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς γιατὶ ξαναβρίσκουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτὸν καὶ δι’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια. Ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται». Μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε! π. Αλέξανδρος Σμέμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου