ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ - ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ




Στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ λένε τοῦ Γρηγορίου, ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιὰ ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸν γαρμπὴ (νοτιοδυτικά). Εἶναι χτισμένο σ᾿ ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἐμορφοχτισμένο κι᾿ ἁγιασμένο κάστρο ποὺ ἔχει μέσα στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι πατέρες εἶναι Μοραΐτες, καὶ διατηροῦνε τὸ μοναστήρι τους μὲ πολλὴ τάξη, φιλόξενοι στὸ ἔπακρον.


προσκυνητὴς μαγεύεται ἀπὸ τὴν ἔμορφη τοποθεσία. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ βλέπει τὸ πέλαγο μὲ τὰ βουερὰ κύματά του ποὺ ἔρχονται καὶ χτυπᾶνε στὰ ριζιμιά του βράχου, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπει βουνὰ ἔμορφα καὶ δασωμένα ποὺ κατεβαίνουνε ἀπὸ τὴ μεγάλη κορφὴ τοῦ Ἄθωνα. Μέσα σὲ μία βαθειὰ χαράδρα, ποὺ τὴ λένε Χρέντελι, ἀκούγονται νερὰ δροσερὰ ποὺ γαργαρίζουνε κρυμμένα ἀπὸ τὰ κρεμαστὰ δέντρα ὅπου εἶναι φυτρωμένα στὶς πλαγιές της. Τὸ μοναστήρι εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νικόλαο. Πρωτοχτίσθηκε παλαιά, πλὴν τὸ σημερινὸ καθολικὸ (ἡ μεγάλη ἐκκλησία) εἶναι καινούργιο χτισμένο στὰ 1770 ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ τὸν Ἀκαρνάνα.


Οἱ τοῖχοι εἶναι ἱστορημένοι μὲ ζωγραφικὴ κανωμένη ἀπὸ εὐλαβεῖς ἁγιογράφους, καὶ μὲ ὅλο ποὺ δὲν εἶναι παλαιά, ἔχει τὴ γλυκειὰ εὐωδία τῆς Ὀρθοδοξίας. δὲν εἶναι ἁγιογραφημένη μοναχὰ ἡ ἐκκλησία (τὸ καθολικόν) ἀλλὰ κι᾿ ὁ νάρθηκας κι᾿ ἡ λιτή. Σώζεται ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ λέγει: «Ἱστορήθη ὁ παρὼν θεῖος καὶ ἱερώτατος ναὸς τῆς θείας καὶ ἱερᾶς μονῆς τοῦ Γρηγορίου διὰ συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἀρχιμανδρίτου κὺρ παπᾶ Γαβριήλ. Ἱστορήθη διὰ χειρῶν τῶν εὐτελεστάτων ζωγράφων Γαβριὴλ ἱερομονάχου καὶ Γρηγορίου ἐκ πόλεως Καστορίας.


ν ἔτει 1779 Ὀκτωβρίου 16». Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ὑπάρχουνε καὶ κάμποσα παλαιὰ εἰκονίσματα σὲ ξύλο, ποὺ τὰ φυλάγουνε καὶ τὰ διατηροῦνε μὲ μεγάλη προσοχὴ οἱ πατέρες, καθὼς κι᾿ ἅγια λείψανα, βιβλία, κι᾿ ἄλλα κειμήλια. Στὴ λιτή της ἐκκλησίας εἶναι ζωγραφισμένοι οἱ δυὸ κτίτορες τῆς Μονῆς, δεξιὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κι᾿ ἀριστερὰ Ἰωακεὶμ ὁ Ἀκαρνάν, βαστώντας τὸ ὁμοίωμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωακεὶμ εἶναι ὁ δεύτερος κτίτορας, γιατὶ τὸ μοναστήρι κάηκε στὰ 1761 καὶ τὸ ξανάχτισε στὰ 1770. Ὁ πρῶτος κτίτορας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.


νας τέτοιος ἅγιος, καὶ ὅμως δὲν θὰ τὸν ξέρη κανένας ἀπὸ ὅσους θὰ διαβάσουνε τοῦτα ποὺ γράφω κι᾿ ἂς εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ βαθειὲς ψυχὲς ποὺ φανήκανε στὴ Χριστιανωσύνη. Τὸ πνεῦμα ποὺ βυθίσθηκε σὲ μεγάλα μυστήρια. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς πατέρες ποὺ τοὺς λένε «νηπτικούς», ἀπὸ τὸ «νήφω» ποὺ θὰ πῇ νὰ ἔχει κανένας κατακάθαρον λογισμὸ καὶ καθαρὴ καρδιά, «καρδίαν νήφουσαν», ὥστε νὰ νοιώθη κάποια πνευματικὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ παράδοση τῶν «νηπτικῶν» εἶναι πολὺ ἀρχαία.


προφήτης Ἠλίας, ποὺ ἔζησε 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, γνώριζε τὴν «καρδιακή» ἢ «νοερά» προσευχή. Γιὰ νὰ παρακαλέση τὸ Θεὸ νὰ βρέξῃ ὕστερα ἀπὸ τριάμισι χρόνια ξηρασία, κάθισε χάμω κι᾿ ἔβαλε τὸ κεφάλι τοῦ ἀνάμεσα στὰ γόνατά του, ὥστε νὰ ἀκουμπᾷ τὸ πηγούνι του στὴν καρδιά του, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος πὼς γίνεται ἡ καρδιακὴ προσευχή, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.


Τὶς μυστικὲς θεωρίες τὶς κρατούσανε κρυφὲς ὅποιοι τὶς ξέρανε καὶ τὶς διδάσκανε μοναχὰ σὲ μαθητάδες ποὺ εἴχανε μεγάλη καθαρότητα, τέλεια ἀποταγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο κι᾿ ἁγιότητα βίου, γιατί, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «οὐ πᾶς ἱερός». Τέτοιοι «νηπτικοὶ» σταθήκανε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀσκητάδες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας, Ἀρσένιος ὁ μέγας, Εὐάγριος, Διάδοχος, Μακάριος, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, Ἀντίοχος ὁ Πάντεκτος, Μάρκος, Ἡσαΐας, καθὼς καὶ ἄλλοι ὑστερώτερα:


Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Νεόφυτος ὁ Κύπριος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ μαθητὴς τοῦ Νικήτας Στηθάτος, Ἡσύχιος, Φιλόθεος Σιναΐτης. Ἐπὶ αἰῶνες ζούσανε οἱ «νηπτικοί» χωρὶς νὰ φανερώνωνται στὸν κόσμο καὶ θαρρεῖ κανεὶς πὼς εἶχε χαθῆ αὐτὴ ἡ παράδοση. Ἀλλὰ στὰ 1000 μ.X. φανερώθηκε ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀπὸ τὴ Μαύρη Θάλασσα, ποὺ ἔφταξε σὲ μέγα ὕψος, καὶ τόση χάρη τοῦ δόθηκε, ὥστε νὰ μιλᾶ γιὰ τὰ ἄφραστα μυστήρια σὰν νὰ τάβλεπε μὲ τὰ σωματικὰ μάτια του.


Αὐτὸς ὁ ἅγιος πρωτόγραψε γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή» καὶ μὲ τί τρόπο γίνεται πρακτικά. Ὕστερα ἀπὸ τρακόσια χρόνια, στὰ 1330, φανερώθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «νηπτικὸς» καὶ δάσκαλος τῆς «καρδιακῆς προσευχῆς». Γεννήθηκε στὰ Καράμπουρνα τῆς Μ. Ἀσίας (ἀρχαῖες Κλαζομενές) βασιλεύοντας ὁ Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος. Κουρεύθηκε μοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Σινᾶ καὶ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική. Πηγαίνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, βούλιαξε τὸ καράβι στὰ νερὰ τῆς Κρήτης, καὶ βγῆκε στὴ στεριὰ ζωντανός, σὰν ἀπὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ χώθηκε μέσα σ᾿ ἕνα ἄγριο λογγάρι καὶ θρεφότανε μὲ βαλάνια καὶ μὲ ρίζες καὶ μέσα στὴ σπηλιὰ ἀσκήτευε ἕνας γέρος ἀσκητὴς λεγόμενος Ἀρσένιος.


Βλέποντας ὁ Γρηγόριος πὼς ὁ Θεὸς τοῦ φανέρωσε αὐτὸν τὸν κρυμμένον ἅγιο γέροντα, προσκολλήθηκε σ᾿ αὐτόν, κι᾿ ἔζησε ἕνα διάστημα μαζί του. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε καὶ κεῖνος τὸν πόθο ποὺ εἶχε ὁ Γρηγόριος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, τοῦ ξεσκέπασε ὅσα ἤξερε γιὰ τὴ «νηπτικὴ θεωρία» καὶ γιὰ τὴ «νοερὰ προσευχή». Ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῖον παλαιὸν γέροντα νὰ τὰ εἶχε διδαχθῆ καὶ πῶς σώθηκε στὴν Κρήτη αὐτὴ ἡ παμπάλαια παράδοση. Ἴσως ἐκεῖνος ὁ γέροντας εἶχε ἔρθει ἀπὸ κάποιο μέρος τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπὸ τὶς σκῆτες ποὺ ἤτανε στὸ βουνὸ τοῦ Λάτρου ἢ στὸ Γαλλήσιον Ὄρος, ποὺ πηγαίνανε κι᾿ ἀσκητεύανε πρὶν νὰ φανῇ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πέρα βρῆκε πολλοὺς μοναχοὺς εὐλαβεῖς κι᾿ ἀσκητικούς, πλὴν δὲν εὑρῆκε κανέναν ποὺ νὰ γνωρίζη τὴ νηπτικὴ θεωρία:


«Εἰς δὲ τὸ τοῦ Ἄθω ὄρος ἐλθών, καὶ τὰ ἐκεῖσε περινοστήσας μοναστήρια καὶ ἡσυχαστήρια, πολλοὺς μὲν εὗρε συνέσει καὶ τὴ κατὰ τὸ ἦθος σεμνότητι κεκοσμημένους καὶ περὶ τὸ πρακτικὸν μόνον ἐσπουδακότας, περὶ δὲ τήρησιν νοὸς καὶ ἡσυχίας ἀκρίβειαν καὶ θεωρίαν, ἐπὶ τοσοῦτον ἀμυήτους, ὥστε οὐδὲ ἐξ ὀνόματος τὰ τοιαῦτα οἴους ὄντας διαγιγνώσκειν». Μοναχὰ τρεῖς μοναχοὺς βρῆκε ποὺ εἴχανε μία μικρὴ ἰδέα ἀπὸ τὸ θεωρητικό της νοερᾶς προσευχῆς, κι᾿ αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἡσυχάζανε στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, τὴν ἀρχαία Μονὴ τοῦ Κάσπακος, κοντὰ στὴ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, καὶ λεγόντανε Ἡσαΐας, Κορνήλιος καὶ Μακάριος. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθισε κοντά τους καὶ τοὺς δίδασκε. 


στερα, γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, καὶ πῆγε μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάδες του καὶ κατοίκησε σὲ μία σπηλιὰ μέσα στὸ ξεροπόταμο τοῦ Χρέντελι, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ χτίσθηκε ὑστερώτερα ἡ Μονὴ Γρηγορίου. Μὲ τὸν καιρὸ ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται ἡ διδασκαλία του στὶς σκῆτες καὶ στὰ μοναστήρια. Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ οἱ πιὸ σπουδαῖοι σταθήκανε Μάρκος «ὁ θεωρητικώτατος», Γεράσιμος καὶ Ἰωσὴφ οἱ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας), Νικόλαος ὁ Ἀθηναῖος, Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ποὺ ἔγινε κατόπι πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κι᾿ ἔγραψε τὸ βίο τοῦ δασκάλου του, Ἰάκωβος ποὺ ἔγινε ἐπίσκοπος Σερβίων, Γρηγόριος ὁ ἀπὸ Συριάνων, Κλήμης ὁ ἐκ Βουλγαρίας, Ἀαρὼν ὁ τυφλός, κι᾿ ἄλλοι.


Τὸν καιρὸ ποὺ ληστεύανε οἱ Καταλάνοι τὴ Θράκη καὶ τὴ Μακεδονία, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πῆγε στὰ νησιὰ καὶ δίδασκε ἀποστολικῶς. Κατόπι πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Θράκη καὶ τέλος στὴ Σερβία, κηρύχνοντας καὶ χτίζοντας μοναστήρια κι᾿ ἐκεῖ παράδωσε τὸ πνεῦμα. Ὁ Μάρκος μαζὶ μὲ ἄλλους μαθητάδες τοῦ ἁγίου ἱδρύσανε τὴ Μονὴ τοῦ Γρηγορίου, κι᾿ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς συστήσανε μία σκήτη στ᾿ ὄνομα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ψηλότερα ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὡς μισὴ ὥρα ἀπόσταση.


πὸ τὰ νάματα τῆς μεγάλης αὐτῆς πηγῆς ἤπιανε πολλοὶ ἅγιοι νηπτικοὶ πατέρες, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, Πέτρος Δαμασκηνός, Νικηφόρος ὁ Μονάζων ὁ ἀπὸ Λατίνου, Μακάριος Νοταρᾶς ἐπίσκοπος Κορίνθου (ἐκοιμήθη στὰ 1808, ἔγραψε· «Πηγὴ καὶ φρέαρ ζωῆς αἰωνίου», τὸ «Λειμωνάριον» κι᾿ ἄλλα), ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ ἐκ Νάξου. Τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἀζύγωτα γιὰ μᾶς ποὺ ἡ ζωή μας εἶναι σαρκικὴ κι᾿ ἀκάθαρτη, γιατὶ στὴ διάνοιά μας ἀπομένουνε μονάχα λόγια γυμνά, χωρὶς νὰ γίνουνται πράξη καὶ ζωή. Τοῦτα ποὺ λέγει ὁ βιογράφος του γιὰ τὰ ἔργα του, τὰ λέγει γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουνε ἀληθινὰ καθαρίσει τὸν ἀπομέσα ἄνθρωπο:


«Τὸν δὲ ἐν αὐτοῖς (τοῖς συγγράμμασιν) κεκρυμμένον πνευματικὸν πλοῦτον, ἠλίκος καὶ ὅσος τὶς ἐστιν, ὁ μὴ παρέργως ἀναγνούς, εὑρήσει καὶ χαρᾷ ὄντως ἀνεκλαλήτῳ χαρήσεται ἐπὶ τῇ εὑρέσει αὐτοῦ». Νὰ λίγα λόγια ἀπὸ τὰ γραφόμενά του, γυρισμένα, ὅσο μπόρεσα, στὴν ἁπλὴ γλώσσα: «Γνώση τῆς ἀλήθειας νὰ θεωρῆς προπάντων τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος. Τὶς δὲ ἄλλες γνώσεις, πρέπει νὰ τὶς λέμε φανερώματα τῶν νοημάτων κι᾿ ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων».


« βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὅμοια μὲ μιὰ σκηνὴ θεόφτιαχτη, σὰν τὴ μωσαϊκή, ἔχοντας δυὸ καταπετάσματα τῆς μέλλουσας ζωῆς. στὴν πρώτη σκηνὴ θὰ μποῦνε ὅσοι εἶναι ἱερεῖς τῆς χάρης, καὶ στὴ δεύτερη, ποὺ εἶναι νοητή, θὰ μποῦνε μοναχὰ ὅσοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο λειτουργήσανε τριαδικὰ καὶ μὲ τελειότητα μέσα στὸ γνόφο τῆς θεολογίας, ἔχοντας τὸν Χριστὸ τελετάρχη καὶ πρῶτον ἱεράρχη πάνω στὴν ἁγία Τριάδα, μέσα στὴ σκηνὴ ποὺ ἔστησε, καὶ λάμποντας οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὶς λάμψεις τοῦ Χριστοῦ».


« μνήμη, ποὺ εἶχε ὁ ἄνθρωπος τότε ποὺ τὸν ἔπλασεν ὁ Θεός, ἀρρώστησε, κι᾿ ἡ γιατρειά, ἀπὸ τὴν πονηρὴ καὶ καταστρεπτικὴ τούτη μνήμη τῶν λογισμῶν ποὺ ξεπέσαμε, εἶναι τὸ νὰ γυρίση πάλιν ὁ ἄνθρωπος σὲ κείνη τὴν ἀρχαία ἁπλότητα. Γιατὶ σὰν παράκουσε στὸ Θεό, αὐτὴ ἡ παρακοὴ ἔκανε ὥστε αὐτὴ ἡ ἁπλὴ μνήμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἤτανε στὸν ἄνθρωπο κάποιο ὄργανο γιὰ νὰ κάνη τὸ καλό, νὰ καταντήσῃ ἕνα ὄργανο γιὰ τὸ κακό, καὶ κατάστρεψε ὅλες τὶς δυνάμεις της, γιατὶ τὴ φυσικὴ ὄρεξη ποὺ εἶχε στὸ καλὸ τὴ σκοτείνιασε καὶ τὴν ἔστριψε στὸ κακό. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἀρρωστημένο καὶ ταραγμένο μνημονικὸ τὸ γιατρεύει ἡ ἀδιάκοπη θύμηση τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ποὺ ἀλλάζει τοῦτο τὸ φυσικὸ μνημονικὸ σὲ κάποιο μνημονικὸ ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, καὶ τὸ κάνει μνημονικὸ πνευματικό».


«Οἱ κατὰ φύση λογικοὶ σταθήκανε μοναχὰ οἱ ἅγιοι ποὺ ἀποχτήσανε τὴν καθαρότητα. Γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου δὲν ἀπόχτησε καθαρὴ γνώση, ἐπειδὴ χαλάσανε τὸ λογικὸ μὲ τοὺς λογισμούς. Γιατὶ τὸ ὑλικὸ καὶ πολύλογο πνεῦμα τῆς σοφίας ἐτούτου τοῦ κόσμου, ἀπλώνοντας τὰ μὲν λόγια στὰ πιὸ γνωστικά, τοὺς δὲ λογισμοὺς στὰ πιὸ ἀγροῖκα, κάνει ὥστε νὰ χαλάση τὸ συνταίριασμα τῆς ἐνυπόστατης σοφίας μὲ τὴ θεωρία καὶ μὲ τὴν ἀμέριστη καὶ ἑνιαία γνώση».


«Πρέπει νὰ γνωρίζης πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τρόμο· (καὶ λέγω τρόμο, ὄχι αὐτὸν ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο ν᾿ ἀπομείνη κανένας ἀπροστάτευτος), ἀλλὰ ἔχει κάποιο ἔντρομο ἀναγάλλιασμα ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγω φόβο, ὄχι ἐκεῖνο τὸ τρόμαγμα ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ φόβο τῆς ὀργῆς, ἤγουν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ τὸ φόβο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ σοφία ποὺ λέγεται κι᾿ ἀρχὴ σοφίας». «Χωρὶς κανένας νὰ εἶναι λυπημένος καὶ χωρὶς νὰ ζῆ βασανισμένη ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξη στὸ λιοπύρι τῆς ἡσυχαστικῆς πολιτείας.


Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πικραίνεται καὶ ποὺ μελετᾶ πρὶν νἄρθουνε στὸ κεφάλι του τὰ βάσανα ποὺ θὰ τραβήξη ὡς ποὺ νὰ πεθάνη καὶ μετὰ τὸ θάνατο, κι᾿ ὑπομονὴ θἄχη καὶ ταπείνωση θὲ ν᾿ ἀποχτήση, ποὺ εἶναι τὰ δυὸ θεμέλια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς». «Πῶς πρέπει νὰ κάθεται ὁ ἡσυχαστὴς κατὰ τὴ νοερὴ προσευχή. Πότε ἀπάνου σ᾿ ἕνα σκαμνί, γιὰ νὰ ξεκουράζεται, καὶ πότε ἀπάνου στὸ στρωσίδι τοῦ πρὸς ὥρας, γιὰ νὰ ξαποστάση. Κι᾿ ἔχει χρέος νὰ κάθεται στὸ κάθισμά του μὲ ὑπομονή, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος «τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες».


Καὶ νὰ μὴ σηκώνεται γλήγορα, βαρυεστημένος ἐπειδὴ πονᾶ τὸ κορμί του ἀπὸ τὴν κούραση, καὶ γιατὶ ὁ νοῦς του ἔχει μέσα του κάποια νοερὴ βουὴ κι᾿ εἶναι ὁλοένα κι᾿ ἀδιάκοπα προσηλωμένος στὴν καρδιά· γιατὶ λέγει ὁ προφήτης: «Νά, πόνοι μὲ πιάσανε, σὰν τὴ γυναίκα ποὺ κοιλοπονᾶ». Ἀλλὰ σκύβοντας κάτω καὶ μαζεύοντας τὸ νοῦ στὴν καρδιά σου ποὺ εἶναι ἀνοιχτή, νὰ παρακαλᾶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ νἄρθη σὲ βοήθειά σου. Καὶ μ᾿ ὅλο ποὺ θὰ πονᾶνε οἱ ὦμοι σου καὶ τὸ κεφάλι σου, καρτέρα θαρρετὰ κι᾿ ἐρωτικά, ζητώντας στὴν καρδιά σου τὸν Κύριο. Γιατὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ κείνους ποὺ τὴ βιάζουνε κι᾿ οἱ βιαστὲς τὴν ἁρπάχνουνε».


«Τὸ μαρούλι εἶναι στὸ μάτι ἴδιο μὲ τὴν πικραλήθρα καὶ τὸ ξύδι εἶναι ἴδιο μὲ τὸ κρασὶ στὴν ὄψη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γέψη ὁ λάρυγγας καταλαβαίνει καὶ ξεχωρίζει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὰ δυό. Ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, ἂν ἔχῃ τὴ φώτιση νὰ ξεχωρίζει (ἂν ἔχῃ τὴ διάκριση), μὲ τὴ νοερὴ αἴσθηση γνωρίζει ποιὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ φαντασίες τοῦ σατανᾶ». «Ὅποιος δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀκούγει καὶ δὲν αἰσθάνεται πνευματικά, εἶναι πεθαμένος».




Φώτης Κόντογλου - Ἕνας Βαθὺς Μυσταγωγός. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης


(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)



nektarios. gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF