ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ





Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὅταν δὲ νηστεύητε…» (Ματθ. 6,16)


Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τελευταία ἡμέρα καταλύσεως. Αὔριο εἶνε ἡ ἀρχὴ μι­ᾶς νέας περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, περι­ό­δου ἱερῶν ἀγώνων, πνευματικῆς περισυλλο­γῆς καὶ καλλιεργείας. Ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἂν εἶχα ἕνα πίνα­κα, θὰ ἔ­­γραφα· Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἴσον – τί; Πολ­λὰ ὡραῖα πράγματα καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νηστεία.


Νηστεία; Μόλις ἀκούσουν τὴ λέξι νηστεία, μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸ μοντέρνο, κοροϊδεύ­ουν. Στὸν αἰῶνα αὐτόν, λένε, ἔρχεστε καὶ μι­λᾶτε γιὰ νηστεία;… Προσπαθοῦν νὰ πείσουν ὅλους, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε διάταξις τῶν παπάδων· τὴν ἔκαναν, λένε, οἱ παπᾶδες, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό. Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀ­παντήσουμε;


νηστεία δὲν εἶνε διαταγὴ τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, δὲν εἶνε διαταγὴ ἀνθρώ­πων· εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀνοίξετε τὴν ἁ­γία Γραφή, θὰ δῆτε στὴν ἀρχὴ τῆς Γενέσεως, ὅτι ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν πρῶτο ἄν­θρω­πο σ᾿ ἕνα ἐκλεκτὸ περιβάλλον, μέσα στὸν παρά­δεισο, καὶ ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ποιά ἦταν·


Εἶστε ἐλεύθεροι νὰ κόβετε καρποὺς ἀπ᾿ ὅλα τὰ δέντρα, τὰ μυριάδες δέντρα· σὲ ἕνα ὅμως δέντρο δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ πλησιάσετε· γιατὶ ἂν φᾶτε ἀπὸ τὸ δέντρο αὐτό, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐντολή. Ἦταν δύσκολη; Εὔκολη, πολὺ εὔκολη ἦταν· αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ ὁ Ἀδάμ. Ἐν τούτοις δὲν ἄκουσε τὸ Θεό, παρέ­βη τὴν ἐντολή του, καὶ ὡς συνέπεια ἦρθε ἡ γνωστὴ συμφορὰ στὴν ἀνθρωπότητα.


Πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ τοῦ κακοῦ ἄρχισαν ἔπειτα νὰ τηροῦν τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ νηστεύουν ὅσοι ἦταν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νήστεψε ὁ θεόπτης Μωυσῆς ποὺ ἀξιώ­θη­κε νὰ λάβῃ τὶς δέ­κα ἐντολὲς στὸ Σινά, νή­στεψε ὁ Δαυῒδ ὁ προ­φήτης καὶ βασιλεύς, νήστεψε ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ Τρεῖς Παῖδες ἐν κα­μίνῳ, νήστεψε ὁ Ἠ­λίας, νήστεψε ὁ ᾿Ιωάν­νης ὁ Πρόδρομος ποὺ ζοῦσε μὲ ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες, νήστεψαν ὅλοι.


νηστεία συναντᾶται καὶ ἐκτὸς τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲ νήστευαν μό­νο οἱ ᾿Ιουδαῖοι. Νήστευαν κι ἄλλα ἔθνη· καὶ Ἀσ­σύ­ριοι, καὶ Βαβυλώνιοι κ.ἄ. Μποροῦμε νὰ ποῦ­με ὅτι ἡ νηστεία εἶ­νε ἕνας παγκόσμιος θεσμός.


Περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅμως νήστεψε­ ­­– ποιός; Ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σα­ράντα μέρες στὴν ἔρημο οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤ­πιε. Καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ μίμησιν τῆς νηστείας του ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε τὴ νηστεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.


Πέρα τώρα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ νηστεία συνιστᾶται καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, ἀπὸ τὴν ἰ­ατρικὴ ἐπιστήμη. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύ­ρους σὲ ἰατρικὰ συνέδρια διεκήρυξαν, ὅτι τὴν ὑ­γεία βλάπτει ἡ πολυφαγία καὶ μά­λιστα ἡ κρεοφαγία. Κρεοφάγοι ἔγιναν τώρα οἱ ἄν­θρω­­ποι. Τόν­νοι κρέατος καταναλίσκονται. Ὑ­πάρχει ὑ­ποψία, ὅτι καὶ ὁ καρκίνος ἔχει σχέσι μὲ τὴν κρεοφα­γία. Κι ἄλλες ἀσθένειες αἰ­τία ἔ­χουν τὴν πολυ­φαγία. Ὅπως εἶπαν, ὁ λαίμαργος καὶ κοιλιόδουλος «σκάβει τὸ λάκκο του μὲ τὸ πιρούνι καὶ τὸ κουτάλι του».


Τόσο σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιβίωσι τοῦ ὀργανι­σμοῦ ἡ νηστεία, ὥστε κάποτε νηστεύουν καὶ ζῷα ἀ­κόμα. Ἂν ἐπισκεφθῆτε ἕνα ζωολογι­κὸ κῆπο τὸ χειμῶνα, μπορεῖ νὰ δῆτε λ.χ. τὴν ἀρ­κούδα νὰ μὴν τρώῃ· πέφτει σὲ χειμερία νάρκη γιὰ τρεῖς – τέσσερις μῆνες. Φαίνεται, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ὠφέλιμη, καθαρίζει τὸ πεπτικὸ σύστημα, ἀναπαύει κι ἀνανεώνει τὸν ὀργανισμὸ τοῦ ζῴου, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ πάλι τὴν ἄνοιξι μὲ τὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδόνων.


νηστεία λοιπὸν συνιστᾶται ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὴ φύσι καὶ τὴν ἐπιστήμη.


νηστεία τέλος εἶνε καὶ ἕνα μέσο οἰκονομίας. Ζοῦμε σὲ δύσκολες ἐποχές· ὅλοι φωνάζουν οἰκονομία οἰκονομία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, στὸ χωριό μου ἀλλὰ καὶ στὴ Μακεδονία, κρέ­ας ἔτρωγαν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· ἦταν νηστευταί.


Τώρα γίναμε κρεοφάγοι· τόσο πολύ, ποὺ οὔτε Τετάρτη οὔτε Παρασκευὴ οὔ­τε Μεγά­λη Παρασκευὴ σταματοῦμε. Γέμισε ὁ τόπος ψησταριές.


πως λέω, καὶ τὰ χορτάρια νὰ γί­νουν μοσχάρια, δὲ φτά­νουν νὰ μᾶς θρέψουν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγουμε συνεχῶς κρέατα, τὸ συν­άλ­λαγμα φεύγει ἔξω καὶ πλουτίζουμε ἄλλους.


Καὶ τὸ κράτος μας λέει ψέματα. Φωνάζουν «λιτότης» καὶ «οἰκονομία» καὶ ἐπιβάλλουν φο­ρολογίες βαρειές. Ἀλλά, γιὰ νὰ εἴ­μεθα συνεπεῖς, πρέπει πρῶτα νὰ περικοποῦν ὅλα τὰ περιττὰ ἔ­ξοδα, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρί­ων ποὺ πετοῦν οἱ διάφοροι δῆμοι (τῶν Πατρέ­ων, τῶν Ἀθηναίων κ.ἄ.) γιὰ τὸν καρνάβαλο…


Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ σβή­σουν μὲ τὴ γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῆς ἀνθρωπότητος τὴ λέξι νηστεία.


νηστεία εἶνε θεσμὸς ἱερός, ἔχει βαθειὲς ῥί­ζες, εἶνε ἀναγκαία ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἀλλὰ ποιά νηστεία; Νὰ κάνουμε διάκρισι. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία λέῃ νηστεία, δὲν ἐννοεῖ ν’ ἀπέχῃ μό­νο τὸ λαρύγγι, τὸ στομάχι καὶ ἡ κοιλιὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τερψιλαρύγγια φαγητά. Δὲν ἀρκεῖ αὐτό. Τί ἄλλο χρειάζεται; Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ νηστέψῃ ὅλος ὁ ἄνθρωπος.


Νὰ νηστέψῃ ἀπὸ ἁμαρτήματα σαρ­κικῶν ἀ­πολαύσεων. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια —μὴ παρεξη­γηθῶ ποὺ τὸ λέω—, ἔμπαινε νηστεία; τὰ ἀν­τρό­γυνα δὲν πλησίαζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἅ­για ἀντρόγυνα. Τώρα σμί­γουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, τίποτα δὲ σέβονται. Ἀλκοολικοί, κοιμοῦνται μεθυσμέ­νοι μὲ τὶς γυναῖκες τους κ’ ἔπειτα γεννοῦν ἀνάπηρα παιδιά. Τότε νή­στευ­αν ὄχι μόνο ἀπὸ φαγη­τὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κά­θε σαρκικὴ ἐπαφή, καὶ ζοῦ­σαν καὶ γεννοῦ­σαν γερὰ παιδιά.


Τὸ νὰ ἀπέχῃ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄντρα ἕνα διάστημα δημιουργεῖ πιὸ εὔ­ρω­στη νέα γενεά. Τώρα γίνονται πράγματα κτηνώδη. Περάσαμε καὶ τὰ ζῷα· αὐ­τὰ εἶνε πιὸ πειθαρχημένα, ἔχουν ὡρισμένη περίοδο ποὺ πλη­σι­άζει τὸ ἀρσενικὸ τὸ θηλυκὸ καὶ μετὰ ἠ­ρε­μοῦν. Νήστεψε λοιπόν, ἐσὺ ἀντρόγυνο, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, περί­μενε τὸ Πάσχα, νὰ κοινω­νήσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ μετὰ ἐπανέρχεσθε στὰ συζυγικά.


Νὰ νηστέψουν τὰ πόδια. Νὰ μὴν πηγαίνουν σὲ κέντρα ἁμαρτίας, πορνείας καὶ μοιχείας· νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ λέμε «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκη­νώ­ματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,1).


Νὰ νηστέψουν τὰ χέρια ἀπὸ κλο­πές, ἁρ­παγές, ψευδορκίες καὶ κάθε εἴδους ἀτιμία. Νὰ νηστέψουν τὰ μάτια ἀπ’ τὰ αἰσχρὰ θεάματα. Πόσο δύσκολη ἡ νηστεία αὐτή! Ἂν δὲν τρῶς κρέας, ἀλλὰ «τρῶς» γυμνὲς σάρκες, δὲ νηστεύεις. Σαράν­τα μέρες κλεῖσε τὴν τηλεό­ρασι. Ἂν πρόκειται νὰ εἶσαι ὧρες κάθε βράδυ στὴν ὀθόνη, προτι­μότερο νὰ μὴν εἶχες μάτια. Αὐτὸ εἶνε ὀφθαλ­μοπορνεία – ὀφθαλμομοιχεία.


Νὰ νηστέψουν τὰ αὐτιὰ ἀπὸ αἰ­σχρὰ λόγια καὶ τραγούδια. Δὲ μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεὸς γι’ αὐ­τό· μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὰ λόγια του. Νὰ νηστέψῃ ἀκόμη – ποιός; Ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴ βλασφημία. Νά ἁγία νηστεία.


Καὶ τώρα ἡ πιὸ δύσκολη νηστεία – στὸ Ἅγιο Ὄρος τὴν κάνουν οἱ ἀσκηταί. Ποιά εἶνε; Νὰ νηστέψῃς ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς· ἀπὸ λογισμοὺς πορνείας, μοιχείας, ἐκδικήσεως, μί­σους, ὑπερηφανείας, γαστριμαργίας, κ.λπ. Αὐτὴ εἶνε ἀληθινὴ νηστεία· νὰ νηστεύῃ ὁ ὅ­λος ἄνθρωπος, σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν μόνο δὲν ἀρκεῖ. Ἀπ’ αὐ­τῆς τῆς πλευρᾶς ὁ διάβολος εἶνε ὁ μεγαλύ­τερος νηστευτής! ὡς πνεῦμα ποὺ εἶνε, δὲν τρώει τί­ποτε. Τί νὰ τὸ κάνῃς ὅμως; Ἔχει ὅλη τὴν κακία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶνε στὴν κόλασι.


Τελειώνοντας, θὰ συστήσω κάτι πιὸ συγκεκριμένο. Στοὺς ἄντρες λέω· νηστέψτε ἀπὸ τσι­γάρο. Καλὰ ἔκαναν αὐτοὶ ποὺ δι­έ­ταξαν, πάνω στὰ πακέττα νὰ ζωγραφίζεται ἕνας καρκίνος. Κάπνισε, σοῦ λέει, ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρῃς θὰ πά­θῃς καρκίνο.


Καὶ στὶς γυναῖκες λέω· νηστέψτε ἀπὸ κα­τάκρισι. Ἅμα συναν­τη­θοῦν δυὸ γυναῖκες, ἀρχίζει τὸ κοτσομπολιό. Μπρὸς λοιπόν! γιὰ νὰ δῶ τί χριστιανοὶ εἶ­στε· καὶ θὰ χα­ρῶ πολύ, ἂν μάθω ὅτι ἀγωνίζεσθε.


Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀληθινὴ νηστεία. Ὡς πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἐπιεικής. Ὅταν κανεὶς εἶνε ἄρρωστος, τοῦ ἐπιτρέπει καὶ Μεγάλη Ἑβδομά­δα νὰ φάῃ. Εἶνε μά­να, ἔχει ἀγάπη καὶ στορ­γή. Γιὰ τὸν ἄρ­ρωστο, τὸ γάλα, τὸ βούτυρο, τὸ κρέας εἶνε φάρ­μακο. Χίλιες φορὲς νά ’νε γερὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ νηστεύῃ· ὅ­ταν ὅμως ἀσθενῇ, ἂς καταλύσῃ· στοὺς ἀρρώ­στους ἐπιτρέπεται.


λοι οἱ ἄλλοι, μικροὶ – με­γάλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ἂς τηρήσουμε τὴ νηστεία ὅ­πως τὴν περιέγραψα, «καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης» θὰ εἶνε μεθ᾿ ἡμῶν (Β΄ Κορ. 13,11)· ἀμήν.




† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


*Ἀπομαγνητοφωνημένη oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 16-3-1986 πρωί. Εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF