ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Η ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ




Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, 

πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. 

Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. 

Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. 

Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, 

που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ.

 Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;



Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι. Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό που λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».


Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». 


Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου».


Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα. 


Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. 


Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει , αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του. 


Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός.Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, «ήχος καθαρός εορταζόντων». […]
 


Από το βιβλίο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
Πηγή: ''Αγιορείτικο Βήμα''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Φώτης Κόντογλου



ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ! ΠΟΣΟ ΚΑΝΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ;



 

Η καθημερινή ανάγνωση των Μαρτυρίων των Αγίων

 παρακινούσε τον μακάριο Ανδρέα προς μίμησή τους.

Κάποια νύκτα σηκώθηκε για να προσευχηθεί.

Ο φθονερός διάβολος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει απείρακτο.

Μόλις άρχισε την προσευχή του έρχεται με πολύ θόρυβο

 και του κτυπά την πόρτα.

Ο μακάριος ως νέος και μή γνωρίζοντας

 από τις πονηρίες του διαβόλου,

φοβήθηκε, σταμάτησε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε.



Όταν είδε ο σατανάς ότι φοβήθηκε και άφησε την προσευχή χάρηκε και λέγει στον άλλο δαίμονα. «Να! ακόμα αυτός είναι βρέφος, τρέχουν τα σάλια του, και προετοιμάζεται για να κάνει πόλεμο εναντίον μας».Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε. Ο μακάριος Ανδρέας αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στο θέατρο της πόλεως. Από το ένα μέρος υπήρχαν πολλοί άνδρες λευκοφόροι (ασπροντυμένοι) και φωτεινοί και από το άλλο ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος κατάμαυροι αιθίοπες (αράπηδες). Ζητούσαν δε και τα δύο μέρη να παλέψουν. Οι κατάμαυροι είχαν ανάμεσα τους ένα μεγαλύτερο, που ήταν χιλίαρχος, και έλεγαν πρός τους λευκοφόρους: « Όποιος θέλει από σας, ας βγεί να πολεμήσει με αυτόν».


Ενώ ο Άγιος έστεκε και άκουε τα λεγόμενα, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό κάποιος νέος πάρα πολύ ωραίος, λαμπρότερος του ήλιου στη όψη, κρατώντας στα χέρια του τρία υπέροχα στεφάνια. Το ένα ήταν στολισμένο με μαργαριτάρια, το δεύτερο με πολύτιμες πέτρες και το τρίτο με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήταν δε αυτά και αμάραντα και είχαν τόση ευωδία ώστε θαύμαζε ο μακάριος Ανδρέας και επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν, να πάρει κάποιο από εκείνα τα στεφάνια.Πλησιάζει λοιπόν τον νέο και του λέει: « Στον Χριστό που πιστεύεις, πόσο πουλάς αυτά τα στεφάνια; Θέλω να μάθω. Αν και εγώ δεν μπορώ να τα αγοράσω όμως θα τρέξω γρήγορα να το πω στο αφεντικό μου για να έλθει να πάρει αυτό κάποιο από αυτά και να σου δώσει όσα χρήματα θέλεις». 


Αυτά αφού τα άκουσε ο νέος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Χριστός, χαμογέλασε και λέει στον Ανδρέα. « Πίστεψε με στ’ αλήθεια, αγαπητέ, ότι αν μου φέρεις όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν δίνω ούτε ένα άνθος από αυτά τα στεφάνια ούτε σε σένα, αλλά ούτε και στο αφεντικό σου. Γιατί αυτά δεν ανήκουν στο μάταιο αυτό κόσμο, όπως νομίζεις, αλλά στους ουράνιους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν, λοιπόν, θέλεις και σύ κανένα απ’ αυτά τα στεφάνια πάλαιψε με εκείνον τον ακάθαρτο αράπη και αν τον νικήσεις όχι μόνο αυτά θα σου δώσω αλλά όσα θέλεις».Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ανδρέας πήρε θάρρος και λέει σ’ αυτόν· « Κύριε μου, δέχομαι να παλέψω, μόνο δίδαξε με με ποιόν τρόπο θα τον νικήσω». 


Είπε τότε ο Κύριος προς τον Ανδρέα: « Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες είναι μόνο θρασείς, άλλά δεν έχουν καμιά δύναμη. Μη φοβηθείς λοιπόν που τον βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι είναι σαν το χόρτο σάπιος και αδύνατος». Αφού δε τον ενθάρρυνε, τον έπιασε από τη μέση και του έδειξε πως να παλέψει με τον αράπη. Του παράγγειλε δε τα εξής: « Όταν σε πιάσει ο αράπης, μη φοβηθείς, αλλά αγκάλιασε τον σε σχήμα σταυρού και θα δείς τη δύναμη του Θεού».Τότε μπήκε στη μέση του θεάτρου ο Ανδρέας και είπε με δυνατή φωνή: «Μαυρισμένε, έλα να παλαίψουμε». Όταν είδε ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι τον ζητούσε ο Ανδρέας σηκώθηκε και ερχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια να τον αρπάξει και τον φοβέριζε με το βλέμμα του. 


Ο Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έρριξε κάτω στη γη ώστε για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολύ οι λευκοφόροι και αμέσως έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον καταφιλούσαν και τον άλειφαν με θεϊκό μύρο. Οι δε κατάμαυροι αράπηδες έφυγαν καταντροπιασμένοι.Αμέσως τότε ο γεμάτος δόξα εκείνος νέος έδωσε τα στεφάνια στον μακάριο Ανδρέα και καταφιλώντας τον του είπε: « Από σήμερα είσαι δικός μου φίλος. Να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα γυμνός και περιφρονημένος. Γίνε σαλός για μένα, για να σε αξιώσω πολλών αγαθών στη Βασιλεία μου».




Πηγή: ''Ομολογία Πίστεως''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός


Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΔΕΝ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ





Πλησίασα προς την Αγία Τράπεζα και είδα πάνω της κάτι να γυαλίζει.
Πλησίασα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου.
Ήταν το ρολόι του πατέρα μου, μόνο που δεν ήταν σπασμένο,αλλά δούλευε,όπως τότε,που μου το είχε πρωτοδώσει.Κάθισα στο σκαλοπάτι του Ιερού και έκλαιγα για ώρες... 

 

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, 

δίπλα σ' ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή. 

Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία. 

Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ' τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας,

 και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, 

σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.

Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία,

 εγώ αυτός και η μάνα μου. 

Όταν αυτή πέθανε, 

ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη,

 γιατί όπως μου έλεγε πάντα

 "ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, 

γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της".


 

Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου. Ο καιρός πέρασε και δεν ξαναγύρισα στην Άρτα, αλλά έμεινα στην Αθήνα που οι ευκαιρίες για τη δουλειά μου ήταν πιο πολλές. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα την Ευδοξία, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. 


Όμως ο Θεός δεν την είχε ευλογήσει με όλα τα δώρα του και παρ' όλες τις προσπάθειες και τις προσευχές μας, δε καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα γιο, που ήταν και η ευχή του πατέρα μου.Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με στρατολόγησαν για να προσφέρω τις γνώσεις μου στους πολεμιστές μας που αντιστεκόταν στον Ιταλό δικτάτορα και με έστειλαν για μια περίοδο σε μία μονάδα κοντά στο Δυρράχιο. Ένιωθα περήφανος στην αρχή, αλλά εκείνα τα πράγματα που αντίκρισαν τα μάτια μου με είχαν κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Κάποιοι μου έλεγαν πως τα βράδια έκλαιγα αλλά δε θυμόμουν ποτέ τίποτα το πρωί.Εκείνη την εποχή άρχισα να αμφιβάλλω για κείνες τις Κυριακές στην εκκλησία με τη μάνα και τον πατέρα μου. Όσο περνούσε ο καιρός, σταμάτησα να προσεύχομαι. Που ήταν ο Θεός να ακούσει τις κραυγές των ετοιμοθάνατων; 


Αν δεν άκουγε αυτούς, πως θα μπορούσε να ακούσει την προσευχή μου; Σταμάτησα να προσεύχομαι και για τη μάνα μου και τον πατέρα μου, παρ' όλο που είχα ορκιστεί να μη το αμελήσω ποτέ. Άρχισα να ξεχνάω, και το μόνο που είχε μείνει από αυτούς ήταν το ρολόι που μου είχε δώσει ο πατέρας μου. Όταν κάποια στιγμή μου έσπασε κι αυτό, ήταν να σαν να είχα γίνει ένας άλλος άνθρωπος, γνωστικός και χωρίς τις πλάνες του Θεού.Η γυναίκα μου πέθανε τον χειμώνα του 41 στην Αθήνα, μαζί με τόσους άλλους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα που να κρατάει στην Ελλάδα, και έφυγα μετανάστης στη Γερμανία. Έκλαιγα όταν έφευγα. Πολεμούσα τόσα χρόνια τον Γερμανό και τώρα πήγαινα να δουλέψω γι αυτούς. Σκληροί άνθρωποι οι Γερμανοί, αγέλαστοι. Δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν φίλους, ήθελαν μόνο τα χέρια μας. Όμως δούλεψα σκληρά και κέρδισα τον σεβασμό τους, και πρόκοψα. Έγινα γνωστός χειρουργός, και μετά διευθυντής σε μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο. 


Δεν ξαναπαντρεύτηκα ποτέ όμως. Μου έλειπε πάντα ο τόπος μου, οι άνθρωποι, πάντα πρόσχαροι και με φιλότιμο, έτοιμοι να σε βοηθήσουν. Ο Γερμανός δεν ήξερε από τέτοια. Κάποια στιγμή επέστρεψα στον τόπο μου για λίγες μέρες. Ήταν καλοκαίρι και τα πανυγήρια έδιναν και έπαιρναν σε όλα τα χωριά. Ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Μόνο το πατρικό μου ήταν σε κακά χάλια, διαλυμένο και ερημωμένο. Είχα κάνει περιουσία στην Γερμανία, τα λεφτά δε μου έλειπαν και ξόδεψα αρκετά για να το φτιάξω όπως το θυμόμουνα.Μια μέρα περπατούσα μέσα στην πόλη και βρέθηκα μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Σαν να θυμήθηκα τις δύσκολες εποχές της νιότης μου, θέλησα να μπω μέσα, παρ' όλο που δεν είχα την ανάγκη να προσευχηθώ. Ήμουν άπιστος πια. Προχώρησα και είδα κάποιον παπά να κάθεται όρθιος μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Μόλις με είδε μου χαμογέλασε και ήρθε προς το μέρος μου. Εγώ ένιωσα άβολα και θέλησα να φύγω αλλά ντράπηκα και δεν το έκανα. Άρχισε να μου μιλάει.-Ήρθες να προσευχηθείς; μου είπε.Δεν ήξερα τι να του πω αλλά σαν να με ώθησε ο διάβολος, του απάντησα "Δε πιστεύω σ' αυτά παπά".


Με κοίταξε και χαμογέλασε. "Όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού" μου είπε "και όλοι μας έχουμε τον Χριστό που μας καθοδηγεί".-"Όχι εγώ", του απάντησα. "Εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει Θεός". Βλασφημούσα μέσα στον Ιερό Χώρο σαν να με καθοδηγούσε μια διαβολική φωνή. Νόμισα πως ο παπάς θα με έδιωχνε αλλά αντί γι αυτό συνέχισε να χαμογελάει και να μου μιλάει.-"Όμως βαφτίστηκες Χριστιανός. Γιατί Τον ξέχασες; Γιατί Τον απέρριψες";-"Ήμουν στον πόλεμο παπά", του είπα. "Νέα παιδιά πέθαιναν από τις σφαίρες και το κρύο. Προσεύχονταν στο Θεό κάθε μέρα, και γω μαζί τους, και ο Θεός δεν βοήθησε ποτέ, δεν απάντησε καν. Είμαι άνθρωπος σπουδαγμένος, και ξέρω πως αν κάτι δε το βλέπεις, σίγουρα δεν υπάρχει".Ο παπάς μου αποκρίθηκε. "Αυτή τη στιγμή πώς ζής; Ακούς την καρδιά σου να χτυπάει";Δεν ήξερα τι να του πω και συνέχισε. "Μερικές φορές τα πράγματα τα καθημερινά είναι τόσο σημαντικά, αλλά εμείς δε τους δίνουμε καμία σημασία. 


Η καρδιά σου χτυπάει, και αυτό είναι χάρη στον αέρα που αναπνέεις. Όπως είπες είσαι σπουδαγμένος άνθρωπος, και το ξέρεις".Έμεινα άφωνος απ' την απόκρισή του. Δεν σταμάτησε εκεί: "Ο αέρας που αναπνέεις είναι η ζωή, όμως ποτέ δε τον βλέπεις, κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί, για σένα και για όλους μας. Έτσι είναι κι ο Θεός μας, ζωοδόχος και άπειρος. Μας δίνει κουράγιο, μας περιτριγυρίζει σε κάθε μας στιγμή. Κι όπως τα βράδια, καθώς ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου μετά από μια κουραστική μέρα, μπορείς να ακούσεις τον χτύπο της καρδιάς σου πιο καθαρά, έτσι είναι κι η προσευχή. Μπορείς να δεις και να ακούσεις, αρκεί να ξέρεις πως να ζητήσεις".Σάστισα. Ξαφνικά ένιωσα πως όλα αυτά τα χρόνια μου μακριά από το Θεό με είχαν οδηγήσει μακριά από το μονοπάτι της αλήθειάς Του. Ήθελα να δακρύσω αλλά συγκρατήθηκα γιατί εκείνη η αόρατη δύναμη με παρακινούσε να αντισταθώ.-"Παπά, δε ξέρω αν είναι αυτά τα πράγματα όπως τα λες. Πάντα προσευχόμουν στο Θεό μας, κι μόνο δυσκολίες και κακά γνώρισα σ' αυτή τη ζωή. Έφυγα στα ξένα, έζησα ανάμεσα σε κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους, και ποτέ δεν ένιωσα την αγάπη Του".-"Έτσι και ο Γιός Του", μου είπε. "Ήρθε στον κόσμο μας, έζησε ανάμεσα σε αμαρτωλούς και εξιλέωσε τον άνθρωπο με το Πάθος Του". 


Ανατρίχιασα στο άκουσμα των λόγων του και δεν είχα λέξεις να του πω. Όμως αυτός είχε πολλές ακόμη. "Ο Ρωμιός είναι καταδικασμένος να υποφέρει, γιατί τον φθονούν εκείνοι που ξέρουν πως δε μπορούν ποτέ να τον φτάσουν. Μας ξενίτεψαν για να μας καταστρέψουν και δε τα κατάφεραν. Θα το ξανακάνουν πάλι σε πολλά χρόνια από τώρα. Θα προσπαθήσουν να μας διαβάλλουν, να μας μολύνουν. Θα προσπαθήσουν να μας χωρίσουν, να βάλουν τον αδερφό εναντίον αδερφού ξανά. Αυτό θα προσπαθούν να το κάνουν για πολλά χρόνια ακόμα, και κάποια στιγμή σχεδόν θα το καταφέρουν".Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Μιλούσε σαν τους τρελούς του χωριού που βλέπουν το τέλος του κόσμου και τα πράγματα του μέλλοντος. Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την αξία τους.-"Παπά, και συ που τα ξέρεις αυτά; Μη μου πεις πως στα είπε ο Θεός, γιατί ξέρω κι άλλους τέτοιους".Μου χαμογέλασε και δεν απάντησε. "Η έλλειψη πίστης, στο Έθνος και στο Θεό είναι αυτό που θα μας οδηγήσει εκεί. Η έλλειψη της δικής σου πίστης και όλων αυτών που θα ακολουθήσουν. Όμως είμαστε Έλληνες και αν και χάνουμε συχνά το δρόμο μας, πάντα επιστρέφουμε σ' αυτόν. Εσύ θα επιστρέψεις σ' αυτόν. Οι μελλοντικές γενεές θα επιστρέψουν σ' Αυτόν. 


Θα έρθει η παρακμή, η απαξίωση. Όμως θα βρεθούν εκείνοι οι Έλληνες, που θα βάλουν τα πράγματα στη σειρά. Έλληνες που δεν ξέχασαν ποτέ την Πατρίδα τους, την Σημαία τους, τη Σημαία του Ιησού Χριστού, αυτή που κυματίζει περήφανα στα χώματα τα ματωμένα από το αίμα αυτών που την προστάτεψαν. Αυτοί οι άνθρωποι θα χλευαστούν, θα κυνηγηθούν, θα φυλακιστούν. Όμως στο τέλος θα θριαμβεύσουν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα μας, και ότι είναι Ελληνικό είναι καταδικασμένο να είναι αιώνιο".Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ που δε μπόρεσα να κρατηθώ και βγήκα τρέχοντας από την εκκλησία. Ένιωσα τον καθαρό αέρα να χτυπάει στο πρόσωπό μου και άρχισα να ανακτώ τα λογικά μου. Έκανα να φύγω, αλλά τότε ένιωσα άσχημα για τον παπά. Τρελός ή όχι, ήταν ένας γέροντας και θα έπρεπε να τον χαιρετίσω τουλάχιστον πριν φύγω. Ξαναμπήκα στην εκκλησία, δεν ήταν κανένας εκεί, όμως ήμουν σίγουρος πως ο παπάς δεν είχε βγει.



Πλησίασα προς την Αγία Τράπεζα και είδα πάνω της κάτι να γυαλίζει. Πλησίασα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Ήταν το ρολόι του πατέρα μου, 

μόνο που δεν ήταν σπασμένο αλλά δούλευε όπως τότε που μου το είχε πρωτοδώσει.

Κάθισα στο σκαλοπάτι του Ιερού και έκλαιγα για ώρες, προσευχόμενος στον Θεό να με συγχωρήσει για τις αμαρτίες μου.

Έφυγα ξανά για τη Γερμανία, 

αλλά πάντα με έτρωγε μέσα μου το σαράκι να πω την ιστορία. 

Λίγοι θα με πιστέψουν, 

και κινδυνεύω να γίνω το θέμα χλεύης όλων εκείνων που σαν εμένα κάποτε,

 απομακρύνθηκαν από το δρόμο Του. 

Όμως πιστεύω τα λόγια του παπά, 

όποιος κι αν ήταν αυτός.

 Πως θα έρθει η ώρα και η στιγμή που ο δρόμος του Θεού 

θα είναι πια φανερός σε όλους, 

όπως φανερώθηκε σε μένα εκείνη τη μέρα, 

τη σπουδαιότερη μέρα της ζωής μου.



Πηγή: ''Αγιορείτικο Βήμα''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


ΥΠΟΠΙΑΖΩ ΜΟΥ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΔΟΥΛΑΓΩΓΩ


 

 

Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης: 

Ο Μέγας Αντώνιος.

Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, Κόμα ονομαζόμενο, 

που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα.

Οι γονείς του ήτανε πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. 

Μπορούσανε να δώσουμε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν μεγάλο επιστήμονα, 

αλλά τους φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα παιδιά των ειδωλολατρών. 

Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί τους, από την πλάνη της ειδωλολατρίας.

 Προτιμούσανε να δούνε το παιδί του στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση.

 Έμεινε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος.



Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αναδειχθεί Μέγας.Οι γονείς του, όμως, φροντίσανε πολύ για την χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον γλύτωναν από τις παγίδες του διαβόλου: τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας.Σε ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος είναι τούτος ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή.Μια Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία συζητάει ο Χριστός μ’ ένα πλούσιο νεαρό και του δείχνει, τον δρόμο της τελειότητας και της σωτηρίας της ψυχής του. Ο Χριστός, αφού ακούει τον νεαρό πλούσιο, να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, του υπογραμμίζει:«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί διάδος πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῶ».


Τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι του σκεφτικός και κυριευμένος από αγωνία. Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου τον καλεί κι αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει. Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή. Πουλάει όλα του τα κτήματα.Από την πώληση τους, πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως, δεν του τράβηξε την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, το μοίρασε στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα.Έπειτα εμπιστεύεται την αδελφή του σ’ ένα Κοινόβιο παρθένων, σ’ έναν παρθεώνα. Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες μαζί και επεδίδοντο σε έργα αγάπης. Φεύγει κι’ αυτός, όχι πολύ μακριά από το σπίτι του κι’ άρχισε την ασκητική ζωή. Δεν υπάρχουν ακόμη μοναστήρια την εποχή εκείνη συγκροτημένα, όπως είναι σήμερον. Γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα ερημητήριο των περιχώρων.


Εκεί, βρίσκει, ένα Γέροντα ασκητή, ο όποιος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκησης. Τα πάθη δεν βγαίνουν,χωρίς αγώνα.«Ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ», έλεγε ο Παύλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγώ αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι».Προσεύχεται στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και στην προσευχή. Τρώγει ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό. Τρώγει μόνο μια φορά την ήμερα. Μερικές μάλιστα μέρες, περνούν, χωρίς να βάλει τίποτε στο στόμα του. Άλλοτε, πάλι γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις και τέσσερες μέρες εξαντλητικής νηστείας.Ο διάβολος όμως, βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως τότε σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά σχέδιά του.Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις:-Είσαι κουτός, του λέγει μέσα του, στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! 


Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να στρώσης. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μη ξεχνάς: Έχεις και αδελφή!Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούμε και συ μόνο θα σωθείς; Είναι άραγε σωστό αυτό που κάνεις;Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει μ’ αγωνία το αποτέλεσμα. Τί θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα υποκύψει ή όχι;Άλλα στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού, ο άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδία του τον Θεό να τον βοηθήσει. Η προσευχή του, η νηστεία του και η θέληση του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή.Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο τολμηρό αυτή την φορά. Τον πολεμάει με την σάρκα. 


Εκμεταλλεύεται γι’ αυτό ο άθλιος την νεότητά του.Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυμνή γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει. Αγωνίζεται μέρα νύχτα να τον γκρεμίσει. Τού παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και σκηνές οργίων. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του.Ο Άγιος, όμως συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει σ’ αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών του διαβόλου, για να επιτύχει μέχρι το τέλος στην άμυνά του, δεν τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει κι’ αυτό το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός.



Ο Σατανάς δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.

Να το δόλωμα!

 Η υπερηφάνεια. 

Τώρα, είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευτεί. 

Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει:

Αχ! Αντώνιε. 

Πολλούς πλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους νίκησα, 

αλλά εσένα κουράστηκα να σε πολεμώ! 

Νομίζω, πώς δεν θα επιτύχω.

 Είσαι δυνατός. 

Σε παραδέχομαι.

Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος.

Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή.

Ο Άγιος, δεν υπερηφανεύεται, 

όπως περίμενε ο σατανάς. 

Δεν είπε από μέσα του: 

Τί είμαι εγώ! Μπράβο μου!

Τα κατάφερα,αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου,που του έδωσε, την δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά:

—Ύπαγε οπίσω μου σατανά.

Δεν σε φοβάμαι.

Ζει Κύριος ο Θεός!

 


Μέγας Αντώνιος


Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ


 

 

Χριστούγεννα είναι η γέννηση του Θεανθρώπου 

και όχι η άνοιξη του καταναλωτικού παραλογισμού,

η ανελέητη διάχυση μιας εμπρεύσιμης, κοσμικής αγάπης,

η εκούσια συμμετοχή στην αγορά φρούδας Ελπίδας,

που τάζουν οι επιχορηγούμενοι Έμποροι των οσονούπω,

μαρκαρισμένων, καθεστωτικών Εθνών.

 

 

Τα Χριστούγεννα έρχονται. Για μας τους Ορθοδόξους του Πατρίου Ημερολογίου έχουν μια εξιδανικευμένη ιδιαιτερότητα και μια πνευματική αυθεντικότητα, όπως άλλωστε και όλες οι δεσποτικές εορτές. Είναι γιορτή, που μάθαμε, να την βιώνουμε αποκλειστικά στην πνευματική της οντότητα, στην Πατερική αναφορά της και στον ακαινοτόμητο προσανατολισμό της. Για τούτο και μόνο, τα Χριστούγεννα είναι αποκομμένα από κοσμικές δοξασίες, ''λαοπρόβλητες'' καταναλωτικές επιφάνσεις και μεγαλεπίβολες, εορταστικές οινοκατανύξεις. Τα Χριστούγεννα έχουν άρωμα Εκκλησίας και γεύση Αμνοικής μεταλαβιάς! Τα προτεστάντικα τραγούδια Χριστουγέννων, τα προχριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, η θεοποίηση των εκποιημένων κοκκινοβασίληδων του αδηφάγου εμπορίου, η ακαταίσχυντη αγαπολογία ενός ακαθόριστου και δυσδιάκριτου ''πνεύματος των Χριστουγέννων,'' ο υπερστολισμός των σπιτιών, που θυμίζουν φωτορυθμικές πίστες λαικών νυχτομάγαζων δεν έχουν σχέση μ' εμάς. Απλά, γιατι η εκκοσμίκευση δεν υφίσταται εφ' ημών, αφού βαστάζουμε την Πατερικότητα της Εκκλησίας, ως δείγμα γραφής και ως σημείο ενδελεχούς αναφοράς. Οι ιερείς μας δεν συνεορτάζουν με προσκεκλημένους καθολικούς πάστορες, δουρειοιππικούς ουνίτες, δεν δωρίζουν κοράνια και αυτοσχέδια φιρμάνια σε αλλόδοξους, θρησκευτικούς πραματευτάδες. Κράτησαν την εορτολογική ενότητα των Ορθοδόξων, η οποία και βεβαίως άπτεται του δόγματος, αφού αυτή θεσπίστηκε από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο. Το μικρό ποίμνιο των Ορθοδόξων του Πατρίου Ημερολογίου δεν αποτελεί ΔΕΚΟ του Δημοσίου, δεν τελεί υπό κρατική χειραγώγιση και βεβαίως δεν διέπεται από δημοσιουπαλληλικό αυτισμό. Για τούτο μπορούμε, να εορτάζουμε γνήσια τα Χριστούγεννα, ως μια δεσποτική εορτή, κατά την οποία βεβαίως θ' απουσιάζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι λοιποί, κρατικοί χορηγοί, όμως επίσημος και αυτόκλητος καλεσμένος μας θα είναι ο ίδιος ο Χριστός μας. Τα κανάλια των Τηλεοράσεων δεν θα παρευρίσκονται ορυμαγδόν για να εκμαιεύσουν εθιμοτυπικές δηλώσεις του πρωτοκόλλου και οι εφημερίδες δεν θα έχουν πηχιαίους τίτλους και καλαίσθητες φωτογραφίες. Στις εκκλησίες μας δεν θα συναγελάζονται αριθμηδόν, καριερίστες πολιτικοί της οκκάς για τις καθιερωμένες, επιδερμικές χαιρετούρες, θα παρευρίσκονται όμως απλοί άνθρωποι του λαού, που βίωσαν την γνησιότητα της Εκκλησίας στην ευλογημένη αποτείχιση εν καιρώ αιρέσεως. Τα Χριστούγεννα των Ορθοδόξων του Πατρίου Ημερολογίου έχουν μια θεσπέσια οσμή αγνού μελισοκεριού, άλλωστε στους ναούς μας δεν χρησιμοποιείται ποτέ παραφινέλαιο. Την νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ή το πρωί από Όρθρου βαθέως, οι λειτουργίες τελούνται με συγκινησιακή φόρτιση, συνεργούντος ενός ποιμνίου, που συμμετέχει καθ' όλα όρθιο, αφού εκλίπουν τα δεκάδες σκαλιστά καθίσματα και οι πισώπλατοι, αναπαυτικοί πάγκοι. Υπάρχουν μόνο στασίδια για τους αδυνάτους, που δεν έχουν μόνιμους, ποιμνιακούς επινοικιαστές. Το λιβάνι δεν είναι του εμπορίου, οι κανδύλες είναι αναμμένες με αγνό ελαιόλαδο και δεν έχουν αντικατασταθεί από ηλεκτρικές λάμπες, που προβάλλουν κόκκινες φλόγες του εμπορίου. Επικρατεί η κατάνυξη του πνευματικά αλώβητου, εκεί, που περισσεύει η έπαρση του πατερικά νοθευμένου. Οι Ορθόδοξοι πιστοί του Πατρίου Εορτολογίου γνωρίζουν άριστα την χρονική διαδρομή της λειτουργίας και ξέρουν, πως να είναι συμμέτοχοι και ιεροπρεπείς συνεργάτες της. Οι αγρυπνίες των Χριστουγέννων έχουν αυτήν την μυρωδιά μιας απόκοσμης, ιδεατής υπέρβασης και την ηδύτητα της Θείας Χάριτος. Κι όταν αυτές τελειώσουν, αγκαλιασμένοι με την εν Χριστώ Αγάπη και όχι την κοσμική αβροφροσύνη των μακελεμένων εμπόρων των Εθνών, θα γυρίσουμε στο σπίτι, να τερφθούμε από το γιορτινό τραπέζι της ημέρας και στο κατόπι να συνεχίσουμε την προσευχή, την ανάγνωση, τις εδαφιαίες γονυκλισίες και το ευλογημένο κομποσκοίνι... Γιατι, Χριστούγεννα είναι η γέννηση του Θεανθρώπου και όχι η άνοιξη της καταναλωτικής ευμάρειας, η ανελέητη διάχυση της κοσμικής αγάπης, η εκούσια συμμετοχή στην αγορά φρούδας Ελπίδας, που τάζουν οι δαίμονες της αποσάθρωσης της ορθής Πίστης. Τα πραγματικά Χριστούγεννα παρέχονται στο ποίμνιο από μια αποκρατικοποιημένη Εκκλησία, που δεν την διέπει ο δημοσιοϋπαλληλικός οίστρος, η υπηρεσιακή στάθμη, τα κυβερνητικά αλισβερίσια και η αλαζονία της Εξουσίας. Τα Χριστούγεννα δεν τεκταίνονται, δεν αποπνευματίζονται και δεν συναποτελούν μέρος κοσμικών γιορτών, που διυλίζονται μέσα από την δίνη της τεκτονικής Παγκοσμιοποίησης. Το πνεύμα τους μεταδίδεται από ποιμενάρχες, που δεν εκμίσθωσαν την αποστολική διακονία του πάσχοντος αδελφού τους, δεν απόσβεσαν την ποιμαντική τους με τα ένσημα του Δημοσίου και δεν ποδηγέτησαν το λειτούργημα του ιερέα στον βωμό του επαγγέλματος. Με αυτόν τον τρόπο, το ποίμνιο εισπράττει την γιορτή αυτή, ως μια επιδερμική και άοσμη εθιμοτυπία, ως μια ψυχαναγκαστική τελετουργία, που μόλις τελειώσει, αρχίζει ο αγλέουρας, ως την κοσμική μελαγχολία των αποδεκατισμένων ημερών. Η μελαγχολία, όμως κουρνιάζει σε μορφώματα, που έκαναν την Εκκλησία άνοστη και ανάλατη ομελέτα ψυχοπωλούντων, εκμαυλιστών και τεκτονικών τσελεμεντέδων. Εύχεσθε!



Για τούτο μπορούμε,

να εορτάζουμε γνήσια τα Χριστούγεννα,

ως μια δεσποτική εορτή,

κατά την οποία βεβαίως θ' απουσιάζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι λοιποί,

κρατικοί χορηγοί,

όμως επίσημος και αυτόκλητος καλεσμένος μας 

θα είναι ο ίδιος ο Χριστός μας!

 


 Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


ΚΥΡΙΕ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ;ΕΔΩ ΗΜΟΥΝ ΑΝΤΩΝΙΕ ΚΑΙ ΣΕ ΘΑΥΜΑΖΑ



 

Μέρες αθλήσεως.

Μετά τους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πολλή πίστη.

Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. 

Έκτος από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο τρεις η και τέσσερες μέρες, 

ούτε λάδι, ούτε κρασί, 

ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του.

Κοιμότανε δε πάνω σε μια παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.

Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, 

ακόμη πιο ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ένα παλαιό τάφο κι’ απομονώνεται.

Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από καιρού εις καιρόν, 

κάποιος ευσεβής χριστιανός.

Ο τάφος αυτός ήταν ευρύχωρος, σαν δωμάτιο.

Ο Σατανάς επιτίθεται και πάλι.


Γεμάτος οργή και μίσος για την αποτυχία του ο διάβολος, ξανακτυπάει τον Άγιο, για να τον κάνη να γυρίσει πίσω στον κόσμο και να τον ρίξει στην αμαρτία. Πηγαίνει την νύκτα και κάνει χαλασμό. Του παρουσιάζεται με μορφές φιδιών, σκορπιών, λύκων, τίγρεων, που τον δαγκώνουν και του σχίζουν τις σάρκες.Ο Μέγας Αντώνιος λέει με γενναιότητα:Δε θα με νικήσετε! ο αριθμό σας και ο θόρυβος σας δείχνουν την αδυναμία σας.Οι δαίμονες τον κτυπούν τότε μανιασμένα και τον αφήνουν εκεί με πληγές αναίσθητο και μισοπεθαμένο.Έτσι αναίσθητο τον βρίσκει ο χριστιανός, που του πήγε το πρωί το ψωμί του. Τον νομίζει για νεκρό. Τον μεταφέρει στο σπίτι του, κοντά στους συγγενείς και τους γνωστούς του.Συνέρχεται όμως, ο Άγιος την νύκτα και γυρίζει πάλι στον τάφο του μαρτυρίου του.Εδώ είμαι! φωνάζει ο όσιος. 


Δεν με φοβίζουν τα ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα μαρτύριο δεν θα με απομακρύνει από τον Δεσπότη μου Χριστό.Αγριεύουν οι δαίμονες, στη συνέχεια της μάχης, που δίνουν. Παρουσιάζονται σε χίλιες δυο μορφές ερπετών και θηρίων.Και ο Μέγας Αντώνιος, χωρίς να τα χάση είπε:Εάν είχατε δύναμη, ένας και μόνο από σας, μπορούσε να με εξοντώσει. Επειδή ο Κύριος σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει χωρίς δύναμη, γι’ αυτό προσπαθείτε με το πλήθος, με την ψευτιά και την υποκρισία, να με φοβίσετε. Και γι’ αυτό μεταμορφώνεστε σε τόσα θηρία! Εμπρός λοιπόν! Εάν όμως δεν πήρατε άνωθεν εξουσία εναντίον μου, μη στέκεστε. Εάν όμως δεν πήρατε, τί ταράζεσθε;


Οι δαίμονες ακούγοντας τα λόγια αυτά του Άγιου, έτριζαν τα δόντια τους, μια ακτίνα με θεϊκό φως κατέβηκε από τη στέγη του τάφου.Γαλήνη κι ησυχία απλώθηκε παντού. Το κορμί του Άγιου δεν πονούσε πλέον και δεν υπήρχαν πληγές στο σώμα του. Θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Ο μεγάλος ασκητής, καταλαβαίνει την θεία επίσκεψη και ρωτάει:Πού ήσουνα, γλυκύτατέ μου Θεέ και δεν φανερωνόσουνα από την αρχή, να σταματήσεις τους πόνους του κορμιού μου; Δεκαέξι χρόνια, με έψησε ο σατανάς.Ακούστηκε τότε, μια φωνή, που του έλεγε:Αντώνιε, εδώ ήμουνα και σε παρακολουθούσα αοράτως. Αλλά πρόσμενα να ιδώ τον αγώνα σου. Αφού, λοιπόν, δεν νικήθηκες, αλλά υπέφερες με πίστη, θα είμαι πάντοτε κοντά σου και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο.


Σηκώθηκε τότε ο Άγιος και προσευχήθηκε θερμά.Κατά το 285 μ.Χ., θέλει ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος Αντώνιος ξεκινάει, για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει τον Νείλο ποταμό και προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία.Ο σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει από μίσος κατά του Άγιου. Καθώς τον βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης, ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω.Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει, για τα τον ρίξει στην αμαρτία.Του πετάει, λοιπόν, στον δρόμο του εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει εκείνο, που κατάντησε παροιμιώδες: Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;. Από που βρέθηκε ο δίσκος στην έρημο; Δική σου τέχνη είναι τούτο, διάβολε! είπε τότε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις.


Δεν θα σού κάνω όμως την χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου...Μόλις, όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι.Σε λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο εξηγήσεις. Η μία είναι, ότι το παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για να τον εμποδίση από τον θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει την φλόγα της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα μυαλά.Η άλλη εξήγηση είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο, για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο αλλάζει την ευτυχία της πίστεώς του, που νοιώθει.Είναι στη Λυβική έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δάρ -Ελ -Μεϊμούν. Φθάνει, λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο.Εδώ, αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας. 


Είκοσι ολόκληρα χρόνια, προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου.Οι επισκέπτες, που πηγαίνουν να τον δουν, ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές:Φύγε από τον τόπον μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις στις μηχανές μας. Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις ενέδρες μας!


 

 Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, 

ότι οι φωνές είναι ανθρώπινες. 

Διαπιστώνουν όμως έπειτα, ότι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι, εκτός από τον γενναίο ασκητή. 

Καταλαβαίνουν τότε 

τί υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν.

Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος. 

Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει:

Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. 

Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. 

Εσείς να κάνετε τον σταυρόν σας και να βαδίζετε άφοβα στον δρόμο σας.



Μέγας Αντώνιος


Ο ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΣ ΑΠΕΘΑΝΕ ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ





Παιδίον ήθελον νά μέ πάρουν εις τό Καυσοκαλύβιον. 
Επήγα εκεί Κυριακή. 
Τήν Δευτέρα πρωί λόγω πού ήτο Οκτώβριος μήνας καί όλοι μάζευαν τίς ελιές, μέ πήραν μαζί τους καί μέ διδάσκον 
ότι ό δόκιμος Μοναχός πού θά έλθει εις τό Άγιο Όρος, 
κατά τήν παράδοση τών πρό ημών αγίων Πατέρων,
 πρέπει νά τού παραδοθεί ή εργασία τού κηπουρού. 
Διότι ό κήπος είναι ή μεγαλύτερη αποθήκη έκαστου Μοναστηρίου.


Όταν έλθει ένας ξένος, θά τρέξει ό αρχοντάρης εις τόν κηπουρό διά νά τού δώσει ένα είδος κηπουρικού, πορτοκαλιού ή λεμονιού ή μαρουλιού ή ότι άλλο υπάρχει τήν εποχή πού θά έλθει ό φιλοξενούμενος. Διά αυτό καί μόνον ό δόκιμος Μοναχός είναι υποχρεωμένος νά μάθη τήν κηπουρική.Όταν μετά ταύτα πήγα εις τό μέγα Πανεπιστήμιο τής Μοναχικής Πολιτείας, πού είναι τό Κοινόβιο, ευθύς οι πατέρες τού Κοινοβίου μου υπέδειξαν γραφικές αποδείξεσι, ότι: «Ή πρώτη εντολή τού πανάγαθου...Θεού πού εδόθη εις τόν προπάτορα Αδάμ ητο νά εργάζεται τήν γή. Καί μετά τήν παρακοή επεδόθη εις τήν γεωργίαν καί απολάμβανε τούς καρπούς τής γεωργίας εκ τών κόπων τού καθώς γράφει η Άγια Γ ραφή έως εις τάς μέρας τού Νώε. Οι δέ πρό τού Νώε δέν έτρωγαν κρέας. Δέν σού λέγομεν πολλά Γέρο Χρήστο, διότι μέ τήν ηλικία σου θά τά διαβάσεις.Οι πρώτοι αρχηγοί τής Μοναχικής Πολιτείας εύρισκαν λίγο νερό φύτεψαν λίγα λάχανα καί ζώντες έτσι έφτασαν σέ μέτρα αγιότητας. 


Εδώ στό Άγιο Όρος όπου ήλθες, πήγαινε επάνω στήν σπηλιά τού αγίου Σίμωνος τού κτήτορας τού μοναστηριού τούτου θά δείς νερό αγίασμα τού Οσίου καί μικρά κηπάρια, τά οποία άνοιξε καί έζη εκ τών λάχανων πού έσπερνε.- Δέν σού λέγομεν πολλά, διότι μέ τήν ηλικία σου θά τά εννοήσεις καλύτερον.» Ήλθε εδώ κρυφά ό Ίωασαφ τό βασιλόπουλο τής Σερβίας. Τόν έβαλαν εις τούς κήπους, εργάσθηκε έξι χρόνια ως κηπουρός καί μετά έξι χρόνια εις τά τελευταία του απεκαλύφθη ότι ήτο βασιλοπαίς καί απόθανε κηπουρός τού Μοναστηρίου.» Βλέπεις αυτόν τόν κοντό όπου έρχεται εδώ γεμάτος χαράν καί αγαλλίαση; Έκαρη Μοναχός έξωθέν του Μοναστηρίου. Ήλθε από τήν Αμερική, έδωσε όλον τόν κόπο τού εις χρυσόν (λίρες) καί τούς παρεκάλεσε νά τού επιτρέψουν νά κτίση κατωθεν τού αγίου Σίμωνος ένα κελλίον όχι μέ πέτρες αλλά μέ καπάκια έλατησια. 


Ό μακαρίτης ό Γέροντας παπά Νεόφυτος ήτο διορατικός καί τού επέτρεψε. Έκαμε τό κελίον από καπάκια καί τί έτρωγε αυτός μόνον ήξερε. Είχε όμως κήπους καί καλλιεργούσε καί τήν παραγωγή πού ήσαν διάφοροι καρποί τήν έδιδε εις τό Νοσοκομείο. Έρχεται εδώ εις τήν εκκλησία καθώς τόν βλέπεις καί εις τό τέλος εκάστης Λειτουργίας αναχωρεί κρυφά, ή αρετή τού είναι κρυπτή.» Από πάνω από τήν στέρνα είναι τού Θεολόγου τό Κάθισμα, είναι ωραιότατοι κήποι εις τούς οποίους σπέρνουν κουκιά. Δύο ημέρες παγκοινιά.Καί μέ αυτά τά κουκιά περνά τό Μοναστήρι δίδοντας αγάπη καί εις τούς ασκητές καί ερημίτες. Καί αυτοί ευχαριστούν τήν Παναγίαν πού τούς δίδουν κουκιά καί ότι άλλο υπάρχει εκάστην τών κόπων τών πατέρων. Καί σύ, άν δέν σού αρέσει ή κηπουρική, πρέπει νά φύγεις από τό Μοναστήρι».


Κατόπιν έφυγα καί πήγα εις τήν Άγιαν Άνναν. 'Εκεί μου έλεγαν «Εδώ είναι στέρνα, καί άν δέν βάλεις νερό δέν έχεις νά πιείς».Δηλαδή άν δέν πεθάνεις εις τούς κήπους δέν θά ήμπορης νά συντηρηθείς εις τήν Σκήτη.Άλλο τί δέν φοβήθηκαν εις τήν Σκήτη παρά μόνον τίς ελιές πού τίς έτριβον μέ τήν πλάτην. Ό μακαρίτης ό Γέροντας ήτο διακριτικός καί έσπρωχνε μέ όλη τήν δύναμή του.Επειδή μέ ρωτάτε σάς τά λέγω αυτά, καί σείς ότι θέλετε κάμετε.Τόσα έτη δέν τά έλεγα διότι φοβούμουν νά μή σκανδαλισθούν οι νέοι πατέρες τού Αγίου Όρους.Επειδή μέ ρώτησε ένας Ηγούμενος ενός Κοινοβίου τού τά είπα προφορικώς καί τού έφερα παράδειγμα τόν προηγούμενο τής ιεράς Μονής Διονυσίου παπά Γαβριήλ πού είναι 90 ετών καί σκάβει τά χωράφια. Καί όποιος θέλει νά γίνει καλόγερος είναι υποχρεωμένος νά μάθη τήν κηπουρική εργασία, άρχιζων μίαν ώρα τήν ημέρα έως νά μάθη καλά καί μετά θά βλέπει ντομάτες κ.λπ. κηπουρικά εκάστην τού κόπου του καί θά είναι όλος γεμάτος χαρά καί ευφροσύνη.


'
 ''Γεροντικαί Ενθυμίσεις και Διηγήσεις'' 
Μοναχού Χρύσανθου Αγιαννανίτη
Έκδοση Ι. Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Μώλου Λοκρίδος
Πηγή: ''Άπαντα Ορθοδοξίας''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Μοναχός Χρύσανθος Αγιαννανίτης


Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ





Οὖτος ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἦν ἐκ τῆς νήσου Χίου, γεννηθεὶς ἐν ἔτει ᾳωιε΄ (1815), ἐν χωρίῳ οὗ ἡ κλῆσις Δαφνών, 
ἐκ γονέων εὐσεβῶν, Μιχαὴλ καὶ Ἀντωνίας καλουμένων, τοὐπίκλην Φραγκοσκούφη ἤ Μενῆ. 
Τὴν γέννησιν τούτου 
καὶ τὴν μετέπειτα κατὰ Χριστὸν προκοπήν,
 προεῖπε τοῖς γονεῦσιν ὁ ἐν Ἁγίοις Μακάριος ὁ Κορίνθου, ἐπιθυμοῦσι σφόδρα τεκεῖν ἄρρεν, ἄτε μόνο θῆλυ κεκτημένοις. 
Ἀνδρωθεὶς ἐμνηστεύθη νεάνιδί τινι, ἥτις μεταστᾶσα τῶν τῆδε, προείλετο ἀκολουθῆσαι καὶ δουλεῦσαι τῷ Κυρίῳ·
 διὸ καὶ χαίρειν πᾶσιν εἰπών, προσῆλθε τῇ Ἱερᾷ ἤ Νέα κέκληται Μονή, ἔνθα τὸ Μοναχικὸν περιβληθεὶς Σχῆμα,
 ὠνομάσθη Παρθένιος, ἀντὶ Πολυδώρου. 
Ἔνθεν τὸ Ὄρος Πενθόδου καταλαβών, ὤκησεν ἔν τινι σπηλαίῳ, συντονωτάτης ἀσκήσεως ἀγῶνας ἀνύων, 
ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείας καὶ παννύχοις στάσεσι Θεῷ ἀναγόμενος· καὶ καθάρας ἑαυτόν, ἐπλήσθη θείων ἐλλάμψεων 
καὶ μελλόντων τῇ γνώσει πλουτισθείς, προεῖπε πλείστοις τὰ ἐσόμενα,
 ὡς καὶ τὸν μέγαν σεισμὸν τὸν γεγονότα ἐν Χίῳ ἐν ἔτει ᾳωπα΄(1881).


Καὶ τὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Μάρκου ἱερὰν ἀνεγείρας Μονήν, ὅλος φῶς, ἀΰλῳ φωτοχυσίᾳ περιχεόμενος, ὡράθη ἐπαλλήλως τοῖς κενὰ κατ’ αὐτοῦ μελετήσασι. Καὶ πλείστοις ἄλλοις θαύμασι δοξασθείς, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ η΄ (8ῃ) Δεκεμβρίου μηνός, ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳωπγ΄ (1883) τοῖς ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίοις συναφθείς.Ὁ ἅγ. Παρθένιος δὲν ἦτο Ἱερεύς, ἦτο ἁπλὸς Μοναχός. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐμπόδιζε, ὅσους ἐφωτίζοντο ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή Του, νὰ τὸν πλησιάζουν καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογοῦνται τὶς ἁμαρτίες των. Ἐκεῖνος πάλι τοὺς ἄκουγε καὶ τοὺς συμβούλευε, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς ἔλεγε: «Αὐτὰ σὰν συμβουλές, ἀλλὰ τὴν ἄφεσι θὰ τὴν λάβετε ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ Ἱερέα, διότι ἡ Ἱερωσύνη λύνει καὶ δένει τὶς ἁμαρτίες».Κάποτε, πῆγε ἕνας πιστὸς εὐλαβὴς καὶ ἐξωμολογήθη στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος τὸν συμβούλευσε καὶ τὸν βοήθησε στὴν ἠθικὴ πάλη. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ξαναγύρισε πάλι καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο τὴν ἴδια ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Ὁ πιστὸς κάποτε τὸν ρώτησε «καὶ μέχρι πότε Γέροντα θὰ ἐπαναλαμβάνωνται τὰ ἴδια, ἀφοῦ μισῶ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅμως ἐκείνη μὲ κυκλώνει;». Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: «Αὐτὸ εἶναι ἀδελφὲ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς υἱοθεσίας. Πατᾶμε στὴν γῆ καὶ βλέπομε στὸν οὐρανό. Αὐτὸ θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι ποὺ νὰ σὲ σκεπάσῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ βγῇς νικητής. Ὡς τόσο γνώριζε, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει: «Ἔπεσες; Ἐγείρου. Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον. Τὸ ἐμμένειν σατανικόν».

ζωή μας εἶναι μία πάλη, ἕνας ἀγώνας καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι, κανένας δὲν βγαίνει νικητὴς ἄν δὲν τελειώσῃ ὁ ἀγώνας. Ἡ ἀπόγνωσι τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν δαιμόνων καὶ ἡ μετάνοια ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ πάρῃς τὸν στέφανο τῆς ζωῆς. Μὴν παραδίδῃς τὰ ὅπλα ὅταν πέφτῃς, νὰ ξαναεπιτεθῇς πάλι. «Οὐκ ἔστιν ἡπάλη ἡμῶν πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίαςτοῦ σκότους». Ἀγωνίζου νὰ χαροποιήσῃς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους».«Καλὴ νίκη. Σὲ περιμένω νικητή», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν προέπεμψε μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς.Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ὁ Ἅγιος τὰ ἐπιτιμοῦσε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὴνβλασφημία. ῎Ελεγε: «ὅταν βλαστημᾷ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτίθεται κατὰ τοῦἸδίου τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα παραβαίνει τὸν Νόμο τοῦΘεοῦ. Ἄλλο νὰ ἐπιτίθεσαι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄλλο νὰ παραβῇς τὴνπαραγγελία του».Μία γυναῖκα ἀντὶ νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ἔκανε φιδὲ νὰ πάῃ στὸν Ὅσιο. «Γέροντα, σᾶς ἔφερα λίγο φιδέ», τοῦ εἶπε. «Σκουλήκια - τῆς ἀποκρίθηκε - «μοῦ ἔφερες! Τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας δὲν τὸν ζύμωσες; Ἄδειασέ τον». Ὁ καθαρὸς φιδὲς εἶχε γεμίσει σκουλήκια!Παρόμοια περιστατικὰ πολλὰ συνέβησαν στὸν Ἅγιο. Στὸ χωριὸ Θολὸ Ποτάμι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια Μονιώδη. Ἕνα παιδὶ τῆς οἰκογενείας ἔγινε Μοναχὸς στὸν Ἅγιο Μᾶρκο.

μητέρα τοῦ Μοναχοῦ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μετέβαινε στὸ Μοναστῆρι νὰ δῇ τὸ παιδί της καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου. Πάντοτε δὲ κάτι προσέφερε στὸ Μοναστῆρι, σὰν μικρὸ δεῖγμα δωρεᾶς, ἀνάλογο τοῦ ἰσχνοῦ βαλαντίουτ ης. Κάποτε πῆγε φιδέ. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος μόλις ἔπιασε στὸ χέρι του τὸν φιδέ, ἐχαμογέλασε καὶ τῆς λέει: «Τὸν φιδὲ ποὺ μᾶς ἔφερες τὸν ζύμωσες Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό. Ὁ φιδὲς αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτὸς στὸ Μοναστῆρι, πάρε τον καὶ πέταξέ τον στὸ δάσος».Ἔκπληκτη ἡ γραία Μονιώδη συνεμορφώθη πρὸς τὴν διαταγὴν τοῦὉσίου, διότι πράγματι ὁ φιδὲς ζυμώθηκε Κυριακή.Μιὰ ἄλλη Κυριακὴ περνοῦσε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τῶν Νερομύλων, κοντὰ ἀπὸ τὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων. Τότε βλέπει μὲ μεγάλη ἔκπληξι μερικοὺς ἐργάτες νὰ καταπατοῦν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ κτίζουν. Στρέφεται τότε στὸν ἀρχιμάστορα, ὁ ὁποῖος ἦτο νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ: «Ἔ, τοῦ λέει, σήμερα εἶναι Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό, δὲν ἐργάζονται». Τότε ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντάει εἰρωνικά: – «Οἱ παπάδες ποὺ ἡ δουλειά τους εἶναι νὰ ψάλλουν, πῶς δουλεύουν τὴν Κυριακή;». «Ἄντε - τοῦ λέει ὁἍγιος - καὶ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅσο εἶναι, δὲν θὰ ἀνέβῃ παραπάνω». Πράγματι, ἄγνωστες παραμένουν οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἡ ἀνοικοδόμησι ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ σταμάτησε. Μετὰ δὲν τὸ ἀγόρασε κανένας ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἀπὸ εὐλάβεια στὸν Ὅσιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς προφητείας Του, ὅτι δὲν θὰ ἀνέβη παραπάνω.

Μέχρι σήμερα σώζεται ἀτέλειωτο καὶ ἐρείπιο, ἐνῶ διδάσκει τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου.Μία μέρα ὁ Ἅγιος, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆςδιοράσεως, πλησίασε ἕναν Ἐπίτροπο μιᾶς ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἶπε μὲ καταπληκτικὲς λεπτομέρειες τὶς καταχρήσεις τοῦ δικαιώματος τὸ ὁποῖο εἶχε. Ὁ Ἐπίτροπος αὐτὸς ἔκλεψε τὰ χρήματα τῆς ἐκκλησίας κατὰ τρόπον, ποὺ σὲ κανένα δὲν ἄφησε τὴν παραμικρὴ ὑποψία. Τότε ὁὍσιος τοῦ εἶπε καὶ πότε ἔκλεψε καὶ πόσα καὶ πῶς. Ὅλα τοῦ τὰ εἶπε. Τὸν παρακάλεσε γιὰ τὸ καλό του νὰ διορθωθῇ. Ὁ Ἐπίτροπος ἀρνήθηκε ὅτι ἔκλεβε, ἀλλὰ παρηγοροῦσε τὸν λογισμό του ὅ,τι ἔκλεβε γιὰ νὰ βοηθήση τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ συγχρόνως τὸ σήκωνε στὰ χέρια του καὶ στὰ ροῦχα τοῦ παιδιοῦ εἶχε κρύψει τὰ χρήματα. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως προεῖδε τὴν ὀργὴ ποὺ ἐρχόταν. Καὶ προεῖπε: «Ὅποιος τἄχῃ πάνω του τὰ λεφτὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖνος τραβῇ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καταφθάνει». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ προφητεία του εἶχε πραγματοποιηθῆ. Ὁ Ἅγιος τὸ εἶχε προφητεύσει σὰν τιμωρία τοῦ πατέρα. Στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ κλέφτη-πατέρα τὸ ἄκακο παιδὶ ἦταν νεκρό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνθυμίζει τὴν τιμωρία τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ ὅταν ἔλεγανψ έμματα στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο! (βλ. Πράξ. ε΄ 1-12).Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ τσιγάρο ὀνομάζει «βρωμερότατον χόρτον» καὶ ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνεβούλευε τοὺς προσκυνητὲς νὰ μὴν καπνίζουν καὶ ὀνόμαζε τὸ τσιγάρο, ἐφ’ ὅσον βλάπτει τὸ σῶμα - τὸν «ναὸ τοῦ Θεοῦ» - λιβάνι τοῦ διαβόλου. Πίσω ἀπ’ αὐτὸ κρύβεται ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου νὰ πείσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι καταστροφὴ καὶ βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπρέπεια στὴν συμπεριφορὰ τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἀπρέπεια αὐτὴ εἶναι ἀσχημονία προκειμένου περὶ Ἱερέως.

ταν ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνήντησε κάποιον Ἱερέα ποὺ κάπνιζε καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀπέκρυπτε, εἶπε: «Ἐγὼ ξέρω μὲ τί λιβάνι λιβανίζεις! Καλύτερα νὰ μυρίζῃ μόνο λιβάνι ἤ μόνο τσιγάρο, γιατὶ λιβάνι καὶ τσιγάρο δὲν κάνουν ὄμορφη μυρωδιά».Ἤθελε νὰ πῇ ὁ Ἅγιος, ὅτι τὸ κάπνισμα στὸν Ἱερέα δὲν ἁρμόζει καὶ ἄν καπνίζῃ καλύτερα νὰ ἦτο λαϊκός. Ὅλοι παραδέχονται τὶς βλαβερὲς συνέπειες τοῦ καπνοῦ. Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου εἴθε νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἔχουν καλὴ θέλησι.Ἕνας Ἱερεὺς πῆγε στὸν Ἅγιο Παρθένιο καὶ τοῦ παρεπονεῖτο γιὰ τὸν τότε Δεσπότη τῆς Χίου, τὸν μετέπειτα Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, μακαριστὸν Ἀμβρόσιον Κωνσταντινίδην. Ἐνόμισε ὅτι θὰ εὕρισκε σύμφωνο τὸν Ἅγιο. «Γέροντα - τοῦ ἔλεγε - καὶ Σᾶς ἀκόμη ἔστειλε στὸν Τοῦρκο Διοικητή, εἶναι ἄνθρωπος χωρὶς φόβο Θεοῦ» καὶ ἄλλα παρόμοια. Τότε ὁ Ἅγιος Παρθένιος τοῦ ἀπάντησε, σὰν πνευματοφόρος καὶ θεοφόρος Πατήρ: «Πότε, Πάτερ μου, θὰ μάθωμε τὸ μάθημα τῆς Ὑπακοῆς;

Πότε θὰ καταλάβωμε, ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἀντὶ νὰ κάθεσαι τώρα καὶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη μας, ἔπρεπε νὰ εἶσαι γονατιστὸς ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς». «Ἄν θέλῃς ὅποτε ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σὲ ξαναδῶ», τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ἅγιος,«διότι εὑρίσκεσαι πολὺ πίσω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μίλησε στὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Δεσπότη καὶ τότε ἄλλος κόσμος, Πάτερ μου, θὰ βασιλεύσῃ στὴν καρδιά σου, ποὺ ἀκόμα φαίνεται δὲν τὸν γνωρίζεις...». «Δύο πράγματα μᾶς χρειάζονται - ἀπόσωσε ὁ Ἅγιος - παντοῦ καὶ πάντοτε: Προσευχὴ καὶ Ἀγάπη».Ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος ἔμεινε ἐκστατικὸς ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου. Μετὰ ὁ Ἅγιος τὸν συμβούλευσε νὰ πάῃ στὸν Δεσπότη καὶ νὰ πάρῃ συγχώρεσι. Ἐκεῖνος ἔτσι ἔπραξε, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἐπιτίμιο καὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε πῆ «ὅσα ἐποίησε» ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἱερεὺς εἶχε λησμονήσει.Μὲ τὸ προορατικό Του χάρισμα ὁ Ἅγιος εἰσχωροῦσε στὰ σκότη τοῦ παρελθόντος καὶ διέλυε τὴν ὁμίχλη τοῦ μέλλοντος.


Τὸ χάρισμα αὐτὸ πάλι τῆς προοράσεως τὸ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἀπέκρυπταν τὰ ἁμαρτήματά τους, νὰ μετανοήσουν. 
Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν Ἱερέα,
 ὁ Ἅγιος ἐξηκρίβωσε τὸ ἁμάρτημα τῆς μνησικακίας εἰς τὸν Ἐπίσκοπόν του, τὴν ὁποίαν μνησικακία ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος ὀνομάζει λέπραν τῆς ψυχῆς. 
Πολλὲς φορὲς δὲν πρόκειται μόνο περὶ ἀνυπακοῆς εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ καὶ περὶ μνησικακίας. 

Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐθεράπευσε τῆς ψυχικῆς αὐτῆς λέπρας τὸν Ἱερέα. Ἐὰν μνησικακοῦμεν,
 ἀσφαλῶς δὲν εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ! 
Χριστιανὸς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστόν. 
Ἐὰν δὲ οἱ Ἱερεῖς μνησικακοῦν καὶ διὰ τοῦτο δὲν ὑπακούουν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, «οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον»!
 Ἱερεὺς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἱερωσύνην.
 «’Εὰν τὸ φῶς σκότος γένηται, τὸ σκότος πόσον;»!...
Τί μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Ἱερέως ἐκείνου καὶ τοῦ Ἁγίου Παρθενίου! 
Εἴθε νὰ ἀναδείξῃ ὁ Θεὸς καὶ σήμερον μιμητὰς τοῦ Ἁγίου!


Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Ἱεροσολυμίτου τοῦ Χίου
''Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ὁ Χῖος,1815 - 1883
Βίος-Θαύματα-Ἀκολουθία'' 
β΄ ἔκδοσις, Ἱερουσαλὴμ 1995


 Όσιος Παρθένιος ο Χίος


ΕΙΠΕ ΜΟΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ





Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. 
Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.
Λέγει του ὁ Ἅγιος
 "Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τὶ θέλεις";
Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων "Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων".Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος "Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ";
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων "
Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, 
καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου".
Λέγει του ὁ Ἅγιος: 
"Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό"; Λέγει του ὁ Δαίμων:
 "Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος 
ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς,
 καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, 
καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς".


 

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις".Λέγει του ὁ Δαίμων "Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες";Λέγει ὁ Ἅγιος "Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς".Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν.


λλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ' ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. 



τι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε";Λέγει του ὁ Δαίμων - ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου.


λα δι' αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου";Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα".Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των";Λέγει του ὁ Δαίμων "Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. 



Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.


Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;"Λέγει του ὁ Δαίμων "Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλὴν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν".Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;" Λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντὰς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας".



Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο "Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;"Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. 


κεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι` αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι' αὐτούς, τότε δὲ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν,


καὶ πάλιν στέλλει καθ' ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς".


Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος "Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;"Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν."Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;"Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι."Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;"


Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν. 



Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν 
"Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων,
 ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, 
πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς
 νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ".
Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε 
ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, 
ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα,
 καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος,
 καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.



Μέγας Αντώνιος


Print Friendly and PDF