ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ Κ' ΜΝΗΜΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΥΙΟΥ ΔΑΥΙΔ, ΥΙΟΥ ΑΒΡΑΑΜ





ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ



(Κατά Ματθαίον α΄1-25)



Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησεν τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ, Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών, Σαλμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχαζ, Ἀχαζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν, Ἑζεκίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γένεσις οὕτως ἦν· μνηστευθείσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου. Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Βιβλίο της γενεαλογίας τού Ιησού Χριστού, γιου τού Δαβίδ, γιου τού Αβραάμ. Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ και ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ και ο Ιακώβ γέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του και ο Ιούδας γέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά από τη Θάμαρ και ο Φαρές γέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ γέννησε τον Αράμ και ο Αράμ γέννησε τον Αμιναδάβ και ο Αμιναδάβ γέννησε τον Ναασσών και ο Ναασσών γέννησε τον Σαλμών και ο Σαλμών γέννησε τον Βοόζ από τη Ραχάβ και ο Βοόζ γέννησε τον Ωβήδ από τη Ρουθ και ο Ωβήδ γέννησε τον Ιεσσαί και ο Ιεσσαί γέννησε τον Δαβίδ, τον βασιλιά. Και ο βασιλιάς Δαβίδ γέννησε τον Σολομώντα από τη γυναίκα τού Ουρία και ο Σολομώντας γέννησε τον Ροβοάμ και ο Ροβοάμ γέννησε τον Αβιά και ο Αβιά γέννησε τον Ασά και ο Ασά γέννησε τον Ιωσαφάτ και ο Ιωσαφάτ γέννησε τον Ιωράμ και ο Ιωράμ γέννησε τον Οζία και ο Οζίας γέννησε τον Ιωάθαμ και ο Ιωάθαμ γέννησε τον Άχαζ και ο Άχαζ γέννησε τον Εζεκία και ο Εζεκίας γέννησε τον Μανασσή και ο Μανασσής γέννησε τον Αμών και ο Αμών γέννησε τον Ιωσία και ο Ιωσίας γέννησε τον Ιεχονία και τους αδελφούς του, κατά τη μετοικεσία τής Βαβυλώνας. Και μετά τη μετοικεσία τής Βαβυλώνας, ο Ιεχονίας γέννησε τον Σαλαθιήλ και ο Σαλαθιήλ γέννησε τον Ζοροβάβελ και ο Ζοροβάβελ γέννησε τον Αβιούδ και ο Αβιούδ γέννησε τον Ελιακείμ και ο Ελιακείμ γέννησε τον Αζώρ και ο Αζώρ γέννησε τον Σαδώκ και ο Σαδώκ γέννησε τον Αχείμ και ο Αχείμ γέννησε τον Ελιούδ και ο Ελιούδ γέννησε τον Ελεάζαρ και ο Ελεάζαρ γέννησε τον Ματθάν και ο Ματθάν γέννησε τον Ιακώβ και ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, τον άνδρα τής Μαρίας, από την οποία γεννήθηκε ο Ιησούς, που λέγεται Χριστός. Όλες, λοιπόν, οι γενεές από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ είναι 14 γενεές και από τον Δαβίδ μέχρι τη μετοικεσία τής Βαβυλώνας είναι 14 γενεές και από τη μετοικεσία τής Βαβυλώνας μέχρι τον Χριστό είναι 14 γενεές. Και η γέννηση του Ιησού Χριστού ήταν ως εξής: Αφού η μητέρα του Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ, πριν βρεθούν μαζί, βρέθηκε έγκυος, από το Άγιο Πνεύμα. Και ο άνδρας της, ο Ιωσήφ, επειδή ήταν δίκαιος, και μη θέλοντας να την εκθέσει δημόσια, θέλησε να τη διώξει κρυφά. Και ενώ αυτός τα συλλογίστηκε αυτά, ξάφνου, ένας άγγελος του Κυρίου, παρουσιάστηκε σ' αυτόν σε όνειρο, λέγοντας: Ιωσήφ, γιε τού Δαβίδ, μη φοβηθείς να παραλάβεις τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου επειδή, αυτό που γεννήθηκε μέσα της είναι από το Άγιο Πνεύμα και θα γεννήσει έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ιησού επειδή, αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες τους. Και όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε από τον Κύριο διαμέσου τού προφήτη, που έλεγε: «Δέστε, η παρθένος θα συλλάβει, και θα γεννήσει έναν γιο, και θα αποκαλέσουν το όνομά του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», που ερμηνευόμενο σημαίνει: Μαζί μας είναι ο Θεός. Και όταν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε τη γυναίκα του. Και δεν τη γνώριζε, μέχρις ότου γέννησε τον πρωτότοκο γιο της και αποκάλεσε το όνομά του ΙΗΣΟΥ.



ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ & ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΟΜΙΛΙΑ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (2022)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ - ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΩΝ ΜΑΤΘ.1,1-25 ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑ


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΑΡΔΑΚΑ: ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (2020)


ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ: Η ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ


ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


 ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ - ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ: ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΑΡΔΑΚΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (2021)


Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ, ΦΥΛΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ


ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΙΣΤΗ ΠΑΝΤΑ ΝΙΚΑ!


ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (2022)


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΙΡΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΗΣΕΩΣ




Ειρμός ωδής α': «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».


Από ποιον άλλο πρέπει να ζητούν άρτους όσοι τους χρειάζονται, παρά από τον αρτοπωλητή; Ή από ποιον πρέπει να λαμβάνουν οίνο όσοι τον στερούνται, παρά από τον οινοπώλη; Αλλά και όσοι έχουν ανάγκη από χρυσό νόμισμα και ασημένιο, από ποιον άλλο πρέπει να το ζητούν, παρά μόνο από τον αργυραμοιβό; Έτσι παρόμοια και όσοι θέλουν να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τις εορτές του Χριστού, από ποιον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, παρά από τον πανηγυριστή τους και εγκωμιαστή τους, τον μέγα, λέω, στην θεολογία, Γρηγόριο;


Διότι αυτός ο κατεξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνο στόλισε τις δεσποτικές εορτές με τους δικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλά επέτρεψε και στους μεταγενέστερους να κλέβουν τα δικά του λόγια και ποιήματα με μία κλοπή επαινετή και ακατηγόρητη, την οποία, όποιος εργάζεται, όχι μόνο δεν ντρέπεται, όπως οι κλέπτες των άλλων πραγμάτων, αλλά αντιθέτως με την κλοπή αυτή στολίζεται. Τι λέω; Ο Γρηγόριος αυτός νους της Θεολογίας δεν επέτρεψε μόνο στους μεταγενεστέρους να κλέβουν τους δικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφία ανεκδιήγητη να φάγουν ακόρεστα τον νοητό άρτο της σοφία του, ο οποίος στηρίζει την ψυχή και να πιουν τον γνωστικό του οίνο, ο οποίος ευφραίνει την καρδιά, φωνάζοντας με δυνατή φωνή άλλοτε εκείνα τα λόγια της Σοφίας:


«λθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν(: Ελάτε να φάτε από τους άρτους μου και να πιείτε από τον οίνο μου το οποίο εγώ σας έχω κεράσει)»[Παρ.9,5]· άλλοτε πάλι εκείνα τα της ασματίζουσας νύφης: «Φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί(: Φάτε, φίλοι μου, και πιείτε και ευφρανθείτε, αδελφοί μου, όσο θέλετε και όσο μπορείτε)»[Ασμ.5,1] και άλλοτε εκείνα του Ησαΐου: «Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ(:Εσείς των οποίων η ψυχή διψά, πηγαίνετε στο πνευματικό ύδωρ που τρέχει στην νέα Ιερουσαλήμ· και όσοι δεν έχετε χρήματα να αγοράσετε, βαδίστε με θάρρος προς αυτήν και προμηθευτείτε χωρίς χρήματα, χωρίς να καταβάλλετε κάποιο αντίτιμο, οίνο και βούτυρο)»[Ησ. 55,1].


Γι'αυτό και ο θεσπέσιος Κοσμάς[ο Μελωδός], ο των ιερών εορτών ασματογράφος και μουσηγέτης, προκειμένου να πανηγυρίσει τα σωτήρια Γενέθλια του Κυρίου αυτολεξεί δανείσθηκε όλον τον παρόντα Ειρμό από τον αναφερθέντα μέγα πανηγυριστή και εγκωμιαστή των εορτών Θεολόγο. Διότι εκείνος ως εξής αρχίζει το εγκώμιό του στην του Χριστού Γέννηση: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ».


Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Νικήτα τον σχολιαστή του Θεολόγου και τον Πτωχό Πρόδρομο, τον εξηγητή των Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλώνει κυρίως το συναμφότερο· δηλαδή τον Θεό μαζί και άνθρωπο[Γι'αυτό είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστός για την Θεότητα ονομάστηκε δηλαδή· διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητας, όχι ενέργεια που αγιάζει, σύμφωνα με τους άλλους χριστούς, και με την παρουσία όλου του Χρίοντος· έργο αυτής είναι «ἄνθρωπον ἀκοῦσαι τό χρῖον καί Θεοῦ τό χριόμενον»-Λόγος β΄περί Υιού]· καταχρηστικά όμως άλλοτε μεν αυτό δηλώνει την Θεότητα μόνο του Χριστού, άλλοτε πάλι την ανθρωπότητά Του· διότι εξαιτίας της απόλυτης και καθ’ υπόστασιν ενώσεως των δύο φύσεων, με ένα και το αυτό όνομα, δηλαδή το Χριστός και οι δύο ονομάζονται φύσεις.


Όταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λένε εδώ ««Χριστὸς γεννᾶται» και «Χριστὸς ἐπὶ γῆς», τότε το Χριστός δηλώνει το Θεάνθρωπος· επειδή Θεός και άνθρωπος γεννήθηκε από την Παρθένο και Θεός και άνθρωπος φάνηκε επάνω στη γη[Γι'αυτό δεν κάνουν σωστά εκείνοι που κατηγορούν το Θεοτοκίο εκείνο, που λέει: «Ἴθυνε πρός ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος», διότι τάχα δεν είναι σωστό· διότι το «σαρκωθείς» που λέχθηκε δηλώνει χρόνο περασμένο, δηλαδή ότι αυτός που γεννήθηκε από εσένα ήταν Θεός μαζί και άνθρωπος, και όχι Θεός γυμνός, όπως ισχυρίζονταν όσοι έλεγαν ότι κατά φαντασίαν ο Χριστός επεδήμησε· δηλαδή οι Μανιχαίοι· ούτε ήταν άνθρωπος ψιλός, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Έτσι και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπε: «Δεν γέννησε Θεό ασώματο, ούτε πάλι άνθρωπο ψιλό προήγαγε(δηλαδή γέννησε) η αγνή Κόρη και σεμνή, αλλά άνθρωπο τέλειο και αψευδή, τέλειο Θεό».


Επεξηγηματικό πάλι του «σαρκωθείς» είναι το Θεός και άνθρωπος, δηλαδή προς την σύνταξη, διότι η μετοχή ῥεύσαντα δεν έπρεπε να συνταχθεί με την αιτιατική τον Αδάμ, επειδή βρίσκεται πολύ μακριά, αλλά με την δοτική «τῇ Εὔᾳ», επειδή είναι πλησιέστερη κα να πει «ῥευσάσῃ ζωῆς»· αλλ’ ίσως είπε «ρεύσαντα» εξαιτίας του μέλους] · όταν όμως λένε «Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν», τότε ο Χριστός, δηλώνει μόνον τον Θεό, όχι όμως και τον άνθρωπο· διότι ο Κύριος δεν κατέβηκε από τους ουρανούς φορώντας την ανθρώπινη φύση, όπως φλυαρούν οι φρενοβλαβείς Απολιναριστές, εναντίον των οποίων είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Εάν κανείς ισχυρίζεται ότι η σάρκα κατέβηκε από τον ουρανό και ότι δεν προήλθε και από εμάς, ας είναι ανάθεμα»(Επιστολή α΄προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβηκε με γυμνή την Θεότητα και έτσι από τα καθαρά αίματα της Αειπαρθένου Μαρίας την ανθρώπινη φύση προσέλαβε, και την ένωσε με την δική Του υπόσταση, γενόμενος τέλειος άνθρωπος.


«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε»: «Ο Χριστός λοιπόν», λέει, «γεννάται σήμερον· οπότε εσείς οι Άγγελοι-διότι προς αυτούς στρέφει τον λόγο- οι οποίοι για την Γέννηση του Κυρίου αινείτε τον Θεό και λέτε: ‘’Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη’’[Λουκ.2,14], ‘’δοξάσατε’’· δηλαδή δοξολογήστε και τώρα τον Θεό. Λέει δε το «δοξάσατε» και προς όσους χρησιμοποιούν αγγελική ζωή σε ανθρώπινο και υλικό σώμα, παρακινώντας να δοξολογήσουν και αυτοί τον γεννηθέντα Δεσπότη.


«Ο Χριστός, δηλαδή ο Θεός, ήλθε ή κατέβηκε από τους ουρανούς. Λοιπόν εσείς οι δίκαιοι»- διότι προς αυτούς επιστρέφει τον λόγο- «προϋπαντήστε Τον, μιμούμενοι τον δίκαιο Συμεών, ο οποίος συνάντησε τον Κύριο, όταν προσφερόταν στον ναό»· διότι γνώρισμα αχαρίστων δούλων είναι το να μη βγαίνουν σε προϋπάντηση του δικού τους Κυρίου, όταν Αυτός έρχεται προς αυτούς, για να τους προϋπαντήσει. Δανείστηκε λοιπόν αυτό ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον αποστολικό εκείνο λόγο ο οποίος λέγει: «Τότε και ἡμεῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα(:Έπειτα εμείς που θα είμαστε τότε ακόμη στη ζωή, συγχρόνως και μαζί με αυτούς, θα αρπαχτούμε με σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μετέωροι στον αέρα, μεταξύ ουρανού και γης. Κι έτσι, αφού ανεβούμε μαζί Του στον ουρανό, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17].


«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε»: Στη συνέχεια λέει ότι «ο Χριστός», δηλαδή ο Θεάνθρωπος, «φάνηκε επάνω στη γη. Λοιπόν εσείς οι άνθρωποι που είστε επάνω στη γη, ανυψωθείτε από τα γήινα, φρονώντας τα υψηλά και μετεωριζόμενοι με τα πτερά της Πράξεως και της Θεωρίας»· διότι γι΄αυτό κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να ανέβουν στους Ουρανούς όσοι βρίσκονται στη γη. Επειδή με άλλον τρόπο δεν μπορούσε να γίνει ένωση Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε ο Θεός λίγο από το δικό Του ύψος και δεν ανέβαινε ο άνθρωπος επάνω από τη δική του ταπεινότητα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Έπρεπε αφενός μεν να κατέβει ο Θεός προς εμάς, αφετέρου δε να ανέβουμε εμείς, και έτσι να γίνει κοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους, αφού θα ενωθεί η αξία τους. Όσο όμως το καθένα παραμένει στη θέση του, το μεν ένα εξαιτίας της υπεροχής, το δε άλλο εξαιτίας της ταπεινώσεως, άμικτη είναι η αγαθότητα και το φιλάνθρωπο ακοινώνητο»(Λόγος εις την Πεντηκοστήν).


Είπε σύμφωνος με αυτά και ο θεοφόρος Μάξιμος[ο Ομολογητής]: «Ποτέ δεν μπορεί η ψυχή να εκταθεί προς την γνώση του Θεού, εάν ο ίδιος ο Θεός από συγκατάβαση δεν την πλησιάσει και δεν την οδηγήσει προς τον εαυτό Του· διότι δεν μπορούσε ανθρώπινος νους να αναδράμει τόσο πολύ, ώστε να αντιληφθεί την θεία έλλαμψη, εάν Αυτός ο Θεός δεν τον ανέσυρε προς τον εαυτό Του, όσο μπορεί να ανασύρει τον άνθρωπο προς τον εαυτό Του και να τον καταφωτίσει με τις θεϊκές αυγές»(Κεφ. λα΄της α΄εκατοντ. των Θεολογικών). Αλλ’ όμως και ο άνθρωπος πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, για να ανεβαίνει προς τον Θεό. Γι'αυτό ο ίδιος ο θεσπέσιος Μάξιμος λέει:


«Λένε ότι ο Θεός και ο άνθρωπος είναι παραδείγματα ο ένας του άλλου και σε τόσο βαθμό ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος, όσο μπόρεσε ο άνθρωπος από αγάπη να θεοποιήσει τον εαυτό του, και τόσο ο άνθρωπος αρπάζεται κατά τον νου από τον Θεό, για να γνωριστεί από Αυτόν, όσο ο άνθρωπος φανέρωσε τον αόρατο από την φύση Θεό με τις αρετές του»(Κεφ.οδ΄της ζ’ εκατοντ. των Θεολογικών). Επίσης, σε άλλο κεφάλαιο λέει: «Αυτός που έγινε άνθρωπος χωρίς την αμαρτία, είναι φανερό ότι θα θεοποιήσει την φύση χωρίς τη μεταβολή σε Θεότητα, και τόσο θα την ανυψώσει για τον εαυτό του, όσο Αυτός για τον άνθρωπο κατέβασε τον εαυτό Του»(Κεφ.ξβ΄της γ΄εκατοντ. των Θεολογικών).


Το δε «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» το δανείστηκε ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον 95ο Ψαλμό του Δαβίδ, στίχος 1, διότι εκεί αναφέρεται αυτό κατά λέξη(«Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ(: Ψάλατε προς δόξαν του Κυρίου άσμα νέο, δια του οποίου να ανυμνούνται οι νέες προς ευεργεσίες του. Ψάλατε προς ύμνο του Κυρίου ολόκληρη η χώρα της Παλαιστίνης)» [Ψαλμ.95,1]. Προσαρμόζεται όμως το ρητό αυτό και στον παρόντα Ειρμό, για να φανερωθεί, ότι αυτός είναι της πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται». Γι΄αυτό σύμφωνα με την Ωδή αυτή, λέει και ο Μελωδός: «Άσατε στον γεννηθέντα Χριστό όλη η γη· δηλαδή όλοι οι άνθρωποι, που κατοικείτε στη γη. Αλλά και εσείς οι διάφοροι λαοί των εθνικών υμνήστε Τον, όχι με οκνηρία και λύπη ψυχής, αλλά με προθυμία και ευφροσύνη καρδιάς· διότι Αυτός είναι δοξασμένος».


Γιατί όμως είπε ότι ο Χριστός «γεννᾶται» γεννάται και όχι «ἐγεννήθη»; Διότι δεν γεννιέται κάθε χρόνο, αλλά μία φορά γεννήθηκε. Και απαντούμε με τον Πτωχό Πρόδρομο ότι οι ρήτορες συνηθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα σε χρόνο ενεστώτα, για να δείξουν ως παρόντα στους οφθαλμούς των ακροατών, και στη συνέχεια να τους κάνουν περισσότερο θεατές παρά ακροατές. Ή, σύμφωνα με τον Νικήτα, είπε ότι γεννάται ο Χριστός τη σημερινή ημέρα, επειδή την ίδια εκείνη ημέρα, κατά την οποία γεννήθηκε ο Χριστός, την επαναφέρει ο ήλιος κάθε έτος με την κυκλοφορία του. Αλλά και εσύ, αδελφέ, μην πάψεις να δοξολογείς τον γεννηθέντα Χριστό, όχι μόνο με λόγια, αλλά πολύ περισσότερο με έργα. Πρόλαβε ακόμη και να Τον συναντήσεις, όταν κατεβαίνει από τον Ουρανό με την Θεωρία προς Αυτόν· υψώσου από την γη και τα γήινα για την αγάπη Εκείνου που για χάρη σου κατέβηκε στη γη, ψάλλε σε Αυτόν άσμα καινό, όπως σε παρακινεί ο Δαβίδ· ψάλλε όμως πολλά και ακόρεστα άσματα και μη χόρταινε ψάλλοντας. Εάν έτσι ψάλλεις, θα σε θυμηθεί ο Κύριος, προς τον Οποίο ψάλλεις και θα σε ελεήσει, όπως σε διαβεβαιώνει ο Ησαΐας: «Πολλὰ ᾆσον, ἵνα σου μνεία γένηται»[Ησ. 23,16].


Ειρμός ωδής γ΄: «Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι ἀῥῥεύστως Υἱῷ καὶ ἐπ' ἐσχάτων ἐκ Παρθένου σαρκωθέντι ἀσπόρως Χριστῷ τῷ Θεῷ βοήσωμεν· Ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν ἅγιος εἶ, Κύριε».


Από την προφήτιδα Άννα, την μητέρα Σαμουήλ του προφήτη και ποιήτρια της τρίτης Ωδής, δανείστηκε ο Μελωδός τον παρόντα Ειρμό· διότι εκείνη είπε τα λόγια αυτά προς τον Θεό ευχαριστώντας, διότι ενώ προηγουμένως ήταν στείρα, γέννησε ύστερα· δηλαδή το «ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου»[Α΄Βασ.2,1: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου(:Η πληγωμένη και ταραγμένη καρδιά μου πήρε δύναμη από τον Κύριο και στερεώθηκε. Με την βοήθεια του Θεού μου εξυψώθηκε η δύναμη και η δόξα μου. Άνοιξε το στόμα μου και μπορώ πλέον να ομιλώ ελεύθερα προς τους εχθρούς μου, που με περιφρονούσαν για την ατεκνία μου. Γέμισα από χαρά για την λύτρωση που μου χάρισες, Κύριε)»] και το «οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου»[Α΄Βασ.2,2: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου(:διότι κανένας άλλος δεν είναι τόσο άγιος, όπως ο Κύριος, και κανείς δεν είναι τόσο δίκαιος, όπως ο Θεός μας. Δεν υπάρχει κανείς άγιος εκτός από Σένα, Κύριε)»].


Οπότε τα λόγια αυτά παίρνοντας από αυτήν ο ιεράρχης Κοσμάς τα επιστρέφει στον λαό των Χριστιανών και με προτρεπτικό σχήμα λέει προς αυτόν: «Ω λαέ των Χριστιανών, ελάτε να φωνάξουμε προς τον Χριστό τον Θεό μας, ο Οποίος γεννήθηκε μεν αρρεύστως και απαθώς από τον αγέννητο Πατέρα προ πάντων των αιώνων[Οι αἰῶνες, σύμφωνα με τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, είναι νοητά κτίσματα[Κεφάλαιο ξη΄των θεολογικών], γι'αυτό είπε και ο Παύλος: «δι' οὗ-του Υιού δηλαδή- καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν- ο Πατήρ δηλαδή. Περιλαμβάνει ο αιώνας τα αΐδια και αθάνατα· δηλαδή τους νοερούς Αγγέλους, όπως και ο χρόνος περιλαμβάνει τα θνητά κτίσματα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ό,τι είναι για μας ο χρόνος, ο οποίος μετριέται με την φορά του Ηλίου, αυτό στα αΐδια είναι ο αἰώνας»(Λόγος στην Χριστού Γέννηση).


Ο Θεός όμως είναι προ των αιώνων και υπέρ τους αιώνας· γι'αυτό στη συνέχεια λέγεται προαιώνιος και υπεραιώνιος)», χωρίς κανένα αίτιο τελικό προς τα έξω κτίσματα, όπως είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος]· «Τό μέν ὢν -ο Υιός- καί ἀεί ὢν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος -δηλαδή του Πατρός- ὑπέρ αἰτίαν καί λόγον· οὐδέ γάρ ἦν τοῦ Λόγου λόγος ἀνώτερος»[Λόγος στην Χριστού Γέννηση]· σαρκώθηκε όμως ο Ίδιος από την Παρθένο χωρίς σπορά ανδρός, για την δική μας σωτηρία. Και τι να φωνάξουμε προς τον Χριστό; Εκείνα τα ευχαριστήρια λόγια, που πριν από εμάς είπε δυνατά η στείρα και Προφήτιδα Άννα: Δηλαδή «Εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο Οποίος ύψωσες και δόξασες το κέρας ημών των ανθρώπων, δηλαδή τη δική μας δόξα και δύναμη, με την δική Σου ενανθρώπηση».


Ειρμός ωδής δ΄: «῾Ράβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας· ἐξ ὄρους ὁ αἰνετὸς κατασκίου δασέος ἦλθες σαρκωθεὶς ἐξ ἀπειράνδρου ὁ ἄϋλος καὶ Θεός· δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε».


Ο Προφήτης Ησαΐας προφητεύοντας για τον Χριστό είπε σε χρόνο μέλλοντα: «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (:Από τη γενεαλογική ρίζα του Ιεσσαί θα φυτρώσει κλωνάρι και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»[Ησ. 11,1], ο δε ιερός Κοσμάς βλέποντας να εκπληρώνεται με τα γεγονότα η προφητεία αυτή, δεν την αναφέρει με ρήματα μέλλοντος χρόνου, αλλά περασμένου· διότι δεν λέει: «Ἐξελεύσεται ῥάβδος», ή «ἀναβήσεται ἄνθος», αλλά λέει ότι από μεν την ρίζα του Ιεσσαί ράβδος εξήλθε·(διότι αυτό ρήμα λείπει και εννοείται έξωθεν) «ῥάβδος» δε, δηλαδή «κλάδος», είναι η αειπάρθενος Θεοτόκος, η οποία εξήλθε από τη ρίζα, δηλαδή από την φυλή του Ιούδα, από την οποία εξήλθε και ο Ιεσσαί, ο πατήρ του Βασιλέως Δαβίδ. Οπότε η Θεοτόκος και από την βασιλική φυλή του Ιούδα καταγόταν και από το βασιλικό γένος του Δαβίδ, από εκείνην μεν νωρίτερα και μακρύτερα, ενώ από αυτό προσεχέστερα και κοντύτερα. «Από την ράβδο πάλι και από τον κλάδο αυτόν, δηλαδή από την Παρθένο, Εσύ, Χριστέ, αναβλάστησες ως ένα άνθος ευωδέστατο, αειθαλές και αμάραντο».


Διότι όπως από τη ρίζα του δένδρου βλαστάνει ο κορμός και από τον κορμό βλαστάνει ο κλάδος και από τον κλάδο βλαστάνει το άνθος και από το άνθος γίνεται ο καρπός, έτσι και από την ρίζα της φυλής του Ιούδα βλάστησε ο κορμός, δηλαδή το γένος του Δαβίδ· από δε το γένος του Δαβίδ βλάστησε η Θεοτόκος ως ράβδος και κλάδος, και από την Θεοτόκο βλάστησε ο Χριστός ως άνθος, από δε τον Χριστό βλάστησε ο γλυκύτατος και χαριέστατος καρπός· δηλαδή η σωτηρία του κόσμου. Μερικοί είπαν ότι το «ἐξ αὐτῆς» εννοείται και για την ρίζα, δηλαδή από αυτή την ρίζα του Ιεσσαί βλάστησε άνθος ο Χριστός, ακολουθώντας το παραπάνω χωρίο του Ησαΐα που λέει: «καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (:και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»». Ώστε ο Δεσπότης Χριστός προσεχώς βλάστησε από την Παρθένο, από μακριά όμως βλάστησε από την φυλή του Ιούδα, σύμφωνα με την προφητεία, που είπε γι’ αυτήν ο Πατριάρχης Ιακώβ: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν(:Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»[Γέν.49,10].


Αναφέρει στη συνέχεια ο θεσπέσιος Μελωδός και το ρητό του Προφήτη Αββακούμ, το οποίο λέει: «Ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος(:Ο Παντοκράτωρ Θεός θα έλθει με δόξα και μεγαλοπρέπεια από την Θαιμάν, «από τα νότια»· ο Άγιος θα έλθει από πυκνό και βαθύσκιο όρος)» [Αββακούμ 3,3] και αυτό πολύ σωστά το προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως, και σε αυτήν την τέταρτη Ωδή, της οποία ποιητής είναι ο Αββακούμ. Λέει λοιπόν: «Εσύ, Χριστέ, ο άυλος ὤν Θεός και από όλους ανυμνούμενος, ήλθες και σαρκώθηκες από εκείνην που δεν έχει πείρα ανδρός, την Θεοτόκο-διότι αυτό δηλώνει το ἀπείρανδρος-, σαν από βουνό δασύ και κατάσκιο».


Βουνό δασύ και κατάσκιο είναι η Θεοτόκος· βουνό λέγεται διότι, όπως το όρος και το βουνό ούτε οργώνεται, ούτε γεωργείται, ούτε σπέρνεται από ανθρώπους, αλλά αυτοφυώς και αγεώργητα βλαστάνει τα υψηλά δένδρα και τα χαμόκλαδα και το χορτάρι, έτσι και η Θεοτόκος ασπόρως και αγεωργήτως βλάστησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ως δέντρο υψηλό, για το ύψος της Θεότητος, ως χαμόκλαδο όμως, για την ταπεινότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και ως χόρτο, διότι τρέφει όσους πιστεύουν σε Αυτόν. Δασύ δε βουνό λέγεται η Θεοτόκος, διότι σύμφωνα με τον Ιερό Θεοφύλακτο Βουλγαρίας στην ερμηνεία του Αββακούμ, σίδερος(:λογισμός πονηρός) δεν ανέβηκε σε αυτήν, ο οποίος να γεννά σκουριά(:μολυσμό και φθορά πάθους σαρκικού), ούτε χέρι ανθρώπινο, για να κόψει την παρθενία της, όπως στο δασύ βουνό δεν μπαίνει τσεκούρι, ούτε χέρι ανθρώπου κόβει τα ξύλα του λόγω της μεγάλης πυκνότητας.


Σχεδόν τα ίδια λέει και ο Ζωναράς στην ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου. Γι'αυτό και ο Δανιήλ σωστά είπε για το όρος αυτό της Παρθένου: «Ἐθεώρουν ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν(:Έβλεπα και το παρατηρούσα εκστατικός μέχρις ότου λίθος αποκόπηκε από το όρος χωρίς την επέμβαση ανθρωπίνου χεριού)»[Δαν.2,34] Διότι τόσο η Θεοτόκος ήταν καταπυκνωμένη κυκλικά ως προς την ψυχή και το σώμα από τις αρετές και τις θείες και υπερφυσικές χάριτες, ώστε δεν βρήκε ούτε την παραμικρή είσοδο ο διάβολος, για να βάλει στον πανάγιό της νου κάποια προσβολή πονηρού λογισμού. Κατάσκιο πάλι βουνό είναι η Θεοτόκος, διότι επισκίασε σε αυτήν του Υψίστου η δύναμη, ο Υιός του Θεού. Διότι λέει: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι(:Θα έλθει σε σένα το Πνεύμα το Άγιο. Αυτό θα σε καθαρίσει από το προπατορικό αμάρτημα και θα σε εξαγιάσει. Και η δύναμη του Υψίστου θα ρίξει τη δημιουργική και προστατευτική σκέπη της πάνω σου)»[Λουκά 1,35]· όπως και Ανδρέας ο Κρήτης λέει στον Ευαγγελισμό. Προσθέτει δε τελευταίο ο Μελωδός το «Δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε» ως χαρακτηριστικό της τετάρτης Ωδής.


Ειρμός ωδής ε΄: « Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πατὴρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης Βουλῆς σου τὸν Ἄγγελον εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν· ὅθεν θεογνωσίας πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες, ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμέν σε, Φιλάνθρωπε».


Από πολλά ρητά των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμό ο ιεράρχης Κοσμάς· διότι το μεν «Θεὸς εἰρήνης» δανείστηκε από την προς Φιλιππησίους επιστολή, η οποία λέει: «Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν(:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός της ειρήνης, θα είναι μαζί σας)»[Φιλιπ.4,9]· όμοια και από το 16ο κεφάλαιο στίχ.20 της προς Ρωμαίους [:«Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει(:Κι ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα συντρίψει γρήγορα κάτω από τα πόδια σας τον σατανά, που είναι ο αίτιος των διαιρέσεων και των σκανδάλων)»] και από το 13ο κεφάλαιο, στίχοι 20-21 της προς Εβραίους:


« δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων (:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός και νομοθέτης της ειρήνης, ο οποίος ανέστησε εκ νεκρών τον μεγάλο ποιμένα των πνευματικών προβάτων προκειμένου να εισέλθει στον ουρανό και να προσφέρει εκεί ως εξιλαστήριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επικυρώθηκε διαθήκη αιώνια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δηλαδή, εύχομαι να σας τελειοποιήσει σε κάθε αγαθό έργο, ώστε να κάνετε το θέλημά Του. Αυτός να ενεργήσει στο εσωτερικό σας εκείνο που είναι αρεστό ενώπιόν Του διαμέσου της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν)»].


Το δε «πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν» δανείστηκε από την Β΄ προς Κορινθίους, κεφ.1, στίχος 3[:«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως(:Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο οποίος είναι Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ως προς τη θεία του φύση, αλλά και Θεός του ως προς την ανθρώπινη φύση του. Ας είναι δοξασμένος, διότι αυτός είναι Πατέρας και πηγή ελέους και ευσπλαχνίας, και Θεός που χορηγεί κάθε παρηγοριά)»]· το δε «τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν ἄγγελον» δανείστηκε από τον Ησαΐα, ο οποίος λέει για τον Χριστό: «Καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς ἄγγελος(:θα καλείται το όνομα Αυτού αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού)» [Ησ.9,6].


Την φράση «εἰρήνην παρεχόμενον» δανείστηκε από τον Ιωάννη, ο οποίος λέει «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν(:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)» [Ιω.14,27] και από τον Παύλο, ο οποίος είπε «Χριστός ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας ἀμφότερα ἐν, ὁ καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας(:Πλησιάσατε και τον Θεό και τις διαθήκες του με το αίμα του Χριστού, διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα.


Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε)» [Εφ.2,14], το δε «φῶς τῆς θεογνωσίας» λήφθηκε από τον Αββακούμ, όπου λέει: «Καί φέγγος αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται(:Η λάμψη και η ακτινοβολία της άπειρης δόξας Του δεν θα είναι αμυδρή και ασθενής, αλλά θα είναι άκρατη, αμιγής και ισχυρή, όπως το καθαρότατο φως. Στα χέρια Του κρατεί δύναμη ακαταγώνιστη. Την άπειρη αγάπη Του συνδύασε κατά πάνσοφο τρόπο με την ακατάβλητη δύναμή Του)»[Αββακούμ, 3,4] · το δε «ἐκ νυκτός ὀρθρίζοντες» παραλήφθηκε από τον Ησαΐα, που λέει: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μοῦ πρός σε, ὁ Θεός(: Τόσο πολύ Σε ποθούμε, ώστε από την νύκτα αγρυπνεί νωρίς το πνεύμα μου καταφεύγοντας σε Σένα, Θεέ μου, διότι τα προστάγματά Σου είναι φως επί της γης)» [Ησ.26,9]. Από τόσες λοιπόν ρήσεις, αφού συγκρότησε το τροπάριο αυτό ο Μελωδός, έπειτα επιστρέφοντας προς τον Θεό και Πατέρα, λέει προς Αυτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, Εσύ Θεός όντας της ειρήνης και Πατήρ των οικτιρμών, απέστειλες προς εμάς τον Μονογενή Σου Υιό, τον Άγγελο –μηνυτή- γενόμενο της μεγάλης και προαιώνιας και άρρητης βουλής Σου, η οποία αναφέρεται στην ένσαρκο Οικονομία Του».


Είπε ο θεοφόρος Μάξιμος· «Μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός είναι το αποσιωπημένο και άγνωστο της Οικονομίας μυστήριο, το οποίο απεκάλυψε με την σάρκωση ο Μονογενής Υιός, Άγγελος γενόμενος της μεγάλης και προαιώνιας βουλής του Θεού. Γίνεται της μεγάλης του Θεού βουλής Άγγελος, αυτός ο οποίος γνώρισε τον λόγο του Μυστηρίου και τόσο ανυψώνεται με το έργο και τον λόγο, μέχρις ότου φθάσει σε Αυτόν, ο οποίος τόσο πολύ κατέβηκε προς Αυτόν»[κεφ. κδ΄της β΄εκατον. των Θεολογικών]. Το δε «ἀπέστειλας» (:ευδόκησες να έλθει προς εμάς ο Υιός Σου) είπε ο Μελωδός, διότι η αποστολή του Υιού την ευδοκία δηλώνει του Πατρός, όπως εννόησε ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος(Λόγος στην Χριστού Γέννησιν). Το δε «εὐδοκία» πάλι σημαίνει το προηγούμενο θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, διότι δεν ήταν επόμενο, αλλά προηγούμενο θέλημα Θεού η ένσαρκος Οικονομία του Θεού Λόγου. Γιατί όμως «απέστειλες τον Υιό Σου, Πάτερ Θεέ;».


Για να δώσει σε εμάς ειρήνη, για να ειρηνοποιήσει εμάς πρώτα με τον Θεό, δεύτερον με τους αγγέλους, προς τους οποίους είχαμε μάχη, τρίτο με τους ομοφύλους μας ανθρώπους· διότι και μεταξύ μας είχαμε μάχες, και τέταρτο με τον εαυτό μας. Αδιάφορο είναι το παρεχόμενο, διότι η ακρίβεια απαιτούσε να γράφεται «παρεξόμενον», επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, όπως είναι και το «ἀπέστειλας» με μετοχή μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού απαρεμφάτου[Σημειώνουμε εδώ τον φοβερό λόγο που λέει ο θεσπέσιος Μάξιμος, ότι, αν και συμφιλίωσε και ειρήνευσε εμάς με τον Πατέρα ο Υιός, όσο όμως εμείς δουλεύουμε στα πάθη και στον διάβολο, ειρήνη και φιλία δεν έχουμε με τον Θεό· διότι λέει τα εξής: «Είναι αδύνατο να γίνουμε φίλοι του Θεού, την στιγμή που στασιάζουμε εναντίον Του με τα πάθη και ανεχόμαστε να πληρώνουμε φόρο στον τύραννο και φονέα των ψυχών διάβολο, χωρίς προηγουμένως να έχουμε καν πολεμήσει τον πονηρό. Διότι μέχρι τότε είμαστε εχθροί και πολεμούμε τον Θεό, έστω και αν αποδίδουμε στον εαυτό μας την πλαστή ονομασία του πιστού, όσο δηλαδή θέλουμε να δουλεύουμε στα πάθη της ατιμίας. Και από την ειρήνη του κόσμου δεν θα κερδίσουμε κανένα όφελος, εάν η ψυχή μας βρίσκεται σε κακή κατάσταση και στασιάζει εναντίον του ίδιου του Δημιουργού της και δεν ανέχεται να υπαχθεί κάτω από την βασιλική εξουσία Του, όντας ακόμη πουλημένη σε μύριους σκληρούς τυράννους» (κεφ. μα΄ της Γ΄ εκατοντάδος των Θεολογικών)].


«Από δε την ένσαρκο παρουσία του Υιού Σου –συνεχίζει ο Μελωδός- εμείς τα πλανεμένα έθνη οδηγηθήκαμε στο φως της γνώσεως του Θεού, δηλαδή της ευσέβειας και πίστεως». Γι’ αυτό «ἐκ νυκτός ὀρθρίζοντες» · δηλαδή από την πλάνη και ασέβεια, αφού ήλθαμε στην ευσέβεια, Σε δοξολογούμε, φιλάνθρωπε Κύριε. Και είπε αυτό για να δείξει ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ο ποιητής είναι ο Ησαΐας ο οποίος είπε: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μοῦ πρός σε, ὁ Θεός», όπως προλέχθηκε. Εδώ προτείνει μία απορία ο Θεόδωρος ο ερμηνευτής των Κανόνων, λέγοντας: «Επειδή η ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια αντίθετα είναι ημέρα· γιατί ο Ησαΐας και ο Μελωδός δεν είπαν, ότι από την νύκτα ήλθαν στην ημέρα, αλλά στον όρθρο;».


Αυτήν λοιπόν την απορία λύνοντας αυτός, λέει: «Όπως κατά την νύκτα δεν βλέπει καθόλου ο οφθαλμός, ενώ αντιθέτως την ημέρα βλέπει καθαρά και απλανώς, στον δε όρθρο βλέπει μεν λίγο, όχι όμως καθαρά· διότι είναι κάτι το ενδιάμεσο ο όρθρος της νύκτας και της ημέρας, και ούτε εντελώς σκοτεινός, όπως η νύκτα, ούτε εντελώς φωτεινός, όπως η ημέρα· έτσι νύκτα σκοτεινή και ασέληνη είναι η ασέβεια και όσοι βρίσκονται στην ασέβεια, ενώ ημέρα ολόφωτη είναι η αιώνια κατάσταση κατά τον μέλλοντα αιώνα και η δόξα που πρόκειται να αποκαλυφτεί στους Αγίους και η γνώση των μυστηρίων· όρθρος πάλι είναι κατάσταση των ευσεβών που ζουν κατά τον παρόντα αιώνα· διότι σε αυτήν την κατάσταση όντες οι ευσεβείς και Άγιοι, δεν μπορούν να θεωρήσουν τρανά και καθαρά τα θεία Μυστήρια, διότι εμποδίζονται από το σκέπασμα του υλικού αυτού και παχέος σώματος».


Γι'αυτό ο μεν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους: «Βλέπομεν ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ, πρόσωπον πρός πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δέ ἐπιγνώσομαι, καθώς καί ἐπεγνώσθην(:Διότι τώρα βλέπουμε σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη θαμπά και με τόση ατέλεια, ώστε να μας μένουν πολλά αινίγματα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Τότε όμως θα δούμε φανερά και καθαρά, διότι θα δούμε κατευθείαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο τέλεια με γνώριζε ο παντογνώστης Κύριος, όταν ενεργούσε την επιστροφή μου και με καλούσε στο αποστολικό αξίωμα)»[Α΄Κορ. 13,12]· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Τά ἐνταῦθα δευτέρας ἐλλάμψεως» · και αλλού: «Για να βλέπουμε καθαρά την μακάρια Τριάδα, της οποίας τώρα δεχόμαστε μέτριες τις εκφάνσεις», και στον λόγο στην του Χριστού Γέννηση λέει: «Εδώ με πείθει το μέτριο φέγγος της αλήθειας, λαμπρότητα Θεού και να ιδώ και να πάθω (στον μέλλοντα αιώνα δηλαδή)».


Εάν όμως απορεί κάποιος, πώς ο Παύλος γράφοντας προς τους Ρωμαίους είπε: «Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός· ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:Ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας, που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλα όπλα τα φωτεινά έργα της αρετής· όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα, που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι κι εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)» [Ρωμ.13,12]. Σε αυτόν απαντούμε, ότι δεν είπε ο Παύλος «ἐν ἡμέρᾳ» αλλά «ὡς ἐν ἡμέρᾳ» · το δε «ὡς», ομοιωματικό μόριο είναι και δηλώνει ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέρα· όπως είναι και αυτό που λέχθηκε για τον Προφήτη Ηλία:


«νελήφθη ὡς εἰς Οὐρανόν» δηλώνει ότι ανέβη, όχι στον ουρανό, αλλά σε υψηλότερο μέρος της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ημέρα μεν δεν είναι, ως ημέρα όμως και είναι και λέγεται· διότι και αυτός επιτρέπει στον οφθαλμό να βλέπει, όχι όμως καθαρά όπως η ημέρα, αλλά με τρόπο που είναι ενδιάμεσος της νύκτας και της ημέρας, όπως είπαμε[Ο δε Κύριος αντίθετα, «ἡμέρα» ονόμασε την παρούσα ζωή, ενώ νύκτα την μέλλουσα, λέγοντας τα εξής: «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός μέ ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»[Ιω.9,4], το οποίο ερμηνεύοντας ο Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός λέει: «ἕως ἡμέρα ἐστίν» σημαίνει όσο διαρκεί ο παρών καιρός, όσο διαρκεί η ζωή αυτή, όσο μπορούν οι άνθρωποι να εργάζονται· έρχεται ο μελλοντικός αιώνας, όταν κανένας πλέον δεν μπορεί να εργάζεται «τό πιστεύειν εἰς ἐμέ» · διότι ο παρών καιρός είναι καιρός εργασίας, ενώ ο μελλοντικός είναι καιρός ανταποδόσεως. Το ότι πάλι εδώ εργασία λέει την του πιστεύειν, είναι φανερό από του να πει «οπίσω». Αυτό είναι έργο του Θεού, να πιστέψετε σε Εκείνον που απέστειλε Εκείνος.


Ο μεν Χριστός λοιπόν, «ἡμέρα» ονόμασε τον παρόντα αιώνα εξαιτίας της εργασίας, ενώ «νύκτα» τον μέλλοντα αιώνα εξαιτίας της ανεργίας, ο δε Παύλος αντίθετα, νύκτα τον παρόντα αιώνα λέγει για την πλάνη και την άγνοια και το σκότος των παθών, ενώ ημέρα τον μέλλοντα, επειδή δεν έχει τίποτε από αυτά· διότι λέει: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικε» [Ρωμ.13,12](Τόμος Δ΄της ερμηνείας των Ευαγγελιστών). Εάν όμως ακριβέστερα εννοηθεί το ρητό: «Ἡ προκύψασα νύξ καί ἡ ἐγγίζουσα ἡμέρα», δεν φαίνεται να είναι καθαρή ημέρα, αλλά σαν κάποιος όρθρος].


Ειρμός ωδής ς΄: «Σπλάχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο· τῇ Παρθένῳ δὲ ἐνοικήσας ὁ Λόγος καὶ σάρκα λαβὼν διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον· ἧς γὰρ οὐχ ὑπέστη ῥεύσεως, τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον».


Ποιος δεν θαύμαζε την σοφή διάνοια του ιερού αυτού Μελωδού; Διότι αυτός τον ένα και τον ίδιο Προφήτη Ιωνά χρησιμοποιεί για διάφορες υποθέσεις. Και πρώτα βέβαια πολύ σωστά τον χρησιμοποίησε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, παρομοιάζοντάς τον με τον τύπο του Σταυρού, τώρα πάλι τον χρησιμοποιεί στην υπόθεση της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού. Και την μεν διαμονή του στην κοιλιά του κήτους παρομοιάζει με την σύλληψη του εμβρύου, την δε έξοδο από το κήτος την παρομοιάζει με την Γέννηση του εμβρύου[Βλέπε και στην ερμηνεία του τροπαρίου της στ΄ωδής του ιαμβικού κανόνος των Θεοφανείων ο οποίος λέει:


«κ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος», για να μάθεις πως ο Ιωνάς παρομοιάζεται με το έμβρυο από τον Αλεξανδρείας θεσπέσιο Κύριλλο]. Γι'αυτό λέει, ότι ο «ἐνάλιος θήρ(:το κήτος της θάλασσας)» που δέχτηκε στην κοιλιά του τον Ιωνά και τον φύλαξε, όπως η μητέρα δέχεται στην κοιλιά της το έμβρυο και το φυλάγει, στο τέλος το ξέρασε από τα σπλάχνα του, αλλά τόσο σώο και αβλαβή ξέρασε, όπως σώος και αβλαβής ήταν, όταν τον δέχθηκε προηγουμένως στα σπλάχνα του. Ο μεν Ιωνάς λοιπόν με αυτόν τον τρόπο δέχθηκε και ξεράσθηκε από το κήτος, ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος, αφού εισήλθε με υπερφυσικό τρόπο στην κοιλιά της Παρθένου, και έλαβε σάρκα από τα πανάχραντά της αίματα «διελήλυθε»(:γεννήθηκε) φυλάγοντας αβλαβή και αδιάφθορη την κοιλιά, που τον δέχθηκε και τον γέννησε, δηλαδή, την άφησε Παρθένο, όπως την βρήκε Παρθένο και όταν εισήλθε.


Γι'αυτό ως προς αυτό το σημείο φαίνεται ότι είναι ενάντιο, κατά κάποιον τρόπο, το παράδειγμα του Ιωνά με την εκ της Παρθένου Γέννηση του Κυρίου, διότι εκεί μεν τον κυοφορούμενο Ιωνά τον φύλαγε αβλαβή το κήτος, που τον κυοφορούσε με την παντοδύναμη χάρη του Θεού· εδώ όμως κυοφορούμενος στην κοιλιά της Παρθένου ο Θεός Λόγος, Αυτός μάλλον φύλαξε αβλαβή αυτήν που Τον κυοφορούσε, μη διαφθείροντας τα κλείθρα της Παρθενίας της. Διότι όπως ο Υιός του Θεού, ο Οποίος γεννήθηκε στον ουρανό από τον Πατέρα προ αιώνων, ως Θεός δεν υπέμεινε κανένα πάθος και ρεύση και φθορά, διότι «ἀπαθῶς καί ἀρρεύστως προῆλθεν ἐκ τοῦ Πατρός», όπως ο λόγος από τον νου· έτσι αυτός ο Ίδιος ο Οποίος γεννήθηκε κάτω στους εσχάτους χρόνους, ως άνθρωπος, διαφύλαξε αβλαβή και χωρίς καμία φθορά την Θεοτόκο, η οποία Τον γέννησε. Έτσι η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος με την ια΄Πράξη της με τον λίβελλο της Πίστεως Σωφρονίου Ιεροσολύμων την ανακήρυξε Παρθένον «πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον», που σημαίνει «ἀειπάρθενον».


Αλλά και ο θεσπέσιος Επιφάνιος [αίρεσις ιη΄], λέει: «Ποιος ποτέ λέγοντας Μαρία διερωτήθηκε, δεν πρόσθεσε την Παρθένο;». Έτσι ο Χριστός και κατά τις δύο Γεννήσεις απαθής φάνηκε και άρρευστος, διότι ούτε ο Πατήρ γεννώντας Τον έπαθε κάτι, ούτε η μήτηρ. Και για να πω καθαρότερα, όπως ο Υιός του Θεού έγινε Υιός ανθρώπου ατρέπτως, δηλαδή χωρίς να υποστεί αλλοίωση από την δική Του φύση και θεότητα, ή να λάβει καμία αλλοίωση και ρεύση, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο, ο οποίος λέει: «Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, χωρίς να μεταβάλλει εκείνο που ήταν, διότι είναι άτρεπτος, αλλά αφού προσέλαβε αυτό που δεν ήταν, διότι είναι φιλάνθρωπος»[Λόγος εις τα Φώτα], έτσι και αυτήν που Τον έτεκε την διαφύλαξε άτρεπτη και αβλαβή, διότι αυτή χωρίς να τραπεί από την κατά φύση παρθενία που είχε, προσέλαβε εκείνο που δεν είχε, δηλαδή την υπέρ φύση μητρότητα. Γι'αυτό και ο Θεοφόρος Μάξιμος είπε: «Όπως δηλαδή Εκείνος, όταν έγινε άνθρωπος ούτε την φύση Του άλλαξε, ούτε την δύναμή Του άλλαξε, έτσι εκείνην που Τον γέννησε και Μητέρα την κάνει και Παρθένο την διατηρεί, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα το θαύμα με το θαύμα και μην κρύβοντας το ένα με το άλλο»[Κεφ.θ΄, της γ΄εκατοντ. των γνωστικών].


Λέει και ο Βρυέννιος Ιωσήφ: «Ποια φάνηκε ποτέ Μητέρα του Θεού των Πατέρων; Ποια συγχρόνως και πλάστη και πλάσμα συνέλαβε; Ποια, και συλλαμβάνοντας Υιό και κυοφορώντας και τίκτοντας, δεν απέβαλε το να είναι Παρθένος; Πριν από την σύλληψη Παρθένος· κατά την σύλληψη Παρθένος· κατά την κύηση Παρθένος και «ἐν τῷ τίκτειν» Παρθένος· και μετά τον τοκετό πάλι Παρθένος και πάντοτε Αειπάρθενος· διότι αυτή η οποία σε όλο τον χρόνο της ζωής της και ως προς την όραση και την γεύση και την ακοή και την αφή και την όσφρηση και τον νου και την διάνοια και την δόξα και την φαντασία και την αίσθηση και, με έναν λόγο, με όλες της τις δυνάμεις της και τις ψυχικές και τις σωματικές τήρησε όλο τον εαυτό της άβατο στους ρυπαρούς λογισμούς, πολύ φυσικά θα μπορούσε να λέγεται Αειπάρθενος. Γι'αυτό δεν εμπόδισε καθόλου την υπόθεση αυτή της παρθενίας η υπερφυσική κυοφορία· ούτε το να είναι Αειπάρθενος εμπόδισε ο θείος Τόκος· ούτε η σύλληψις προξένησε βλάβη στη μήτρα, ούτε ο τοκετός διέφθειρε αυτήν που έτεκε»[Λόγος Γ΄εις τον Ευαγγελισμόν].


Ειρμός ωδής ζ΄: «Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρὸς ἀπειλὴν οὐκ ἐπτοήθησαν, ἀλλ' ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ἑστῶτες ἔψαλλον· Ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».


Για τους τρεις Παίδες είπε ο θεσπέσιος Κοσμάς στον προηγούμενο Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού και εμείς εξηγήσαμε τα σχετικά με εκείνον εκεί. Αλλά και στον παρόντα Κανόνα σε αυτήν εβδόμη ωδή λέει γι’ αυτούς ο ίδιος ασματογράφος τα εξής: ότι «οι τρεις εκείνοι άγιοι Παίδες, επειδή ανατράφηκαν με ευσέβεια στον Θεό, η οποία είναι η εξαπλούμενη και ευρυνόμενη αντίληψις των θείων πραγμάτων με υψηλότερη γνώση και θεωρία», την οποία ο Σολομώντας ορίζοντας είπε: «Εὐσέβεια εἰς Θεόν ἀρχή αἰσθήσεως» [Παρ.1,7]· «επειδή», λέω, «ανατράφηκαν ευσεβώς, γι'αυτό καταφρόνησαν την δυσσεβή και βλάσφημη προσταγή του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος ήθελε να προσκυνηθεί ως θεός με την εικόνα που έστησε στην πεδιάδα την λεγόμενη Δεηρά.


Λοιπόν, όχι μόνο καταφρόνησαν την προσταγή του Βασιλιά, αλλά και την απειλή που τους έκανε ο ίδιος Βασιλιάς, ότι θα τους βάλει στην κάμινο του πυρός, δεν την φοβήθηκαν καθόλου». Με το «πυρός ἀπειλήν» μπορεί να εννοηθεί και ο καταπληκτικός ήχος του πυρός, ο οποίος προξενεί φόβο σε όσους το ακούν για το επταπλάσιο της καύσεως. Οπότε στεκόμενοι στο μέσο της φλόγας -συνεχίζει ο Μελωδός- όχι μόνο δεν λυπούνταν, αλλά και τόση υπερβολική χαρά δοκίμαζαν, ώστε από την μεγάλη τους χαρά έψαλλαν λέγοντας: «Συ, ο Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Συ είσαι ευλογητός και δοξασμένος στους αιώνες». Ο λόγος δε αυτός είναι χαρακτηριστικό της εβδόμης ωδής.


Ειρμός ωδής η΄: «Θαύματος ὑπερφυοῦς ἡ δροσοβόλος ἐξεικόνισε κάμινος τύπον· οὐ γὰρ οὓς ἐδέξατο φλέγει νέους, ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς θεότητος Παρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν. Διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν· εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».


Ευφυέστατα προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως το θαύμα της βαβυλωνίας καμίνου ο θεσπέσιος Μελωδός με τον παρόντα Ειρμό· διότι λέει ότι η βαβυλωνία εκείνη και χαλδαϊκή κάμινος, η οποία ήταν δροσερή και όχι φλογερή, προεικόνιζε τον τύπο της κατά σάρκα Γεννήσεως του Δεσπότου Χριστού από την Παρθένο. Διότι, όπως η κάμινος εκείνη, αν και ήταν καμένη επταπλάσια με τόση ύλη φωτιάς, δεν κατέκαυσε όμως τους τρεις νέους παίδες, τους οποίους δέχθηκε μέσα στον εαυτό της, έτσι και το πυρ της Θεότητος του Μονογενούς Υιού δεν κατάκαψε την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, μέσα στην οποία εισήλθε, αλλά την διεφύλαξε άφλεκτη και αβλαβή.


Ο τύπος αυτός της καμίνου είναι αντίστροφος με το πρωτότυπο· δηλαδή με την εκ Παρθένου Γέννηση του Σωτήρα· διότι εκείνη η χαλδαϊκή κάμινος, η οποία προετύπωνε την μήτρα της Θεοτόκου, έχοντας μέσα την φωτιά, δεν έκαυσε τους νέους που δέχθηκε· ενώ εδώ ο Υιός του Θεού, ο Οποίος έγινε δεκτός από την μήτρα της Παρθένου, έχοντας το πυρ, ή για να πούμε καλύτερα, ο Ίδιος όντας πυρ αυτόχρημα, δεν κατάκαυσε την μήτρα που Τον δέχθηκε· και πολύ σωστά το έκανε αυτό, διότι, επειδή ο Θεός πυρ είναι και λέγεται «καταναλίσκον»· διότι λέει: «Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί»[Δευτ.4,24]· διότι καταναλίσκει την μοχθηρία και την αμαρτία, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο· γι'αυτό πώς ήταν δυνατό να κατακαύσει την Παρθένο, στην οποία δεν βρισκόταν κανένα ίχνος αμαρτίας ή ρυπαρότητας, ούτε προπατορικής -διότι καθαρίστηκε η Παρθένος από την αμαρτία αυτή από την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, κατά τον καιρό του Ευαγγελισμού, όπως η κοινή γνώμη των ιερών Θεολόγων δογματίζει-, αλλά ούτε προαιρετικής;


Διότι όπως αυτό το πυρ, το οποίο υπηρετεί τις ανάγκες μας και γι'αυτό λέγεται «διακονικό», δεν υπερβαίνει τους όρους και τα μέτρα της καυστικής του δυνάμεως, τα οποία έλαβε από τον Δημιουργό, αλλά καίει μεν αυτό ξύλα και λινάρι και καλάμι και όλα όσα είναι δεκτικά της καύσεως εκείνου, δεν καίει όμως από μεν τα ζώα την ψυχρότατη σαλαμάνδρα[Γι'αυτό η πόλις του Παρισιού έχει ως σημαία την σαλαμάνδρα ανάμεσα στην φλόγα με αυτήν την επιγραφή: «Περικυκλοῦμαι, ἀλλ΄ οὐ φλέγομαι» (Κεφ. κθ’ του Πολιτικού Θεάτρου)], από τα ξύλα το φυτό το καλούμενο «λάριξ»[ Γι΄ αυτό, αναφέρει ο Πλίνιος, ότι όταν ριφθεί ο λάριξ στην φωτιά, αντιστέκεται σε αυτήν σαν να ήταν πέτρα. Γι'αυτό ο Καίσαρ πηγαίνοντας στην πόλη Γαζγόβοια, βρήκε εκεί έναν πύργο, που ήταν κατασκευασμένος από αυτό το ξύλο και πρόσταξε να τον κατακαύσουν, αλλά η φλόγα περικύκλωσε τον πύργο, αλλά δεν του προξένησε καμία φθορά(κεφάλαιο κθ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], από δε τους λίθους την πέτρα, που λέγεται «παντάρβη»[ Λένε οι Φυσικοί ότι και ο λίθος ο καλούμενος Άσβεστος, ο οποίος βγαίνει στην Αρκαδία σιδηροχρώματος, όταν μία φορά ανάψει από το πυρ, ποτέ δεν σβήνει,


και αν ακόμη ρίξει κανείς επάνω του όλα των ποταμών τα νερά· παραμένει δε χωρίς να κατακαίγεται από αυτό, έχοντας το πυρ από κάποιον απόρρητο λόγο της φύσεως(βλέπε Κεφάλαιο κδ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], διότι όταν πέσει σε αυτά το πυρ, λησμονεί, με κάποιον τρόπο, την φυσική του καυστική δύναμη και τα διαφυλάττει άφλεκτα αυτά, έτσι και ο Θεός, το πυρ το άυλο και αναλωτικό της αμαρτίας, όπου βρει αμαρτία, εκεί ενεργεί και την κατακαίει, όπου όμως δεν βρίσκει αμαρτία, εκεί δεν καίει, αλλά μάλλον δροσίζει. Έτσι δεν έφλεξε και το άσπιλο και άγιο σώμα της Παρθένου, επειδή δεν βρήκε σε αυτό καμία ύλη και αμαρτία, η οποία κατακαίγεται από το θεϊκό πυρ. Συμπληρώνει ακόμη στη συνέχεια ο Μελωδός, ότι επειδή εμείς αξιωθήκαμε να δούμε αυτό το θαυμάσιο, γι'αυτό ας το ανυμνήσουμε και ας το μελωδήσουμε λέγοντας «Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τόν Κύριον, καί ὑπερυψούτω εἰς πάντας τούς αἰῶνας», το οποίο είναι λόγος χαρακτηριστικός της ογδόης Ωδής.


Ειρμός ωδὴς θ΄: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον! Oὐρανὸν τὸ σπήλαιον· θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».


Το προοίμιο του παρόντος Ειρμού αυτολεξεί δανείστηκε ο Μελωδός από τον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου που αναφέρεται στην Γέννηση του Κυρίου, όπου ως εξής προλογίζει η ρητορική εκείνη και εύλαλη γλώσσα: «Μυστήριο ξένο και παράδοξο βλέπω»[Ο λόγος αυτός σώζεται στον Ε’ τόμο της εν Ετόνη εκδόσεως]. Μιμήθηκε ο Μελωδός εδώ και τον διορατικό εκείνο Προφήτη Αββακούμ, ο οποίος λέει: «Ἐπὶ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν (: Θα σταθώ επάνω στην προφητική μου σκοπιά και θα ανέβω επάνω σε πέτρα στερεά, ασάλευτη και υψηλή και από εκεί θα αποβλέψω και θα προσέξω για να δω)»[Αβ.2,1]· διότι, αφού στάθηκε και αυτός στην δική του «φυλακή», δηλαδή στην προσοχή του νου και ανέβηκε στην καρδιά, όπως επάνω σε πέτρα, με νοερή επιστροφή και σύνεση, από εκεί θεώρησε με την ενέργεια του Πνεύματος την εκ Παρθένου απόρρητη Γέννηση του Σωτήρος.


Γι'αυτό, αφού κατεπλάγη το ακατάληπτο Μυστήριο, αναβόησε αυτήν την θαυμαστική φωνή λέγοντας: «Μυστήριον ξένον ὀρῷ καί παράδοξον». Κατόπιν εξηγώντας ποιο είναι το Μυστήριο, λέει: «Βλέπω ότι το γήινο και ζοφερό σπήλαιο έγινε υψηλός και λαμπρός ουρανός· διότι ο υπερούσιος Λόγος του Πατρός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς και δοξολογείται ακατάπαυστα από χιλιάδες Αγγέλων και μυριάδες Αρχαγγέλων, καταδέχθηκε να γεννηθεί και να κατοικήσει μέσα σε αυτό· βλέπω ότι η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, η οποία έχει υλικό σώμα, έγινε θρόνος Χερουβικός, διότι Εκείνος που αναπαύεται επάνω στον ένδοξο θρόνο και στα νώτα των πολυομμάτων και άυλων Χερουβίμ, θρονιάστηκε μέσα στην άχραντη κοιλιά και επάνω στις αγκάλες της Παρθένου και αναπαύθηκε· βλέπω ότι η ευτελέστατη και μικρότατη φάτνη έγινε τόπος ενδοξότατος και πολυχωρότατος· διότι ο Θεός, ο Οποίος είναι πανταχού αχώρητος ως προς την θεότητα, ἀνεκλίθη(πλάγιασε) επάνω σε αυτήν ως προς την ανθρωπότητα». Γι’ αυτό και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζοντας στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως είπε: «Εάν υπάρχει κάποιος Ουρανός των Ουρανών και εάν υπάρχουν υπερώα ύδατος που στεγάζουν τα ουράνια, και εάν υπάρχει κάποιος τόπος ή στάσις ή τάξις υπερκόσμια, δεν έχει τίποτε περισσότερο άξιο θαυμασμού από το σπήλαιο και από την φάτνη από τα βρεφικά περιρραντήρια και σπάργανα ούτε θειότερο».


Ο δε μέγας Αθανάσιος είπε τα ωραία αυτά: «Ο οικίσκος, όπου αποκύησε η Παρθένος δέχθηκε τον τύπο της Εκκλησίας· όπου θυσιαστήριο είναι η φάτνη, εφημερευτής ο Ιωσήφ, κληρικοί οι Μάγοι, διάκονοι οι Ποιμένες, ιερείς οι Άγγελοι· Αρχιερέας ο Κύριος· θρόνος η Παρθένος· κρατήρες οι μαστοί· αναβόλαιο η ενανθρώπηση, ριπιστήρες τα Χερουβίμ· δίσκος, το Πνεύμα το Άγιο, δισκοκάλυμμα ο Πατήρ, επισκιάζοντας όλα με την δύναμή Του»[Στον πρώτο λόγο του Ευαγγελισμού στον Ιωσήφ τον Βρυέννιο].


«Αλλά θεσπέσιε Κοσμά», μπορούσε να του πει κανείς απορώντας, «για το σπήλαιο δίκαια ένιωσες κατάπληξη, διότι αυτό, ενώ είναι γήινο έγινε Ουρανός· παρόμοια και για την φάτνη· διότι αυτή ενώ είναι μικρή, έγινε χωρίο ευρύχωρο του αχωρήτου· και στη συνέχεια η ομοίωση αυτών έγινε από τα κατώτερα στα ανώτερα· για την Παρθένο δεν εξεπλάγης δίκαια, ονομάζοντάς την θρόνο Χερουβικό· επειδή η ομοίωσή της έγινε από τα ανώτερα στα κατώτερα· διότι αυτή είναι ασύγκριτα τιμιώτερη από τα Χερουβίμ· γι'αυτό ο Μονογενής Υιός του Θεού αφού κατέβηκε από τον άγιο θρόνο των Χερουβίμ, ενθρονίστηκε σε αγιότερο και τιμιότερο θρόνο, την Παρθένο». Η λύση λοιπόν της απορίας είναι αυτή· ότι ίσως ως προς αυτό είπε ο ιερός Μελωδός, θρόνο Χερουβικό την Παρθένο, η οποία είναι τιμιώτερη από τα Χερουβίμ, επειδή υλικό και παχύ σώμα έχοντας, ως προς την καθαρότητα και κατά την υψηλότατη σοφία και γνώση του Θεού, εξισωνόταν με τα άυλα πολυόμματα Χερουβίμ, διότι Χερουβίμ «πλήθος γνώσεως και έκχυσις σοφίας» ερμηνεύεται, σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος







ΠΗΓΕΣ:


Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία στους ασματικούς κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, Τόμος Α΄, σελίδες 130-134,139-140,144-146,152-155,158-160,163-164,169-170,175-176, Έκδοσις : Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος, 2018.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
Π. Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old_testament/contents.asp&main=OldTes
https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=new_testament/contents.asp&main= *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 25.12.2023 πολ. ημ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 



Αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου:



ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ



«Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαι τῷ ῎Αχαζ λέγων· αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος. καὶ εἶπεν ῎Αχαζ· οὐ μὴ αἰτήσω οὐδ᾿ οὐ μὴ πειράσω Κύριον. καὶ εἶπεν· ἀκούσατε δή, οἶκος Δαυίδ· μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε ἀγῶνα; διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ(:και μίλησε και πάλι ο Κύριος προς τον Άχαζ και είπε: “Ζήτησε προς πληροφόρησή σου από τον Κύριο τον Θεό σου κάποιο θαύμα, είτε στο βάθος της γης και ακόμη πιο κάτω, είτε στο ύψος του ουρανού”. Και είπε ο Άχαζ: “Δεν θα ζητήσω σημείο, ούτε θα υποβάλω σε πειρασμό τον Κύριο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βεβαίωσή Του. Και είπε ο Προφήτης: “Ακούστε λοιπόν εσείς, που αποτελείτε τον βασιλικό οίκο του Δαβίδ: Μήπως είναι μικρό πράγμα να παρέχετε στενοχωρίες και κόπους σε ανθρώπους απεσταλμένους από τον Θεό, όπως είναι οι Προφήτες; Και πώς λοιπόν τολμάτε με την απιστία σας να στενοχωρείτε τον Θεό; Για τον λόγο αυτόν θα δώσει μόνος Του Αυτός ο ίδιος ο Κύριος σε σας θαύμα υπερφυσικό: ιδού, η Παρθένος υπερφυώς θα συλλάβει στη γαστέρα της και θα γεννήσει Υιό και θα καλέσετε το όνομά Του Εμμανουήλ, δηλαδή “μαζί μας ο Θεός”)» [Ησ. 7,10-16]


Είναι μεγάλη η συγκατάβαση του Θεού και η αγνωμοσύνη του βασιλιά (Άχαζ)· διότι έπρεπε αυτός ακούγοντας τον προφήτη να μην αμφιβάλλει καθόλου για τα όσα λέχθηκαν· αλλά και αν ακόμα αμφέβαλλε, θα έπρεπε να πιστέψει λαμβάνοντας θαύμα, πράγμα που είχαν κάνει πολλοί από τους Ιουδαίους. Καθόσον ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος, ούτε αυτό παρέλειψε να κάνει πολλές φορές για εκείνους που ήταν πνευματικά δύσκαμπτοι, σύρονταν κάτω και ήταν προσηλωμένοι στη γη, πράγμα που έκανε στην περίπτωση του Γεδεών[πρβ. Κριτ. 6,16-24 και 36-40]. Επειδή λοιπόν ήταν πνευματικά ο πιο κατώτερος από όλους και πάρα πολύ βραδυκίνητος στα πνευματικά, πρόσεχε πόση συγκατάβαση δείχνει πάλι ο Θεός. Αυτός τον προσελκύει και τον προτρέπει να ζητήσει θαύμα· αν και βέβαια ούτε αυτό ήταν μικρό θαύμα, το να φανερώσει τις απόκρυφες σκέψεις αυτού, να αποκαλύψει όλες τις διαθέσεις του, και να φανερώσει την υποκρισία του.


Πράγματι, επειδή ο μεν προφήτης είπε: «Για να πιστέψεις, ζήτησε κάποιο θαύμα», εκείνος όμως, υποκρινόμενος τον υπερβολικά πιστό, έλεγε: «Δεν θα ζητήσω, ούτε θα θέσω σε πειρασμό τον Κύριο», πρόσεχε με πόση μεγάλη σφοδρότητα προσθέτει ο προφήτης τον διαχωρισμό, καθιστώντας πολύ σωστά μετά την απόδειξη της υποκρισίας βαρύτερη την κατηγορία.Γι΄αυτό λοιπόν από εκείνον μεν δεν ζητά ούτε καν απάντηση, ενώ στρέφεται προς τον λαό και λέγει: «ἀκούσατε δή, οἶκος Δαυίδ· Μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε ἀγῶνα; (:Ακούστε όλοι οι άνθρωποι της βασιλικής οικογένειας του Δαβίδ· μήπως είναι μικρό πράγμα το να στενοχωρείτε τους ανθρώπους; Και πώς τολμάτε να στενοχωρείτε τον Κύριο;)»[Ησ.7,13].


Δεν είναι σαφή τα λόγια αυτά· γι΄αυτό λοιπόν πρέπει να αναλύσουμε αυτά με μεγάλη προσοχή. Πράγματι αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Μήπως τα λόγια αυτά είναι δικά μου; Μήπως η απόφαση είναι δική μου; Και εάν το να μην πιστεύουμε στους ανθρώπους έτσι απλά και χωρίς λόγο είναι βαρύ και άξιο κατηγοριών, πολύ περισσότερο είναι βαρύ όταν αυτό συμβαίνει στον Θεό». Το «ἀγώνα παρέχειν» λοιπόν τίποτε άλλο δεν σημαίνει, παρά απιστία. «Αυτό λοιπόν», λέγει, «μήπως είναι μικρό έγκλημα; Μήπως είναι τυχαία κατηγορία το να απιστεί κάποιος στους ανθρώπους; Εάν λοιπόν αυτό είναι βαρύ, πολύ περισσότερο βαρύ είναι το να απιστεί στον Θεό». Και αυτό λοιπόν το έλεγε για να μάθουν όλοι ότι ο προφήτης δεν εξαπατήθηκε και ότι δεν ξεγελάστηκε από τα λόγια που άκουσε, αλλά έβγαλε την απόφαση από τις σκέψεις που υπήρχαν μέσα στον νου του Άχαζ.


Αυτό και ο Χριστός έκανε πολλές φορές όπως λένε τα ευαγγέλια. Πριν δηλαδή παρουσιάσει την απόδειξη από τα θαύματα, αποκαλύπτοντας την κακία των Ιουδαίων που κυριαρχούσε μέσα στη σκέψη τους, παρουσίαζε με τον τρόπο αυτόν όχι πιο μικρό θαύμα, πράγμα που συνέβηκε στην περίπτωση του παραλυτικού. Επειδή δηλαδή είπε προς αυτόν: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (:“Έχε θάρρος, παιδί μου˙ σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου”)» [Ματθ.9,2], εκείνοι όμως έλεγαν μέσα τους: «Οὗτος βλασφημεῖ(:Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνο ο Θεός έχει)» [Ματθ.9,3], λέγει προτού να συσφίξει τα μέλη του παραλυτικού:


«να τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;(: Γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες;)»[Ματθ.9,4], παρέχοντας αυτό σαν μέγιστη απόδειξη της θεότητάς Του, το ότι γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις της διάνοιας. Διότι λέγει: «Σὺ μονώτατος οἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων(: Εσύ μόνο ως παντογνώστης και καρδιογνώστης γνωρίζεις το εσωτερικό της καρδιάς όλων των ανθρώπων)» [Γ΄Βασ. 8,39]. Και ο Δαβίδ πάλι λέγει: «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός(:διότι Εσύ, Θεέ μου, εξετάζεις στα βάθη των καρδιών τους τις σκέψεις τους και τα απόκρυφα συναισθήματά τους στους νεφρούς)» [Ψαλμ.7,10]. Αυτή τη δυνατότητα γνώσεως πολλές φορές ο Θεός έδινε και στους προφήτες, για να μαθαίνουν οι ακροατές τους, ότι τίποτε από τα λόγια τους δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά όλη η απόφαση προερχόταν επάνω από τον ουρανό.


Γι' αυτό και ο μεγαλοφωνότατος αυτός Ησαΐας, επειδή με μεγάλη επιείκεια συνομίλησε με τον βασιλιά, τον απάλλαξε από τα κακά, τον πρότρεψε να έχει θάρρος για τα παρόντα, και του παρουσίασε αποδείξεις γι’ αυτά, αποκαλύπτοντάς του την απόφαση εκείνων που εκστράτευσαν εναντίον τους, ελέγχοντας την προδοσία, προλέγοντας τη γενική και ολοκληρωτική άλωση του Ισραήλ, προσθέτοντας μάλιστα και τον χρόνο πραγματοποιήσεως αυτής, και δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά προχωρεί και παρά πέρα, και δεν περιμένει να ζητήσει αυτός θαύμα, αλλά και επειδή εξαιτίας της υπερβολικής απιστίας του δεν θέλει να ζητήσει, προτρέπεται να ζητήσει· και δεν προτρέπεται απλώς, αλλά και αφήνεται κύριος στο να εκλέξει αυτό· διότι δεν λέγει: αυτό και αυτό το θαύμα, αλλά λέγει όποιο θέλει· πλούσιος είναι ο Κύριος, πανίσχυρη η δύναμή Του, απερίγραπτη η εξουσία Του. Αν θελήσεις από τον ουρανό, δεν υπάρχει κανένα κώλυμα, αν από τη γη, τίποτε δεν εμποδίζει· διότι αυτό σημαίνει το: «εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος (:είτε στο βάθος της γης και ακόμη πιο κάτω, είτε στο ύψος του ουρανού)» [Ησ.7,11].


Αλλά επειδή ούτε έτσι τον έπεισε, δεν σταμάτησε εδώ, αλλά αφού πρόσθεσε και τον έλεγχο, και αυτόν προς διόρθωση του ακροατή του, και για να δείξει ότι δεν εξαπατήθηκε, ούτε ξεγελάστηκε από τα λόγια του, αποκαλύπτει προφητεία απόρρητη, που θα συμβεί για τη σωτηρία της οικουμένης και για διόρθωση όλων των πραγμάτων· και λέγει ότι το θαύμα θα δοθεί πλέον όχι για τον Άχαζ, αλλά για τον ίδιο τον ιουδαϊκό λαό· διότι στην αρχή μεν απηύθυνε τον λόγο προς αυτόν, επειδή όμως εκείνος παρουσίασε τον εαυτό του ανάξιο, απευθύνει στη συνέχεια τον λόγο του προς τον ίδιο τον λαό. Διότι λέγει: «Γι΄αυτό θα δώσει ο Κύριος το θαύμα», όχι «σε σένα», αλλά: «σε σας». «Σε σας»: σε ποιους; Στους ανθρώπους της οικογένειας του Δαβίδ· καθόσον από εκεί βλάστησε το θαύμα.


Ποιο λοιπόν είναι το θαύμα; «Να, η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και το όνομα που θα δοθεί σε αυτόν θα είναι Εμμανουήλ». Είναι άξιο παρατηρήσεως αυτό που είπα και προηγουμένως, ότι δηλαδή το θαύμα δεν δίνεται πλέον στον Άχαζ. Και το ότι δεν είναι αυτά υπόθεση, γίνεται φανερό από το ότι ο ίδιος ο προφήτης και κατήγγειλε αυτά και κατηγόρησε λέγοντας: «Μήπως σας φαίνεται μικρό πράγμα το να πιστεύετε στα λόγια ανθρώπων απεσταλμένων από τον Θεό;»· και πρόσθεσε: «Γι΄αυτό θα δώσει ο Κύριος σε σας θαύμα. Να, η Παρθένος θα συλλάβει». Εάν πάλι δεν ήταν παρθένος, ούτε θαύμα θα ήταν· διότι το θαύμα πρέπει να ξεπερνά την κοινή σειρά των πραγμάτων και να υπερβαίνει τη φυσική συνήθεια, και να είναι ασυνήθιστο και παράδοξο, ώστε να γίνεται αποδεκτό από τον κάθε θεατή και ακροατή· διότι γι΄αυτό λέγεται και σημείο, για το ότι είναι κάτι το διακριτικό και εντυπωσιακό. Διακριτικό επίσης δεν θα μπορούσε να είναι αν συνέβαινε να καλυφτεί ερχόμενο σε ανάμιξη με άλλα πράγματα.


Ώστε, εάν ο λόγος ήταν για γυναίκα που θα γεννούσε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, για ποιον λόγο ονομάζει θαύμα αυτό που συμβαίνει καθημερινά; Γι΄αυτό λοιπόν και αρχίζοντας δεν είπε: «Να παρθένος», αλλά: «Να, η Παρθένος», υπαινισσόμενος με την προσθήκη του άρθρου ότι από όλους τους ανθρώπους αυτή θα είναι μία κάποια τελείως ξεχωριστή και μοναδική Παρθένος. Το ότι βέβαια η προσθήκη αυτή του άρθρου φανερώνει αυτό μπορούμε να το μάθουμε και από τα ευαγγέλια. Επειδή δηλαδή έστειλαν οι Ιουδαίοι ανθρώπους προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστή για να ρωτήσουν: «Σὺ τίς εἶ;(: Εσύ ποιος είσαι;)» [Ιω.1,19] και δεν έλεγαν: «Εσύ είσαι Χριστός» αλλά «Εσύ είσαι ο Χριστός»· ούτε έλεγαν: «εσύ είσαι προφήτης», αλλά «εάν εσύ είσαι ο προφήτης» [Ιω.1,25: «Τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;(:Γιατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού δεν είσαι ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε ο προφήτης; Μόνον αυτοί θα έχουν το δικαίωμα και την εξουσία να κάνουν αυτό που κάνεις εσύ)»], πράγμα που το καθένα από αυτά ήταν κάτι το εξαίρετο.


Γι΄αυτό και αρχίζοντας ο Ιωάννης το ευαγγέλιό του, δεν είπε: «Στην αρχή υπήρχε Λόγος», αλλά: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος(:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος)» [Ιω.1,1]. Έτσι λοιπόν και εδώ δεν είπε: «Να παρθένος», αλλά «Να, η παρθένος» και με το διακριτικό γνώρισμα «Ιδού», που ταιριάζει σε προφήτη· διότι τα όσα συνέβαιναν δεν ήταν πράγματα που τα έβλεπε κάποιος μόνο, τα φαντάζονταν και είχε μεγάλη βεβαιότητα για εκείνα που έλεγε. Καθόσον οι προφήτες έβλεπαν τα αόρατα πράγματα σαφέστερα από τους δικούς μας οφθαλμούς· διότι η μεν αίσθηση φυσικό είναι και να εξαπατηθεί, η χάρη του Πνεύματος όμως έδινε την απόφαση χωρίς εξαπάτηση.


«Και για ποιον λόγο», λέγει ίσως κάποιος, «δεν πρόσθεσε ότι η γέννηση θα προέλθει από το άγιο Πνεύμα;». Προφητεία ήταν το λεγόμενο και έπρεπε να λεχθούν επισκιασμένα, πράγμα που πολλές φορές είπα, εξαιτίας της αγνωμοσύνης των ακροατών, ώστε να μη συνέβαινε, αφού τα μάθαιναν όλα με σαφήνεια, να έκαιγαν και όλα τα βιβλία· διότι, εάν δεν απέφυγαν να βλάψουν τους προφήτες, πολύ περισσότερο δεν θα απέφευγαν να καταστρέψουν τα βιβλία. Και το ότι τα λόγια αυτά δεν αποτελούν απλή σκέψη κάποιος άλλος βασιλιάς στην περίπτωση του Ιερεμία, αφού πήρε αυτά τα βιβλία, τα ξέσχισε και τα έκαψε[πρβ. Ιερ.43, 21 κε.]. Είδες μανία ανυπόφορη; Είδες οργή απερίσκεπτη; Δεν του έφτασε να εξαφανίσει τα βιβλία, αλλά και τα έκαψε, θέλοντας να ικανοποιήσει το απερίσκεπτο πάθος του. Αλλά όμως ο θαυμάσιος αυτός προφήτης, ο Ησαΐας, αν και τα είπε με ασάφεια, εντούτοις φανέρωσε το παν· διότι μία παρθένος, όσο εξακολουθεί να είναι παρθένος, από πού αλλού θα μπορούσε να γεννήσει, παρά από το άγιο Πνεύμα; Καθόσον το να υπερέβαινε τους νόμους της φύσεως κανένας άλλος δεν μπορούσε, παρά μόνο ο Δημιουργός της φύσεως. Ώστε, λέγοντας ότι θα γεννήσει η παρθένος, φανέρωσε το παν.


Αφού λοιπόν μίλησε για τη γέννηση, λέγει και το όνομα Εκείνου που θα γεννηθεί, όχι εκείνο που έλαβε, αλλά εκείνο που του δόθηκε από τα ίδια τα πράγματα· διότι, όπως ακριβώς ονομάζει την Ιερουσαλήμ πόλη δικαιοσύνης, αν και βέβαια πουθενά δεν ονομάστηκε πόλη δικαιοσύνης, αλλά από τα γεγονότα έλαβε αυτήν την ονομασία, επειδή σημειώθηκε σε αυτήν μεγάλη μεταβολή προς το καλύτερο και προστάτεψε το δίκιο(καθόσον, όταν την ονομάζει πόρνη, το κάνει και αυτό όχι επειδή ονομάστηκε η πόλη κάποτε έτσι, αλλά της αποδίδει το όνομα αυτό από την κακία· κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια και στη συνέχεια την ονομάζει πόλη δικαιοσύνης από την αρετή της), το ίδιο λοιπόν πρέπει να λεχτεί και για τον Χριστό, ότι δηλαδή απέδωσε σε Αυτόν το όνομα Εμμανουήλ από τα όσα συνέβησαν σε Αυτόν· διότι τότε κατεξοχήν ο Θεός ήρθε κοντά μας, όταν φανερώθηκε στη γη, συναναστράφηκε τους ανθρώπους και έδειξε τη μεγάλη φροντίδα Του για μας. Καθόσον δεν ήρθε κοντά μας άγγελος, ούτε αρχάγγελος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ανέλαβε τη διόρθωσή μας, συνομιλώντας με τις πόρνες, συντρώγοντας με τους τελώνες, μπαίνοντας στα σπίτια των αμαρτωλών, δίνοντας παρρησία στους ληστές προσελκύοντας κοντά Του μάγους, τα πάντα κάνοντας και διορθώνοντας, και την ίδια τη φύση του ανθρώπου ενώνοντας με τον εαυτό Του.


Όλα αυτά λοιπόν προλέγει ο προφήτης, αναφέροντας συγχρόνως και τη Γέννηση και το απερίγραπτο εκείνο και άπειρο κέρδος των πόνων του τοκετού· διότι όταν ο Θεός είναι μαζί με τους ανθρώπους τίποτε δεν πρέπει πλέον να φοβούνται, ούτε να τρέμουν, αλλά για όλα να έχουν θάρρος, πράγμα λοιπόν και που ανέβηκε. Καθόσον καταλύθηκαν τα αρχαία εκείνα και αμετακίνητα κακά, καταργούνταν η απόφαση εναντίον του ανθρώπινου γένους, παρέλυαν τα νεύρα της αμαρτίας, καταλυόταν η τυραννική εξουσία του διαβόλου, ο αδιάβατος σε όλους παράδεισος άνοιγε για πρώτη φορά στον ανθρωποκτόνο και ληστή, οι ουράνιες αψίδες απλώνονταν, ο άνθρωπος αναμιγνυόταν με τους αγγέλους, η φύση μας ανυψωνόταν προς τον βασιλικό θρόνο, του άδη το δεσμωτήριο αχρηστευόταν, ο θάνατος έμενε πλέον απλό όνομα, στερημένο από περιεχόμενο, και χοροί μαρτύρων και γυναίκες κατακομμάτιαζαν τα κεντριά του άδη. Όλα αυτά λοιπόν προβλέποντας ο προφήτης σκιρτούσε και χόρευε από τη χαρά του, και όλα αυτά μας τα φανέρωνε με μία λέξη μόνο, προφητεύοντάς μας τον Εμμανουήλ.


«Βούτυρον καὶ μέλι φάγεται· πρὶν ἢ γνῶναι αὐτὸν ἢ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν·διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν(:Βούτυρο και μέλι θα τρώγει όπως τα συνηθισμένα νήπια των ανθρώπων και με αυτά θα τραφεί. Προτού όμως έρθει στην ηλικία εκείνη κατά την οποία μπορεί να γνωρίσει ή να προτιμήσει τα πονηρά, θα εκλέξει το καλό· διότι δεν θα υπάρχει σε αυτό πονηρή κλίση όπως σε μας τους άλλους, αλλά θα είναι αναμάρτητος. Ναι· βεβαίως το παιδί αυτό, προτού να έλθει σε ηλικία κατά την οποία θα διακρίνει το καλό ή το κακό, λόγω της αγαθότητας που υπάρχει μέσα του, θα απειθεί στην πονηρία, για να εκλέγει και να προτιμά το αγαθό)»[Ησ.7,15-16].


Επειδή το παιδί που επρόκειτο να γεννηθεί ούτε άνθρωπος απλός ήταν, ούτε μόνο Θεός, αλλά Θεός με μορφή ανθρώπου, πολύ σωστά και ο προφήτης ποικίλλει τον λόγο, λέγοντας άλλοτε μεν αυτό, άλλοτε δε εκείνο, αναφέροντας συγχρόνως και τα παράδοξα, και μην αφήνοντας έτσι να μη γίνει πιστευτό το σχέδιο της θείας οικονομίας, εξαιτίας του υπερβολικού μεγέθους του θαύματος. Διότι, αφού είπε ότι θα γεννήσει η Παρθένος, πράγμα που ήταν ανώτερο από τον νόμο της φύσεως, και ότι θα ονομαστεί Εμμανουήλ, πράγμα που και αυτό ήταν μεγαλύτερο από την προσδοκία, για να μη συμβεί, ακούοντας κάποιος το όνομα Εμμανουήλ, να πάθει εκείνο που έπαθε ο Μαρκίων[Μαρκίων: γνωστικός του 2ου αιώνος· καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου και έδρασε κυρίως στη Ρώμη.


Δίδασκε ότι άλλος είναι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο δημιουργός και πονηρός Θεός, και άλλος ο Θεός της Καινής Διαθήκης, ο αγαθός Θεός, ο Οποίος και έστειλε τον υιό Του τον Χριστό για να απαλλάξει τον κόσμο από την τυραννία του πονηρού Θεού] και να υποπέσει στις νοσηρές δοξασίες του Ουαλεντίνου [Ουαλεντίνος: ο κυριότερος εκπρόσωπος του Γνωστικισμού του Β΄αιώνα. Δίδασκε ότι ο κόσμος προήλθε από τον υπέρτατο Θεό αφού όμως μεσολάβησε μια ατέλειωτη σειρά μεσαζόντων θεοτήτων, των «αιώνων»], για χάρη της θείας οικονομίας αμέσως πρόσθεσε και σαφέστατη απόδειξη της οικονομίας, επιβεβαιώνοντας αυτήν από το ότι ο Χριστός θα έτρωγε. Διότι τι λέγει; «Βούτυρο και μέλι θα τρώγει». Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι γνώρισμα της θεότητας, αλλά είναι γνώρισμα της δικής μας φύσεως. Γι'αυτό λοιπόν ούτε απλώς έπλασε άνθρωπο και τον εγκατέστησε μέσα σε αυτόν, αλλά και κύηση ανέχτηκε και μάλιστα εννιά μηνών και με πόνους γεννήθηκε και σπάργανα φόρεσε, και έφαγε την τροφή της πρώτης νηπιακής ηλικίας, ώστε με όλα να κλείσει τα στόματα εκείνων που επιχειρούν να αρνηθούν τη θεία οικονομία.


Αυτά λοιπόν προβλέποντας ο προφήτης από την αρχή δεν προλέγει μόνο τους πόνους του τοκετού και τη θαυμαστή γέννηση, αλλά και την τροφή κατά την πρώτη ηλικία, όταν θα βρίσκεται στα σπάργανα, που δεν διαφέρει καθόλου από την τροφή των υπόλοιπων ανθρώπων και δεν παρουσιάζει τίποτε το παράξενο· διότι ούτε διέφεραν σε Αυτόν όλα, ούτε όλα ήταν κοινά. Πράγματι το να γεννηθεί από γυναίκα ήταν κοινό γνώρισμα, το να γεννηθεί όμως από παρθένο ήταν ανώτερο από αυτό που γίνεται με μας. Το να τραφεί πάλι με τον κοινό νόμο της φύσεως και με αυτόν που τρέφονται οι πολλοί άνθρωποι, είναι κοινό γνώρισμα, το να γίνει όμως ο ναός εκείνος αδιάβατος στην κακία και να μη δοκιμάσει καθόλου την κακία, αυτό είναι πρωτοφανές και παράδοξο και αυτού μόνο γνώρισμα. Γι΄αυτό λοιπόν και εκείνο και αυτό ανέφερε. Διότι, λέγει, δεν απομακρύνθηκε από την κακία, αφού πρώτα διέπραξε την κακία, αλλά από την αρχή και την πρώτη στιγμή έδειχνε όλη την αρετή του.


Αυτό ακριβώς και Αυτός έλεγε: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; (:Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς)» [Ιω.8,46]· και: «Ἒρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν(:διότι έρχεται ο σατανάς, που εξουσιάζει τον κόσμο που βρίσκεται μακριά από τον Θεό˙ και έρχεται για να πραγματοποιήσει την τελευταία και βιαιότερη επίθεσή του εναντίον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίποτε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξουσία ή κάποιο δικαίωμα επάνω μου)» [Ιω.14,30]. Και ο ίδιος μάλιστα, αυτός, προφήτης, ο Ησαΐας, προχωρώντας λέγει ότι «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(: δεν έκανε καμία παράβαση του νόμου, ούτε βρέθηκε δόλος ή λόγος ψεύτικος στο στόμα του)» [Ησ. 53,9].


Αυτό λοιπόν λέγει και εδώ, ότι δηλαδή προτού αποκτήσει τη γνώση να διακρίνει τα κακά, από την ηλικία εκείνη την απειρόκακη, από την αρχή ακόμα θα δείξει την αρετή του και δεν θα έχει κανένα κοινό με την κακία. «Διότι προτού γνωρίσει το παιδί να διακρίνει το καλό ή το κακό, θα αποφύγει την κακία και θα προτιμήσει το καλό». Πάλι με τις λέξεις αυτές υπαινίσσεται το ίδιο νόημα και επιμένει στα ίδια λόγια. Επειδή δηλαδή τα λόγια αυτά ήταν πάρα πολύ υψηλά, επιβεβαιώνει αυτά με τη συνέχεια της διηγήσεως· διότι, εκείνο που προηγουμένως ανέφερε, λέγοντας: «Προτού αποκτήσει τη γνώση να διακρίνει το καλό και το κακό», αυτό προχωρώντας υπαινίχθηκε, λέγοντας: «Πριν αποκτήσει το παιδί τη γνώση», και χρησιμοποιεί πάλι την επεξήγηση, λέγοντας: «Να διακρίνει το καλό από το κακό, θα αποφύγει την κακία και θα προτιμήσει το καλό»· διότι αυτό το εντελώς ξεχωριστό γνώρισμα ήταν Αυτού μόνο γνώρισμα.


Γι΄αυτό και ο Παύλος αυτό αναφέρει συνέχεια, και ο Ιωάννης πάλι όταν είδε αυτόν, αυτό διεκήρυξε, λέγοντας: «Ἲδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου(:Να Eκείνος που προφήτευσε ο Ησαΐας και μας τον απέστειλε ο Θεός για να θυσιαστεί ως αρνί και να σηκώσει με τη σφαγή και τη θυσία Tου ολόκληρη την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου, και έτσι να την εξαλείψει)» [Ιω.1,29]. Εκείνος δε που σηκώνει την αμαρτία των άλλων, αυτός πολύ περισσότερο ήταν αναμάρτητος.


Και ο Παύλος, όπως προανέφερα, αυτό συνέχεια βροντοφωνάζει. Επειδή δηλαδή ο Χριστός επρόκειτο να πεθάνει, για να μη νομίσει κάποιος από τους απίστους, ότι τιμωρείται για τις αμαρτίες του, συνέχεια αναφέρει το αναμάρτητο αυτού, για να δείξει ότι ο θάνατος αυτού ήταν μέσο απαλλαγής της δικής μας αμαρτίας. Γι΄αυτό και έλεγε: «εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὅ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ(:και έχουμε την πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον· ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν μπορεί να Τον κυριεύσει. Και δεν Τον κυριεύει πλέον ο θάνατος, διότι και τότε που πέθανε, πέθανε μία φορά για πάντα, για να καταλύσει την αμαρτία. Και τη ζωή που ζει αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, τη ζει για να δοξάζει τον Θεό μεταδίδοντας στις ψυχές των ανθρώπων την αγία και πανευτυχή και αθάνατη ζωή του Θεού)» [Ρωμ.6,9-10]. «Ούτε», λέγει, «τον θάνατο εκείνο τον υπέστη σαν υπεύθυνος για τη διάπραξη δικής του αμαρτίας, αλλά υπέρ της κοινής αμαρτίας όλων μας». Εάν λοιπόν τον προηγούμενο θάνατο τον υπέστη χωρίς να ήταν υπεύθυνος, με μεγάλη υπεροχή αποδεικνύεται ότι δεν πρόκειται να πεθάνει πλέον.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος










ΠΗΓΕΣ:



https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-isaiam.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στον προφήτη Ησαΐα, ομιλία Ζ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 8, σελίδες 460-479.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 26.12.2023 πολ. ημ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Print Friendly and PDF