ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟΥΣ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΥΣ!



Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'',
του Σαββάτου 27 Απριλίου 1929.



Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟΝ


Ο ΝΕΟΣ, ΟΣΤΙΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΕΖΗ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΔΙΑ ΝΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ

ΜΙΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΓΕΙΡΕΙ ΤΗΣ ΚΛΙΝΗΣ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΧΩΤΗΝ



ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ

Όλαι σχεδόν αι αθηναικαί εφημερίδες ησχολήθησαν χτες με τους καταπληκτικούς οραματισμούς του δεκαεξαετούς Χρήστου Χριστοδούλου, όστις αποτόμως έχανε την φωνήν του και αποτόμως και ανεξηγήτως την επανεύρισκεν. Ο Πρόεδρος της Εταιρείας των Ψυχικών Ερευνών κ. Άγγελος Τανάγρας, κληθείς προς εξέτασιν του φαινομένου, διεπίστωσεν ότι πρόκειται περί μιας επιδημίας υστερικής αφωνίας, και ότι διά να θεραπευθή κανείς εις της επιδημίας ταύτης ανάγκη κυρίως να απομακρυνθή του περιβάλλοντος εις το οποίον ευρίσκεται. Εκτός όμως από του μυστηριώδους φαινομένου της υστερικής αφωνίας, η οποία κατ' άλλους μεν οφείλεται εις θαυματουργόν επέμβασιν της Παναγίας, κατά δε τον κ. Τανάγραν εις την δύναμιν της υποβολής και άλλο γεγονός έρχεται σήμερον να πιστοποιήση ότι κατ' αυτάς ευρισκόμεθα υπό το κράτος μυστηριωδών φαινομένων, τα οποία είνε ανεξήγητα, όσον και αν προσπαθή να εξηγήση αυτά εκ των ενόντων ο κ. Τανάγρας.



Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ


Προ ημερών εις των νεοκόρων του εν Κορίνθου ναιδρίου του Αγίου Παταπίου ενεφανίσθη ενσώματος ο άγιος και διέταξεν αυτόν να σπεύση παρευθύς εις Αθήνας με την εντολήν να συστήση εις τους αρμοδίους αρχάς να παύσουν εισάγουσαι νεωτερισμούς εις την ορθόδοξον εκκλησίαν. Ο νεοκόρος κατάπληκτος προ του φοβερού δι' αυτόν οράματος, ηναγκάσθη να υπακούση και ευθύς εξεκίνησε διά Κόρινθον και κατόπιν πορείας τριών ημερών ήλθε πεζή εις Αθήνας και εζήτησε να γίνη δεκτός παρά του κ. Πρωθυπουργού. Ούτος όμως, ευθύς ως έμαθεν τον σκοπόν της αποστολής του, ηρνήθη να δεχθή των νεωκόρον. Ούτος ηναγκάσθη τότε να διαμηνύση προς τον κ. Βενιζέλον, ότι έχει διαταγήν υπό τον Άγιον Πατάπιον να του κάμη την σύστασιν όπως διατάξη ευθύς και παύσουν εισαγόμενοι εις τους ορθοδόξους ναούς οι νεωτερισμοί των οποίων υπέρμαχος είνε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών. 

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Αλλά και τρίτον μυστηριώδες φαινόμενον έλαβε χώραν κατ' αυτάς. Ο αποθανών χθες δερματέμπορος Δημήτριος Χιώτης, ευρίσκετο προ τετραμήνου κατάκοιτος υποφέρων εξ οξείας νεφρίτιδος μετ' επιπλοκών. Μίαν εσπέραν ο Χιώτης περιέπεσεν εις κομματώδη κατάστασιν, ήρξατο δε ψυχορραγών. Οι οικείοι του προσεκάλεσαν αμέσως τον θεράποντα ιατρόν κ. Παπάν, άλλοτε υπουργόν της Παιδείας, όστις εξετάσας τον ασθενή, απεφάνθη ότι ουδέν επιστημονικόν μέσον ίσχυε πλέον και ότι ο Χιώτης εντός ολίγου θα υπέκυπτεν εις το μοιραίον. Μετ' ολίγον κατέφθασεν εις την οικείαν του Χιώτη όστις ειρήσθω εν παρόδω, ήτο παλαιοημερολογίτης, εις ιερεύς των Γνησίων Ορθοδόξων, όστις, παρά τας διαμαρτυρίας των οικείων του, ήρξατο αναγινώσκων διαφόρους ευχάς μέχρι πρωίας. Περί τας πρωινάς ώρας απροόπτως η κατάστασς του ετοιμοθανάτου ασθενούς ήρχισε να μεταβάλλεται και ενώ μέχρι τινος είχε περιπέσει εις αφασίαν και ούτε έβλεπεν ούτε ήκουε αίφνης επανέκτησε τας αισθήσεις του και ήρχισε να συνομιλή με τους οικείους αυτού, οίτινες ευρίσκοντο παρά την κλίνιν του. Δέκα δε ημέρας κατόπιν η κατάστασις του ασθενούς εβελτιώθη επί τοσούτον, ώστε ούτος ησθάνετο εαυτόν τελείως ηγιά και ηγέρθη της κλίνης. Ο ιατρός κ. Παπάς κληθείς και πάλιν, όπως αποφανθή πού οφείλεται η ανέλπιστος και απότομος εκείνη καλλιτέρευσις της καταστάσεως του Χιώτη, ουδεμίαν ηδυνήθη να δώση εξήγησιν, αρκεσθείς να κάμει τον σταυρόν του.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ της εφημερίδας των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', έτος 32ον,  πρωτοσέλιδο του Σάββατο 27 Απριλίου 1929.

ΟΙ ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ;




Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.



1. «Γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη»

φέτος ἡ δεύτερη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας μας, 16η Αὐγούστου, (Σημ. ημετέρα: κατά το νέο ημερολόγιο) συνέπεσε νά εἶναι Κυριακή, καί διαβάσθηκε στήν Λειτουργία περικοπή ἀπό τό Κατά Ματθαῖον Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ὁποία διηγεῖται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ σεληνιαζομένου (=ἐπιληπτικοῦ) νέου, ἀσθένεια πού ὀφειλόταν σέ ἐπήρεια δαιμονική[1]. Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἄκουσε γιά τίς πάμπολλες θεραπεῖες σέ κάθε εἶδος ἀσθενείας πού ἐπιτελοῦσε ὁ Χριστός, ἀλλά καί οἱ μαθητές του ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, καί ἔφερε ἀπελπισμένος τόν γιό του, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια, ἡ ὁποία πολλές φορές σέ κρίσεις παροξυσμοῦ τόν ἔρριχνε στίς φωτιές καί στά νερά, γιά νά καεῖ καί νά πνιγεῖ.


Συνέβη ὅμως ὁ Χριστός μέ τούς τρεῖς Ἀποστόλους νά ἀπουσιάζουν στό ὄρος Θαβώρ, ὅπου ἔγινε ἡ ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του. Κάτω οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα μαθητές ὑποδέχθηκαν τόν ἄρρωστο νέο, περικυκλωμένοι ἀπό πλῆθος Ἰουδαίων, ἀλλά καί ἀπό Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τό Ἰουδαϊκό ἱερατεῖο ἀμφισβητοῦσαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἀπέδιδαν τίς θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν σέ μαγικές δαιμονικές δυνάμεις[2]. Ἐκμεταλλευόμενοι λοιπόν οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι τήν ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ παρέσυραν καί τόν πατέρα τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ στήν ἀπιστία καί ἐπηρέασαν, φαίνεται, καί τούς ἐννέα Ἀποστόλους ὡς πρός τό ἄν μποροῦσαν καί αὐτοί νά θεραπεύουν ἀσθένειες, μολονότι τούς εἶχε ἐφοδιάσει μέ αὐτήν τήν δύναμη ὁ Χριστός, ὅταν τούς ἀπέστειλε στό κήρυγμα, ἀπό τό ὁποῖο, ὅταν ἐπέστρεψαν, διηγοῦνται ἐνθουσιασμένοι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσαν[3].


ντιμετωπίζοντας τήν ἀπιστία αὐτή τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ πατέρα τοῦ ἀσθενοῦς ὁ Χριστός προέβη σέ μία αὐστηρή καί ἐπιτιμητική ἐπίπληξη, ἡ ὁποία ἐντυπωσιάζει γιά τήν αὐστηρότητα καί τήν ἀπαξιωτική ἀποτίμηση ἐκείνης τῆς γενεᾶς τῶν Ἰουδαίων. Τούς χαρακτήρισε, ἄπιστους καί διεστραμμένους: «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»[4]. Ἡ φιλανθρωπία Του πάντως ἐνίκησε τήν ὀργή του, διότι ἀμέσως μετά ἐθεράπευσε τόν ἀσθενῆ νεαρό καί τόν ἀπέδωσε ὑγιῆ στόν ἄπιστο πατέρα του. Δέν ἦταν ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἄπιστοι καί διεστραμμένοι. Ἀπό τήν γενεά ἐκείνη προῆλθε ἡ ἁγιωτέρα ὅλων τῶν ἁγίων ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβάλλουσας καθαρότητας ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας μας. Ἀπό τήν γενεά ἐκείνη προῆλθε ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ χορός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, οἱ Ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες, ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα καί πλῆθος ἄλλο Ἁγίων.


πό Ἰουδαίους αὐτῆς τῆς γενεᾶς ἀπαρτίσθηκαν οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες, πού αὐξήθηκαν καί ἐπληθύνθηκαν μέ τήν ἀθρόα προσέλευση στόν Χριστιανισμό τῶν πρώην εἰδωλολατρῶν καί τῶν προγόνων μας Ἑλλήνων, ἐνῶ ὁ πρώην ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι, καθοδηγούμενος ἀπό ἕνα ἀνάξιο ἱερατεῖο, ἄπιστο καί διεστραμμένο, καί ἀπό λογίους καί θεολόγους τῆς κακιᾶς ὥρας, ἀποκλείσθηκαν ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν διά τοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Ἔχοντας αὐτήν τήν εἰκόνα καί τήν ἀπαξιωτική ἀποτίμηση τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἄπιστη καί διεστραμμένη γενιά τῶν Ἰουδαίων, πού τήν ἐκπροσωποῦσαν κυρίως τό Ἱερατεῖο καί οἱ συνδεόμενοι καί συνεργαζόμενοι μέ αὐτό θεολόγοι, δηλαδή οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, διερωτᾶται κανείς ἄν θά ἔλεγε ὁ Χριστός τά ἴδια καί γιά τό σημερινό Ἱερατεῖο καί τούς σημερινούς θεολόγους, πλήν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, ὅπως συνέβαινε ἄλλωστε ἐκείνη τήν ἐποχή.


Γιατί τί ἄλλο πράττουν σήμερα ἀκόμη καί σέ συνοδικό ἐπίπεδο οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐπίσκοποι, ὅταν κηρύσσουν «ἕτερον εὐαγγέλιον» μέ τό νά ἀθωώνουν τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί στό ψευδοαυτοκέφαλο τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν, ὅταν "γυμνῆ τῇ κεφαλῇ» ἑλλαδίτης ἐπίσκοπος, ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος, διακηρύσσει, ὅτι ἄν οἱ Χριστιανοί τῆς ἐπαρχίας του ἔλεγαν καί ἔπρατταν ἀντίθετα μέ τό Εὐαγγέλιο, αὐτός θά συμφωνοῦσε μαζί τους[5], χωρίς ἡ ὑπνώττουσα καί μεροληπτοῦσα ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη νά τόν καλέσει σέ ἀπολογία; Ὅταν μέ τήν συνεργασία ὑψηλῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τό ἐπί αἰῶνες διδασκόμενο στά σχολεῖα μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μέ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική κατεύθυνση μετατράπηκε σέ συγκρητιστικό, διαθρησκειακό μεῖγμα, σέ διαθρησκειακή σούπα μέ ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, προσφερόμενη ὑποχρεωτικά στά ἀνήμπορα νά τήν ἀπορρίψουν παιδιά, ἐνῶ ἀπορρίφθηκε ἡ καθαρότητα καί ἀποκλειστικότητα τῆς μοναδικῆς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας, ὁ ἐπιούσιος ἄρτος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί ζωῆς;


ταν οἱ σαρκικές διαστροφές μέ αὐθάδεια ὑπερηφανεύονται καί διεκδικοῦν οἱ ἀνήθικες ἠθική δικαίωση, ἀγνοώντας, συκοφαντώντας καί ὑβρίζοντας τήν εὐαγγελική καί πατερική διδασκαλία, καί νομοθετοῦνται σύμφωνα συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων, ἀλλαγές φύλων ἀπό τήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν καί σεξουαλική ἀγωγή ἀπό τά νηπιαγωγεῖα, μέ ὅλες αὐτές τίς διαστροφές, μέ σιωπῶσα τήν Ἱεραρχία καί φοβούμενη μήπως ἀποκαλυφθοῦν καί οἱ ἐντός τοῦ σώματός της διαστροφές, ὅπως συνέβη τό 2005; Ὅταν συμφωνεῖ ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία μέ τό κλείσιμο τῶν ναῶν, ὅταν βλασφημεῖται τό ἁγιώτατο καί ὕψιστο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, προσβάλλεται ἡ ἱερότητα τῶν ναῶν καί ἀμφισβητεῖται ἡ θεραπευτική καί ἰαματική ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων, καί ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ; Ὅταν περιτυλίσσονται μέ ἀπαγορευτικές κορδέλλες καί ταινίες οἱ Ἅγιες Εἰκόνες, γιά νά μή τίς ἀσπάζονται οἱ πιστοί ἤ ὅταν μετά ἀπό κάθε ἀσπασμό καθαρίζονται μέ ἀπολυμαντικό, δέν ἔχομε μία νέα εἰκονομαχία, θεοτοκομαχία καί ἁγιομαχία, ἀφοῦ ἀρνούμαστε τήν θεραπευτική καί ἰαματική ἐνέργεια πού μεταδίδουν οἱ Ἅγιοι στίς εἰκόνες τους;


ταν ἀντί τῆς μιᾶς Ἁγίας Λαβίδας μέ τήν ὁποία ἐπί αἰῶνες κοινώνησαν καί κοινωνοῦν ἑκατομμύρια πιστῶν, χωρίς κανένα κίνδυνο μόλυνσης, καί μάλιστα τῶν ἱερέων, πού καταλύουν στό τέλος τό ἐναπομένον ὑπόλοιπο τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, συνιστᾶται τώρα καί ἐφαρμόζεται ἀπό «ὀρθοδόξους» ἐπισκόπους καί ἱερεῖς ἡ χρήση πολλῶν ἀτομικῶν λαβίδων; Ὅταν μετά καί ἀπό πολλά ἄλλα, «ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός», φθάσαμε καί στήν τελευταία κορύφωση τῆς βλασφημίας, νά μᾶς ὑποχρεώσουν κατά τήν ἑορτή τῆς Παναγίας στίς 15 Αὐγούστου, λίγο πρίν καί λίγο μετά, νά φοροῦμε ὑποχρεωτικά τήν μάσκα στούς ναούς, διακηρύσσοντας ἔτσι ἔμπρακτα καί φανερά μέ δική μας αὐτουργία τήν ἀπιστία καί τήν ὀλιγοπιστία μας, τήν εἰκονομαχία, θεοτοκομαχία καί ἁγιομαχία μας, τήν αἵρεση τῆς μόλυνσης ἀπό τά ἱερά καί τά θεῖα; Ἀπομένει τίποτε ἄλλο, πού θά προσφέραμε στόν Διάβολο, ὁ ὁποῖος πανηγυρίζει γιά τήν ἀπιστία καί τήν διαστροφή μας;


Εἶναι βέβαιο πώς ὁ Χριστός ἐπαναλαμβάνει ὀργισμένος ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Του τό «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;», ἔστω καί ἄν ἐν τῇ φιλανθρωπίᾳ Του ἐξακολουθεῖ νά μᾶς εὐεργετεῖ, ὅπως εὐεργέτησε τόν ἄπιστο πατέρα, θεραπεύοντας τόν ἐπιληπτικό γιό του, καί τό σύνολο τῶν Ἰουδαίων μέ τίς ἀμέτρητες θεραπεῖες ἀσθενῶν καί ἄλλες θαυματουργίες, εἰσπράττοντας τελικῶς τόν σταυρό καί τόν θάνατο ἀπό ἀγνώμονες καί ἀχαρίστους, οἱ ὁποῖοι καί στίς ἡμέρες μας αὐτό ἐπιδιώκουν, νά δυσφημήσουν καί συκοφαντήσουν τήν Ἐκκλησία, νά σταυρώσουν τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ Χριστός, ὁ εἰς τούς αἰῶνας ἐπεκτεινόμενος, οἱ νέοι θεοκτόνοι, θεομάχοι καί ἐκκλησιομάχοι. Εἶναι συγκλονιστικό τό παράπονο τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἀγαπημένο του λαό, γιά τούς ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαίους, πού ἀκοῦμε στίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, παράπονο τώρα καί γιά μᾶς τούς πρώην ἀλλοεθνεῖς καί ξένους τῆς ἐπαγγελίας, τώρα ὅμως ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ καί μέλη τοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας, καί μετόχους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς σωτηρίας.


ξίζει νά παραθέσουμε τόν σχετικό ὕμνο, γιατί φέτος, οἱ περισσότεροι δέν τόν ἄκουσαν, ἐπειδή οἱ ναοί ἦσαν κλειστοί τήν Μ. Παρασκευή καί πικράναμε καί ἐμεῖς τόν Ἐσταυρωμένο, χωρίς νά βιώσουμε, ὅπως κάθε χρόνο, τά Ἅγια Πάθη καί τήν Ζωοποιό Σταύρωση, ὅπως καί τήν ἔνδοξή Του Ἀνάσταση: «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, ἤ τί σοι παρηνώχλησα; τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντί τοῦ μάννα χολήν· ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τά ἔθνη, κἀκεῖνά με δοξάσουσι, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγώ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωήν τήν αἰώνιον».


κάλεσε τότε στή θέση τῶν θεομάχων Ἰουδαίων τά ἔθνη, τούς εἰδωλολάτρες, καί πρώτους τούς Ἕλληνες, γιά νά ἀποτελέσουν τόν νέο ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ. Στήν θέση τῆς ἄκαρπης ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς πού τήν ἐξήρανε[6], βλάστησε καί φούντωσε ἡ πολύκαρπη καί καλλίκαρπη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά τήν διαβεβαίωση τοῦ Θεανθρώπου ἱδρυτῆ της θά μείνει ἀκατάλυτη στούς αἰῶνες, «καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[7], δέν θά ὑπάρξει διάδοχη κατάσταση καί ἄλλη Νέα Ἐποχή καί Νέα Τάξη, διότι ἡ Νέα Ἐποχή καί ἡ Καινή Κτίση ὑπάρχει μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἄπιστοι, οἱ ὀλιγόπιστοι καί οἱ διεστραμμένοι τῆς δῆθεν Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξης, καί ὅσοι ὑποτάσσονται στά κελεύσματα καί στίς ἐντολές τους, θά ἀποκοποῦν ὡς ξερά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας καί θά ριφθοῦν εἰς τό πῦρ τό αἰώνιο: «Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοί μή φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καί πᾶν τό καρπόν φέρον καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπόν φέρῃ... Ἐάν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλῆμα καί ἐξηράνθη, καί συνάγουσιν αὐτά καί εἰς πῦρ βάλλουσι καί καίεται»[8].


2. «Πεποικιλμένη» ἀπό ἀπίστους καί βλασφήμους ἡ μνήμη τῆς Παναγίας.


Μοῦ δόθηκε ἐφέτος ἡ δυνατότητα κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἐπειδή συμμετεῖχα σέ ἀγρυπνία ἀπό τό βράδυ τῆς παραμονῆς, νά παρακολουθήσω στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης τήν μετάδοση τῆς πανηγυρικῆς Θείας Λειτουργίας πού τελέσθηκε σέ δύο ἀπό τά μεγαλύτερα θεομητορικά προσκυνήματα, στήν Εὐαγγελίστρια τῆς Τήνου καί στήν Παναγία Σουμελᾶ στό ὄρος Βέρμιο τῆς Βεροίας. Εἶχαν προλάβει οἱ νέοι εἰκονομάχοι καί ἐκκλησιομάχοι τῆς νεοεποχίτικης κυβέρνησης νά αὐστηροποιήσουν τά μέτρα προστασίας μας ἀπό τόν Κορωνοϊό ὑποχρεώνοντας μέ κοινή ὑπουργική ἀπόφαση νά φοροῦν οἱ πιστοί μάσκα, ὄχι μόνον ἐντός τῶν ναῶν, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τούς ναούς καί νά μή γίνουν λιτανεῖες τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας. Τό περασμένο Πάσχα ἔκλεισαν τούς ναούς, καί ἀπαγορεύθηκε ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου. Τώρα ἦταν δύσκολο νά κάνουν τό ἴδιο γιά τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ, τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας, μέ ἀνοικτό τόν τουρισμό, τά ἑστιατόρια, τά καφεποτεῖα καί ἀναψυκτήρια, τίς παραλίες, τίς ποικίλες συνάξεις μέ τούς συνωνιστισμούς καί τά γλέντια.


τσι δέν ἔκλεισαν τούς ναούς, βρῆκαν ὅμως καί πάλι τρόπους νά βεβηλώσουν τά ἱερά καί τά θεῖα, ἐξισώνοντας τούς ἱερούς ναούς, τίς ἱερές συνάξεις, τίς ἱερές λειτουργίες, μέ τά ποικίλα κοσμικά ἱδρύματα καί καταστήματα. Ὅ,τι ἰσχύει γιά ὅλες τίς συνάξεις, στίς διάφορες κοσμικές, πολιτικές, ἀθλητικές, ἐμπορικές ἐκδηλώσεις, ἰσχύει καί γιά τούς ναούς. Δέν ἀναγνωρίζουν ἱερά καί θεῖα καί ὅσια, οὔτε τήν θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων· οἱ ναοί εἶναι κοινοί χῶροι, ὅπως ὅλοι οἱ χῶροι καί μπορεῖ καί μέσα σ᾽ αὐτούς νά μεταδοθεῖ ὁ Κορωνοϊός. Ἀκόμη καί μέ τή Θεία Κοινωνία μεταδίδεται μέ τόν ἀσπασμό τῶν ἱερῶν εἰκόνων, μέ τό χειροφίλημα τῶν ἱερέων, μέ τό ἀντίδωρο κ.ἄ. Αὐτά ὅλα σημαίνουν πλήρη ἀποϊεροποίηση τοῦ κράτους καί ἐκκοσμίκευση, ὅπως συμβαίνει στά περισσότερα δυτικά κράτη. Σημαίνουν ὅμως καί ἀποϊεροποίηση καί ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας; Στήν τελευταία ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος δέν πέρασαν τά περί χωρισμοῦ ἐκκλησίας καί πολιτείας, καί ἡ πολιτεία δέχεται ὅτι ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νά εἶναι χριστιανικό κράτος, ὄχι οὐδέτερο καί ἀνεξίθρησκο, καί νά σέβεται τά δόγματα, τούς ἱερούς κανόνες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί νά μή ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά της.


ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν παρουσία τῶν πιστῶν καί γενικῶς ὁ χῶρος τῶν ἱερῶν ναῶν ἀνήκει στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ λοιπόν ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία νά ἐπιτρέπει στήν πολιτεία νά εἰσέρχεται νομοθετικά μέσα στούς ναούς καί νά τούς ἀποϊεροποιεῖ καί νά τούς ἐκκοσμικεύει προσβάλλοντας τήν διδασκαλία της περί τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας, τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, καί τῆς γενικῆς ἱερότητας τῶν ναῶν. Στά σκαλοπάτια τῶν ναῶν τελειώνει ἡ ἁρμοδιότητα τῶν πολιτικῶν. Εἶναι γνωστές ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία περιπτώσεις δυναμικῶν ἐπισκόπων καί ἱερέων πού ἀπαγόρευσαν σέ παρανομήσαντες βασιλεῖς καί ἄρχοντες νά εἰσέλθουν ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν. Σέ προηγούμενα κείμενά μας δείξαμε μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Παράδοση ὅτι ὅλα τά μέτρα πού ἐλήφθησαν ἀπό τήν κυβέρνηση, καί δυστυχῶς ἔγιναν δεκτά ἀπό τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦν προσβολή τῶν δογμάτων καί τῆς ἱερότητας τῶν ναῶν[9]. Αὐτό φάνηκε ὁλοκάθαρα κατά τίς μεταδοθεῖσες ἀπό τήν τηλεόραση Θεῖες Λειτουργίες στήν Εὐαγγελίστρια τῆς Τήνου καί στήν Παναγία Σουμελᾶ στήν Βέροια. 


πῆρξεν ἐν πρώτοις ἀπόλυτος συντονισμός καί προγραμματισμός, ὡσάν νά ὑπάρχει κάποια ἀόρατη ἀρχή, ἕνα ἀόρατο κέντρο, πού σχεδιάζει καί δίνει ἐντολές γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου. Ἕνας ἀόρατος ἀντίχριστος σκηνοθέτης πού κατευθύνει τό ἔργο. Καί στούς δύο ναούς οἱ κρατικοί καί λοιποί ἀξιωματοῦχοι φοροῦσαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως μάσκες· ἱστορική περίπτωση μασκοφορίας καί ἱστορική πρωτιά ὑποταγῆς ὄχι στόν Θεό, ἀλλά σέ ἐντολές ἀνθρώπων. Οὐδέποτε διδαχθήκαμε στήν δισχιλιετῆ ἱστορία σέ περίπτωση λοιμώξεων νά φορέσουμε μάσκες μέσα στούς ναούς καί δέν ἔχουμε παραδείγματα Ἁγίων, πού νά φόρεσαν μάσκες. Οὔτε ὁ Χριστός οὔτε οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, φόρεσαν ποτέ μάσκες. Τίς θαυματουργές εἰκόνες καί στούς δύο ναούς πλαισίωναν τιμητικά δεξιά καί ἀριστερά ἕνας νέος καί μία νεάνιδα μέ τοπικές ἐνδυμασίες, φορώντας καί αὐτοί μάσκες, πού μόνο τιμή δεν προσέδιδαν στήν Παναγία, ἀφοῦ στήν πράξη ἀμφισβητοῦσαν τήν Χάρη καί τήν ἰαματική Της δύναμη. Εἶναι σάν νά ἔλεγαν, ὅπως καί οἱ ἄλλοι μασκοφόροι: «Παναγία μας, εἴμαστε δίπλα σου ἤ μέσα στόν ναό σου, ἀλλά φορᾶμε μάσκες, γιατί δέν πιστεύουμε ὅτι μπορεῖς νά μᾶς προστατεύσεις ἀπό τόν Κορωνοϊό», σέ ἀντίθεση μέ ὅσα ψάλλουμε στίς Παρακλήσεις τῆς Παναγίας[10].


Τό ἴδιο σκηνικό καί ἡ ἴδια ἀσέβεια, ἀπιστία καί ὀλιγοπιστία καί κατά τήν προσκύνηση τῶν δύο θαυματουργῶν εἰκόνων ἀπό τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, πού ἐφέτος βέβαια ἦσαν πολύ ὀλιγώτεροι ἀπό τά προηγούμενα χρόνια. Περνοῦσαν στή σειρά ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, φορώντας ἀσεβῶς μάσκα μέσα στόν ναό, καί τό χειρότερο ἦταν ὅτι οἱ περισσότεροι ἀσπάζονταν μέ τήν μάσκα τίς εἰκόνες -ἄν αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀσπασμός- ἐντεταλμένα δέ πρόσωπα μετά ἀπό κάθε μασκοφίλημα ἐσπόγγιζαν μέ ἀπολυμαντικό τήν ἁγία εἰκόνα. Δέν ἰσχύει ἐδῶ ἀπολύτως τό τροπάριο τῆς Μικρῆς Παράκλησης πού λέγει ὅτι πρέπει νά βουβαθοῦν παιδαγωγικά, νά μείνουν ἄλαλοι, νά χάσουν τήν φωνή τους ὅσοι δέν προσκυνοῦν μέ τά χείλη τους τήν σεπτή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου; «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μή προσκυνούντων τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν». Ναί, οἱ μασκοφόροι δέν προσκύνησαν τήν εἰκόνα, προσκύνησαν τόν φόβο τοῦ ἰοῦ καί τήν θεά ὑγεία.


φέτος λοιπόν στά μεγάλα προσκυνήματα, ἀλλά καί σέ ἄλλους ναούς, ὅπου οἱ ἐπαρχιοῦχοι ἐπίσκοποι καί οἱ ὑποταγμένοι ἱερεῖς ὑπακούουν ὄχι στόν Θεό καί στούς Ἁγίους, ἀλλά στούς κοσμικούς ἄρχοντες, ἡ μνήμη τῆς Παναγίας δέν ἦταν «πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ», ὅπως ψάλλουμε στόν ἐμπνευσμένο πρῶτο εἱρμό τῶν καταβασιῶν πού συνέγραψε ὁ θεοφώτιστος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός τόν 8ο αἰώνα. Δέν ἦταν στολισμένη ἀπό τήν πίστη, τήν εὐσέβεια, τήν ἀφοσίωση, τήν ὁλοκληρωμένη τιμή πρός τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί στήν ἄπειρη θαυματουργική καί ἰαματική της δύναμη, τήν καταγεγραμμένη καί ἀποδεδειγμένη μέ πλῆθος θαυμάτων. Ἦταν πεποικιλμένη ἀσεβῶς, κακοστολισμένη, ἀπό τήν ἀσέβεια, τήν ἀπιστία, τήν βλασφημία, τήν ὀλιγοπιστία τῶν ποικίλων μασκοφόρων καί τήν ἔνοχη σύμπραξη ἀρχιερέων καί ἱερέων ἀναξίων, πού φέρουν καί μεγαλύτερη εὐθύνη, ὡς διδάσκαλοι καί φρουροί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαῖος χοροστατῶν καί ἐνδεδυμένος τά ἱερά ἄμφια φοράει μέσα στόν ναό μάσκα, καί σέ ἄλλη χώρα «ὀρθόδοξοι» ἱερεῖς μεταλαμβάνουν τούς πιστούς φορώντας οἱ ἴδιοι μάσκες, τί μηνύματα ἐκπέμπουν πρός τούς ἀκατήχητους καί φοβισμένους πιστούς[11];


ἀναφερθείς εἱρμός τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ διαψεύσθηκε ὄχι μόνο ὡς πρός τό «πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ», ἀλλά καί ὡς πρός τό «πάντας συνηγάγετο πρός εὐφροσύνην τούς πιστούς». Κατά κοινή ὁμολογία καί παραδοχή στά μεγάλα προσκυνήματα ἐφέτος πῆγαν ὀλίγοι προσκυνητές καί αὐτοί ὄχι χαρούμενοι, ἀλλά φοβισμένοι ἀπό τά ληφθέντα ἐκφοβιστικά καί ἀποτρεπτικά μέτρα, πού δέν ἦσαν «πρός εὐφροσύνην», ἀλλά πρός θλίψη καί στενοχώρια. Ἀγωνιοῦσαν καί ἀνησυχοῦσαν καί ἐθύμωναν οἱ ἐκκλησιομάχοι, εἰκονομάχοι καί λειψανομάχοι καί ἐκφράζονταν ἀπαξιωτικά καί πικρά, ὅταν ἔβλεπαν τόν πιστό καί ὀρθόδοξο λαό νά σχηματίζει οὐρές χιλιομέτρων, προκειμένου νά προσκυνήσουν τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, τήν εἰκόνα «Ἄξιον Ἐστί» ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἤ ἄλλες θαυματουργές εἰκόνες καί ἅγια λείψανα. Αὐτή ἡ κοσμοσυρροή, πού ἦταν πρός δόξαν Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, διότι «θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ»[12], ἐνοχλοῦσε καί στενοχωροῦσε τόν Διάβολο καί τούς ὑποτακτικούς του.


Τώρα μέ πρόσχημα τόν Κορωνοϊό ἐκδικοῦνται τούς πιστούς καί εὐσεβεῖς. Ἔκλεισαν τούς ναούς ἐπί πολύ καιρό καί δέν γιορτάσαμε τή Σταύρωση, δέν λιτανεύσαμε τούς Ἐπιταφίους, δέν ψάλλαμε στούς ναούς τό Χριστός Ἀνέστη, μείναμε ἀκοινώνητοι καί ἀλειτούργητοι, διωγμένοι καί ἐξόριστοι ἀπό τούς ναούς, τούς οἴκους τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων, καί τώρα μέ τίς μάσκες μᾶς ἀναγκάζουν νά βλασφημήσουμε τό Θεό ἀμφισβητώντας τήν πανσθενουργό Του ἄκτιστη Χάρη, πού ὑπάρχει μόνιμα στούς ναούς, στά ἱερά μυστήρια, στίς εἰκόνες καί στά λείψανα τῶν Ἁγίων. Μεγάλα τά κέρδη τοῦ Διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του καί ἀπύθμενο τό μῖσος του ἐναντίον τῶν ἀπροσκύνητων. Ὅσοι ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς ἔγιναν καί εἶναι συνειδητά ὄργανα τοῦ Διαβόλου δύσκολα θά ἀντιδράσουν καί θά ἀντισταθοῦν, δύσκολα θά ἀποκηρύξουν τόν Σατανᾶ καί τά ἔργα του. Ὅσοι ὅμως ἀπό ἐλαφρότητα, δειλία, πνευματική ἀγνωσία, ἐπικίνδυνη καί παρεξηγημένη ὑπακοή συμμορφώνονται πρός τίς ἐντολές τοῦ ὑπεναντίου, τουλάχιστον νά σκεφθοῦν ὅτι αὐτοκαταργοῦνται οἱ ἴδιοι καί καταργοῦν καί τήν Ἐκκλησία, ὅπως θέλει ὁ Διάβολος, ἀφοῦ τῆς στεροῦν τό βασικό της γνώρισμα νά εἶναι ταμιοῦχος καί διαχειριστής τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία σύν τοῖς ἄλλοις θεραπεύει τά νοσήματα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων.


δη πολλοί πιστοί μπροστά στήν ἀπιστία καί ὀλιγοπιστία τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας διερωτῶνται γιατί νά ἐπιστρέψουν στίς ἐκκλησίες, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες ἀμφισβητοῦν καί ἀπορρίπτουν τίς ἄκτιστες καί θεραπευτικές ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φοροῦν πολλοί ἀπό αὐτούς μάσκες καί προτρέπουν καί τούς πιστούς νά μασκοφοροῦν μέσα στούς ναούς, διανέμουν τό ἀντίδωρο τυλιγμένο μέ προστατευτικό χαρτί, μερικοί φοροῦν καί γάντια, ἀποσύρουν τό χέρι τους, ὅταν οἱ πιστοί ἐπιχειροῦν νά τό ἀσπασθοῦν, περιτυλίγουν μέ ἀπαγορευτικές ταινίες τίς ἱερές εἰκόνες καί τίς ἀπολυμαίνουν, ἀπολυμαίνουν ἀκόμη καί τά Ἱερά τῶν Ναῶν, καί σέ πολλές περιοχές τῆς «ὀρθόδοξης» (;) Διασπορᾶς εἰσάγουν τή χρήση πολλῶν ἀτομικῶν λαβίδων, ἀντί τῆς μιᾶς Ἁγίας Λαβίδος, γιατί δέχονται ὅτι μέ τόν καθιερωμένο τρόπο μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας μεταδίδονται λοιμώξεις καί ἀσθένειες. Δέν εἴμαστε μακριά ἀπό τήν καθιέρωση καί ἀποδοχή τῆς παπικῆς καί προτεσταντικῆς ὄστιας.


πί αἰῶνες στήν Δύση ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός δέν κατόρθωσαν, λόγῳ αἱρετικῶν ἀποκλίσεων καί τῆς συνακολούθης ἀπώλειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά προφυλάξουν τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική ἀπό τήν ἀποχριστιάνιση καί τήν ἐκκοσμίκευση. Οἱ ναοί ἄδειασαν, διότι δέν ὑπάρχει πλέον εἰς αὐτούς ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀχαρίτωτοι. Καί ἐπειδή τό ἱερατεῖο δέν μπορεῖ πλέον νά τούς συντηρήσει, τούς πωλεῖ σέ τιμή εὐκαιρίας, καί στή θέση τους φυτρώνουν κέντρα ἄσκησης τῆς Γιόγκα καί ἰσλαμικά τεμένη. Ἄν λοιπόν οἱ «ποιμένες» δέν ἀντιλαμβάνονται ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ὁ ἄρχων τοῦ αἰῶνος τούτου, λόγω πνευματικῆς ἀνοίας καί τύφλωσης, δέν διαθέτουν τουλάχιστον οὔτε τό αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, καί μάλιστα οἱ νεώτεροι ἐξ αὐτῶν;


3. Δέν ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἱερεῖς καί οἱ λαϊκοί στήν ἄπιστη γενιά καί διεστραμμένη


Στό πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου μας εἴδαμε ὅτι κατά τήν ἐποχή τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρά τήν ἀπιστία καί διαστροφή τοῦ Ἱερατείου καί τῶν θεολόγων τῆς ἐποχῆς, τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, τά ὁποῖα αὐστηρά ἐπέκρινε καί καυτηρίασε, δέν ἐγκατέλειψε τό φιλάνθρωπο σχέδιό του νά ἱδρύσει τήν Ἐκκλησία ὡς ἐργαστήριο σωτηρίας, χρησιμοποιώντας ἀπό τόν ἴδιο τόν ἰουδαϊκό λαό τούς μή ἀπίστους καί μή διεφθαρμένους, τούς πιστούς καί ἐναρέτους, τήν Παναγία Μητέρα Του ἐν πρώτοις, «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τό πλῆθος τῶν ἐξ Ἰουδαίων πιστῶν. Καί τώρα θά κρατήσει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὡς ἐργαστήριο σωτηρίας τήν Ἐκκλησία Του, διότι ἐκτός τῶν ἀναξίων ποιμένων, τῶν ἀπίστων καί διεστραμμένων, ὑπάρχουν καί οἱ ὀλίγοι δυνατοί καί ὁμολογητές, πού δέν ἔκαμψαν γόνυ στό νέο Βάαλ, στό νέο εἴδωλο τῆς θεᾶς ὑγείας, δέν ἀποδέχονται τήν νέα εἰκονομαχία, θεοτοκομαχία, ἁγιομαχία, τήν νέα αἵρεση τῆς μόλυνσης ἀπό τά ἱερά καί τά θεῖα.


Καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἱεροκανονικῶς ἀποτειχισμένων καί μή μνημονευόντων τούς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους καί ἀπό τήν πλευρά τῶν μνημονευόντων ὑπῆρξε ἑνιαῖο μέτωπο ἀντίστασης κατά τῆς βλάσφημης μασκοφορίας μέσα στούς ἱερούς ναούς. Ἱερομόναχοι ἐντός καί ἐκτός τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πολλοί ἔγγαμοι ἱερεῖς ὑψώνουν τείχη εὐσεβείας καί Ὀρθοδοξίας, προπηλακιζόμενοι, ὁδηγούμενοι σέ ἀστυνομικά τμήματα καί συκοφαντούμενοι[13]. Δέν θέλουν οὔτε θά ἐπιτρέψουν, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τῆς ὑπερμάχου Θεοτόκου καί τοῦ πλήθους τῶν Ἁγίων, τούς ἐντός τῶν τειχῶν προβατόσχημους λύκους νά κατασπαράξουν τό ποίμνιο. Τό «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεσταμμένη» τοῦ Χριστοῦ τό ἐπανέλαβε κατόπιν καί ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος, μέγας ὁμολογητής καί μεγαλομάρτυς, ὅταν περί τό τέλος τῆς θαυμαστῆς ἱεραποστολικῆς του δράσεως κάλεσε στήν ἑλληνική Μίλητο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἑλληνικῆς Ἐφέσου, πού τώρα λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά κατέχονται ἀπό τούς Μουσουλμάνους τοῦ δικτάτορα Ἐρντογάν, ὁ ὁποῖος ξαναμιαίνει τήν Ἁγία Σοφία καί τήν Μονή τῆς Χώρας.


Εἶπε λοιπόν στό τότε Ἱερατεῖο τῆς περιοχῆς προφητικά ὁ Μέγας Ἀπόστολος ὅτι πρέπει νά προσέχουν καί νά προστατεύουν τό ποίμνιο, στό ὁποῖο τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς τοποθέτησε ὡς ἐπισκόπους, γιά νά ποιμαίνουν τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀπέκτησε μέ τό ἴδιο του τό αἷμα. Γνωρίζω, τούς εἶπε, ὅτι μετά τήν ἀναχώρηση μου θά εἰσβάλουν στήν Ἐκκλησία λύκοι ἄγριοι, πού δέν θά λυποῦνται τό ποίμνιο. Ἀλλά καί ἀπό σᾶς τούς ἴδιους θά ἐμφανισθοῦν κληρικοί πού θά διαστρέφουν τήν ἀλήθεια, «λαλοῦντες διεστραμμένα», γιά νά παρασύρουν τούς πιστούς μέ τό μέρος τους[14]. Ὅσοι λοιπόν ἀντέδρασαν καί ἀντιδροῦν στήν βλάσφημη μασκοφορία μέσα στούς ἱερούς ναούς, γιά νά μή κυριαρχήσουν οἱ Ὀρθολογιστές καί οἱ Νεοβαρλααμίτες, πού ἀρνοῦνται τήν ἄκτιστη Χάρη καί τήν θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά παρασυρθοῦν ἀπό τούς «βαρεῖς λύκους» καί προβατόσχημους, οὔτε ἀπό ὅσους θεολογοῦν «διεστραμμένα». Θέλουν νά ἀποφύγουν τήν θεία ἐγκατάλειψη, νά μή συντελέσουν στήν ἀποχριστιάνιση τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ὅπως συνέβη στήν παπική καί προτεσταντική Δύση.


Γιόρτασαν, ὅπως πάντα, τήν σεπτή Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἔψαλαν χαρούμενοι τό «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ ἡ ἱερά καί εὐκλεής Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο πρός εὐφροσύνην τούς πιστούς». Δέν φοβοῦνται τίς διώξεις καί τά πρόστιμα, ὅταν πρόκειται νά ἀκολουθήσουν τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Τρεῖς φορές ὁ Χριστός, ὅταν ἀπέστειλε τούς Ἀποστόλους στό κήρυγμα «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»[15], τούς ἐνθάρρυνε νά μή φοβοῦνται: «Μή οὖν φοβηθῆτε αὐτούς. Οὐδέν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον, ὅ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καί κρυπτόν, ὅ οὐ γνωσθήσεται... Καί μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι... Οὐχί δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; Καί ἕν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπί τήν γῆν ἄνευ τοῦ πατρός ὑμῶν. Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. Μή οὐν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς»[16].


ν ὁ Κορωνοϊός δέν εἶχε στήν Ἑλλάδα καί σέ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες τήν καταστροφική ἐξάπλωση πού εἶχε στήν ἀλλόθρησκη Ἀνατολή καί στήν αἱρετική Δύση, αὐτό ὀφείλεται κυρίως εἰς τό ὅτι μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, τῆς «Ζωοδόχου πηγῆς» τῶν ἀπείρων θαυμάτων, περιόρισε ὁ Θεός τήν ἐξάπλωσή της, καί θά τήν εἶχε ἐξαφανίσει τελείως, ἄν ἔλειπαν τό βλάσφημο κλείσιμο τῶν ναῶν, ἡ κατασυκοφάντηση τῆς Θείας Κοινωνίας καί ἡ προσβολή τῆς ἱερότητας τῶν ναῶν μέ τίς μάσκες, τίς ταινίες στίς εἰκόνες καί στά καθίσματα καί τίς συνεχεῖς ἀπολυμάνσεις. Ἐπιφυλασσόμενοι νά ἀναφερθοῦμε προσεχῶς στήν θαυματουργική δύναμη τῆς Παναγίας, παραθέτουμε δύο κείμενα μόνον· τό ἀπολυτίκιο τῆς «Ζωοδόχου Πηγῆς», ποίημα τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ποιητοῦ καί λογίου τοῦ 11ου αἰῶνος, ὡς καί ἁγίου (5 Ὀκτωβρίου), Ἰωάννου Μαυρόποδος, ἐπισκόπου Εὐχαΐτων τοῦ Πόντου, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, συνέστησε τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί συνέγραψε καί τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Ὁ μεγάλος αὐτός θεοτοκόφιλος ὑμνογράφος ἔγραψε γιά τήν Παναγία ἑβδομήντα δύο (72) κανόνες. Τό ἀπολυτίκιο ἔχει ὡς ἑξῆς:


« ναός τῆς πηγῆς σου, ἀειπάρθενε Δέσποινα, οὐρανίων χαρίτων καί θαυμάτων πεπλήρωται. Ἐν τούτῳ γάρ τεράστια φοβερά τελοῦνται καί σωμάτων καί ψυχῶν θεραπεύονται τά πάθη, καί τῶν δαιμόνων φάλαγγες διώκονται. Δόξα τῇ παρουσίᾳ σου Ἁγνή! Δόξα τῇ ἐπισκέψει σου, δόξα τῇ πρός ἡμᾶς ἀπείρῳ φιλευσπλαχνίᾳ σου!». Στόν κανόνα ἐπίσης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού ψάλλεται στήν ἀρχή τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ, μεταξύ ἄλλων ὑπάρχουν καί τά ἀκόλουθα τροπάρια: «Ὁ ναός σου Θεοτόκε, ἀνεδείχθη ἰατρεῖον νοσημάτων ἄμισθον, καί θλιβομένων ψυχῶν παραμύθιον». «Τίς προστρέχων τῷ ναῷ σου Θεοτόκε, οὐ λαμβάνει ταχέως τήν ἴασιν, ψυχῆς τε ὁμοῦ καί τοῦ σώματος, ἄχραντε;»



[1]. Ματθ. 17, 14-23.


[2]. Ματθ. 12, 24: «Οἱ δέ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τά δαιμόνια εἰ μή ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων».


[3]. Ματθ. 10, 8: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε». Λουκ. 10, 17: «Ὑπέστρεψαν δέ οἱ ἑβδομήκοντα μετά χαρᾶς λέγοντες· Κύριε καί τά δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου».


[4]. Ματθ. 17, 17.


[5]. Ἐπί λέξει ἐδήλωσε σέ δημοσιογράφο: «Ἀκόμα καί ἄν αὐτό πού οἱ Χριστιανοί μας θεωροῦν σωστό, ἀκόμα καί ἄν εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ θά ὑπερασπιστῶ αὐτό πού λένε οἱ Χριστιανοί μας... Οἱ Χριστιανοί μας ἔφτιαξαν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔφτιαξε τό Εὐαγγέλιο τήν Ἐκκλησία».


[6]. Βλ. στίχους πρό τοῦ Συναξαρίου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Δευτέρας: «Τήν Συναγωγήν, συκῆν, Χριστός Ἑβραίων, καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἀρᾷ ξηραίνει, ἧς φύγωμεν τό πάθος».


[7]. Ματθ. 16, 18.


[8]. Ἰω. 15, 2 καί 6.


[9]. Ἀπό τά πέντε συνολικά κείμενά μας πού ἔχουν δημοσιευθεῖ ὅλα στό Διαδίκτυο, τώρα δέ καί στό περιοδικό Θεοδρομία 22 (2020) 154-226 μνημονεύουμε τά δύο: «Ἔργο τοῦ Διαβόλου τό κλείσιμο τῶν Ναῶν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο», Θεοδρομία 22 (2020) 162-172 καί «Προσβολή τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱερότητας τῶν ναῶν μέ πρόσχημα τόν κορωνοϊό», Θεοδρομία 22 (2020) 191-215.


[10]. Βλ. Μικρό Παρακλητικό Κανόνα: «Νοσοῦντα τό σῶμα καί τήν ψυχήν ἐπισκοπῆς θείας καί προνοίας τῆς παρά σοῦ, ἀξίωσον μόνη Θεομῆτορ, ὡς ἀγαθή ἀγαθοῦ τε λοχεύτρια». «Χαλεπαῖς ἀρρωστίαις καί νοσεροῖς πάθεσιν, ἐξεταζομένῳ Παρθένε, σύ μοι βοήθησον· τῶν ἰαμάτων, γάρ, ἀνελλιπῆ σε γινώσκω, θησαυρόν, Πανάμωμε, τόν ἀδαπάνητον». «Ἐν κλίνῃ νῦν ἀσθενῶν κατάκειμαι, καί οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ σαρκί μου· ἀλλ᾽ ἡ Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου καί τόν λυτῆρα τῶν νόσων κυήσασα, σοῦ δέομαι τῆς ἀγαθῆς· Ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον».


[11]. Βλ. Μανου Χατζηγιάννη, Ὅταν οἱ πατριάρχες φοροῦν μάσκες τί πρέπει νά κάνουν οἱ ἱερεῖς; Διαδίκτυο 18-8-2020. Ἐπίσης, Ρουμανία - Μετέδωσαν τήν Θ. Κοινωνία μέ πλαστικά κουταλάκια μιᾶς χρήσης, φορώντας μάσκα, Διαδίκτυο, 19 Αὐγούστου 2020.


[12]. Ψαλμ. 67, 36.


[13]. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικά τόν ἱερομόναχο Ἰγνάτιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος, ἡ ὁποία ὑπό τήν γενναία καί ἀνυποχώρητη στάση καί ἀνδρειοσύνη τοῦ Γέροντος ἡγουμένου π. Μαξίμου τοῦ Καραβᾶ τιμᾶ τούς ἀγῶνες καί τή μνήμη τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ καί ὁμολογητῆ τῶν καιρῶν μας, ἁγίου Αὐγουστίνου Καντιώτη. Τήν ὁμολογία τοῦ Γέροντος Χρυσοστόμου Τέτσιου, τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Μετεώρων. Τοῦ γενναιότατου π. Μιχαήλ Κουκουβᾶ, ὑπερπολύτεκνου ἱερέα τῆς Καλύμνου, καί πολλῶν ἄλλων. Τελικῶς καί ἐπαινετικῶς καί τήν «Καταγγελία-διαμαρτυρία Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί τῶν επιβληθέντων μέτρων, λόγῳ τοῦ covid-19 στήν αὐτοδιοίκητη Ἁγιορειτική Πολιτεία» (Ἱστοσελίδα ΑΚΤΙΝΕΣ, 24 Αὐγούστου 2020). Οὔτε τό Περιβόλι τῆς Παναγίας σεβάσθηκαν οἱ βλάσφημοι τῆς Κυβέρνησης, μέ ἀνοχή δυστυχῶς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας.


[14]. Πράξ. 20, 28-30: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».


[15]. Ματθ. 10, 16.


[16]. Ματθ. 10, 26-31.



ΝΕΟΙ ΑΓΙΟΙ, ΝΕΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ, ΝΕΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ; Ο ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!...




Νέοι ἅγιοι, νέες θεωρίες, νέα παράδοση; 

Ὁ τραγέλαφος τῶν συνεπειῶν τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου συνεχίζεται!...

ὑπό Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου 

Τελευταίως, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος μετά τῆς περί αὐτόν Συνόδου ἀπεφάσισαν τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ γνωστοῦ Ἁγιορείτου ἀσκητοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἐπονομαζομένου Ἡσυχαστοῦ. Ὁ ἐν λόγῳ ἀσκητής ἐκοιμήθη ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τήν 15ην Αὐγούστου (τοῦ 1959), σύμφωνα ὅμως μέ τό ἐκκλησιαστικό, λεγόμενο παλαιό, ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο τηροῦσε ὁ ἴδιος ὡς ἁγιορείτης καί ἀνέκαθεν τηροῦσε καί διατηρεῖ, ὡς ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος.


Τό Πατριαρχεῖο ὥρισε λόγῳ τοῦ αἰδεσίμου τῆς ἡμέρας νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἀσκητοῦ ὡς Ἁγίου πλέον, κατά τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, δηλαδή τήν 16η Αὐγούστου. Ἔτσι, ὁ πρῶτος ἑορτασμός τῆς μνήμης του ἔγινε ἤδη σήμερα 16/29 Αὐγούστου πανηγυρικά στήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου, τῆς ὁποίας ὁ Καθηγούμενος καί ἡ μοναστική Ἀδελφότητα θεωροῦνται πνευματικά ἔκγονα ἐκείνου.


Τή σχετική Πατριαρχική Πράξη ἁγιοκατατάξεως ἀνέγνωσε ὁ Καθηγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας Ἀρχ/της Ἐλισσαῖος, ὅπου γίνεται μνεία περί τῆς σημειολογικῆς σημασίας τῆς ἡμέρας κοιμήσεως τοῦ ἀσκητοῦ (μνήμη Κοιμήσεως Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος καί Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους) καί ὁ ὁρισμός τῆς ἑπομένης 16ης ὡς ἡμέρας μνήμης αὐτοῦ, ἡμέρα ἄλλωστε κατά τήν ὁποία ἔγινε καί ἡ ταφή του, ἐν Ἁγίω Ὄρει.


Τίθεται, λοιπόν, τό ἐρώτημα: Ἐν τῶ κόσμω, πότε θά τιμᾶται ἡ μνήμη αὐτοῦ ἐφ' ὅσον συμφώνως τῆ Πατριαρχικῆ Πράξει ὁρίζεται ἡ 16η Αὐγούστου ὡς ἡμερομηνία ἐτησίου μνήμης αὐτοῦ; Θά τιμᾶται, λοιπόν, κατά τήν 29ην Αὐγούστου καί θά ἀκούγεται στό συναξαριακό ἀνάγνωσμα ὅτι ἐκοιμήθη τήν 15ην καί ἐνταφιάσθηκε τήν 16ην Αὐγούστου καί ὅτι ὡρίσθη νά τιμᾶται τήν 16ην Αὐγούστου ἤ θά μετατεθεῖ ἐν τῆ πράξει ἡ μνήμη του καί θά τιμᾶται κατά τήν 16ην Αὐγούστου, συμφώνως πρός τό ἰσχῦον ἐν τῶ κόσμω (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) νέον ἡμερολόγιον, ὁπότε δέν θά ὑπάρχει καμμία ἀντιστοιχία καί νόημα μέ τήν γενομένην ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κοίμησή του κατά τήν ἡμέραν τῆς ἐκεῖ τιμωμένης Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου;


Πολλοί θά ἀποφύγουν τόν λογικό προβληματισμό ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀμετροέπειας ἤ μᾶλλον τῆς συγχύσεως καί ἀκαταστασίας πού ἐπέφερε καί διατηρεῖ ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου. Καί ὅμως δέν εἶναι μόνον ἡ κοινή λογική, ἀλλά πολύ περισσότερο ἡ εὐταξία καί εἰρήνη καί ἑνότητα πού προσβάλλονται ἀπό τήν ἀδικαιολόγητη καί ἀντικανονική εἰσαγωγή καί ἐπιβολή τοῦ νέου ἡμερολογίου καί τίς κατά τά ἀνωτέρω συνέπειές της. Δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία καί κυρίως καμμία κανονική καί ἐκκλησιαστική αἰτιολογία γιά τήν de facto διάσπαση τῆς ὁμοιόμορφης ἑορτολογικῆς ἑνότητος τῶν ὀρθοδόξων ἀνά τόν κόσμο, περί τῆς ὁποία τόσο ἐνδιαφέρθηκε καί μερίμνησε ἡ Ἁγία Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν 318 Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων.


πως δέν ὑπάρχει δικαιολογία, παρά μόνο σκοπιμότητα καί ἀμετανοησία, γιά τήν ἀπάλειψη, τήν τελευταία μάλιστα στιγμή, ἐκ τῶν πρός συζήτηση θεμάτων τῆς λεγομένης "Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου" τῆς Κρήτης (2016) τοῦ ἀπό δεκαετιῶν τεθέντος σέ προτεραιότητα πρός πανορθόδοξη συζήτηση καί ἐπίλυση σχετικοῦ θέματος ("Τό ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου").


πάρχει δέ καί κάτι σχετικό μέ τό ἐν λόγῳ θέμα (τοῦ ἡμερολογίου) ἀκόμη χειρότερο, τό ὁποῖο συντηρεῖται δυστυχῶς ἀπό τούς ἰθύνοντες τοῦ Φαναρίου, οἱ ὁποῖοι προδίδουν ἔτσι ὅτι τούς "στοιχειώνει" ἡ εὐθύνη τήν ὁποία ἱστορικῶς ἔχουν γιά τήν ἡμερολογιακή Καινοτομία (σημείωση: ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου εἶναι ἔργο τοῦ, κατά τόν πολύ Ἰουστῖνο Πόποβιτς σχισματοποιοῦ, Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη). Πρόκειται γιά τήν προκλητική ἐπισήμανση τῆς μεταστροφῆς τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ καί ἐγκαταλείψεως τῆς πρώην ἰδιότητός του ὡς "ζηλωτοῦ" Ἁγιορείτου, δηλαδή ἔχοντος διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου γιά κανονικούς λόγους Πίστεως καί Παραδόσεως.


Στήν Πατριαρχική Πράξη ἁγιοκατατάξεως τοῦ ἀσκητοῦ Ἰωσήφ ἀναφέρεται αὐτή ἡ πτυχή, τήν ὁποία δεόντως ἐκμεταλλεύεται τό Πατριαρχεῖο ὑποστηρίζοντας ἐμμέσως πλήν σαφῶς ἤ μᾶλλον προπαγανδίζοντας ὅτι ὅποιος δέν κοινωνεῖ μέ τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀσχέτως ἄν ἐκεῖνο καινοτομεῖ ἤ ἔχει ἀπεμπολίσει τήν Πίστη καί Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων διά τῆς διακηρύξεως λόγῳ καί ἔργῳ τοῦ ἐκκλησιομάχου Οἰκουμενισμοῦ!


Τίθεται, λοιπόν, καί ἕνα ἀκόμη ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατόν νά προβάλλεται ἐπισήμως καί μάλιστα ὡς δεῖγμα νέας γνησιότητος (κατά τή "νέα κανονικότητα" πού βιώνουμε στις ἡμέρες μας) ἡ ἐπανάληψη τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀποδεδειγμένως μασώνου καί ἀρχι-οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἐκ μέρους τῆς τότε συνοδείας τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ τελευταίου καί μάλιστα μετά ἀπό σχετικό ὅραμα, ὅταν ἐξ ἀντιθέτου ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις συγχρόνων αὐτοῦ μεγάλων ἀσκητῶν καί ὄντως ὁσίων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐφωτίζοντο περί τοῦ ἀντιθέτου;


πί παραδείγματι, τά ἀκριβῶς ἀντίθετα μαρτυροῦν ἡ στάση καί διδασκαλία τοῦ ἁγιοκαταταχθέντος ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀσκητοῦ Ἰωάννου τοῦ ἐκ Ρουμανίας (+1960), τοῦ ὁποίου τό ὁλόσωμο σκήνωμα διασώζεται ἀδιάφθορο στή Μονή Χοζεβᾶ στά Ἱεροσόλυμα. Συνειδητοποιεῖ τό Πατριαρχεῖο ποῦ ὁδηγεῖ τά πράγματα μέ τίς σκοπιμότητες καί ἐνδεχομένως τίς ὑστεροβουλίες του, ἀκόμη καί στά ζητήματα τῶν ἁγιοκατατάξεων καί ὅσον ἀφορᾶ στά διαφαινόμενα κριτήριά του γι' αὐτές;


Μήπως κάποιοι ἐμπαίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ; Ποιός τοῦ λέγει τήν πᾶσα ἀλήθεια; Οἱ Ἅγιοι διαφέρουν καί διαφωνοῦν μεταξύ των ἐπί θεμάτων Πίστεως ἤ Παραδόσεως καί ἔχουν διαφορετικές ἀποκαλύψεις ἐκ Θεοῦ; Μήπως βρισκόμαστε ἐνώπιον πλάνης ἤ ἀπάτης; Ποιός εἶναι φορέας αὐτῶν; Ποιά εἶναι ἡ πλάνη ἤ ἡ ἀπάτη καί ποιά ἡ ἀλήθεια ἐν προκειμένῳ; Κάποιοι, ἴσως, βιασθοῦν, μᾶλλον ἐπιπολαίως, νά ἀπαντήσουν ἀποφαινόμενοι ὅτι οὔτε τό ἡμερολογιακό εἶναι σπουδαῖο ζήτημα, δηλαδή οὔτε ἡ ἀντικανονική ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ἐφάμαρτη, οὔτε ἡ προδοτική τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκκλησιολογική πορεία τῶν Πατριαρχῶν καταδικαστέα καί ἅρα μόνο ἐναπομένον κριτήριο κανονικότητος καί ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἑνότητα καί κοινωνία ὅλων μέ ὅλους!


Τότε, ὅμως, μετά τήν προφανή λογική διαπίστωση ὅτι ἄλλα λέγουν σχετικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέ τούς ὁποίους συμφωνοῦν πολλοί σύγχρονοι ἐνάρετοι Πατέρες καί σύγχρονοι ὅσιοι καί ἄλλα πάλι (λένε ἥ ἐμφανίζονται νά λένε) κάποιοι ἄλλοι νέοι ἅγιοι, ἐντός ἤ ἐκτός εἰσαγωγικῶν, ἐπανατίθεται ἀκόμη πιό ἀπαιτητικό καί ὀξύ τό ἐρώτημα,: Ποιοί λοιπόν ἐξ ὅλων αὐτῶν ἔχουν δίκηο; Ποιοί ἐκφράζουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας; Ποιούς μποροῦμε νά ἐμπιστευόμαστε; Μήπως θά πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τό κριτήριο τοῦ διακόψαντος τό μνημόσυνο τοῦ τότε αἱρετίζοντος Πατριάρχου του καί καθαιρεθέντος καί φυλακισθέντος Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος λέγει σχετικῶς καί ἐπισημαίνει:


"Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά αὐτά φρονοῦσιν ἀλλήλοις καί εἰς οὐδέν διαφέρουσι" καθώς καί "ἀληθινή εὐσέβεια εἶναι τό νά μήν ἔρχεται κανείς σέ φιλονεικία μέ τούς Θεοφόρους Πατέρες" καί ὅτι "ἀπόδειξη ὅτι καλῶς καί ἀσφαλῶς καί εὐσεβῶς φρονοῦμε εἶναι ἡ συμφωνία μας πρός τούς Θεοφόρους Πατέρες μας"! Τουλάχιστον τό ποιοί, ἐξ ὅλων τῶν προαναφερθεισῶν "πλευρῶν", λένε καί πράττουν διαφορετικά καί ἀντίθετα πρός τούς Ἁγίους Πατέρες, ἐλπίζουμε νά ἔχει γίνει ἀντιληπτό καί εὐδιάκριτο!



ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ, ΤΙ ΑΓΑΘΟ ΠΟΗΣΩ ΙΝΑ ΕΧΩ ΖΩΗ ΑΙΩΝΙΟΝ;




«γαθέ Διδάσκαλε», ρώτησε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό κάποιος νεαρός πού ἦταν πολύ πλούσιος, «τί καλό νά κάνω γιά ν' ἀποκτήσω τήν αἰώνια ζωή;». Δηλαδή: «Τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;». Ἐρώτημα πολύ σοβαρό. Ἐρώτημα γιά ἕνα ζήτημα πού πρέπει ν' ἀπασχολεῖ κάθε ἄνθρωπο σ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὅπως ὁ ταξιδιώτης πού διαπλέει μιά μεγάλη καί φουρτουνιασμένη θάλασσα, δέν συλλογίζεται παρά ἕνα ἥσυχο λιμάνι, ἔτσι κι ἐμεῖς, πού ταλαιπωρούμαστε μέσα στά κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου, πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἔχουμε μπροστά στά μάτια τοῦ νοῦ μας τήν αἰωνιότητα καί, ὅσο βρισκόμαστε στήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, νά φροντίζουμε γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Τί εἶναι αὐτό πού μποροῦμε νά τό ἀποκτήσουμε στή γῆ καί νά τό διατηρήσουμε παντοτινά ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα μας; Πηγή: https://imkythiron.gr



Μόνο ἡ σωτηρία μας! Δυστυχῶς ὁ πλούσιος νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δέν ἤθελε νά μοιράσει τήν περιουσία του γιά νά γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές του ὅτι εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει μιά καμήλα ἀπό βελονότρυπα παρά νά μπεῖ ἕνας πλούσιος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τί λέει ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική του Ἐπιστολή γιά τούς πλουσίους: "Ἐλᾶτε τώρα, σεῖς οἱ πλούσιοι, κλαύσατε καί θρηνήσατε διά τάς συμφοράς πού σᾶς ἔρχονται. Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καί τά ἐνδύματά σας εἶναι φαγωμένα ἀπό τόν σκόρον, τό χρυσάφι σας καί τό ἀσήμι σας ἔχουν σκουριάσει καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι μία μαρτυρία ἐναντίον σας, καί θά φάγῃ τίς σάρκες σας σάν φωτιά. Ἐθησαυρίσατε διά τάς ἐσχάτας ἡμέρας. Τά ἡμερομίσθια τῶν ἐργατῶν πού ἐθέρισαν τά χωράφια σας, καί σεῖς τούς τά ἐστερήσατε, φωνάζουν, καί αἱ βοαί τῶν θεριστῶν ἔχουν φτάσει εἰς τά αὐτιά τοῦ Κυρίου Σαβαώθ.


ζήσατε εἰς τήν γῆν μέ πολυτέλειαν καί ἀπολαύσεις, ἐπαχύνατε σάν τά ζῶα διά τήν ἡμέραν πού θά τά σφάξουν. Κατεδικάσατε, ἐσκοτώσατε τόν ἀθῶον· δέ σᾶς φέρει ἀντίστασιν» (Ἰακ. 5, 1-6). Βλέπετε τί φοβερά λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιά τούς πλούσιους καί πόσο βαριά τούς κατηγόρησε; Καί τί μπορεῖ νά εἶναι πιό φοβερό ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πού λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιά ἕναν πλούσιο νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία του Θεοῦ; Γιατί ὅμως εἶναι δύσκολο; Διότι ἄν εἴμαστε προσκολλημένοι στόν πλοῦτο καί στά ἀγαθά μας τότε παραμένουμε σκληρόκαρδοι καί μισάνθρωποι ἐγωιστές. Καί τέτοιοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν θέση στή Βασιλεία του Θεοῦ.


Ποιά σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε, τί εἶναι αὐτό πού βλάπτει τήν ψυχή ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν πλοῦτο; Τήν βλάπτει τό ὅτι τά γήινα ἀγαθά, τίς διάφορες ἀπολαύσεις, τήν πολυτέλεια, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τά βάζουν πάνω ἀπ' ὅλα. Τά θεωροῦν πιό σημαντικά καί ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι πού μπορεῖ νά μήν ἔχουν ὑλικά ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τόν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Ἄν ἐμεῖς, παρ' ὅλο πού δέν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τίς ἀπολαύσεις καί τίς χαρές τῆς ζωῆς. Ἄν ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία. Ἄν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πώς νά περάσουμε καλύτερα σέ αὐτή τήν ζωή, καί μόνο αὐτό ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριά ἀπ' αὐτό πού ζητάει ὁ Κύριος.


Διότι οἱ ἄνθρωποι πού ἐπιζητοῦν τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοί ἐπιδιώκουν μόνο τό νά εἶναι κοντά στόν Θεό, νά ἔχουν κοινωνία μαζί του, θέλουν νά εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ καί ζητοῦν διαρκῶς τήν χάρη Του καί τήν ἀγάπη Του. Αὐτός πού εἶναι προσκολλημένος στά γήινα, πού ζητά ἀπολαύσεις, αὐτός πάσχει ἀκριβῶς ἀπ' ἐκεῖνο τό πάθος πού δέν ἀφήνει τούς πλούσιους νά εἰσέλθουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν Θεό ὅμως τά πάντα εἶναι δυνατά. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς σώσει ὅλους. Μπορεῖ νά σώσει καί τόν πλούσιο, ἄν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἄν μισήσει τόν πλοῦτο του καί κάνει πράξη τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αὐτό τό ἔκανε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καί ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας.


Μιά μέρα ἄκουσε στήν ἐκκλησία αὐτά τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Τά λόγια αὐτά τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιά μέσα στήν καρδιά του καί κυρίεψαν ἐξ ὁλοκλήρου τό νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τήν περιουσία του, μοίρασε τά χρήματα στούς φτωχούς καί ὁ ἴδιος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τό βαθύ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τά γήινα ἀγαθά ἀλλά ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί τῆς θαυματουργίας καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφός καί φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι πρέπει καί ἐμεῖς νά δεχθοῦμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ περί τοῦ γήινου πλούτου. Νά διώξουμε ἀπό τήν καρδιά μας τήν προσκόλληση στά γήινα ἀγαθά. Καί μόνο ἕνα πράγμα νά ἐπιδιώκουμε: τό νά εἴμαστε φίλοι καί ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, φίλοι καί ἀδελφοί τοῦ πλησίον μας. Ἀμήν.


ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΥΝΤΑΣ





Ομιλία του Αγίου Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου, 
προς τους πλουτούντας



Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι’ 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.


Πώς να επαρκέση, όταν αυτές θέλουν να προμηθεύωνται τα μύρα από την ανατολή σαν το λάδι από την αγοράν, αναζητούν δε θαλάσσια άνθη, πολύτιμα κογχύλια και μαργαριτάρια περισσότερα και από το μαλλί των προβάτων. Και ο χρυσός που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται στολίδι για το μέτωπον, άλλος περιδένει τον λαιμό τους, άλλος τοποθετείται στις ζώνες και άλλος μετατρέπεται σε δεσμά για τα χέρια και τα πόδια τους. Διότι χαίρονται οι γυναίκες να δένωνται με χειροπέδες, αρκεί μόνον να είναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θα φροντίση για την ψυχή του αυτός που υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες; Επειδή όπως οι καταιγίδες και οι τρικυμίες καταποντίζουν όσα πλοία είναι σαθρά, έτσι και οι πονηρές διαθέσεις των γυναικών, καταπνίγουν τις αδύνατες ψυχές των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος καταναλώνεται σε τόσα πολλά πράγματα από τον άνδρα και την γυναίκα, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στις επινοήσεις των ματαίων, είναι επόμενον να μη μένη καθόλου καιρός να ενδιαφερθούν για τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς», για να έχης εφόδια για την αιωνίαν απόλαυση, τότε απέρχεσαι λυπούμενος.


Εάν όμως ακούσης: δώσε χρήματα στις γυναίκες που ζουν πολυτελώς, δώσε στους γλύπτες, στους οικοδόμους στους τεχνίτες των ψηφιδωτών, στους ζωγράφους, χαίρεσαι σαν να κατακτάς κάτι πολυτιμότερον από τα χρήματα. Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που με τον χρόνον έχουν καταρρεύσει; Τα λείψανά τους ωσαν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται σε όλη την πόλη. Όταν ανεγείροντο αυτοί οι τοίχοι, πόσοι πτωχοί υπήρχαν στην πόλιν αυτήν, οι οποίοι παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος τους γύρω από αυτά; Πού είναι λοιπόν η κατασκευή των λαμπρών αυτών έργων; Πού είναι αυτός που εκαυχάτο για την μεγαλοπρέπειά τους; Δεν διελύθησαν και εξηφανίσθησαν όπως αυτά που κατασκευάζουν τα παιδιά παίζοντας στην αμμουδιά, ενώ εκείνος ευρίσκεται στον άδη, μετανοιωμένος για την φροντίδα των ματαίων;


Αλλά αποκαλείς τον εαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνώ και εγώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που χρειάζεται πολλά. Και εσάς η αχόρταστος επιθυμία σας κάνει να έχετε πολλές ανάγκες. Στα δέκα τάλαντα προσπαθείς να προσθέσης και άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα, και πάντοτε καθετί που προστίθεται δεν σταματά την ορμή σου. Αντιθέτως, σου ανοίγει την όρεξη. Διότι όπως ακριβώς στους μέθυσους η προσθήκη του οίνου γίνεται αφορμή για να συνεχίσουν να πίνουν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντας την ασθένειά τους με την συνεχή επαύξηση, και κατ’ αυτόν τον τρόπον η προσπάθειά τους φέρει το αντίθετον αποτέλεσμα. Επειδή δεν τους ευχαριστούν όσα έχουν, αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα δηλαδή αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν. Ώστε πάντοτε η ψυχή τους λειώνει από τoν αγώνα που κάνουν να αποκτήσουν υπερβολικά αγαθά. Και ενώ θα έπρεπε να ευφραίνωνται και να ευχαριστούν για το ότι είναι πλουσιώτεροι από τόσους άλλους, αυτοί δυσφορούν και θλίβονται επειδή υστερούν από έναν ή δύο πάμπλουτους. Όταν φθάσουν αυτόν τoν πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον, και όταν φθάσουν εκείνον, μεταφέρουν την προσπάθειά τους προς τoν άλλον.


Όπως εκείνοι που ανεβαίνουν τις σκάλες ανυψώνουν το βήμα τους συνεχώς πρoς υψηλότερο σκαλοπάτι και δεν σταματούν πριν φθάσουν στο άκρον της σκάλας, έτσι και αυτοί δεν παύουν την κατακτητικήν ορμήν τους μέχρι να μείνουν μετέωροι υψηλά, τόσο ώστε η πτώσις τους να είναι καταστροφική. Όσα βλέπει ο οφθαλμός, τόσα πολλά επιθυμεί ο πλεονέκτης. «Δεν θα χορτάση ο οφθαλμός από το να βλέπη» (Εκκλ. α’ 8) και ο φιλάργυρος από το να παίρνη. Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί. Πότε θα χρησιμοποιήσης αυτά που έχεις τώρα; Πότε θα τα απολαύσης, αφού διακατέχεσαι πάντοτε από τους κόπους της αποκτήσεως; Θα ήθελα να σε ελαφρώσω λίγο από τα έργα της αδικίας, ώστε να εύρης κάποιαν άνεση στους λογισμούς σου και να ιδής την κατάληξιν όλων αυτών των πραγμάτων. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα [Αρχαία μονάς μετρήσεως επιφανειών ίση με 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τι θα γίνει λοιπόν με όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι κι όλοι; Δεν θα αρκέση το βάρος ολίγων λίθων να φυλάξη την δυστυχή σου σάρκα; Για ποίον λοιπόν κοπιάζεις; Για ποίον παρανομείς;


Γιατί με τα χέρια σου συνάζεις ακαρπίαν; Είθε να ήταν ακαρπία και όχι προσάναμμα για το αιώνιον πυρ. Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτή; Δεν θα υγιάνουν οι λογισμοί σου; Δεν θα έλθης στον εαυτόν σου; Δεν θα φέρης προ των οφθαλμών σου το δικαστήριον του Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν σε περικυκλώσουν οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν ενώπιον του δικαίου κριτού; Τι θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θα παρουσιάσης; Πώς θα μεταπείσης τον δικαστή που ποτέ δεν εξαπατάται; Δεν υπάρχει δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει η τέχνη των λόγων, η οποία ημπορεί να κλέψη την αλήθειαν από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το ύψος του αξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς απολογία, θα απομακρυνθής γεμάτος εντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου, θα αντικρύσης καθαρά τις εικόνες των κακών έργων. Από το ένα μέρος τα δάκρυα του ορφανού, από το άλλο τους αναστεναγμούς της χήρας, τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτες σου των οποίων εξέσκιζες τις σάρκες, τους γείτονες που εξώργιζες.


Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου, ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι οι αμαρτίες ακολουθούν τις ψυχές όπως η σκιά το σώμα, αποτυπώνοντας επάνω τους ολοκάθαρα τις πράξεις. Γι’ αυτό δεν χωρεί άρνησις εκεί, αλλά φράσσεται κάθε στόμα, όσον αδιάντροπο κι αν είναι. Επειδή καταθέτουν ως μάρτυρες τα ίδια τα πράγματα που σχετίζονται με τον καθένα, χωρίς να εκβάλουν φωνήν, αλλά φαίνονται όπως ακριβώς έχουν διαπραχθή από εμάς. Πώς θα ημπορέσω να σου παρουσιάσω τα φρικτά; Εάν βεβαίως ακούσης, εάν μετανοήσης, ενθυμήσου την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού» (Ρωμ. α’ 18). Ενθυμήσου την ένδοξον παρουσία του Χριστού, όταν θα αναστηθούν «οι μεν τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ιω. ε’ 29). Τότε αιώνιος εντροπή για τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη όσους εναντιώθησαν στον Θεόν (Εβρ. ι’ 27). Αυτά να σε λυπούν και όχι η εντολή.


Πώς να σου απαλύνω την ψυχή; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλεία; Δεν φοβείσαι την γέενναν; Από πού θα ευρεθή ίασις για την ψυχήν σου: Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα λαμπρά δεν σε προτρέπουν, τότε απευθύνομαι σε λιθίνην καρδία. Εξέτασε, άνθρωπε, την φύση του πλούτου. Γιατί τόσον πολύ υπολογίζεις τον χρυσό; Λίθος είναι ο χρυσός, λίθος ο άργυρος, λίθος ο μαργαρίτης, όλοι λιθοι, δηλαδή πέτρες: η χρυσόπετρα και το βηρύλλιον, και ο αχάτης και ο υάκινθος, και ο αμέθυστος, και ο ίασπις. Αυτά είναι τα άνθη του πλούτου, από τα οποία σύ άλλα τα αποθηκεύεις με το να τα παραχώνης, ενώ όσους λίθους είναι διαυγείς τους καλύπτεις στο σκότος. Άλλους δε, τους πλέον πολυτίμους, τους περιφέρεις καμαρώνοντας για την λάμψη τους. Ειπέ μου, τι ωφελείσαι όταν περιστρέφης το χέρι σου που λάμπει από τα πετράδια; Δεν κοκκινίζεις όταν κατέχεσαι από επιθυμία των λίθων ωσάν τις γυναίκες που εγκυμονούν; Διότι και εκείνες λίθους ορέγονται, και συ κατέχεσαι από λαιμαργία για τα άνθη των λίθων, αφού αναζητής σαρδόνυχες και ιάσπιδες και αμεθύστους. Ποιος στολιζόμενος κατώρθωσε να προσθέση στον βίο του μίαν ημέρα;


Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες. Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του; Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής; Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείσθε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε. Μην ενοχοποιής τον αναίτιον, έχει τον κύριόν του, τον οικονόμον του. Από άλλον έλαβε την ζωήν, από αυτόν περιμένει τα απαραίτητα για την ζωή. Μήπως για τους εγγάμους δεν έχουν γραφή τα Ευαγγέλια; «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς».


Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν (ενν. στο μυστήριον του γάμου), όταν ηξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, μήπως είχες προσθέσει και τούτο: δώσε μου τέκνα για να παρακούσω τις εντολές σου; Δώσε μου τέκνα για να μη φθάσω στην Βασιλείαν των Ουρανών; Και εκτός αυτού, ποίος θα σου εγγυηθή για την προαίρεση του παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση σωστά αυτό που θα του δώσης; Διότι ο πλούτος για πολλούς έγινεν υπηρέτης της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει: «Είδον αρρωστίαν δεινήν, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ’ αυτού (από τον κάτοχόν τον) είς κακίαν αυτώ (γιά το κακόν του)» (Εκκλ. ε’ 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ενώ εσύναξες τον πλούτο με χιλίους κόπους, προετοιμάσεις για άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα ευρεθείς διπλά τιμωρούμενος, για αυτά που ο ίδιος έχεις αδικήσει και γι’ αυτά με τα οποία εφωδίασες άλλους. Μήπως η ψυχή δεν σου είναι οικειοτέρα από κάθε τέκνο; Μήπως δεν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον από όλα; Απόδοσε σ’ αυτήν πρώτην τα πρεσβεία της κληρονομιάς, δώσε της πλούσιες προϋποθέσεις για να ζήση, και τότε να μοιράσης την περιουσία στα παιδιά σου.


Διότι τα τέκνα πολλές φορές, αν και δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, έκαμαν οίκους για τον εαυτόν τους, η ψυχή σου όμως, εάν εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή; Προς τους πατέρας ελέχθησαν όσα ήσαν να λεχθούν. Οι άτεκνοι ποίαν ευλογοφανή δικαιολογίαν της φιλαργυρίας των επικαλούνται; Δεν πωλώ τα υπάρχοντά μου, ούτε τα δίδω στους πτωχούς, λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι ο Κύριος διδάσκαλός σου, ούτε το Ευαγγέλιον ρυθμίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος γίνεσαι νομοθέτης του εαυτού σου. Πρόσεξε όμως σε ποίον κίνδυνον εμπίπτεις όταν σκέπτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι εάν αυτά που ο Κύριος μας διέταξε ως αναγκαία, συ τα διαγράφεις ως ανεφάρμοστα, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να θεωρής τον εαυτόν σου φρονιμώτερον από τον νομοθέτη. – Αλλά αφού τα απολαύσω αυτά σε όλην μου την ζωήν, λέγεις, μετά το τέλος της θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού με γράμματα και διαθήκες τους αναθέσω την κυριότητα των υπαρχόντων μου. Όταν δεν θα ευρίσκεσαι πλέον μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάνθρωπον.


Σου οφείλεται μεγάλη ευχαριστία για την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι στο μνήμα και έχεις μεταβληθή με την διάλυση σε χώμα, έγινες γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος στις δαπάνες. Ειπέ μου, όμως, ποιού καιρού τους μισθούς θα απαιτήσης; Για τον χρόνον της ζωής σου ή για μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρό που ευρισκόσουν στην ζωήν, τότε είχες δοθεί στα πάθη και στις ηδονές και κολυμβούσες μέσα στις απολαύσεις, και ούτε να αντικρύσης καταδεχόσουν τους πτωχούς, τώρα δε που απέθανες, ποίες είναι οι πράξεις σου; Ποίος μισθός εργασίας σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτα τις ανταποδόσεις. Κανένας μετά την λήξη της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται, ούτε προσερχόμενος μετά τους αγώνες στεφανώνεται, ούτε ανδραγαθεί μετά τον πόλεμο. Είναι λοιπόν φανερόν, πως ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Συ με την μελάνην και τα γράμματα δίδεις υποσχέσεις για ευεργεσίες. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρό της εξόδου; Ποίος θα σου εγγυηθή τον τρόπον του θανάτου; Πόσοι έχουν αρπαγή αιφνιδίως, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημά τους ούτε φωνήν να αφήσουν;


Πόσοι δεν παρεφρόνησαν από τον πυρετό; Γιατί λοιπόν αναμένεις ευκαιρίαν, αφού πολλές φορές δεν είσαι κύριος ούτε των λογισμών σου; Νύκτα βαθεία και νόσος βαρεία και βοηθός πουθενά, και αυτός που παραμονεύει για την κληρονομίαν είναι έτοιμος. Κανονίζει τα πάντα προς το συμφέρον του και σου ματαιώνει τα σχέδια. Εκείνη την ώρα, αφού στρέψης εδώ κι εκεί το βλέμμα σου και ιδής να σε έχη περικυκλώσει η ερημία, τότε θα αισθανθής την απερισκεψία σου, τότε θα αναστενάξης για την παραφροσύνη σου, για ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν. Για όταν η γλώσσα παραλύη, το δε χέρι ήδη τρέμει και αρχίζουν οι απότομες συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να ημπορής να εκφράσης την γνώμη σου. Ακόμη και στην περίπτωση που όλα θα είχαν γραφή με σαφήνεια και κάθε λέξις θα είχε διακηρυχθή απεριφράστως, θα ήταν αρκετόν ένα γράμμα να αλλοιώση εντελώς την απόφαση. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρείς ψευδομάρτυρες αν παρουσιασθούν, όλη η κληρονομία θα ημπορούσε να μεταφερθή σε άλλους. Γιατί λοιπόν εξαπατάς τον εαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακώς τον πλούτον σου στις σαρκικές απολαύσεις, και δίδεις υποσχέσεις για το μέλλον περί πραγμάτων των οποίων δεν θα είσαι πλέον κύριος;


Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις αυτή είναι πονηρά: όσον ζώ, θα απολαύσω τις ηδονές, όταν δε αποθάνω, θα πράξω ό,τι έχω διαταχθή. Θα ειπή τότε και σε σένα ο Αβραάμ: «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. ιστ’ 25). Δεν σε χωρά η στενή και τεθλιμμένη οδός (Προβλ. Ματθ. ζ’ 14), εάν δεν αποβάλης τον όγκον του πλούτου. Εξήλθες από την ζωή βαστάζοντάς τον μαζί σου, δεν τον απέρριψες προηγουμένως, όπως είχες προσταχθή. Όταν ήσουν στην ζωήν, προτιμούσες από την εντολή τoν εαυτό σου. Μετά τον θάνατον και τη διάλυση, τότε προετίμησες την εντολήν από τους εχθρούς σου. Για να μη τα πάρη δηλαδή ο τάδε, λέγει, ας τα πάρη ο Κύριος. Και πώς να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τις διαθήκες σου: «Θα ήθελα να ζω ακόμη και να απολαμβάνω τα ιδικά μου». Άρα η χάρις ανήκει στον θάνατον, όχι σε σένα. Διότι εάν ήσουν αθάνατος, δεν θα ενθυμόσουν τις εντολές. Μην πλανάσθε. Ο Θεος ου μυκτηρίζεται (δεν εμπαίζεται) (Γαλ. στ’ 7). Το νεκρό δεν προσφέρεται στο θυσιαστήριον. Την θυσία να την προσφέρης ζωντανήν. Αυτός που προσφέρει από το περίσσευμα δεν γίνεται δεκτός. Και συ προσφέρεις στον ευεργέτην αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωή σου.


Εάν δεν τολμάς από τα περισσεύματα της τραπέζης να δεξιωθής τους επισήμους, πώς λοιπόν τολμάς να εξιλεώνης τον Θεόν από τα περισσεύματα; Κοιτάξτε οι πλούσιοι το τέλος της φιλοχρηματίας και παύσετε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα. Όσο φιλόπλουτος είσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις να μην αφήσης τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Κάμε τα όλα ιδικά σου, αξιοποίησέ τα όλα για τoν εαυτόν σου, μην εγκαταλείψης σε άλλους τον πλούτον. Ίσως ουτε θα σε στολίσουν οι υπηρέτες με τον τελευταίον στολισμόν, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφή προσπαθώντας με αυτά που απέμειναν να αποκτήσουν την εύνοια των κληρονόμων. Ίσως μάλιστα και να φιλοσοφήσουν τότε εναντίον σου. Είναι άγνοια της καλαισθησίας, θα είπουν, το να στολίζης νεκρόν και να κάμης με πολυτέλεια την εκφοράν αυτού που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλλίτερον να στολίζης τους ζωντανούς με την λαμπρά και πολυτελή στολήν από το να κατασαπίζουνν μαζί με τον νεκρό τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από ένα επίσημο μνήμα, από πολυτελή ταφή και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντες για τις ανάγκες της ζωής.


Όλα αυτά σου τα είπα για να σε απαλλάξω από το βάρος, αλλά και χάριν εκείνων που θα κληρονομήσουν τα ιδικά σου. Όσον λοιπόν είναι καιρός, ετοίμασε τα εντάφια εφόδια. Καλόν εντάφιον είναι η ευσέβεια. Χρησιμοποίησε ως ένδυμα όλα αυτά και έτσι να εξέλΘης από την ζωήν αυτήν. Κόσμημά σου κάμε τον πλούτο σου, πάρε τον μαζί σου. Να πεισθής στον καλό σου σύμβουλο, στον Χριστόν, που σε ηγάπησε. Σ’ αυτόν που επτώχευσε προς χάριν μας, «ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. η’ 9). Να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που γνωρίζει καλά το συμφέρον μας, ή να τον υπομείνωμε εμπιστευόμενοι την αγάπην του, ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Οπωσδήποτε όμως να κάμωμε τα όσα μας έχουν διαταχθή, για να γίνωμε κληρονόμοι της αιωνίου ζωής «της εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας.


Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. 


Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.


Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου.


Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν. Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών.


Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.


Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ’ 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη. 


Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι’ 25 – Λουκ. ιη’ 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι. ─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;


Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης.


Τί θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός. Πηγή: Άλλη Όψις



4ος αιών, ΕΠΕ, Μεγ. Βασιλείου, τόμ. 6, σελ. 284. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 243-255. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς). Πηγή ηλ. κειμένου: "Ορθόδοξη Πορεία". 


Print Friendly and PDF