ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΙΤΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ



Ο Επιτάφιος του Ι. Ν. Παναγίας Προυσιώτισσας, Αγίας Παρασκευής Αττικής.



Μὲ ρωτᾶς, σεβαστὴ ἀδελφή, γιά τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος ὁ Κύριος κατά τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τή Μεγάλη Παρασκευή. Γιατὶ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χρῶμα; Γιατὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χρῶμα; Καὶ γιατὶ οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα;


λα ὅσα συνέβησαν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στούς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις πού χρήζουν ἑρμηνείας.


Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες ἀνήκει σ’ αὐτὴν τή δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων. Ὁ Πορφυρὸς χιτῶνας εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στόν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του «οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωά. 18, 36) αὐτὸ φάνηκε στό ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ῥωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας.


Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτῶνα ‒δηλαδή μὲ τὸν πιὸ εὐτελῆ πού μποροῦσαν νά βροῦν‒ γιά νά τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς.


Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.


βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του.


ν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου.


γὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του.


λλὰ αὐτὸς βρώμικος στή ψυχὴ δέν μποροῦσε νά τὸ δεῖ. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτῶνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας. Θὰ διάβασε, βέβαια, ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες.


Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης πού σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δεν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτῶνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στίς δύο περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.


Τέλος, μόνο πρὶν τή σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα. Ἦταν ὁ χιτῶνας πού τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δικὴ Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτῶνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στή γῆ καί πάνω στόν ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στόν Γολγοθᾶ ῥίχνουν τὰ ζάρια.


λλὰ δέν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιά τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν.


Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δέν μοιάζουν γιά μᾶς μὲ χιτῶνες; τή μία μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτῶνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μαδνύα τοῦ τρελλοῦ. Τή μία μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης.


λλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν κι ἀλλάζουν, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καί συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως, ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικὸ του χρῶμα, μὲ τὸν δικὸ του χιτῶνα.


Ειρήνη σε σένα σεβαστή αδερφή και ευλογία Θεού.



Απόσπασμα εκ του βιβλίου: 
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς:
 <<Δρόμος Δίχως Θεό δεν Αντέχεται ( Ιεραποστολικές Επιστολές Α')>>,
 εκδόσεις <<Εν Πλω>>, σελ. 140, Οκτώβριος 2017.

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ: ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ



Ο Εσταυρωμένος Χριστός εκ του Ι. Ν. Παναγίας Προυσιώτισσας, Αγίας Παρασκευής Αττικής

Φοβούμαι να μιλήσω και να αγγίξω με τη γλώσσα μου τη φοβερή αυτή διήγηση που αναφέρεται στον Σωτήρα· διότι πραγματικά είναι φοβερό να διηγηθώ γι’ αυτή. Ο Κύριός μας παραδόθηκε σήμερα στα χέρια των αμαρτωλών!


Για ποιο λόγο λοιπόν παραδόθηκε, αν και ήταν άγιος και αναμάρτητος Δεσπότης; Διότι χωρίς να διαπράξει καμιά αμαρτία παραδόθηκε σήμερα.


Ελάτε, ας προσέξουμε γιατί παραδόθηκε ο Χριστός ο Σωτήρας μας· για μας τους ασεβείς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Ποιος λοιπόν δε θα τον θαυμάσει; Ποιος λοιπόν δε θα τον δοξάσει; Αν και αμάρτησαν οι δούλοι, παραδόθηκε ο Δεσπότης, για να ελευθερώσει με τον δικό του θάνατο τους δούλους που αμάρτησαν.


Οι γιοι της απώλειας και τα παιδιά του σκότους βγήκαν, μέσα στο σκοτάδι, να συλλάβουν τον ήλιο που έχει τη δύναμη να κάψει με τη φλόγα του όλους σε μια στιγμή. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Δεσπότης τη θρασύτητά τους και την ορμή της οργής τους, παρέδωσε τον εαυτό του στα χέρια των ασεβών με πραότητα και με δική του απόφαση.


Και αφού έδεσαν οι άνομοι τον άχραντο Δεσπότη, περιγέλασαν αυτόν που έδεσε τον ισχυρό (τον διάβολο) με άλυτα δεσμά και έλυσε εμάς από τα δεσμά της αμαρτίας. Έπλεξαν επίσης στεφάνι από τα δικά τους αγκάθια, αυτά που καρποφόρησε το αμπέλι των Ιουδαίων.


Περιγελώντας τον, τον αποκαλούσαν βασιλιά. Έφτυσαν οι άνομοι στο πρόσωπο του άχραντου, που από το βλέμμα του τρομάζουν συγχρόνως όλες οι δυνάμεις των ουρανών και οι τάξεις των Αγγέλων.


Να, πάλι διακατέχουν την καρδιά μου η λύπη και τα δάκρυα, βλέποντας τον Δεσπότη να ανέχεται τόσο πολύ τον χλευασμό και τις προσβολές, τη μαστίγωση, τους εμπτυσμούς από τους δούλους, τα ραπίσματα. Ελάτε, προσέξτε το μέγεθος της ευσπλαχνίας, την ανεκτικότητα και το έλεος του γλυκού Δεσπότη.


Είχε έναν χρήσιμο δούλο στον παράδεισο της τρυφής, και όταν αυτός αμάρτησε, παραδόθηκε στους βασανιστές. Όταν τον είδε λοιπόν ο αγαθός Δεσπότης να λιποψυχά, σπλαχνίσθηκε τον δούλο, και τον ελέησε, και πρόσφερε τον εαυτό του να μαστιγωθεί για χάρη του.


Θέλησα να σιωπήσω, επειδή η έκπληξη του νου είναι πολύ μεγάλη· αλλά και πάλι φοβήθηκα, μήπως αρνηθώ εξαιτίας της σιωπής μου τη χάρη του Σωτήρα. Όμως με φόβο λέω σ’ εσάς· διότι τρέμουν τα κόκκαλά μου, όταν το σκεφθώ.


Ο Πλάστης των απάντων, ο ίδιος ο Κύριός μας, παρουσιάσθηκε σήμερα μπροστά στον Καϊάφα, σαν ένας από τους κατάδικους, και ένας από τους υπηρέτες έδωσε σ’ αυτόν ράπισμα. Τρέμει η καρδιά μου, όταν τα φέρω στο νου μου όλα αυτά: ο δούλος καθόταν, ο Δεσπότης παρουσιάσθηκε ως κατάδικος, και αυτός που ήταν γεμάτος παραβάσεις έβγαζε καταδικαστική απόφαση εναντίον του αναμάρτητου.


Σκέφτομαι και τρέμω, και πάλι νιώθω συντριβή βλέποντας τη μακροθυμία του καλού Δεσπότη. Διότι, να, τα σπλάχνα μου τρέμουν, καθώς μιλώ, επειδή ο Δημιουργός, που έπλασε με τη χάρη του τον άνθρωπο από το χώμα, ραπίσθηκε.


Μεγάλο θαύμα, αδελφοί, να δούμε την πραότητα του Χριστού, του Βασιλιά! Όταν ραπίσθηκε από δούλο, αποκρίθηκε με φρόνηση, με πραότητα και με κάθε ευλάβεια. Ο δούλος αγανακτεί, ο Δεσπότης ανέχεται· ο δούλος οργίζεται, ο Δεσπότης δείχνει καλοσύνη.


Άλλωστε ποιος θα βαστάξει το θυμό και την ταραχή κατά την ώρα της οργής; Όμως ο Κύριός μας όλα αυτά τα ανέχθηκε με την καλοσύνη του. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να διηγηθεί, ω Δέσποτα, τη δική σου μακροθυμία!
Πλησιάστε, πολυπόθητοι και αγαπημένοι από τον Χριστό, έχοντας κατάνυξη και πόθο για τον Σωτήρα.


Ελάτε, ας διδαχθούμε τι έγινε σήμερα στην Σιών, την πόλη του Δαβίδ. Οι πολυπόθητοι και εκλεκτοί απόγονοι του Αβραάμ τι έπραξαν σήμερα; Παρέδωσαν τη μέρα αυτή στο θάνατο τον άχραντο Δεσπότη. Ο Σωτήρας μας Χριστός κρεμάσθηκε άδικα επάνω στο ξύλο του σταυρού από άνομα χέρια.


Ελάτε, ας λούσουμε όλοι εμείς το σώμα μας με δάκρυα και στεναγμούς, διότι ο Κύριός μας, ο Βασιλιάς της δόξας, παραδόθηκε για μας τους ασεβείς στο θάνατο.



Αποσπάσματα εκ του βιβλίου: 
<<ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ>>, 
τόμος Ζ΄, εκδόσεις <<Το Περιβόλι της Παναγίας>, 
Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 31.
 Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ



Icon by Serhei Vandalovskiy


Κύριε, στέκομαι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ σου μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα σου, μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο μαθητή, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ σοῦ ἔμειναν πιστές.


Τολμῶ νὰ ὑψώσω τὰ μάτια μου σὲ σένα καὶ ν᾽ ἀτενίσω τὴ θυσία σου. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ἀντίκρισμα μαθαίνω ὅ,τι δὲν κατόρθωσα νὰ μάθω οὔτε καὶ μέσα στὰ κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου.


Τὰ πόδια σου εἶναι καρφωμένα στὸ ξύλο. ῾Ο σταυρός σου εἶναι τὸ πατητήρι ὅπου πατήθηκε τὸ ἀληθινὸ σταφύλι.


νῷ μπορεῖς, δὲν θέλεις νὰ φύγεις. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάντηση ποὺ μοῦ ὅρισες μὲ περιμένεις. Καρφωμένος στὸ σταυρὸ ὑποτάσσεις τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὴ τὴν ἀναμονή μου.


Μπορεῖ νὰ μὴν ἔλθω. Μὰ σὺ εἶσαι ἐκεῖ καὶ μένεις ἐκεῖ ὅπου ἀφέθηκες νὰ σὲ καρφώσουν. Τὰ χέρια σου εἶναι ἁπλωμένα. Ἀνοίγουν γιὰ νὰ καλέσουν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.


Δὲν θέλουν νὰ κλείσουν. Τὰ καρφιὰ τὰ κρατοῦν σ᾽ αὐτὴ τὴ στάση ποὺ προκαλεῖ καὶ ἀγκαλιάζει. Μοῦ λένε σιωπηλά: «῎Ελα». Τὸ κεφάλι εἶναι γειρμένο.


Τὸ γέρνεις σὲ μιὰ κίνηση ποὺ προσκαλεῖ. Ἀποδέχθηκες καὶ συγκεφαλαίωσες τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς τὴ δικὴ σου ὡς Υἱοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Κλίνεις τὸ κεφάλι σὰν δεῖγμα ὑποταγῆς σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη τῶν Τριῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ταυτόχρονα τὸ κεφάλι εἶναι γειρμένο πρὸς αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ μπροστά σου. Πρὸς αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγάπησαν καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ φώναξαν «σταύρωσον αὐτόν».


Εἶναι γυρμένο πρὸς αὐτοὺς ποὺ πονοῦν καὶ πορεύονται στενάζοντες, πρὸς ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Τὰ μάτια σου τώρα ἔχουν κλείσει.


Μέσα στὸ ἴδιο ἐσωτερικὸ ὅραμα βλέπουν τὸν Πατέρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πρὸς τὰ δὺο αὐτὰ ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης σου κατευθύνεται τώρα ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή σου.


Τὸ αἷμα κυλάει ἀπ᾽ τὸ μέτωπό σου, ἀπ᾽ τὰ χέρια σου, ἀπ᾽ τὸ μαστιγωμένο σῶμα σου. Κυλάει ἀργὰ σὲ κόκκινα ρυάκια. Θὰ τρέξει ἐπίσης κι ἀπ᾽ τὴν τρυπημένη πλευρά σου, σὰν νὰ εἶχε διαρραγεῖ ἡ καρδιά σου κάτω ἀπ᾽ τὴν πίεση τῆς ὀδυνωμένης ἀγάπης σου.


Τὸ ποτήρι χύνεται σὲ σπονδή. Ὁ ἀκάνθινος στέφανος πληγώνει τὸ κεφάλι σου. Τοποθετημένα κυκλικὰ αὐτὰ τὰ ἀγκάθια μοιάζουν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τὶς συγκεντρωμένες καὶ τοποθετημένες τὴ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη προκειμένου νὰ φορτωθοῦν ἐπάνω σου.


λες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων δεμένες μαζί. Μὰ γύρω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι αὐτὸ βλέπω ἀκτῖνες φωτός. ῞Ενας χρυσὸς φωτοστέφανος τυλίγει τὸ μέτωπό σου τὸ ματωμένο. Αὐτὴ ἡ λάμψη δίνει τὸ νόημά της στὴν ἀτελῆ εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Διότι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι Κύριος καὶ Λυτρωτής.


ησοῦ, μπροστὰ στὸ σταυρό σου δὲν μιλάω πιὰ οὔτε κἂν σκέπτομαι. ῎Εχω στηλώσει σὲ σένα τὰ μάτια καὶ σὲ κάθε ἀναπνοή μου, σὲ κάθε κτύπο τῆς καρδιᾶς μου, θὰ ἤθελα νὰ χαραχθεῖ πιὸ βαθειὰ μέσα μου ἡ εἰκόνα σου.


«Εἴσαστ᾽ ἐκεῖ, ὅταν σταύρωσαν τὸν Κύριό μου;» ῾Ο στίχος τοῦτος ἑνὸς νέγρικου θρησκευτικοῦ τραγουδιοῦ θέτει ἕνα ἐρώτημα ἐπίκαιρο καὶ ὀξύ.


Εἶμαι ἱκανὸς ν᾽ ἁπλώσω στὶς διαστάσεις τοῦ σύγχρονου παγκόσμιου Γολγοθᾶ τὴ φτωχή μου φαντασία, τὴν τόσο στενὴ καὶ κλεισμένη στὸν ἑαυτό της; Μπορῶ νὰ εἶμαι παρὼν στὶς ἀγωνίες τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸ κακὸ βασανίζει ἤ ποὺ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι κάνουν νὰ ὑποφέρει (μερικὲς φορὲς ἐν ὀνόματί σου, ὢ Χριστέ!);


Μπορῶ νὰ εἶμαι παρὼν στὴν προσωπικὴ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ κάθε δυστυχισμένο; Στὴν προσωπικὴ συνάντηση, στὸ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ»;


Ναί. Ἀπ᾽ τὴ μιὰ μεριὰ ἕνα κεφάλι ἀνθρώπινο. Ἀπ᾽ τὴν ἄλλη ἡ ἁγία Μορφή, χλευασμένη, πληγωμένη. Θὰ εἶμαι παρὼν ἐν πνεύματι σ᾽ αὐτὲς τὶς συναντήσεις, ἄν ἔχω μέσα μου χαραγμένη αὐτὴ τὴν ἁγία Μορφή.




 

 

  Lev Gillet

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ - Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΘΑΝΑΤΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ





[υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.27,1-10]

«Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι (:και όταν ξημέρωσε, συνεδρίασαν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εναντίον του Ιησού, για να επιτύχουν την εκτέλεση της θανατικής ποινής Του. Και αφού Τον έδεσαν, Τον πήραν από εκεί και Τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον Ρωμαίο επίτροπο και διοικητή)»[Ματθ.27,1-2].


Επειδή ήθελαν να Τον φονεύσουν και δεν μπορούσαν οι ίδιοι λόγω της εορτής του πάσχα, Τον οδηγούν στον ηγεμόνα. Εσύ όμως πρόσεξε πώς προχώρησε το ζήτημα, ώστε να συμπέσει με την εορτή· διότι έτσι είχε προκαθοριστεί από τον Θεό.


«Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις (:Τότε ο Ιούδας, που Τον παρέδωσε με προδοσία στους Ιουδαίους, σαν είδε ότι ο Ιησούς καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάντα ασημένια νομίσματα στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους)»[Ματθ.27,3].


Αυτό αποτελεί κατηγορία και εναντίον του Ιούδα και εναντίον των Ιουδαίων αρχιερέων και πρεσβυτέρων. Εναντίον μεν του Ιούδα όχι γιατί μετανόησε, αλλά γιατί μετανόησε τόσο αργά και με τόση βραδύτητα και έγινε αυτοκατάκριτος, διότι μόνος του ομολόγησε ότι παρέδωσε τον Ιησού ενώ ήταν αθώος· εναντίον των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων η επιστροφή των τριάκοντα αργυρίων από τον Ιούδα σε αυτούς αποτελεί κατηγορία, διότι ενώ μπορούσαν να μετανοήσουν και να αλλάξουν γνώμη, δεν μετανόησαν.


Και πρόσεξε πότε μετανοεί: όταν ολοκληρώθηκε και τελείωσε η αμαρτία της παράδοσης του Ιησού και της παραπομπής Του σε θάνατο· διότι τέτοιος είναι ο διάβολος˙ δεν αφήνει εκείνους που δεν επαγρυπνούν, να δουν το κακό πριν συντελεστεί, για να μη μετανοήσουν εκείνοι που έχουν αιχμαλωτιστεί από αυτόν. Ενώ λοιπόν ο Ιησούς έλεγε τόσα στον Ιούδα για να τον κάνει εγκαίρως να μετανοήσει προτού προχωρήσει στην προδοσία που σκεφτόταν να κάνει, εκείνος δεν λύγισε˙


όταν όμως ολοκληρώθηκε το παράπτωμα, τότε του ήρθε στον νου η μετάνοια, όμως τότε χωρίς καμία ωφέλεια· διότι το να μεταμεληθεί και να ρίξει τα αργύρια και το να ντραπεί τον ιουδαϊκό όχλο, όλα είναι ευπρόσδεκτα˙ το να απαγχονιστεί όμως, αυτό είναι ασυγχώρητο και ενέργεια του πονηρού δαίμονα· διότι τον απομάκρυνε πρώτα από την μετάνοια, για να μην ωφεληθεί τίποτε από αυτήν˙ έπειτα φονεύει τον εαυτό του με θάνατο αισχρότατο και καταφανή σε όλους, αφού τον έπεισε τον εαυτό του να αυτοκτονήσει.


Εσύ κάνε μου την χάρη να προσέξεις ότι η αλήθεια διαλάμπει παντού, ακόμα και με εκείνα που κάνουν και πάσχουν οι αντίθετοι· διότι και ο θάνατος του προδότη ράπτει τα στόματα εκείνων που καταδίκασαν τον Κύριο και δεν τους επιτρέπει να έχουν ούτε το παραμικρό ίχνος δικαιολογίας· διότι τι θα είχαν να πουν εκείνοι, όταν ο ίδιος ο προδότης εμφανίζεται να παίρνει τέτοιες αποφάσεις εναντίον του εαυτού του;


Ας δούμε όμως και τα λόγια τα οποία λέει: «ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο (:”Αμάρτησα διότι παρέδωσα αίμα αθώο για να χυθεί”. Αυτοί όμως του είπαν: ‘’Τι μας ενδιαφέρει; Εσύ θα φροντίσεις να απαλλαγείς από την ευθύνη. Εσύ θα δώσεις λόγο γι’ αυτό’’. Κι αφού έριξε τα ασημένια νομίσματα στον περίβολο του ναού, έφυγε και πήγε και πνίγηκε με σκοινί)»· διότι δεν υπέφερε την συνείδηση του η οποία τον μαστίγωνε.


Κάνε μου επίσης την χάρη να προσέξεις ότι και οι Ιουδαίοι έπαθαν τα ίδια· διότι και αυτοί ενώ όφειλαν να διορθωθούν από αυτά που έπαθαν, δεν συνέρχονταν νωρίτερα μέχρις ότου να ολοκληρώσουν την αμαρτία τους· διότι εκείνου μεν η αμαρτία ολοκληρώθηκε, επειδή ήταν προδοσία, εκείνων όμως όχι ακόμα. Όταν λοιπόν και εκείνοι συμπλήρωσαν την αμαρτία και Τον κάρφωσαν επάνω στον σταυρό, τότε και αυτοί ταράσσονται˙ και άλλοτε μεν έτσι ενεργούν:


«λεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων (:Επειδή όμως οι αρχιερείς των Ιουδαίων θεωρούσαν προσβολή και ατίμωση γι’ αυτούς να λέγεται βασιλιάς τους ένας σταυρωμένος, διαμαρτύρονταν και έλεγαν στον Πιλάτο: “Μη γράφεις «Ο βασιλεύς των Ιουδαίων», αλλά γράψε ότι εκείνος είπε «είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”)»[Ιω.19,21](αν και γιατί φοβάστε, γιατί ανησυχείτε από νεκρό σώμα που είναι καρφωμένο στον σταυρό;), άλλοτε πάλι Τον φυλάσσουν λέγοντας:


«κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης (:Γι’ αυτό δώσε διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές Του μέσα στη νύχτα και Τον κλέψουν και πουν στον λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία)» [Ματθ. 27,64].


Άλλωστε και αν ειπούν, το πράγμα ελέγχεται εάν δεν είναι αληθινό. Πώς όμως θα πουν αυτοί οι οποίοι δεν τόλμησαν να πουν όταν συνελήφθη, ο δε κορυφαίος μαθητής, ο Πέτρος, Τον αρνήθηκε και τις τρεις φορές, φοβούμενος την απειλή ενός κοριτσιού; Αλλά όπως είπα ταράχθηκαν· διότι ότι γνώριζαν πως η πράξη τους ήταν παράνομη, φαίνεται από αυτό που είπαν: «Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει (:Τι μας ενδιαφέρει; Εσύ θα φροντίσεις να απαλλαγείς από την ευθύνη. Εσύ θα δώσεις λόγο γι’ αυτό)».


Ακούστε όσοι είστε φιλάργυροι, κατανοήστε τι έπαθε εκείνος˙ ότι και τα χρήματα έχασε και την αμαρτία διέπραξε και την ψυχή του απώλεσε. Τέτοια είναι η τυραννία της φιλαργυρίας. Ούτε τα αργύρια χάρηκε, ούτε την παρούσα ζωή, ούτε τη μέλλουσα, αλλά τα έχασε όλα μαζί, και αφού πήρε πονηρή δόξα από αυτούς τους ίδιους, απαγχονίστηκε κατά αυτόν τον τρόπο. Αλλά όπως είπα ορισμένοι δεν βλέπουν καλά, παρά μόνο αφού κάνουν την εφάμαρτη πράξη τους.


Κοίταξε λοιπόν και αυτούς, οι οποίοι προηγουμένως δεν ήθελαν να συνειδητοποιήσουν ακριβώς το τόλμημά τους, αλλά έλεγαν: «Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει (:Τι μας ενδιαφέρει; Εσύ θα φροντίσεις να απαλλαγείς από την ευθύνη. Εσύ θα δώσεις λόγο γι’ αυτό)», πράγμα που αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημά τους· διότι αυτό αποδεικνύει ανθρώπους οι οποίοι ομολογούν την τόλμη και την παρανομία τους και οι οποίοι είναι μεθυσμένοι από το πάθος, και δεν θέλουν να απόσχουν από την σατανική επιχείρησή τους,


αλλά καλύπτουν τους εαυτούς τους ανόητα με το κάλυμμα της προσποιητής άγνοιας· διότι αν μεν αυτά λέγονταν μετά την σταύρωση και τον θάνατο Αυτού, βέβαια και τότε δεν θα είχαν καμιά δικαιολογία τα λεγόμενα, αλλά οπωσδήποτε δεν θα τους καταδίκαζε τόσο πολύ· τώρα όμως που ακόμα Τον έχετε ενώπιόν σας και έχετε το δικαίωμα να Τον αφήσετε ελεύθερο, πώς μπορείτε να τα λέτε αυτά; Διότι η δικαιολογία σας αυτή θα γίνει μεγάλη κατηγορία εναντίον σας.


Πώς και με ποιον τρόπο; Διότι επιρρίπτοντας το όλο έγκλημα στον προδότη(διότι είπαν: «σὺ ὄψει»), ενώ μπορούσαν οι ίδιοι να απαλλαγούν από την Χριστοκτονία, αφήνοντας αυτόν ελεύθερο εφόσον ήταν αθώος, εκείνοι προχώρησαν περισσότερο το τόλμημα, προσθέτοντας στην προδοσία και την σταύρωση· διότι τι τους εμπόδιζε αφού είπαν σε εκείνον «σὺ ὄψει», αυτοί να αποφύγουν το έγκλημα;


Τώρα όμως αντίθετα το διαπράττουν, προσθέτοντας την σφαγή και παντού και με όσα λέγουν, περιπλέκοντας τους εαυτούς τους σε αναπόφευκτα κακά· διότι μετά από αυτά, όταν επέστρεψε ο Πιλάτος, προτίμησαν να αφεθεί ο ληστής ελεύθερος μάλλον παρά ο Ιησούς˙ ενώ Αυτόν, ο οποίος δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα, αλλά και τόσο πολύ τους είχε ευεργετήσει, Τον φόνευσαν.


Τι έκανε λοιπόν ο Ιούδας έπειτα απ’ αυτά; Τι έκανε δηλαδή μετά από την απάντησή τους αυτή και ότι άδικα κουράζεται και ότι δεν δέχονται τα αργύρια; «Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο(:και αφού έριξε τα ασημένια νομίσματα στον περίβολο του ναού, έφυγε και πήγε και πνίγηκε με σκοινί)»[Ματθ.27,5].


«Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος (: Οι αρχιερείς τότε, αφού πήραν τα ασημένια νομίσματα, είπαν:


Δεν επιτρέπεται να τα ρίξουμε στο θησαυροφυλάκιο του ναού ως ιερό αφιέρωμα, διότι με αυτά αγοράστηκε ζωή ανθρώπου και δόθηκαν ως αμοιβή για το ανθρώπινο αίμα που σε λίγο θα χυθεί. Κι αφού έκαναν σύσκεψη, αγόρασαν με αυτά τον αγρό του κεραμέα, για να γίνει τόπος ταφής των ξένων Ιουδαίων, που έρχονταν στα Ιεροσόλυμα ως ταξιδιώτες και προσκυνητές.


Γι’ αυτό και το χωράφι εκείνο ονομάστηκε “αγρός αίματος” μέχρι σήμερα. Τότε επαληθεύτηκε εκείνο που προφητεύτηκε από τον προφήτη Ιερεμία: “Και πήραν τα τριάντα ασημένια νομίσματα, το αντίτιμο του ανεκτίμητου Χριστού, του οποίου την τιμή και το ποσό της πληρωμής για το φόνο Του εκτίμησαν μερικοί από τους υιούς Ισραήλ, και τα έδωσαν για τον αγρό του κεραμέα, όπως με διέταξε ο Κύριος”)» [Ματθ.27, 6-10].


Είδες και πάλι εδώ, ότι κατακρίνονται από την συνείδησή τους; Διότι επειδή γνώριζαν ότι είχαν αγοράσει τον φόνο, δεν τα έβαλαν στον κορβανά, αλλά αγόρασαν αγρό για να θάπτουν τους ξένους. Αποβαίνει όμως και αυτό μαρτυρία σε βάρος τους και μορφή προδοσίας τους· διότι το όνομα του χωραφιού[«διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον(:Γι’ αυτό και το χωράφι εκείνο ονομάστηκε “αγρός αίματος” μέχρι σήμερα)»] διακήρυττε σε όλους την δολοφονία τους πιο διαπεραστικά από σάλπιγγα. Και δεν περιορίζονται απλά σε αυτό, αλλά λαμβάνουν απόφαση, και παντού ενεργούν έτσι, ώστε κανείς να μην είναι αθώος από το έγκλημα, αλλά να είναι όλοι υπεύθυνοι.


Βλέπεις ότι όχι μόνο οι απόστολοι, αλλά και οι προφήτες διηγούνται τα αξιοκατάκριτα με ακρίβεια, και σε όλες τις περιπτώσεις διακηρύττουν και προεμφανίζουν το Πάθος; Αυτό και οι Ιουδαίοι ασυνείδητα το υπέφεραν· διότι αν έριχναν τα αργύρια στον κορβανά, δεν θα γινόταν το πράγμα τόσο ολοφάνερο, ενώ τώρα με το να αγοράσουν αγρό, έκαναν γνωστά τα πάντα και στις επερχόμενες γενεές.


Ακούστε όσοι νομίζετε ότι κάνετε αγαθοεργίες με φόνους και δέχεστε αντίτιμο ανθρώπινων ψυχών. Αυτές οι ελεημοσύνες είναι ιουδαϊκές ή μάλλον σατανικές· διότι υπάρχουν, ναι υπάρχουν ακόμα και τώρα εκείνοι οι οποίοι, ενώ αρπάζουν άπειρα που ανήκουν σε άλλους, νομίζουν ότι δικαιολογούνται για όλα αν πληρώσουν δέκα ή εκατό χρυσά νομίσματα. Γι’ αυτούς και ο προφήτης λέει:


«καὶ ταῦτα, ἃ ἐμίσουν, ἐποιεῖτε· ἐκαλύπτετε δάκρυσι τὸ θυσιαστήριον Κυρίου καὶ κλαυθμῷ καὶ στεναγμῷ ἐκ κόπων. ἔτι ἄξιον ἐπιβλέψαι εἰς θυσίαν ἢ λαβεῖν δεκτὸν ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; (:και αυτά ακόμη τα οποία εγώ μισούσα, εσείς τα πράττατε. Με υποκριτικά δάκρυα καλύπτατε το θυσιαστήριο του Κυρίου, με κλαυθμούς και στεναγμούς και κοπετούς. Αξίζει, λοιπόν, να επιβλέψω εγώ στις υποκριτικές σας θυσίες ή να κάνω αυτές δεκτές από τα χέρια σας;)»[Μαλ. 2,13]. Δεν θέλει ο Χριστός να τρέφεται με πλεονεξία· δεν δέχεται αυτήν την τροφή.


Γιατί εξυβρίζεις τον Δεσπότη προσφέροντας σε Αυτόν ακάθαρτες τροφές; Είναι προτιμότερο να Τον βλέπετε να λιώνει από την πείνα, παρά να Τον τρέφετε με τέτοια. Εκείνο είναι γνώρισμα ενός απάνθρωπου, αυτό όμως και απάνθρωπου και υβριστή. Είναι καλύτερο να μην δώσετε παρά να δίδετε των άλλων στους άλλους. Διότι μου πες μου ˙εάν δεις δύο οποιουσδήποτε, τον έναν γυμνό, τον άλλο να έχει ένδυμα και έπειτα, αφού γδύσεις εκείνον που έχει το ένδυμα, να ντύσεις τον γυμνό, άραγε δεν έκανες αδικία; Τούτο είναι στον καθένα φανερό.


Εάν πάλι, δίνοντας στον άλλο εκείνο το οποίο έλαβες, δεν τον ελεείς, αλλά τον αδικείς, όταν δεν δίνεις ούτε το πολλοστημόριο από εκείνα που αρπάζεις, και ονομάζεις ετούτο ελεημοσύνη, ποιας τιμωρίας θα είσαι άξιος; Διότι εάν κατηγορούνται άνθρωποι οι οποίοι προσέφεραν χωλά άλογα, εσύ ο οποίος κάνεις χειρότερα ποιας συγνώμης θα τύχεις; Διότι εάν ο κλέφτης, επιστρέφοντας αυτά που έκλεψε στον ίδιο τον Κύριο, πάλι Τον αδικεί, και Τον αδικεί τόσο, ώστε μόλις να απαλλάσσεται από το έγκλημα, προσθέτοντας τετραπλάσια [Λουκά 19,8:


«σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Κύριο και του είπε: “Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, κι αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες,


ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο”)»], και αυτά στην Παλαιά Διαθήκη, εκείνος ο οποίος δεν κλέβει, αλλά μετέρχεται βία και ούτε καν δίνει αυτά που αρπάζει σε εκείνον από τον οποίο τα αφαίρεσε, αλλά σε άλλο και δεν δίνει τετραπλάσια, αλλά ούτε τα μισά, και αυτός δεν ζει στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης αλλά της Καινής, κατανόησε πόση φωτιά συγκεντρώνει επάνω στο κεφάλι του.


Εάν δεν έχει ακόμα τιμωρηθεί γι’ αυτό ακριβώς θρήνησέ τον, διότι συσσωρεύει περισσότερη οργή εναντίον του, εάν δεν μετανοήσει. Διότι λέει ο Κύριος: «ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε (:ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοκτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος που ήταν κτισμένος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, ήταν πιο αμαρτωλοί και χρεώστες ενώπιον του Θεού απ’ όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;


Όχι, σας διαβεβαιώνω. Δεν ήταν αυτοί οι χειρότεροι. Αλλά έπαθαν εκείνοι για να σωφρονιστείτε εσείς. Αν όμως δεν μετανοήσετε, θα χαθείτε όλοι με τον ίδιο τρόπο, θαμμένοι κάτω από τα ερείπια της πρωτεύουσάς σας)» [Λουκά 13, 4-5]. Ας μετανοήσουμε λοιπόν και ας δώσουμε ελεημοσύνη καθαρή από πλεονεξία και με πολλή αφθονία.


Θυμηθείτε ότι οι Ιουδαίοι συντηρούσαν οκτώ χιλιάδες Λευίτες και μαζί με τους Λευίτες και χήρες και ορφανά και πολλά άλλα προσέφεραν και μαζί με αυτό στρατεύονταν˙ ενώ τώρα υπάρχουν στην εκκλησία και αγροί και οικίες και μισθώματα οικημάτων και οχήματα και ημιονηγοί και ημίονοι και πλήθος πολύ από παρόμοια πράγματα εξαιτίας σας και εξαιτίας της απανθρωπιάς σας.


Ενώ θα έπρεπε τον θησαυρό αυτό της εκκλησίας να τον έχετε εσείς και έσοδο αυτής να αποτελεί η δική σας προθυμία˙ τώρα όμως δύο άτοπα γίνονται· και εσείς μένετε ανωφελείς, και οι ιερείς του θεού δεν χρησιμοποιούν αυτά που πρέπει. Μήπως τάχα δεν ήταν δυνατόν κατά την εποχή των αποστόλων να κρατούν τις οικίες και τους αγρούς; Γιατί λοιπόν τα πουλούσαν και τα έδιναν; Γιατί αυτό ήταν το καλύτερο.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ


επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος


ΠΗΓΕΣ:


·http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
·Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΠΕ΄(κατ’ επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 276-289.
·Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, ομιλία ΠΕ΄(κατ΄επιλογήν), σελ. 129-135.
·Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
·http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
·http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
·http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
.Αναδημοσίευση εκ του Ιστολογίου ΑΚΤΙΝΕΣ.

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ



Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ


1. Θεολογική σύγχυση προκάλεσε ἡ συνοδική ἀπόφαση


Συνηθίσαμε πιά στίς καινοτομίες, στίς αἱρέσεις, στά σχίσματα, στίς ἔριδες. Τίποτε σταθερό καί καθολικά ἀποδεκτό. Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ Πατερική Παράδοση ἐτέθησαν σέ ἀργία. Ὁ καθένας τά ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καί ὅπως τόν εὐνοοῦν ἤ τοῦ ἐπιβάλλουν οἱ ἀνάγκες τῶν καιρῶν, τά συμφέροντα καί οἱ φιλοδοξίες του. Ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, ἡ διαχρονική καί σταθερή πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπονται. Τό ἄσπρο γίνεται μαῦρο, τό φῶς σκοτάδι, ἡ αἵρεση γίνεται ἐκκλησία, ὅπως καί τό σχίσμα, ὁ σοδομισμός νόμιμη καί μή ἐφάμαρτη διαφορετικότητα, τό Σάββατο γίνεται Κυριακή, τό ψεῦδος ἀλήθεια.


Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σέ κάποιες ἀπό τίς ἑλληνόφωνες τοπικές ἐκκλησίες τά ἔχουν χάσει μέ τό θεολογικό κομφούζιο, τήν θεολογική σύγχυση, πού ἔχει προκαλέσει ἡ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου νά ἑορτασθεῖ ἐφέτος τό Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση, πρίν ἀπό τά μεσάνυκτα, νά ἀκουσθεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη» τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, γύρω στίς ἐννέα (21 μ.μ.), νά συντομευθεῖ ἡ ἀκολουθία, καί νά γίνει δεύτερη Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἴδια ἡμέρα, νά διακοπεῖ ἐνωρίτερα ἡ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ρυθμίσεις πού ἀντίκεινται στήν εὐαγγελική διδασκαλία, στίς ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν συνόδων καί στήν διαχρονικά σταθερή Παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας. 


Δικαιολογημένες ἀπόλυτα οἱ ἀντιδράσεις κάποιων, ἐλαχίστων ἐπισκόπων, πολλῶν εὐλαβῶν ἱερέων καί πλήθους πιστῶν, στούς ὤμους τῶν ὁποίων πέφτει νά σηκώσουν τό βάρος τῆς τήρησης τῶν παραδεδομένων, νά σηκώσουν τό βάρος τῆς ἡμέρας, ὅπως ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅσους κληρικούς ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν καί τῶν παρεκκλίσεων.


ντί ὅμως οἱ ἀντιδράσεις νά ὁδηγήσουν σέ δεύτερες, ὀρθότερες, σκέψεις καί σέ διόρθωση τῶν ὁλοφάνερα λανθασμένων ἀποφάσεων, ξεσηκώθηκαν θεολογικοί «φωστῆρες», γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καινοτομία καί νά ἐνισχύσουν τίς διενέξεις πρός μεγάλη χαρά τοῦ Διαβόλου πού ὑποκινεῖ πάντοτε ἀπό φθόνο τήν ἐναντίωση πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. 


Κείμενα ὑποστηρικτικά καί ἀναιρετικά τῆς καινοτομίας ἔχουν κατακλύσει τό Διαδίκτυο καί ἔχουν φέρει σέ ἀπόγνωση κληρικούς καί λαϊκούς, ὡς πρός τό νά κρίνουν ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ποιοί ἔχουν δίκαιο, οἱ καινοτόμοι ἤ οἱ παραδοσιακοί. Καί ἐνῶ φάνηκε πώς οἱ συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἠρεμοῦν καί εὐαρεστοῦνται μέ ὅσα ἔγραψαν, διεμήνυσαν καί ἀποφάσισαν νά πράξουν ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι,


πως ὁ πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων Σεραφείμ, ἀκόμη καί ὁ Φιλίππων Στέφανος, αἰφνιδίως ἄνοιξαν κερκόπορτες στήν κανονική ἀλήθεια ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, προφανῶς μέ ἀπόφαση τοῦ Ποιμενάρχη Ἰωήλ, ὑποστηρίζοντας τήν βλάσφημη καί ἀθεολόγητη καινοτομία.


Δέν θά ἐπιχειρήσουμε τώρα ἀναίρεση τῶν ἡμαρτημένων τῶν δύο ἐπισκόπων, τά ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων ἐκλόνισαν κάποιους ἀσταθεῖς μέ καλαμώδη χαρακτήρα καί εὔκολη στίς ἐπιρροές φύση. Θά σημειώσουμε βασικούς μόνον θεολογικούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά γίνει ἀλλαγή τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης.


2. Ἡ τήρηση τῆς Παράδοσης εἶναι δόγμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Τό πρῶτο βάθρο, ἡ πρώτη βάση τό πρῶτο θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο μέ σιγουριά καί βεβαιότητα στέκεται ὁ πιστός μετά τό Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἀγνοοῦν τήν Παράδοση προτεσταντίζουν. Οἱ Προτεστάντες ἀπορρίπτουν τήν Παράδοση, δέχονται μόνον τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὁποία ἑρμηνεύει ὁ καθένας κατά τό δοκοῦν, γι᾽ αὐτό καί διαλύθηκαν σέ χίλια κομμάτια. Εἶναι σαφέστατη καί ὑποχρεωτική ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά τηροῦν οἱ Χριστιανοί τίς Παραδόσεις· 


«Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν»[1]. Ὁ ἴδιος μάλιστα αὐστηρότερα ἀναθεματίζει ὅσους παραβαίνουν αὐτά πού παρέλαβαν, ἀκόμη καί ἄν τήν καινοτομία τήν παρουσιάσουν καί τήν διδάξουν ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό, πολύ περισσότερο ἄν τήν ἀποφασίσουν ἄνθρωποι, ὅπως ἡ Διαρκής Σύνοδος τοῦ Ἱερωνύμου, ἤ οἱ μητροπολίτες τοῦ Πειραιᾶ καί τῆς Ἔδεσσας· «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[2].


σχετα πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού καί αὐτός δέν εὐνοεῖ τούς Σαββατιανούς καί Ἰουδαΐζοντες καινοτόμους τοῦ Ἱερωνύμου, ὅπως θά δοῦμε, τό κήρυγμα τῆς Ἀνάστασης, ἀκούσθηκε τό πρωί τῆς Κυριακῆς· τό ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό μετέφεραν εἰς τούς Ἀποστόλους καί δι᾽ αὐτῶν εἰς ὅλον τόν κόσμο: «Τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον. Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστός ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος» [3].


Θά μνημονεύσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀναστάσιμων ὕμνων ἕνα ἀκόμη τροπάριο ἀπό τά ἀναστάσιμα Εὐλογητάρια πού μᾶς διδάσκει ὅτι τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἄκουσαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τόν Ἄγγελο τό «Χριστός Ἀνέστη». «Λίαν πρωΐ μυροφόροι ἔδραμον πρός τό μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ᾽ ἐπέστη πρός αὐτάς ὁ Ἄγγελος καί εἶπε· Θρήνου ὁ καιρός, πέπαυται, μή κλαίετε. Τήν Ἀνάστασιν δέ Ἀποστόλοις εἴπατε».


κτοτε μέχρι τήν ἀποφράδα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια, τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀκούγεται πάντοτε τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, πάλιν καί πολλάκις μετά τό μεσονύκτιο, καί οὐδέποτε πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο. Θά ἀκουσθεῖ γιά πρώτη φορά ἐφέτος πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο, σέ ἀντίθεση μέ ὅλα τά ἀρχαῖα καί σύγχρονα Τυπικά, τό Σαββαϊτικό, τό Στουδιτικό, τό Ἁγιορειτικό, τό Πατριαρχικό τῆς Κωνσταντινούπολης. Δέν ἔχουν πλέον κανένα φραγμό οἱ καινοτόμοι.


Καί ὅταν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ἐκκλησία, βρέθηκε σέ παρόμοια σύγχυση μέ τήν σημερινή. Διαιρέθηκαν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ θεολόγοι σέ ὑποστηρικτές τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί σέ ἐχθρούς καί εἰκονομάχους. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές διατυπώνονταν καί ἀνταλλάσσονταν θεολογικά ἐπιχειρήματα, πού δημιουργοῦσαν σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.


Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα (787) καί καταδίκασε τούς Εἰκονομάχους, δέν ἀπέφυγε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν διδασκαλία τους καί νά ἀναιρέσει τά ἐπιχειρήματά τους. Τό δυνατώτερο ὅμως ἐπιχείρημα τῆς Συνόδου πού τό προέταξε τῶν θεολογικῶν συζητήσεων ἦταν τό ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα νά τηρηθεῖ ἡ Παράδοση. Ἡ τιμή πρός τίς Ἅγιες Εἰκόνες ἦταν αἰωνόβια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτή τήν παράδοση δέν μποροῦσε νά τήν ἀλλάξει ἡ Ἐκκλησία ἤ νά τήν ἀλλοιώσει.


Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα καί κηρύχθηκε μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ ἑπόμενη μέρα ὀνομάσθηκε Κυριακή, ὡς σημαίνουσα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ μία λοιπόν τῶν Σαββάτων, ἡ πρώτη μετά τό Σάββατο ἡμέρα, ἡ Κυριακή εἶναι συνώνυμη τῆς Ἀνάστασης· Κυριακή σημαίνει Ἀνάσταση. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς θά τήν ἀναμίξουμε μέ τό ἑβραϊκό Σάββατο ἤ μέ τήν Παρασκευή τῶν Μουσουλμάνων;


νας ἀπό τούς λόγους πού ἀνάγκασαν τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο νά ὁρίσει τήν Κυριακή ὡς ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καί μάλιστα κατά τρόπο πού νά μή συμπέσει ποτέ μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, ἦταν τό γεγονός ὅτι κάποιοι Ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί γιόρταζαν τήν Ἀνάσταση, ὅταν γιόρταζαν καί οἱ Ἑβραῖοι τό δικό τους Πάσχα, τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν, πού συνέπιπτε σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος· ἦσαν οἱ γνωστοί Τεσσαρεσκαιδεκατίτες.


πως λοιπόν ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος προέταξε πάνω καί πρίν ἀπό τίς θεολογικές συζητήσεις τό δογματικό Ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα τῆς Παράδοσης, ἔτσι καί οἱ ἁπλοϊκοί Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἀλλά καί ὅσοι κληρικοί δέν ἔχουν ὑψηλή θεολογική μόρφωση ἀκολουθοῦν ἀναλογικά τόν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τηρώντας τήν σταθερή Παράδοση νά ἑορτάζεται ἡ Ἀνάσταση μετά τά μεσάνυκτα,


στε νά μή γίνουν συμμέτοχοι τῆς βλάσφημης, ἀντιευαγγελκῆς καί ἀντιπατερικῆς καινοτομίας τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα καί ἀναμείξουν ἔτσι Σάββατο καί Κυριακή, πρός μεγάλη χαρά τῶν Οἰκουμενιστῶν πού ἐργάζονται συστηματικά γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάμειξη. Λέγει ἡ Σύνοδος στίς ἀποφάσεις της:


«Τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξηκολουθήσαμεν καί οὔτε ὕφεσιν οὔτε πλεονασμόν ἐποιησάμεθα, ἀλλ᾽ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατοῦμεν τάς παραδόσεις ἅς παρελάβομεν πάντα ἀποδεχόμενοι καί ἀσπαζόμενοι, ὅσαπερ ἡ ἁγία καθολική Ἐκκλησία ἀρχῆθεν τῶν χρόνων ἀγράφως καί ἐγγράφως παρέλαβεν... Ἡ γάρ ἀληθινή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐθυτάτη κρίσις καινουργεῖσθαι ἐν αὐτῇ συγχωρεῖ οὐδέν, οὔτε ἀφαίρεσιν ποιεῖσθαι»[4]


3. Ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Συνυπάρχουν.


Δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, «ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος». Ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου συμπίπτει μέ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου ὁ χρόνος μετρᾶ τήν κίνηση. Ἡ ἱστορία τῆς πορείας τοῦ κόσμου παρακολουθεῖται ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου καί, ὅταν χρειασθεῖ, ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῆς ἀθρώπινης ἱστορίας.


Δέν ἀδιαφορεῖ γιά τά ἱστορικά γεγονότα καί πρόσωπα ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν συνέχεια τους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων καί ἱστορικῶν προσώπων, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντος.


Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό σημαντικώτερο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό. Ὅσα ἐπί τῆς γῆς ἐτέλεσε ἄλλαξαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἐχώρισαν εἰς τά δύο, εἰς τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν ἐποχή. Ἔχουν καταγραφῆ ὡς ἱστορικά γεγονότα, ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ διδασκαλία, τά θαύματα, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση καί πλεῖστα ἄλλα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει κάθε χρόνο στόν ἐτήσιο ἑορτολογικό της κύκλο, φροντίζουσα χρονικά νά ὁρίζει τίς ἑορτές τους, ὅπως καί τίς ἑορτές στίς μνῆμες Ἁγίων, κατά τίς χρονικές ἡμερομηνίες πού ἐτελέσθησαν.


λες οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου εἶναι κατάφορτες ἀπό μνῆμες ἁγίων καί ἀπό ἱστορικές ἀναφορές στήν ἡμέρα τῆς κοίμησης ἤ τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξαγιάζεται ἔτσι καί ὁ χρόνος, καί ἀποκτᾶ νόημα ἡ πορεία τῆς ἱστορίας. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στόν φυσικό χρόνο ἡ Ἐκκλησία· οὔτε τόν μειώνει, οὔτε τόν καταργεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί συνέτριψε τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού εἶχαν συνασπισθῆ ἐναντίον Του.


προσπάθεια κάποιων νά μεταφέρουν μέρος τῆς Κυριακῆς τό Σάββατο, ὥστε νά δικαιολογήσουν τήν συνοδική καινοτομία νά ἑορτασθεῖ ἡ Ἀνάσταση τό Σάββατο καί ὄχι τήν Κυριακή, δέν εὐοδοῦται, διότι ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Τό ἐπιχείρημα δηλαδή ὅτι λειτουργικά ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγούμενης εἶναι ἐν μέρει ἀληθινό καί δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.


Εἶναι ἐν μέρει καί ἐλάχιστα ἰσχυρό, διότι οἱ λειτουργικές ἐκδηλώσεις μετά τόν ἑσπερινό εἶναι ἐλάχιστες, ἐνῶ οἱ τῆς κύριας ἡμέρας εἶναι πολλαπλάσιες, μεταξύ δέ αὐτῶν ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο, τήν καρδιά τῆς νυχθήμερης λατρείας. Μετά τόν ἑσπερινό ἔχουμε μόνον τό ἀπόδειπνο, ἐνῶ μετά τήν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ, πού χωρίζει τήν παραμονή ἀπό τήν κύρια ἡμέρα ἔχουμε τίς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν, τῆς α´, τῆς γ´ καί τῆς στ´ ὥρας, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τήν κορυφαία καί κεντρική ἀκολουθία τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τήν θ´ ὥρα πρό τοῦ ἑσπερινοῦ, μέ τήν ὁποία κλείνει ὁ νυχθήμερος λειτουργικός κύκλος.


Τελέσαμε λοιπόν ποτέ τήν Θ. Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τίς παραμονές αὐτῶν τῶν ἑορτῶν, ὥστε τώρα νά δικαιολογοῦμε τήν τέλεση τῆς ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τήν παραμονή τοῦ Πάσχα, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης; Ἀρχίζει μέ τόν ἑσπερινό, ἀλλά ὁλοκληρώνεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος κατά τόν φυσικό ἀστρονομικό χρόνο, ἀπό τό μεσονύκτιο μέχρι τόν ἑσπερινό τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ἰδιαίτερα μέ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.


λλά καί αὐτή ἡ ἀρχή τῆς ἡμέρας ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. γιά τόν θεσμό τῆς νηστείας. Μποροῦμε π.χ. νά διακόψουμε τήν νηστεία τῆς Τετάρτης ἤ τῆς Παρασκευῆς μετά τόν ἑσπερινό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ἄν ἀπό τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Πέμπτη καί τό Σάββατο; Ἤ πρέπει νά ἀρχίσουμε νά νηστεύουμε ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Τρίτης καί τῆς Πέμπτης, ἄν μετά τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή;


4. Ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀνάστασης τίθεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή.


ς πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι θέμα λελυμένο στήν λειτουργική καί κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι, μολονότι δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής χρονική στιγμή καί ὥρα τῆς Ἀνάστασης, ἐν τούτοις ἀπό τόν συνδυασμό ὅσων λέγουν καί περιγράφουν οἱ τέσσαρες εὐαγγελισταί προκύπτει


τι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περί τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή ἤ λίγο μετά τό μεσονύκτιο, δηλαδή μεταφέροντας τόν χρόνο στό σημερινό ὡράριο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μεταξύ τῆς 11ης βραδυνῆς (23ης) τοῦ Σαββάτου καί τῆς 2ας πρωϊνῆς τῆς Κυριακῆς, μεταξύ δηλαδή 11 καί 2.


χρονικός αὐτός προσδιορισμός τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως περί τό μεσονύκτιο εἶναι συνοδικά καί κανονικά κατοχυρωμένος, τόν ἀκολουθεῖ δέ καί ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἄρχεται «περί ὥραν πέμπτην τῆς νυκτός, δηλαδή περί τήν 11ην πρό τοῦ μεσονυκτίου», ρυθμίζεται δέ ἔτσι ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λοιπῶν, ὥστε τό «Χριστός Ἀνέστη» νά ἀκουσθεῖ ἀκριβῶς τήν 12ην τοῦ μεσονυκτίου, ἡ δέ λοιπή ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτυλίσσονται στίς 2-3 μεταμεσονύκτιες ὧρες.


ναλυτικῶς μέ τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς Ἀναστάσεως ἀσχολήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (3ος αἰών), ὑποχρεωθείς νά ἀπαντήσει σέ ἐρώτηση ἐπισκόπου γιά τό πότε, ποιά ὥρα ἀκριβῶς, πρέπει νά σταματᾶ ἡ πρό τοῦ Πάσχα νηστεία. Τοῦ ἔγραφε ὁ ἐπίσκοπος ὅτι σέ κάποιες περιοχές βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, «ἀφ᾽ ἑσπέρας», ἐνῶ ἀλλοῦ τήν διακόπτουν τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, τά χαράματα, περιμένοντας νά λαλήσει ὁ πετεινός, «περιμένουσι τόν ἀλέκτορα».


Δέν πρέπει ὅμως νά ὁρίσουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο, ὥστε ὅλοι νά διακόπτουν τήν ἴδια ὥρα τήν νηστεία; Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπαντᾶ ὅτι τό νά ὁρισθεῖ ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ἀκριβής ὥρα, εἶναι δύσκολο καί λανθασμένο, «δύσκολον καί σφαλερόν», διότι οἱ εὐαγγελισταί δέν μᾶς παραδίδουν μέ ἀκρίβεια τήν ὥρα τῆς ᾽Αναστάσεως· «μηδέν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περί τῆς ὥρας, καθ᾽ ἥν ἀνέστη, φαίνεται». Μᾶς ὁμιλοῦν γιά διάφορες ἐπισκέψεις στόν τάφο σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀλλά σέ ὅλες αὐτές τίς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων καί τῶν Ἀποστόλων λέγεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ·


«Διαφόρως μέν οἱ εὐαγγελισταί τούς ἐπί τό μνημεῖον ἐλθόντας ἀνέγραψαν κατά καιρούς ἐνηλλαγμένους καί πάντες ἀνεστηκότα τόν Κύριον ἔφασαν εὑρηκέναι». Πάντως κανένας εὐαγγελιστής δέν μᾶς εἶπε πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός· «Καί πότε μέν ἀνέστη, σαφῶς οὐδείς ἀπεφήνατο». Αὐτό στό ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί εἶναι ὅτι ἀπό τό βράδυ ἀργά τοῦ Σαββάτου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς οἱ ἐπισκεφθέντες τόν τάφο τόν βρῆκαν κενό, ἄδειο, διότι ἤδη εἶχε ἀναστηθῆ ὁ Χριστός.


Συμπερασματικά, ὁ Ἅγιος Διονύσιος λέγει ὅτι δέν πρέπει νά ἀκριβολογοῦμε «ποίαν ὥραν ἤ καί ποῖον ἡμιώριον ἤ ὥρας τέταρτον» ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὥστε νά ἀρχίσουμε τήν χαρά καί τήν πανήγυρη τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτούς πού βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία πρό τοῦ μεσονυκτίου τούς μεμφόμεθα ὡς ἀμελεῖς καί ἀκρατεῖς, ἐνῶ ὅσους καθυστεροῦν καί περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακήν τῆς νυκτός»[5], δηλαδή τό τέταρτο τρίωρο τῆς νύκτας, τό διάστημα ἀπό 3-6 τό πρωΐ, τούς ἐπαινοῦμε «ὡς γενναίους καί φιλοπόνους».


Τούς ἐνδιαμέσους, αὐτούς δηλαδή πού κατέλυσαν μεταξύ τοῦ μεσονυκτίου καί τῆς αὐγῆς, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οὔτε τούς μεμφόμεθα οὔτε τούς ἐπαινοῦμε, ἁπλῶς δέν τούς ἐνοχλοῦμε[6]. Μέ τούς ἐνδιαμέσους βέβαια αὐτούς δέν ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τούς σημερινούς Χριστιανούς οἱ ὁποῖοι, μόλις ἀκούσουν τό «Χριστός Ἀνέστη» στίς 12 τό μεσονύκτιο, χωρίς νά ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, φεύγουν ἀπό τόν Ναό καί τό ρίχνουν στό φαγοπότι.


ννοεῖ τό τελείωμα τῆς Θ. Λειτουργίας σύντομα μετά τά μεσάνυκτα. Γιά ὅσους ἀκολουθοῦν τήν κακίστη συνήθεια νά φεύγουν μετά τό «Χριστός Ἀνέστη» πρό τοῦ τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος σέ ὑποσημείωση στόν πθ´ κανόνα τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει: «Βλέπεις ὅτι λέγουσι πρῶτον νά γίνεται ἡ λειτουργία καί ὕστερα νά πασχάζωμεν;


θεν ἀξιοκατάκριτοι εἶναι καί πολλά κοιλιόδουλοι καί λαίμαργοι ἐκεῖνοι ὁποῦ βαστῶντες εἰς τούς κόλπους των αὐγά ἤ τυρί, εὐθύς ὁποῦ ἀκούσουν τό Χριστός ἀνέστη, τά χάπτουσιν εἰς τό στόμα, καί ἄς διορθώσουν τό ἄτοπον αὐτό ἀπό τώρα καί ὕστερα· ἀλλά καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἀφίνουσι τά τέκνα των νά κάμνουν παρόμοιον ἄτακτον πρᾶγμα»[7].


Τήν σπουδαία αὐτή ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, πού ἀποτελεῖ καί τόν πρῶτο ἀπό τούς τέσσερις κανόνες, στούς ὁποίους ἔχει διαιρεθῆ ἡ Κανονική του Ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο Βασιλείδη, υἱοθέτησε καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ γνωστή ἐν Τρούλλω (690), ἡ ὁποία ὁρίζει μέ τόν ΠΘ´ (89ο) κανόνα της ὅτι πρέπει ἡ παύση τῆς νηστείας νά γίνεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, διότι, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ἐν λόγῳ κανόνα, ἀπό τήν εὐαγγελική διήγηση «συνάγεται ὅτι κατά τό μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος παρελθούσης τῆς στ´ ὥρας καί ἀρχομένης τῆς ζ´»[8].


Θεόδωρος Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παραπέμπει καί στόν πθ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου, λέγοντας ὅτι ἐπειδή, ἐκτός ἀπό τόν κανόνα, ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἀποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατά τό δυνατόν καί βάσει ἁγιογραφικῶν χωρίων (μολονότι τόν ἀληθῆ χρόνο γνωρίζει μόνον ὁ ἀναστάς Θεός) ὀφείλουμε νά ποῦμε ὅτι μέχρι τά μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδή τήν ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, πρέπει νά νηστεύουμε· ἀπό τήν ἕβδομη ὅμως ὥρα, τήν πρώτη δηλαδή μεταμεσονύκτια, πού ἀρχίζει ἡ Κυριακή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Χριστός (εἶναι δέ εὔλογο ἡ Ἀνάσταση νά ἔγινε ἤ κατά τήν ἑβδόμη ἤ κατά τήν ὀγδόη ὥρα) δέν πρέπει νά νηστεύουμε, γιά νά μή φανοῦμε ἀντίθετοι πρός τούς κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν νηστεία κατά τίς Κυριακές[9].


Καί τό Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, προφανῶς γραμμένο ἀπό τόν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, πού ἔγραψε ὅλα τά Συναξάρια τοῦ Πεντηκοσταρίου, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε περί τό μεσονύκτιο, λίγο πρίν ἤ λίγο μετά ἀπό αὐτό: «Ἡ δέ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις γέγονεν οὕτω· τῶν στρατιωτῶν φυλασσόντων τόν τάφον περί μέσον νυκτός σεισμός γίνεται· κατελθών γάρ Ἄγγελος τόν λίθον τῆς τοῦ μνημείου θύρας ἀφίστησιν».


Ἐπίλογος.

Αἰσχύνη τῶν ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὁ φόβος τοῦ θανάτου


Εἶναι παράδοξο καί δυσεξήγητο γιά τούς πιστούς, τήν ὥρα πού ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου μέ τό «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», νά βλέπει τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων νά φοβοῦνται τόν θάνατο ἀπό τήν μετάδοση τοῦ Κορωνοϊοῦ καί νά ἀποφεύγουν νά ἑορτάσουν τήν Ἀνάσταση κατά τήν κεκανονισμένη ὥρα, σύμφωνα μέ τήν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἁρμόζει πράγματι ἐδῶ νά παραθέσουμε ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό ὁμώνυμο ἔργο του: «Αἰσχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι· ὅπου γε τοῦτο ὑπακοή ὁρίζεται, ἀδειλία θανάτου»[10].


Καί κατά τήν μετάφραση τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου στήν δική τους ἔκδοση τοῦ ἔργου: «Εἶναι ἐντροπή γιά τόν ποιμένα νά φοβᾶται τόν θάνατο, ἀφοῦ ἡ ὑπακοή χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ὡς ἀφοβία τοῦ θανάτου». Περισσότερο ξεδιάντροπη καί τώρα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ πολιτική ἡγεσία καί οἱ ἐπιλεγμένοι ἐκπρόσωποι τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης,


οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τούς ἀνοήτους νά πιστεύσουν ὅτι ὁ ἰός προσβάλλει τό μεσονύκτιο πού γίνεται ἡ Ἀνάσταση καί ὄχι τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, ἐνῶ εἶναι κτυπημένοι οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἰό τῆς ἀπιστίας καί στρατευμένοι στόν παγκόσμιο σχεδιασμό ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τά ἀνοίγουν ὅλα, καί μόνο οἱ ἀνοικτές ἐκκλησίες καί τό «Χριστός Ἀνέστη» τούς ἐνοχλοῦν.



[1]. Β´ Θεσ. 2, 15.

[2]. Γαλ. 1, 8-9.

[3]. Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο δ´ ἤχου.

[4] . Mansi 13, 409-412.

[5]. Γιά τό «τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός» βλ. Ματθ. 14, 25 καί τά σχετικά ὑπομνήματα.

[6]. Βλ. τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς εἰς Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ὑπό Αγαπιου Ἱερομονάχου καί Νικοδημου Μοναχοῦ, Ἐκδοτικός Οἶκος «᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 544-545 καί εἰς PG 10, 1272 ἑἑ.

[7]. Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 297, ὑποσημ. 2.

[8]. Αὐτόθι.

[9]. Βλ. Γ. Ραλλη-Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Ἀθῆναι 1854, τόμ. Δ´, σελ. 6-7: «...τό γάρ ἀληθές μόνος οἶδεν ὁ ἀναστάς Θεός... εἰκός δέ ἐστιν ἤ κατά τήν ἑβδόμην ἤ κατά τήν ὀγδόην ὥραν γενέσθαι τήν Ἀνάστασιν». Ἡ ζ´ καί ἡ η´ ὥρα τῆς νύκτας ἀντιστοιχοῦν στίς ὧρες μία καί δύο (1 καί 2) μετά τά μεσάνυχτα.

[10]. Λόγος εἰς τόν Ποιμένα ξζ´, σελ. 394.



Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου ΑΚΤΙΝΕΣ.


Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης


Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΝΙΠΤΗΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΘΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ




Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Αχαρνών


Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Ο ΗΓΕΜΩΝ




Ο Χριστός είναι το πλέον αμφιλεγόμενο πρόσωπο στην ανθρώπινη ιστορία. Στο διάβα των αιώνων πολλοί υπέστησαν μαρτύρια και θυσιάστηκαν, για να μη τον αρνηθούν και πολλοί περισσότεροι πολέμησαν με πάθος τόσο τη διδασκαλία του, όσο και τους μαθητές του και όχι τους οπαδούς του, όπως τους χαρακτηρίζουν οι εχθροί του.


Ο Χριστός δεν υπήρξε κήρυκας ιδεολογίας, αλλά κήρυκας τρόπου βιοτής. Πού οφείλεται η τόσο διαφορετική αυτή αντιμετώπισή του, που δεν έχει παρόμοιο; Από το προσκήνιο της ιστορίας παρέλασαν ηγεμόνες αδίστακτοι, που αιματοκύλισαν κοινωνίες με εκατομμύρια θύματα της φιλοδοξίας και απληστίας τους. Μετά τον θάνατό τους λησμονήθηκαν τάχιστα και μόνο οι ιστορικοί ασχολούνται με τον βίο και τα έργα τους.


Ο Χριστός παραμένει στο προσκήνιο και μετά παρέλευση δύο χιλιάδων ετών υμνούμενος και βλασφημούμενος. Μάλιστα κατ’ έτος στις παραμονές της γιορτής του Πάσχα «βαθυστόχαστοι ερευνητές» φέρνουν στο φως νέα «ευρήματα» για να πολεμήσουν τον μεγάλο «μύθο» της ανθρώπινης ιστορίας, φιλοδοξώντας να κλείσουν τον φάκελο «Υπόθεση Ιησούς» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.


Κάποιοι στο πρόσφατο παρελθόν, Διοκλητιανοί του 20ου αιώνα, κήρυξαν άγριο διωγμό κατά των «ψυχιατρικά ασθενών», που εξακολουθούσαν να πιστεύουν σε Θεό κατά τον αιώνα της επιστήμης! Κάποιοι «συνεισέφεραν» στην ιστορική γνώση «αποδείξαντες» ότι ο Χριστός δεν υπήρξε ιστορικό πρόσωπο! Κάποιοι άλλοι «συνεισφέρουν» ακόμη στην αποκατάσταση της «ιστορικής αλήθειας»!


Στον δυτικό κόσμο, που καυχάται για τον ορθολογισμό της σκέψης του, το θεμέλιο της νεωτερικότητας, θα ανέμενε κάποιος να έχει διαποτίσει η λογική τις κοινωνίες, ώστε οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση τον Χριστό. Αυτός, αν μη τι άλλο, υπήρξε θύμα τρομερής κακοδικείας, στάθηκε με γενναιοψυχία ενώπιον των κατηγόρων του, δεν επιδίωξε την απαλλαγή του, διαπομπεύθηκε και υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Έχει λοιπόν όλες τις προϋποθέσεις, για να ελκύσει τη συμπάθειά μας, αν όχι τον οίκτο.


Γιατί οι ορθολογικά σκεπτόμενοι εκδηλώθηκαν με τρομερό πάθος εναντίον του. Η εξήγηση είναι απλή. Ο Ιησούς Χριστός μας προκαλεί με το ερώτημα: Τις ελέγχει με περί αμαρτίας; Τι έχετε να καταθέσετε σε βάρος μου εσείς οι νέοι κατήγοροι, οι διαχρονικοί Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι και Πιλάτοι; Στο ερώτημα δεν απαντούν οι κατήγοροι με επιχειρήματα, αλλά με την κραυγή «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν»!


Και αν τότε ο Πιλάτος γνώριζε λίγα σχετικά με το πρόσωπο του υποδίκου Ιησού, οι ανά τους αιώνες ζηλώσαντες την δόξα του ευθυνόφοβου δικαστή, που ένιψε τα χέρια του, δεν έχουν ελαφρυντικό για την εμπαθή στάση τους. Η διδασκαλία του Χριστού έχει καταγραφεί στο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που γνώρισε τις περισσότερες εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες του πλανήτη και ερμηνεύτηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας σε πληθώρα συγγραμμάτων. 


Ο Χριστός δεν είναι ο άγνωστος, ο φτωχός συγγενής. Ο Χριστός είναι παρών και η παρουσία του είναι άκρως ενοχλητική. Ενοχλητική σ’ όλους εκείνους που αναζητούν καταφύγιο στον ιδεαλισμό, ώστε να είναι απαλλαγμένοι από το βαρύ χρέος, με το οποίο δεσμεύονται, όσοι αποδέχονται τον Ιησού ως σωτήρα. Ο Χριστός είναι άκρως ενοχλητικός στους ανθρώπους τους δουλωμένους στα πάθη και ιδιαίτερα στα κυρίαρχα. Πρώτο μεταξύ αυτών το πάθος της φιλοδοξίας.


Οι αρχομανείς ενοχλούνται αφάνταστα από τη διδασκαλία και τη στάση του Χριστού. Αν περιοριζόταν αυτός να διατυπώσει κάποιες ιδέες, θα γινόταν ανεκτός, αν όχι αποδεκτός. Διέπραξε όμως ασυγχώρητο «σφάλμα»! Υπήρξε αξιοθαύμαστη η ταύτιση λόγων και έργων του. Όταν ο χορτάτος λαός θέλησε να τον στέψει βασιλιά, εκείνος απομακρύνθηκε από ανάμεσά τους. Λίγο προ του πάθους του πρόσφερε στους μαθητές του απαράμιλλη διδασκαλία για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας:


Ο ηγεμών πρέπει να είναι δούλος των υπηκόων του. Ανέτρεπε επαναστατικά την επικρατούσα άποψη μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, ότι ο ηγεμών είναι φίλαυτος, αλαζών, σκληρός, πρόθυμος να θυσιάσει τον λαό του και όχι να θυσιαστεί γι’ αυτόν! Εισήλθε ο Χριστός στα Ιεροσόλυμα επάνω σε γαϊδουράκι. Και εκείνοι που τον ανέμεναν ως απελευθερωτή τους από ζυγό δουλείας σκανδαλίστηκαν. Σκανδαλίστηκαν αργότερα και οι διαστρευλώσαντες στη Δύση τη διδασκαλία του, με συνέπεια να υποκαταστήσουν το «ει τις θέλει» με τις πυρές της «ιερής εξέτασης» και να δώσουν αφορμές στους μετέπειτα διώκτες του.


Ο Χριστός είναι άκρως ενοχλητικός στους δουλωμένους στο πάθος της φιλαργυρίας. Κανένας κοινωνικός επαναστάτης δεν στηλίτευσε τον πλούτο, ως απόκτημα αδικίας, όσο ο Χριστός και οι κοινωνικοί Πατέρες της Εκκλησίας. Κατηγορήθηκε ως μεσσιανιστής, δηλαδή ως σπορέας ουτοπίας! Και όμως υπήρξε εξόχως πραγματιστής (ρεαλιστής στα ελληνικά). «Τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ ημών» κήρυξε.


Άλλοι αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα, για να πραγματώσουν την αταξική κοινωνία και ανελθόντες στην εξουσία τη διατήρησαν ταξική και άκρως ανελεύθερη, κατά το πρότυπο των διαστρεβλωτών της διδασκαλίας του Χριστού τον Μεσαίωνα. Σήμερα ο πλανήτης στενάζει υπό την καταθλιπτική εκμετάλλευση των κρατούντων, μεταξύ των οποίων δεσπόζουν οι απόγονοι των απλήστων Φαρισαίων της εποχής του Χριστού και οι «ευλογημένοι» από τον Θεό άπληστοι ηγεμόνες των «χριστιανικών» κοινωνιών.


Αυτοί αγωνίστηκαν να αποτινάξουν τον όντως φρικτό ζυγό των αυθεντιών του Μεσαίωνα, των θρησκευτικών και κοσμικών ηγεμόνων. Όμως για να σχηματίσουν άλλοθι ταύτισαν τους τυράννους με τον Χριστό της ελευθερίας και έπεισαν τους λαούς για τις αγνές τους προθέσεις. Τους μετέδωσαν, μέσω της προπαγάνδας που αποκάλεσαν επιστήμη, σωρό από ψευδολογίες. Έκλεισαν τον Θεό αρχικά σε οίκο ευγηρίας, για να διαφεντεύουν ανενόχλητοι τους σκλαβωμένους σε νέο δυνάστη λαούς.


Και ο Μαρξ ανέλυσε τη νέα δυναστεία παραβιάζοντας θύρες ανοικτές από αιώνες από τους κοινωνικούς Πατέρες της Εκκλησίας, υπό την ένοχη σιωπή των «χριστιανών» ενώπιον της κραυγαλέας κοινωνικής αδικίας. Εξ αιτίας αυτού οι κήρυκες του υλισμού θριάμβευσαν διακηρύξαντες στη συνέχεια τον θάνατο του Θεού! Ο Χριστός, όσο και αν οι πουριτανοί διατείνονται περί του αντιθέτου, δεν επικέντρωσε τη διδασκαλία του στην πολεμική της φιληδονίας, με την ευρεία έννοια του όρου και όχι μ’ αυτή της σφαίρας του γενετησίου ενστίκτου.


Όμως δίδαξε ότι η ασκητική θεώρηση του βίου είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την καταπολέμηση των παθών και την υπέρβαση των ανθρωπίνων μικροτήτων. Σήμερα η Εκκλησία βάλλεται στις «χριστιανικές» κοινωνίες με κατηγορίες για στέρηση της χαράς από τα μέλη της με τις αυστηρές εντολές της. Και ταυτίζουν τη χαρά, που μάλλον ποτέ δεν γεύθηκαν, με την ικανοποίηση του ενστίκτου, υποδουλωμένοι στο έπακρο σε πάθη, μάλιστα πάθη ατιμίας, για τα οποία όμως καυχώνται!


Ο Χριστός είναι και πάλι κατηγορούμενος και επίκειται η νέα σταύρωσή του, όχι μόνο από τους εχθρούς του, αλλά και από θεωρούμενους φίλους του. Δυστυχώς και πολλοί πιστοί έχουν ως πρότυπο τον Φαρισσαίο της παραβολής, τον «μεγάλο ιεροεξεταστή» του Ντοστογιέφσκυ ή τον πλούσιο Αβραάμ της παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο προβάλλουν ως τον ευλογημένο από τον Θεό αρχαίο καπιταλιστή! Όλοι αυτοί εχθροί και «φίλοι» ετοιμάζουν νέο ακάνθινο στεφάνι, καρφιά και σταυρό!


Ο Χριστός είναι αφόρητος, επειδή ανέστη και θα ξανάρθει κρίναι ζώντας και νεκρούς. Τα κριτήρια είναι αρκούντως γνωστά. Φαίνεται όμως πώς δεν έχουμε διάθεση να αγωνιστούμε, ώστε να τα πληρούμε στην κατ’ εξοχήν δίκη στο τέλος της ιστορίας, στη δίκη του δικαιοκρίτη Θεού.



  Πηγή: prlogos.gr


Απόστολος Παπαδημητρίου


Print Friendly and PDF