«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητατων άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 10ο (2013 - 2023)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 10ο (2013 - 2023)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΑΠΟ ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Στις 10 Ιουνίου 1941, στην Αλεξάνδρεια ο Σεφέρης μίλησε στα παιδιά του Γυμνασίου για την ελληνική γλώσσα αλλά και την ποίηση που γράφτηκε και γράφεται σε αυτήν. Σταμάτησε σε κάποιους σταθμούς παλαιότερους όπως τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη αλλά και σύγχρονους του όπως τον Δ. Αντωνίου και τον Ο. Ελύτη.
του Σπύρου Κουτρούλη
Κατέληξε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στον διαχρονικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας: «η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πώς, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε, και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα.
Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι.
Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας.
Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας.
Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωποι του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα.
Γι’ αυτό καθώς πιστεύω, η σύγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση. Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού».
Ο Σεφέρης τελειώνει την ομιλία με αναφορά στην μεγάλη ενότητα και συνοχή της ελληνικής ζωής: «θυμάμαι τη μέρα που μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Το πλήθος που ζητωκραύγαζε στην οδό Σταδίου, σώπασε ξαφνικά, κι έπειτα άρχισε να τραγουδά με μια βαριά μεγάλη φωνή:
«Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Αυτό και μόνο. Αλλά αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς πως ο πόλεμος τούτος δεν ήταν σημερινός ούτε χτεσινός: ήταν ο αιώνιος πόλεμος της Ελλάδας όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία». *Εκ του ιστολογίου <<Άρδην>> της 30-10-2022. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Η ΣΤΑΣΙΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Μία ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἁγιότητα. Ἡ Ἁγιότητά Του ἀντανακλᾶται στὸν Λαό Του καὶ στὰ Ἀντικείμενα ποὺ ἔχουν εὐλογηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὴν πορεία μας πρὸς Αὐτόν. Ἄρα, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἱερὰ αὐτὰ Ἀντικείμενα καὶ τὶς Εἰκόνες ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς σχέσης μας μὲ τὸν Θεό. «Καὶ ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Λευ. κ´ 26). Οἱ Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Χριστιανικῶν Ἑορτῶν δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀντικείμενα τέχνης, ἀλλὰ ὀχήματα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποία συγκρατεῖ τὸν κόσμο. Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὡς κανόνα τῆς ζωῆς μας νὰ μὴν μαλώνουμε οὔτε νὰ φερόμαστε ἄπρεπα μπροστὰ στὶς Εἰκόνες τῶν Ἁγίων· καὶ νὰ μεταδώσουμε στὰ παιδιά μας, ἀπὸ τὴν πιὸ τρυφερὴ ἡλικία, τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς ἅγιες Εἰκόνες. Δὲν εἶναι μόνον, ὅτι τοὺς Ἁγίους τοὺς ἐπικαλούμαστε καὶ ζητοῦμε τὴν οὐράνια μεσιτεία τους, ἀλλὰ οἱ Εἰκόνες τους λειτουργοῦν ὡς ὑπόμνηση, ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει καλέσει σὲ Μετάνοια καὶ Θέωση. Ἕνα ἱερὸ Ἀντικείμενο, ἀκόμη καὶ ἂν παλαιώσει, πρέπει νὰ τὸ μεταχειριζώμαστε μὲ σεβασμό. Σὲ καμμία περίπτωση μία Εἰκόνα δὲν πετιέται. Θὰ πρέπει νὰ μεταφερθεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ καεῖ στὸ χωνευτήριο, ὅπου καταστρέφουν καὶ ἄλλα ἁγιασμένα ἀντικείμενα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὸ ἁγιασμένο Ἔλαιον καὶ τὸ εὐλογημένο Ὕδωρ (τὸν Ἁγιασμόν), ποὺ φέρνουμε στὸ σπίτι, ποτὲ δὲν τὰ πετᾶμε καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ πολλὴ προσοχή. Περιβάλλουμε μὲ τὸν πρέποντα σεβασμὸ τὴν Εἰκόνα τοῦ Προστάτη μας Ἁγίου, καθὼς μετὰ τὴν Βάπτισή μας συνάπτουμε ἕναν ἰδιαίτερο δεσμὸ μὲ τὸν Ἅγιο, τοῦ ὁποίου πήραμε τὸ ὄνομα. Οἱ γονεῖς μποροῦν νὰ καθιερώσουν στὴν ἀρχὴ κάθε σχολικῆς χρονιᾶς νὰ σταυρώνουν τὸ παιδὶ μὲ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἢ τῆς Ἁγίας του· ἢ παρομοίως καὶ πρὶν ἀπὸ ἕνα ταξίδι ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ Γάμου του. Τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας ἂς φροντίσουν νὰ φέρουν μερικὲς τουλάχιστον Εἰκόνες στὸ δωμάτιο νοσηλείας ἢ ὅπου γηροκομεῖται κάποιο ἀγαπημένο τους πρόσωπο, ἔτσι ὥστε ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ νὰ γίνει ἐνώπιον τῶν ἱερῶν Εἰκόνων ποὺ πάντοτε εὐλαβεῖτο.
Ὁ Ἐρανιστὴς
† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς
16.10.2022 ἐκ. ἡμ.,
† Ἁγίου Μάρτυρος Λογγίνου τοῦ ἑκατοντάρχου
Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022
Η ΚΗΔΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
«Καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. Ἐξεμυκτηρίζων δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες…». (Λουκ. 23, 35)
«Παιδία, ἔσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς
ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ
νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν˙ ὅθεν
γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν»
(Α΄ Ἰωάν. 2, 18)
τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Δὲν ὑπάρχει ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης εἰσήλθεν εἰς μίαν ἀπὸ τὶς σκοτεινοτέρας περιόδους τῆς Ἱστορίας. Σημεῖα, ποὺ ὑπερβαίνουν ἐσχάτως εἰς τὸν φυσικόν, ἠθικὸν καὶ πνευματικὸν κόσμον, καὶ προκαλοῦν φόβον, σύγχυσιν, ταραχήν, ἀγωνίαν, προειδοποιοῦν τοὺς πάντας.
Ἡ γῆ σείεται. Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως μαίνονται. Αἱ συνειδήσεις κλονίζονται. Αἱ κοινωνίαι ταράσσονται ἐκ βαθέων. Τὰ ἔθνη τὰ μικρὰ τρέμουν, τὰ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ βρυχῶνται ὡς θηρία ἐν κλωβοῖς. Αἰ δὲ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ἐκκλησίαι κλυδωνίζονται.
Βαθεῖς ἐρμηνευταὶ τῆς Βίβλου βλέποντες τὰ ὁλονὲν πυκνούμενα σημεῖα λέγουν καὶ γράφουν, ὅτι ἡ σκιὰ τοῦ Ἀντιχρίστου ἐνεφανίσθη ἐπὶ τῆς γῆς. Οἱ πρόδρομοί του ἔφθασαν, καὶ ὡς οἱ μάγοι τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μωϋσέως ἐνεργοῦν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ σημεῖα καὶ τέρατα, ἐντυπωσιάζουν, τρομοκρατοῦν τοὺς ἀμαθεῖς, κλονίζουν ἱερὰς πεποιθήσεις, κάμνουν θραύσιν.
Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἔφθασεν ὁ Ἀντίχριστος. Τὶς οὗτος; Ὕψιστε Θεέ, ἐλέησον τὸν κόσμον! Ἡ φοβερὰ προφητεία τοῦ Ἰησοῦ περὶ συντελείας τῶν αἰώνων ἀρχίζει νὰ ἐκπληρώνεται (Ματθ. 24, 3-31). Οὐαὶ τῆ οἰκουμένη ἐκ τῶν ἐπερχομένων αὐτῆ δεινῶν…
Σημεῖον τῶν καιρῶν εἶνε ὅτι ἐν 20ῶ αἰῶνι τῶν φώτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς ἀνασταυρώνεται. Σταυρωταί του δὲ τὴν φορὰν αὐτὴν εἶνε ὄχι Ρωμαῖοι στρατιῶται, ἀλλὰ… χριστιανοὶ, οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν ὑπὸ χριστιανῶν γονέων, ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομά Του, ἐθήλασαν τὸ ἄδολον γάλα, ἠνδρώθησαν ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔπειτα… ἀπεφάσισαν νὰ Τὸν σταυρώσουν ἐκ νέου.
Καὶ Τὸν σταυρώνουν κατὰ ποικίλους τρόπους. Ἕνας δʼ ἐξ αὐτῶν εἶνε καὶ ὁ διὰ τῆς ἀπίστου καὶ τῆς αἰσχρᾶς λογοτεχνίας τῶν ἡμερῶν μας. Ἀντὶ καρφιῶν οἱ νέοι αὐτοὶ σταυρωταὶ χρησιμοποιοῦν «τὶς πέννες των», τῶν ὁποίων αἱ αἰχμαὶ πληγώνουν βαθύτερον τὸν Ἰησοῦν ἤ ὅσον οἱ ἧλοι ἐκεῖνοι.
Καὶ ὄχι πλέον τὸ σώμα Του, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα Του, τὴν διδασκαλίαν Του τὴν ἀθάνατον, τὴν ἀρετήν Του τὴν ἄφθαστον, τὴν καλύπτουσαν οὐρανοὺς, τὴν μυστηριώδη ἐπιρροήν Του ἐπὶ τῆς σκέψεως, τοῦ συναισθήματος καὶ τῆς βουλήσεως τῶν ἀνθρώπων, τὸ εὐεργετικώτατον καθίδρυμα, τὴν Ἐκκλησίαν Του,
ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσεται ἡ ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς πίστεως, αὐτὰ ὅλα θέλουν νὰ πλήξουν, νὰ κρημνίσουν, νὰ ἐξευτελίσουν ἐνώπιον ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ἵνα μὴ καὶ ἡ ἀνάμνησίς Του ταράσσητὸν ὕπνον των.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι εἰς τὸν φρικτὸν Γολγοθᾶν, κάτωθεν τοῦ Ἐσταυρωμένου, στρατιῶται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ «ἐξεμυκτηρίζον» τὸν Ἰησοῦν. Καὶ μὲ τὴν λέξιν αὐτὴν μᾶς δίδει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀφορμὴν
νὰ σκεφθῶμεν ὁποῖος βόρβορος ἀπὸ βάναυσα πειράγματα, ἀπρεπεῖς ἀστειολογίας, βωμολοχίας, χυδαίας ὕβρεις, φρικτὰς βλασφημίας θὰ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ χείλη ἐκεῖνα ἐναντίον τοῦ Ἀσπίλου Υἱοῦ τῆς Παρθένου. Καὶ τὶ δὲν θὰ εἶπον! Καὶ ὀ λαός; Φεῦ!
Ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ὅστις τοσάκις εἶχεν εὐεργετηθῆ ὑπὸ τοῦ Κυρίου καὶ εἰς στιγμὰς ἐνθουσιασμοῦ ἐξεφράζετο καὶ ἔλεγεν ὅτι οὐδέποτε τοιοῦτος ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς ἡγέτης ἐνεμφανίσθη είς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁ λαὸς αὐτὸς ἀντὶ νὰ διαμαρτυρηθῆ ἵστατο ἐκεῖ καὶ ἤκουε τὸ κατὰ τοῦ Εὐεργέτου ὑβρεολόγιον, ὡς ἄν ἐπρόκειτο περὶ θεάματος, ποὺ ἐξῆπτεν ἁπλῶς τὴν περιέργειάν των.
Ἀλλʼ ὅ,τι καὶ ἐὰν ἐξήμεσαν κατὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου τὴν ἡμέραν ἐκείνη τὰ ἀκάθαρτα χείλη ἀγροίκων Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ τυφλῶν ἡγετῶν τοῦ Ἰσραήλ, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν μικρά, ἐλάχιστα ἐμπρὸς εἰς ὅσα ὄχι ἀπλῶς διενοήθη καὶ εἶπεν,
ἀλλʼ εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ γράψη εἰς ὀγκώδη μυθιστορήματα ἕνας ἐκ τῶν λογοτεχνῶν τοῦ συγχρόνου κόσμου τῆς παρακμῆς, δυστυχῶς, Ἕλλην τὴν καταγωγὴν καὶ χριστιανὸς Ὀρθόδοξος τὸ θρήσκευμα, ὅστις κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον, ὡς ὁ ἄφρων πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη».
Ἡ «Σπίθα», ὡς θὰ ἐνθυμῶνται οἱ ἀναγνῶσται, καὶ ἄλλοτε ἠναγκάσθη νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸν Ν. Καζαντζάκη.
Εἰς τὸ ὑπ. ἀριθμ. 169 φύλλον, μηνὸς Ἀπριλίου 1955, ἐξητάσαμεν σελίδα πρὸς σελίδα ἕνα ἐκ τῶν βιβλίων τοῦ Κ., τὸ ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὁ καπετὰν Μιχάλης» καὶ ἀπεδείξαμεν μὲ παράθεσιν αὐτουσίων περικοπῶν ἐκ κειμένου, ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου τούτου δὲν ἀφῆκεν εὐκαιρίαν διὰ νὰ πλήξη καὶ μυκτηρίση τὰ δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως.
Φωνὴ Ἀντιχρίστου, ὡς ἀπαίσιος συριγμὸς ὄφεως, ἠκούετο διὰ τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου ἐκείνου. Φρίκης δʼ αἰσθήματα κατέλαβε τὸ πολυπληθὲς ἀκροατήριον ἐν τῆ μεγάλη αἰθούση τοῦ Συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι», ὅτε ἀνεγνώσαμεν περικοπὰς τοῦ ἐπαισχύντου βιβλίου.
Ἀλλὰ καὶ τὸ βιβλίον τοῦτο, ὡς καὶ πᾶν ἄλλο δημοσίευμα αὐτοῦ, ὑπερέβη εἰς ἐκφράσεις ἀσεβείας ἕτερον βιβλίον αὐτοῦ, ὅπερ μετεφράσθη καὶ εἰς ξένας γλώσσας, ἐκυκλοφόρησεν εἰς χιλιάδας πολλὰς ἀντιτύπων μεταξὺ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς, ἐπηνέθη καὶ ἐχειροκροτήθη ὑπὸ τῶν λογοτεχνῶν, ὀπαδῶν τοῦ Ἀντιχρίστου, οἵτινες ἠγωνίζοντο νὰ ἀπονείμουν εἰς τὸν συγγραφέα καὶ βραβεῖον Νόμπελ.
Τὸ βιβλίον αὐτὸ φέρει τὴν ἐπιγραφὴν «Ὁ τελευταῖος πειρασμός». Ὑπόνομος τῶν Ἀθηνῶν ἐκκενούμενος δὲν θὰ ἀνέδιδε τόσην δυσωδίαν, ὅσην τὸ βιβλίο τοῦτο. Σεβασμὸς πρὸς τὸ ἄχραντον πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
θὰ ἐπέβαλλε νὰ μὴ ἐπαναλάβωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ ὅσα ἐπὶ τοῦ χάρτου γράφονται, ἀλλὰ μιμούμενοι τὴν λακωνικότητα τοῦ ὕφους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ νὰ γράφωμεν καὶ ἡμεῖς, ὅτι ἐν ἔτει σωτηρίω 1955 ἐνεφανίσθη
Ἕλλην τις τὸ ὄνομα Ν. Καζαντζάκης, ὅστις διὰ τῆς γραφίδος ἐξεμυκτήρισε τὸ μυστήριον τῆς θείας ἐνσαρκώσεως, ὁ δὲ Ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἰδιαιτέρως ὁ λαὸς τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος «εἱστήκει» ἀκούων ἀπαθῶς τὰς ὕβρεις καὶ θεωρῶν ἀνασταυρούμενον τὸν Ἰησοῦν, οἱ δὲ ἄρχοντες τοῦ Ὀρθοδόξου βασιλείου θανόντα τοῦτον ἐκήδευσαν δημοσία δαπάνη, τὸν ὑβριστὴν τοῦ Θεανθρώπου, χυδαιότερον τοῦ ὁποίου δὲν εἴδον οἱ αἰῶνες.
Ἀλλʼ ἐπειδὴ ὁ πολὺς λαὸς δὲν ἔχει διαφωτισθῆ περὶ τῶν φοβερῶν ὕβρεων τοῦ συγγραφέως, τὰ δὲ συγγράμματά του λόγω τῆς διαφημίσεως ὁλοκλήρου σχεδὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ τύπου, ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν, καὶ βραβεύσεως τινῶν ἐξ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἔχουν διαδοθῆ μέχρι τῶν ἀκροτάτων περιοχῶν τῆς ταλαιπώρου Πατρίδος μας καὶ φοιτηταί, μαθηταὶ καὶ μαθήτριαι ἐντρυφοῦν εἰς τὰς σελίδας αὐτῶν,
διὰ τοῦτο εἴμεθα ἠναγκασμένοι, ἄν μὴ ὅλας τὰς ἀσεβεῖς ἐκφράσεις, τουλάχιστον μερικὰς ἐκφράσεις, ποὺ περιέχονται εἰς τὸ βιβλίον «Ὁ τελευταῖος πειρασμός», ὡς δειγματολόγιον νὰ δημοσιεύσωμεν.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, πρὶν ἀναφέρη ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ἐκφράσεις συγχρόνων αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων, ἐζήτει συγγνώμην παρὰ τῶν ἀκροατῶν του, λέγων, ὅτι αἰσχύνομαι διὰ τοῦτο,
ἀλλʼ ἡ ἀνάγκη τῆς προφυλάξεως, ἀμύνης καὶ ἀνασκευῆς τοιούτων συκοφαντιῶν κατὰ τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ τὸ ἐπιβάλλει, ἵνα μολύνω τὴν γλῶσσαν ὡς ὁ ἰατρός, ὅστις διὰ νὰ θεραπεύση τὸν ἄρρωστον, τὸν πλήρη ἐλκῶν, ἀναγκάζεται νὰ μολύνη τὰς χεῖρας του μὲ τὴν ἀκαθαρσίαν, ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὶς πυορροούσας πληγάς.
Ἄς μιμηθῶμεν, λοιπόν, ἐν προκειμένω καὶ ἡμεῖς τὸν ἱερὸν τοῦτον Πατέρα καὶ ἄς ἀποκαλύψωμεν τὰς πλάνας, τὰς ὕβρεις, τὰς χυδαιολογίας τὰς φρικτάς, τὰς πρωτοφανεῖς βλασφημίας, αἱ ὁποῖαι ὡς ἀκάθαρτος ποταμὸς ρέουν διὰ τῶν σελίδων τοῦ ἀνωτέρω βιβλίου.
Ἐν τῶ βιβλίω τούτω, «ὁ τελευταῖος πειρασμός», ὁ Κ. κτυπᾶ ὅλας τὰς βάσεις τῆς πίστεως, ὅλας τὰς θεμελιώδεις ἀληθείας ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται τὸ χριστιανικὸν οἰκοδόμημα.
Καὶ ἐν πρώτοις προσβάλλει τὴν ἐκ Παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Λέγει, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀπεφάσισε νὰ συγγράψη τὸν βίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐνῶ εἶχεν ὑπόψιν νὰ γράψη τὰ πραγματικὰ γεγονότα, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκεν εἰς τὴν Ναζαρὲτ ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, ἀπὸ τὸν μαραγκὸν Ἰωσὴφ καὶ ἀπὸ τὴν Μαρίαν…,
μιὰ φτερούγα ἀγγέλου τὸν κτύπησε θυμωμένα καὶ τὸν διέταξε νὰ γράψη, ὅτι δὲν εἶνε υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλʼ ὄτι ἐγεννήθη ἐκ Παρθένου, εἰς Βηθλεέμ, ὅπως λέγουν αἱ προφητεῖαι, ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος, ποὺ γνωρίζει τὴν πραγματικότητα, ἀνθίσταται νὰ γράψη εἰς τὸ Εὐαγγέλιόν του τοιαῦτα ψεύδη, καὶ διὰ τοῦτο φωνάζει διαμαρτυρόμενος «Δὲν εἶνε ἀλήθεια˙ δὲν θέλω˙ δὲν γράφω…» (σελ. 350 καὶ 392).
Πῶς εἶνε κατὰ τὸν Καζαντζάκην ἀλήθεια τὸ περὶ τῆς ὑπερφυσικῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ δόγμα, εἰς τὸ ὁποῖον πιστεύει σύμπας ὁ χριστιανικὸς κόσμος, ἀφοῦ κατὰ τὸν Κ., εἰς ἄλλον μὲν μέρος τοῦ βιβλίου του παρουσιάζει τὸν Ἰωσὴφ «ἕτοιμον νὰ νὰ χυμήξη… κατὰ τῆς μνηστῆς του Παρθένου, νὰ χωθοῦν μαζὶ εἰς μίαν σπηλιά, καὶ μόνο διὰ κεραυνοῦ ἠναγκάσθη νὰ ἀποτραβηχθῆ» (σελ. 61) εἰς δὲ ἄλλο βιβλίον του «Ὁ καπετὰν Μιχάλης» (σελ. 198) διὰ στόματος ἑνὸς Τούρκου ὑβρίζει τὸν Χριστὸν καὶ ἀποκαλεῖ αὐτόν… «μπάσταρδον».
Ἐκ Παρθένου, ἐν Βηθλεὲμ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, φωνάζει ὁ ἄγγελος. Αὐτὰ εἶνε ὅλα ψεύδη, διαμαρτύρεται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ ἔτσι ποὺ τὰ γράφει, παρουσιάζει αὐτὸν τὸν οὐράνιον κόσμον, τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους ὡς ψευδομάρτυρας τοῦ μεγίστου γεγονότος τῶν αἰώνων,
τῆς ἐν σαρκὶ ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Κατὰ τὸν Κ. λοιπόν, ἡ ἀρχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται ἐπὶ ἑνὸς ψεύδους ὅπερ οἱ ἄγγελοι ὑπηγόρευσαν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Ψευδῆ τὰ Εὐαγγέλια, ψευδομάρτυρες οἰ ἄγγελοι, συνήγορος τῶν ψευδῶν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὁ μόνος ποὺ λέγει ἐν τῶ κόσμω τὴν ἀλήθειαν ὁ ἐκ Κρήτης Καζαντζάκης, ἵνα πραγματοποιηθῆ καὶ εἰς αὐτὸν τὸ πασίγνωστον Ἐπιμενίδειον ρητόν (Τίτ. 1, 12).
Ὁ Κ. προσβάλλει τὸν ἰδιωτικὸν βίον τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου πλέκων διὰ τῆς νοσηρᾶς φαντασίας διηγήσεις, αἱ ὁποίαι οὐδὲ κόκκον ἱστορικότητος ἐμπερικλείουν. Ἐνῶ κατὰ τὸν Ευαγγελιστὴν Λουκᾶν, ὅστις διʼ ὀλίγων μὲν ἀλλὰ μεστῶν νοημάτων λέξεων περιγράφει τὰ τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ σημειώνων
ὅτι «ὁ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφία καὶ ἡλικία καὶ χάριτι, παρὰ Θεῶ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. 2, 57) κατὰ τὸν Κ. ὁ Ἰησοῦς δὲν προέκοπτεν οὕτω πως, δὲν ἦτο ὀ Ἰησοῦς ὡς παῖς, ὡς ἔφηβος καὶ νέος τὸ ἄφθαστον ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς διʼ ὅλους τοὺς ἐφήβους καὶ νέους ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλʼ ἦτο… ὁ «ἀχαΐρευτος», ποὺ καμμιὰ δουλειὰ δὲν ἔκανεν, ἀλλὰ μόνον ἕνα ἔργον εἶχε νὰ εἶνε… «ὁ σταυρωτής», νὰ κατασκευάζη δηλαδὴ σταυροὺς διὰ νὰ σταυρώνουν ἐκ αὐτῶν οἱ Ρωμαίοι κατακτηταὶ τὰ ἡρωϊκὰ παλικάρια, τοὺς νεαροὺς Ἰσραηλίτας ποὺ προσέβαλλον ἀντίστασιν κατὰ τῆς ξενικῆς κατοχῆς.
«Μονάχα ὅταν τοῦ παρήγγελαν σταυρὸ νὰ σταυρωθοῦν ἀνθρῶποι, ρίχνονταν μὲ τὰ μούτρα νὰ δουλεύη μέρα νύχτα. Καὶ δὲν πήγαινε πιὰ στὴν συναγωγή, δὲν ἤθελε πιὰ νὰ μεταπατήση στὴν Κανᾶ… Ὁ νοῦς του σάλευε καὶ τὸν ἄκουε ἡ δύστυχη μάνα του νὰ παραμιλάει καὶ νὰ φωνάζη θαρρεῖς καὶ μάλωνε μὲ κανένα δαίμονα» (σελ. 32). Εἰς ἡλικίαν δὲ 3 ἐτῶν ἐρωτεύθηκε τὴν ἐξαδέλφην του Μαγδαληνὴν ποὺ ἧταν τεσσάρων ἐτῶν (σελ. 43)!!
Ὥστε κατὰ τὸν Κ. ὁ Ἰησοῦς τεμπέλης, ἀχαΐρευτος, ἐρωτύλος, ἀνισόρροπος, δαιμονισμένος, σταυρωτής! Ἕνεκεν δὲ τῆς κατασκευῆς σταυρῶν διὰ τοὺς ἥρωας τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχε γίνει τὸ πλέον μισητὸν πρόσωπον, τοῦ ὀποίου ἡ ἐμφάνισις προεκάλει τὸ μῖσος, τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ λαοῦ καὶ ἰδίως τῶν μητέρων τῶν σταυρωμένων θυμάτων. Σταυρωτὴς ὁ Ἰησοῦς;
Ὁ Ἰησοῦς; Ὅστις ὑπήρξεν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Σταυρωθείς, ὁ πρῶτος Σταυροφόρος, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησαν μυριάδες σταυροφόρων, μαρτύρων καὶ ἡρῶων εἰς τὴν ὀδὸν τοῦ καθήκοντος, εἰς τὴν ὀδὸ τοῦ Γολγοθᾶ.
Ἀλλὰ ὁ Κ. ἐν τῆ μανία του νʼ ἀνατρέψη τὴν ἔννοιαν αὐτὴν τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ ὁποίου ἡ θέα συνεκίνησε, συγκινεῖ καὶ θὰ συγκινῆ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων τὰς εὐγενεστέρας τῶν καρδιῶν, ἐπενόησε τὴν ἄλλην ἔννοιαν, τὴν ἀντίθετον ἐκείνην τοῦ Σταυρωτοῦ, καὶ δὲν τολμᾶ μὲν νὰ εἴπη
ὅτι ὁ ἴδιος ἴσως ἐσταύρωνε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τολμᾶ νὰ γράφη ὅτι χάριν ἑνὸς εὐτελοῦς κέρδους, χάριν τεμαχίου ἄρτου κατεδέχετο νὰ κατασκευάζη τὰς ἀγχόνας, τὰ ὄργανα τῆς καταδίκης τῶν Πατριωτῶν, τοὺς σταυρούς. Ὁποία σκόπιμος διαστρέβλωσις τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας!
Ὀρθῶς εἰς τὸ σημεῖο τοῦτο ὁ ἐκ Δωδεκανήσου λογοτέχνης Γιάννης Κλ. Ζερβός, ὅστις μὲ δύναμιν ἐξήλεγξε τὰς πλάνας τοῦ Κ., ἐπιμένει καὶ μὲ πόνον ψυχῆς ἐρωτᾶ τὴν Ἑλλάδα ὅλην, τὸν κόσμον ὅλον, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἤξιζε μιᾶς τοιαύτης κακοήθους μεταχειρίσεως ἐκ μέρους Ἑλληνος λογοτέχνου. (Ἴδε Γ. Κλ. Ζερβοῦ – Σημειώματα στὸ ἔργο τοῦ Ν. Καζαντζάκη, σελ. 16).
Σταυρωτὴς ὁ Ἰησοῦς… Καὶ μόνον διὰ τὴν διαστροφὴν αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς ἐννοίας τοῦ Ἐτσυρωμένου ἀξίζει νὰ ὀνομασθῆ ἀντίχριστος ὁ Καζαντζάκης, ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἀντιχρίστων ποὺ ἐγέννησεν ἡ ἀνθρωπότης, ἐὰν ἀντίχριστος κατὰ τὰς Γραφὰς ὀνομάζεται καὶ πρέπει νὰ ὀνομάζεται ὁ ἀρνούμενος τὴν Θεότητα τοῦ Θεανθρώπου.
Ἀλλʼ αὐτὸς ὄχι ἀπλῶς ἀρνεῖται, ὄχι ἀπλῶς πολεμεῖ, ἀλλὰ ἀγωνίζεται, ἵνα μὲ ἄλλου εἴδους περιεχόμενον ἀκαθαρσίας πληρώση τὰς ὑψίστας ἐννοίας, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν Θεανδρικὴν προσωπικότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ἄλλο βέλος δηλητηριωδέστερον ἐκτοξεύει κατὰ τῆς ἀσπίλου ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου. Ὅστις μόνος μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων εἶχε τὸ θάρρος, τὴν παρρησίαν, ποὺ τῶ ἔδιδεν ἡ μαρτυρία τῆς ἁγνῆς, τῆς ἀμολύντου συνειδήσεώς Του, νὰ βροντοφωνήση εἰς ὐπήκοον τῶν συγχρόνων του˙ «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8, 46).
Ὁ Κ., ὅστις ὡς ἐκ τῆς ψυχοσυνθέσεώς του ἀρέσκεται νὰ βλέπη ὅλους τοὺς ἥρωας τῶν μυθιστορημάτων του ὡς δίποδα κτήνη νὰ πίπτουν καὶ νὰ κολυμβοῦν καὶ νὰ ἡδωνίζονται μέσα εἰς τὸ βορβορῶδες τέναγος τῶν σεξουαλικῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπεκτείνει δυστυχῶς τὴν νοσηρὰν φαντασίαν του καὶ μέχρι τοῦ Κυρίου.
Κατὰ τὸν Κ. εἰς τὸ χωρίον Μάγδαλα ὑπῆρχεν ἕνα πορνοστάσιον, τοῦ ὁποίου διευθύντρια ἦτο… ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Εἰς αὐτὸ συνέρρεον πλήθη ἐραστῶν πλουσίων νέων ἀπʼ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς προσκομίζοντες πολύτιμα δῶρα. Συνωστισμὸς πάντοτε παρετηρεῖτο εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τοὺς διαδρόμους τοῦ ἀθλίου τοῦτου οἰκήματος.
Ἀλλʼ ἕνα βράδυ μεταξὺ τῶν πολλῶν ἐραστῶν, ποὺ ἐπερίμεναν τὴν σειράν των ἦτο καὶ… ὁ Ἰησοῦς! Τὸ τὶ θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Μαγδαληνῆς κατὰ τὴν συνάντησίν των δὲν δυνάμεθα ἐδῶ νὰ ἐπαναλάβωμεν (σελ. 68-96). Μόνον τόσον γράφομεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς φέρεται ζητῶν συγγνώμην παρὰ τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, διότι αὐτὸς εἶνε πρῶτος, ὅστις κατὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ἐξύπνησεν εἰς τὰ στήθη αὐτῆς… τὸν ἔρωτα!
Ὁ ἄθλιος Κ. καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ ἤθελε νὰ έφαρμόση μὲ ὅλας τὰς συνεπείας τὴν περὶ σεξουαλισμοῦ θεωρίαν τοῦ Φρόϋντ, ἡ ὁποία ὑπὸ τὰ πλήγματα τῆς ὑγιοῦς Ψυχολογίας διασήμων ἐπιστημόνων κατέρρευσε πλέον εἰς ἐρείπια (Ἴδε Σπυρ. Καλλιάφα, καθηγητοῦ Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν – Τὸ Παιδαγωγικὸν Πρόβλημα τῆς Γενετησίου ὁρμῆς, Ἀθῆναι 1955).
Ὁ Κ. ἐπαναλαμβάνων τὴν παλαιὰν συκοφαντίαν τῶν πολεμίων τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅτι οὕτος ἐξεπαιδεύθη εἰς τὰ παρὰ τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἀσκητήρια τῶν Ἐσσαίων γράφει ὅτι ὁ Ἰησοῦς μὴ δυνάμενος πλέον νὰ ὑποφέρη τὴν ὀργὴν τοῦ λαοῦ διὰ τοὺς σταυρούς, ποὺ κατεσκεύαζε, ἠναγκάσθη νὰ καταφύγη εἰς μοναστήριον καὶ νὰ γίνη καλόγηρος.
Μετὰ περιπετειώδη διαδρομὴν φθάνει. Τυπτόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως διὰ τὰ πολλὰ ἁμαρτήματά του καὶ μὴ δυνάμενος νʼ ἀναπαυθῆ ζητεῖ τὸν πνευματικὸν πατέρα, τὸν θείον του Ραβίνον, τὸν μπάρμπα Συμεών. Εἰς αὐτὸν πηγαίνει νὰ ἐξομολογηθῆ, ἀλλὰ ἐντρέπεται νὰ εἴπη τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ἐτοιμάζεται νὰ φύγη.
Καὶ ὁ Ραβίνος˙ «Μὴ σηκώνεσαι, τῶ εἶπε, προσταχτικά, μὴ φεύγεις˙ πειρασμὸς εἶνε καὶ ἡ ντροπή, νίκησέ τη˙ μεῖνε. Ἐγῶ θὰ σὲ ρωτῶ, κάνε ὑπομονή, ἐγῶ θὰ σὲ ρωτῶ καὶ σὺ θʼ ἀποκρίνεσαι». Καὶ οὕτω ἀρχίζει ἡ μακρὰ ἐξομολόγησις τῶν ἀμαρτημάτων τοῦ νεαροῦ Ἰησοῦ, τοῦ σταυρωτή!!
Καὶ πρῶτον ἁμάρτημα, ποὺ ἀναφέρει, ποῖον νομίζετε ὅτι εἶνε; Ἀκούσατε καὶ φρίξατε! Τὸ ὅτι παρέσυρε τὴν Μαγδαληνὴν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. «Ἐγῶ φταίω, ἐγῶ, καὶ πῆρε τὸν δρόμο ποὺ πῆρε˙ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐγὼ τὴν ἔρηξα στὴ σάρκα… Καὶ νὰ ʼταν αὐτὸ μονάχα! Μὰ ἀπὸ μικρὸς κρύβω μέσα μου, βαθιά, ὄχι μονάχα τὸ δαίμονα τῆς πορνείας, παρὰ καὶ τὸ δαίμονα τῆς ἀλαζονείας, γέρο ραβίνο!
Μικρὸς ἀκόμα, δὲν μποροῦσα ἀκόμα στέρεα νὰ περπατήσω, πήγαινα τοῖχο τοῖχο καὶ κρατιόμουν νὰ μὴν πέσω, καὶ φώναζα μέσα μου, ὁ ἀδιάντροπος: «-Θεέ μου, καὶ κάμε με Θεό!… Ἀπὸ τότε πιὰ τὸ μυαλό μου σάλεψε… Ἐγῶ ʼμαι ὁ Ἑωσφόρος… Δὲν σωπαίνω, ἔκαμε ὁ νέος ξαναμένος, τώρα πιὰ πάει, δὲ σωπαίνω! Εἶμαι ψεύτης, ὑποκριτής, φοβιτσιάρης, ποτὲ δὲν λέω τὴν ἀλήθεια, δὲν ἔχω κουράγιο˙ βλέπω μιὰ γυναῖκα νὰ περνάη… Φοβοῦμαι, φοβοῦμαι˙ ἄν ἀνοίξης τὸ σπλάχνο μου, θὰ δῆς νὰ κάθηται μέσα, λαγὸς νὰ τρέμη, ὁ φόβος. Ὁ φόβος, τίποτα ἄλλο˙ αὐτὸς εἶνε ἐμένα ὁ Πατέρας μου, ἡ μάνα μου κι ὁ Θεός» (σελ. 143-145).
Ἔτσι παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦν ὁ Κ.! Ἄς μαρτυρῆ τὴν ἁγιότητά του ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, λέγων, ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ σκύψη καὶ νὰ λύση τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Σημειωτέον, ὅτι ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου βαπτιζόμενοι παρέμενον ἐν τοῖς ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου ὅσον καιρὸν διήρκει ἡ ἐξομολόγησίς των, μόνον εἰς μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἦτο ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ λέξις ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαῖου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς βαπτισθεὶς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος ΕΥΘΥΣ (Ματθ. 3, 16) εἶνε χαρακτηριστική. Ἐξῆλθεν εὐθὺς διότι ὡς ἀναμάρτητος οὐδὲν εἶχε νὰ εἴπη ὡς οἰ λοιποὶ τῶν βαπτιζομένων, ἐνῶ κατὰ Κ. ὥρας ὁλοκλήρους ἐξωμολογεῖτο εἰς ἕνα ραββῖνον.
Τὴν ἀναμαρτησίαν τοῦ Ἰησοῦ πιστοποιοῦν οἱ αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοί του, λέγοντες ὅτι «ὅ ἦν ἀπʼ ἀρχῆς, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» καὶ «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὐρέθη δόλος ἐν τῶ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Ἰωάν. 1, 1Α’ Πέτρ. 2, 22).
Ἀλλʼ ὅλας αὐτὰς τὰς μαρτυρίας ἀγνοεῖ ὁ Κ. καὶ ἔρχεται νὰ καταρρίψη τὴν θεμελειώδη ἀλήθειαν τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ, τὴν στενῶς συνδεδεμένην μὲ τὴν Θεότητα αὐτοῦ, καὶ τὸν Ἰησοῦν, ὁ Ὁποῖος καὶ κατʼ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ὀρθολογιστὰς εἶνε ἡ ὑψηλοτέρα κορυφὴ τῆς ἠθικῆς ζωῆς, νὰ παρουσιάση ὡς ἕνα ἐκ τῶν τελευταίων ἀνθρώπων τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ὠς ψεύτην καὶ ἀπατεῶνα. Ὁποία πλαστογράφησις τῶν ἱστορικῶν, τῶν Εὐαγγελικῶν σελίδων περὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ!
Ἐπὶ τέλους ὁ Κ. φθάνει εἰς τὴν Σταύρωσιν, εἰς τὰ Σεπτὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλʼ ἐδῶ πλέον εἰς τὸ τελευταῖον κεφάλαιον τοῦ βιβλίου (σελ. 491-495) ἐκχύνει ὅλον τὸν βόρβορον τῆς ψυχῆς του διὰ νὰ περιλούση τὸν θεάνθρωπον μὲ τοιαύτας λέξεις καὶ ἐκφράσεις, ποὺ ἀδυνατοῦμεν νὰ έπαναλάβωμεν ἐδῶ.
Τόσον μόνον λέγομεν ὅτι κατὰ τὸν Κ. ὁ Κύριος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τίποτε ἄλλο δὲν ἐσκέπτετο, τίποτε δὲν ἐπόθει, παρά… τὴν ἀγκάλην τῆς Μαγδαληνῆς, ἐκ τῆς ὁποίας θὰ ἤθελε νʼ ἀποκτήσει υἱὸν καὶ νὰ τὸν ὀνομάση «Παράκλητον» μυκτηρίζων οὕτως ὀ ἄθλιος καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι μέσα εἰς ἕνα ὄνειρον αἰσχροτάτης ἐμπνεύσεως τῆς νοσηρᾶς φαντασίας τοῦ Κ. ἐκπνέει ἡ ἁγιωτέρα ζωὴ ποὺ ἔζησεν ἐπὶ γῆς. Τὶ ὕβρεις! Τὶ βλασφημία!
Ἄχ! Ἀναστενάζει ὁ εὐσεβὴς ἀναγνώστης μαζὺ μὲ τὸν κ. Ζερβὸν τὸν ὁποῖον ἐμνημονεύσαμεν ἀνωτέρω. Πότε θὰ τελειώση ἡ ἀνάγνωσις τῶν βρομερῶν τούτων σελίδων, ποὺ ὑπερβαίνουν εἰς αἰσχρότητα περιγραφὰς Βοκακίου, καὶ μὲ τὰς ὁποίας ἠθέλησε νὰ σπιλώση τὸ ἄσπιλον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ,
πότε θὰ τελειώση ἡ ἀνάγνωσίς των διὰ νὰ πιάσω εἰς τὰ χέρια μου τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, διὰ νὰ διαβάσω ὀλίγους στίχους καὶ νʼ ἀναπνεύσω ἀμόλυντον ἀέρα, διότι κινδυνεύω νὰ πάθω ἀσφυξίαν ἀπὸ τὰ δηλητηριώδη ἀέρια, ποὺ ἐκπέμπει εἰς ὅλην τὴν ἀτμόσφαιραν τῆς Πατρίδος μας ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἀπίστου, ἐνὸς ἀντιχρίστου λογοτέχνου καὶ συγγραφέως, τοῦ Ν. Καζαντζάκη.
Καὶ ὅμως τὸν ὑβριστήν, τὸν μυκτηριστήν, τὸν βλάσφημον τοῦτον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Ἑλλάς, τὸ μοναδικὸν Ὀρθόδοξον τοῦτο χριστιανικὸν βασίλειον τῶν Βαλκανίων, ἐκήδευσεν ἐν πομπῆ καὶ παρατάξει, ἐκήδευσε μὲ δημοσίαν δαπάνην. Κατὰ τὴν κηδείαν παρέστησαν ὁ Ὑπουργὸς τῶν Θρησκευμάτων καὶ Παιδείας,
ἕνας ἐκ τῶν ἀρχηγῶν τῆς ἀντιπολιτεύσεως, συναρχηγὸς μεγάλου καὶ ἱστορικοῦ κόμματος τῆς Πατρίδος, βουλευταί, πρόεδροι καὶ δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχναι, καθηγηταί, ὁ Πρύτανις τοῦ ἐν Θεσσαλονίκη Πανεπιστημίου κ. Κακριδῆς, σπουδασταὶ τῆς Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας των ἀντὶ Εὐαγγελίων τὰ βιβλία τοῦ Κ., τὸ δὲ θλιβερώτερον ἐξ ὅλων εἰς τὴν κηδείαν παρέστη καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Κρήτης κ. Εὐγένιος.
Οὗτος, ἄν καὶ προειδοποιήθη ἐξ Ἀθηνῶν περὶ τῆς ἀλγεινῆς ἐντυπώσεως, τὴν ὁποίαν θὰ ἐδημιούργει παρὰ τῶ εὐσεβεῖ λαῶ ἡ διὰ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας κήδευσις τοῦ δεινοῦ ὑβριστοῦ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, δὲν ἠθέλησε δυστυχῶς νὰ μιμηθῆ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Θεοκλήτου, ὅστις ἠρνήθη νὰ τεθῆ ἐντὸς ναοῦ τῆς πρωτευούσης, ἔστω καὶ ὀλίγας ὥρας, ὁ νεκρὸς τοῦ Κ., ἀλλʼ ὑπεχώρησεν ἴσως εἰς πίεσιν κοσμικῶν παραγόντων καὶ παρέστη. Νὰ ψάλλη εὐχὰς ἐπικηδείους εἰς ποῖον; Εἰς ἕνα Ἀντίχριστον. Εὖγε ἅγιε Κρήτης!
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς παρουσίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κρήτης εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ἀντιχρίστου, ἠκούσαμεν πιστὸν τῆς Ἐκκλησίας τέκνον νὰ λέγη: Πόσον ἐπεθύμουν νὰ ἤμουν Μητροπολίτης Κρήτης μίαν καὶ μόνον ἡμέραν, τὴν ἡμέραν τῆς κηδείας τοῦ Κ. διὰ νὰ κλείσω ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, διὰ νʼ ἀπαγορεύσω εἰς ὅλους τοὺς ἱερεῖς νὰ παρακολουθήσουν τὴν κηδείαν, διὰ νὰ εἴπω πρὸς τοὺς ἐπιμένοντας:
Πηγαίνετέ τον, κύριοί μου, εἰς Τζαμί, εἰς Χάβραν, εἰς στοὰν Μασονικήν, πηγαίνετέ τον ὅπου θέλετε, ἀλλʼ εἰς ναὸν Ορθόδοξον δὲν θὰ ἐπιτρέψω, διότι ἀκούω εἰς τʼ αὐτιά μου τὰ φρικτὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀφορίζοντος τοὺς ἀρνητάς, τοὺς ὑβριστὰς τοῦ Θεανθρώπου˙ «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα˙ μαρὰν ἀθά» (Α’ Κορινθ. 16, 22).
Δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἐν τῶ προσώπω τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου αὐτῆς τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Κ. ἔδωκεν ἐξετάσεις καὶ ἐμηδενίσθη ἐν τῆ συνειδήσει τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Καὶ νὰ ἦτο ἡ μόνη περίπτωσις!
Πρὸς δὲ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παρέστησαν κατὰ τὴν κηδείαν τοῦ Κ. καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων κ. Γεροκωστόπουλον, τὸν συναρχηγὸν τοῦ κόμματος τῶν Φιλελευθέρων κ. Παπανδρέου, τὸν κ. Πρύτανιν τοῦ ἐν Θεσσαλονίκη Πανεπιστημίου θέλομεν νʼ ἀπευθύνωμεν μίαν καὶ μόνην ἐρώτησιν:
Ἐὰν, ἀξιότιμοι κύριοι, ἐὰν ὁ Κ., ἀντὶ νὰ γρἀψη βιβλίον μὲ θέμα τὴν ἰδιωτικὴν καὶ δημοσίαν ζωὴν τοῦ Θεανθρώπου, ἔγραφε βιβλίον μὲ θέμα τὴν ἰδιωτικὴν καὶ δημοσίαν ζωὴν τῶν σεβαστῶν γονέων σας καὶ ὕβριζε τὴν ἱεράν των μνήμην καὶ ἀπεκάλει τὴν μητέρα σας αἰσχρὰν πόρνην, καὶ ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ὄχι γνήσιον τέκνον τῶν γονέων σας, ἀλλὰ… μπάσταρδον, σᾶς ἐρωτῶμεν τὶ θὰ ἐκάνετε, θὰ μεταβαίνετε εἰς τὴν κηδείαν του, θὰ κατεθέτετε στέφανον, θὰ ἐξυμνεῖτε τὸν «φουμισμένον» συγγραφέα, θὰ τὸν ἐρραίνετε μὲ ἄνθη;
Σᾶς ἐρωτῶμεν ἐνώπιον τοῦ Πανελληνίου καὶ περιμένομεν ἀπάντησιν ἀπὸ σᾶς κ. Πρύτανι τοῦ ἐκ Θεσ)κη Πανεπιστημίου, τοῦ ὁποίου ἡ σφραγὶς στολίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγ. Δημητρίου, Πολιούχου τῆς πόλεως. Διὰ τὴν συμμετοχήν σας καὶ μόνον, κ. Πρύτανι, εἰς κηδείαν ἑνὸς τοιούτου ἀσεβοῦς, τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα κατεδίκασεν ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν,
ὁ Π. Μητροπολίτης Θεσ)κης κ. Παντελεήμων διαμαρτυρόμενος δὲν πρέπει νὰ πατήση εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, σοῦ πρυτανεύοντος, οὔτε νὰ ἐπιτρέψη τὴν εἴσοδόν σου εἰς ναὸν Ὀρθόδοξον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐὰν ἔζων σήμερον θὰ ἀφώριζον καὶ θὰ ἐξέβαλλον τῶν Ἱερῶν Ναῶν ὅλους τοὺς συνευδοκοῦντας καὶ ἐπαινοῦντας τὰ συγγράμματα ἑνὸς ἀπίστου καὶ βλασφήμου συγγραφέως.
Διότι ἡ περίπτωσις τοῦ Κ. εἶνε μία ἀπὸ τὰς ὀλίγας ἐκείνας περιπτώσεις, διὰ τὰς ὁποίας πᾶς Ἕλλην, βεβαπτισμένος εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πιστεύων ὄτι ἡ ἐν Χριστῶ πίστις εἶνε ἡ ὑψίστη ἀξία τῆς ζωῆς, θὰ ἔπρεπεν ἀκούων καὶ ἀναγιγνώσκων τὰς πρωτακούστους ὕβρεις ἐκ στόματος ἑνὸς Ἕλληνος νὰ αἰσχύνονται, διότι έγεννήθη Ἕλλην.
Ἀλλὰ θὰ ἔλθη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς θὰ τελέση τὸν ἐξαγνισμὸν καίων δημοσία τὰ βιβλία τοῦ ἀντιχρίστου τοῦτου συγγραφέως, διὰ τῶν ὁποίων ἐν μέσω τῆς Ὀρθοδόξου χώρας ἡμῶν καθυβρίζεται ὅσον οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ Θεάνθρωπος. Ὅν παῖδες Ἑλλήνων εἰς πεῖσμα μυρίων διαμόνων, μυρίων Καζαντζάκηδων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοῦς αἰῶνας.
*Ὁ ἐν Ἀθήναις δρῶν Ὀρθόδοξος Σύλλογος «Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ» δύο ἡμέρας πρὸ τῆς κηδείας ἀπέστειλεν εἰς τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Κρήτης κ. Εὐγένιον σχετικὸν τηλεγράφημα, δημοσιευθὲν καὶ εἰς καθημερινὰς ἐφημερίδας. Ἐπίσης ὁ ἴδιος Σύλλογος ἀπέστειλεν εἰς ὅλην τὴν Ἱεραρχίαν τοῦ Ὀρθοδόξου βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἐμπεριστατωμένον ὑπόμνημα εἰς τὸ ὁποῖον ἐμφαίνονται αἱ φρικταὶ βλασφημίαι, αἱ περιεχόμεναι εἰς ἕνα καὶ μόνον ἐκ τῶν πολλῶν βιβλίων τοῦ Κ. Ἄς ἴδωμεν ἐὰν ἐπίσκοπός τις ἐκ τῶν 100 ἐπισκόπων, ποὺ ἔχει ἡ Ἑλλάς, ἐκτελέση στοιχειῶδες καθῆκον ἀφορίζον τὸν ἀντίχριστον. Ἐν τῶ μεταξὺ τὸ Ὀρθόδοξον Κράτος ἐτοιμάζεται νὰ ἐκδώση καὶ ἀναμνηστικὸν γραμματόσημον Καζαντζάκη. Ἐὰν ἐκδώση, οὐδεῖς Ὀρθόδοξος Ἕλλην πρέπει νὰ τὸ ἀγοράση. Θὰ εἶναι προδοσία τῆς πίστεώς μας.
*Ομιλία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», Νοέμβριος 1957, αριθ. φύλλου 199. Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΛΟΥΚΑ» (2022)
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο βρίσκεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ ἀπὸ σκοτεινὸ νὰ τὸν καταστήσει φωτεινό, ἀπὸ ἄγριο, Θεὸ κατὰ χάριν.
Τότε, θὰ ρωτήσει καλοπροαίρετα κάποιος, γιατὶ ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἁμαρτίας; Μὴπως τάχα οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν θεῖο λόγο, ἤ κάτι ἄλλο συμβαίνει; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει σήμερα ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως.
Παραβολὴ εἶναι μία μικρὴ ἱστορία μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε μεγάλες ἀλήθειες καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ νοήματα. Τὸν παραβολικὸ τρόπο διδασκαλίας τὸν χρησιμοποιοῦσε συχνὰ ὁ Κύριός μας, προκειμένου νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ λόγος Του ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸν πιὸ μορφωμένο, ἕως τὸν ἀγράμματο.
Ὅλοι ὅσοι διακονοῦμε τὸν θεῖο λόγο πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ λαμβάνουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν, νὰ φροντίζουμε δηλαδὴ ὁ λόγος μας νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἐγκαρδιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος ἀπόλυτα κατανοητὸς ἀπὸ ὅλους.
Ξεκινᾶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴν παραβολὴ λέγοντας ὅτι ὁ σπορέας βγῆκε στὸ χωράφι γιὰ νὰ σπείρει τὸν σπόρο του καὶ ἐξηγεῖ ὕστερα στοὺς Μαθητές Του ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἕνας σπόρος;
Ἕστω ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι. Δὲν θὰ προτιμούσαμε μάλλον ἕναν ὤριμο καρπό, ἀπὸ ἕναν σπόρο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε συνεπάγεται κόπο, μόχθο καὶ σκληρὴ ἐργασία γιὰ νὰ αὐξηθεῖ; Σωστά. Ὡστόσο, τρώγοντας στὸ παρὸν τὸν καρπό, μετὰ μένουμε χωρὶς τροφή. Ἀντιθέτως, ἐπιλέγοντας τὸν σπόρο, ἐξασφαλίζουμε πολλαπλάσιους καρποὺς γιὰ τὸ μέλλον.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ ψάχνουν ἀπὸ ἐδὼ κὶ ἀπὸ κεὶ νὰ βροῦν «τροφή». Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὅμως, στοὺς πολλοὺς δὲν φαίνεται ἑλκυστικός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφεύγουν σὲ πιὸ πρόχειρες καὶ προσωρινὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν λύνουν μόνιμα τὸ πρόβλημα τῆς «πείνας».
Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ γιὰ πάντα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ καλύψει ὅλα τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς μας εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριός μας τὸν παρομοιάζει μὲ τὸν μικρὸ σπόρο μὲ τὴ μεγάλη δύναμη.
Ἐπιστρέφοντας στὴν παραβολή, μαθαίνουμε ὅτι κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σπορᾶς, ἕνας σπόρος ἔπεσε στὴν ὁδὸ καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἔφαγαν. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν παντελῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἀδιάφοροι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδιά τους.
Ἕτερος σπόρος ἔπεσε στὶς πέτρες καὶ μὲ τὸ ποὺ φύτρωσε ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε ὑγρασία, συμβολίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεϊκὸ λόγο, ἀλλὰ ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ριζώσει, νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Ἄλλος σπόρος ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ἐνῶ φύτρωσε καὶ ρίζωσε, ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ ἀγκάθια ἔπνιξαν τὸ φύτρο.
Ἀγκάθια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, οἱ ἐπίγειες μέριμνες καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ κάνουμε πράξη τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτρέπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ καρποφορήσει.
Τέλος, ἕνας ἄλλος σπόρος ἔπεσε στὴ γῆ τὴν ἀγαθή, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὸν καλοπροαίρετο, τὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος εἶναι καταδεκτικὸς στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ μεταμορφώνει ριζικὰ τὴ ζωή του.
Τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας σὲ τί κατάσταση βρίσκεται, ἀγαπητοί; Οὐσιαστικά, ἡ σημερινὴ παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαντήσουμε, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ αὐτογνωσία. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ἰδίως στὴν Ἑλλάδα πολλοὶ σοφοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸ λεγόμενο «γνῶθι σαὐτόν».
Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ πολὺ μεγάλη ἀνάγκη ἄν θέλουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, διότι μᾶς παρέχει σημαντικὰ ὀφέλη. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς βοηθάει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ ἀφορᾶ τὸ «ἐγώ» μας καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὴν πραγματικότητα.
Μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ χαρακτήρα μας νὰ δώσουμε περισσότερη βαρύτητα. Ὡς ἄλλη διάγνωση, μᾶς δείχνει ἄν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια καὶ μᾶς πληροφορεῖ μὲ τὶ φάρμακα χρειάζεται νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Μᾶς διδάσκει ἄν ἀκολοθοῦμε σωστὴ πορεία, ἤ ἄν πρέπει νὰ ἀλλάξουμε διαδρομή.
Μᾶς παρουσιάζει τὶς δυνατότητες καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, στὸν σεβασμὸ καὶ στὴν ἀγάπη. Τελικά, λοιπόν, ἐτοιμάζει καὶ τὸ χωράφι γιὰ νὰ πέσει ὁ σπόρος. Εἶναι γεγονός, ὅτι καμία ἀπὸ τὶς τρεὶς ἄκαρπες περιπτώσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ μείνει γιὰ πάντα ἄκαρπη. Ἁπλῶς, κάθε περίπτωση χρειάζεται τὴν δυναμικὴ ἀντιμετώπισή μας.
Εἶναι ἡ ψυχή μας σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο, σκληρὴ καὶ ἄγονη; Μὴν ἀπελπιζόμαστε! Μποροῦμε νὰ τὴν ὀργώσουμε σὲ βάθος καὶ τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὸν σπόρο. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη πέτρες καὶ δέχεται μόνο επιφανειακὰ τὸν σπόρο; Μποροῦμε νὰ τὶς ἀφαιρέσουμε μιὰ γιὰ πάντα, κάνοντας ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες γιὰ νὰ δώσουμε στὸν σπόρο τὸν χρόνο νὰ ριζώσει καλὰ μέσα μας.
Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀγκάθια, γεμάτη κοσμικὲς μέριμνες γιὰ πλούτη καὶ ἠδονές; Μποροῦμε καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τίποτα δὲν θὰ ἐμποδίσει τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου.
Ὁδηγούμαστε, τελικά, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος -παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει ἀκούσει κάποιες φορὲς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- ὄχι διότι εἶναι προβληματικὸς ἤ ξεπερασμένος ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ θεῖος λόγος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγγίζει ψυχὲς καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι διαχρονική.
Τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν ἄκουσαν ληστὲς καὶ ἐπέστρεψαν τὰ κλοπιμαῖα, πόρνες καὶ ἀγάπησαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνότητα, φονεῖς καὶ ἔχυσαν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.
Αὐτοὶ μεταμορφώθηκαν διότι ἔδιωξαν τὶς πέτρες, ἀφαίρεσαν τὰ ἀγκάθια, ὄργωσαν τὸ χωράφι καὶ ἐπέτρεψαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ψυχή τους. Ἄν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ τὰ καταφέρουμε κὶ ἑμεῖς ποὺ ξεγελοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας πιστεύοντας ἴσως πὼς βρισκόμαστε ἀπὸ ἐκείνους σὲ καλύτερη θέση.
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: «ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
ΕΠΕΙΔΗ ἀπὸ διάφορα γεγονότα ἐσχάτως διαφάνηκε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση στοὺς πιστούς, ὅπως καὶ ἄγνοια βασικῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως σχετικὰ μὲ τὴν θέση τοῦ τοπικοῦ Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως στὰ πράγματα τῆς Ἐπισκοπῆς του, καὶ μάλιστα τῆς στάσεώς του ἔναντι ὅσων ἀποσχίζονται ἀδικαιολόγητα ἀπὸ τὴν ἑνότητα μαζί του, ὀφείλουμε νὰ ἀποσαφηνίσουμε τὰ ἑξῆς:
Τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἱεραρχικό. Τὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ στὴν ἐξωτερικὴ ὀργάνωση καὶ ἐκδήλωσή της στὸν κόσμο, δὲν τὴν διαμορφώνει ἡ βούληση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κυβερνᾶ τὴν Ἐκκλησία Του διὰ μέσου τῆς Ἱεραρχίας.
Ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία εἶναι κεκλημένος νὰ ἐφαρμόζει, ὡς ἐντολοδόχος Θεοῦ, τὸ θεῖο δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἰσχύει καὶ καθορίζει τὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του.
Ἐπειδὴ μόνον ὁ Ἐπίσκοπος δύναται νὰ χειροτονεῖ Κληρικούς, καὶ ἄρα νὰ μεταδίδει στὴν Ἐκκλησία πνευματικὴ χάρη καὶ ἐξουσία, ἡ θέση του εἶναι ἐξέχουσα στὸν Ἐκκλησιαστικὸ Ὀργανισμό. Φέρει δὲ τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπληρώνει μὲ αὐθεντία τὴν διακονία του ὡς πρὸς τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ γενικὰ τὴν διακυβέρνηση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἱερωσύνη, ὡς ἔκφραση τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δόθηκε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πληρώματός της καὶ τὴν μετάδοση τῆς θείας Χάριτος, ἡ ὁποία συνενώνει τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους καὶ διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ (ἡ Χάρις) συγκρατεῖ καὶ συγκροτεῖ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ναὶ μέν, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, Κλῆρος καὶ λαός, διέπονται ἀπὸ ἰσότητα ἕνεκα τοῦ κοινοῦ Βαπτίσματός τους, ὅμως τοῦτο δὲν καταργεῖ τὶς ὡς ἄνω βασικὲς ἀρχὲς ὡς πρὸς τὸν καθορισμὸ τῆς Ἱεραρχικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησία.
Οἱ Ἐπίσκοποι ἀσκοῦν βεβαίως τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τους ὄχι ἀπολυταρχικῶς, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ προσοχή, σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Κληρικούς τους, ὅπως καὶ τοὺς λαϊκούς. Ἔτσι διασφαλίζεται ἡ Ἑνότητα ὡς ἰδεώδης θεία κατάσταση στὴν Ἐκκλησία, ἡ πρόοδος καὶ ἡ πνευματικὴ αὔξηση καὶ οἰκοδομὴ ἁπάντων.
Ἡ θέση τῶν λαϊκῶν εἶναι μὲν ἀξιοσέβαστη, ἀλλὰ παραμένει βοηθητικὴ καὶ συμβουλευτική, παρ’ ὅλον ὅτι καὶ αὐτοὶ συμμετέχουν ἰσότιμα στὸν ἀπαρτισμὸ τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας σὲ καιροὺς κρίσεως τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἤθους της.
(Τὰ ὡς ἄνω στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν ἐμβριθῆ διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Κων. Δ. Μουρατίδου, Ἡ Οὐσία καὶ τὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἰδίως σελ. 197-219, Ἐν Ἀθήναις 1958, ὅπου καὶ οἱ ἀντίστοιχες Κανονικὲς καὶ Πατερικὲς ἀναφορὲς καὶ παραπομπές).
Θυμίζουμε χαρακτηριστικὰ τὴν σαφήνεια τοῦ ΛΘ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος περὶ τῆς θέσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία: «Οἱ πρεσβύτεροι, καὶ οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν· αὐτὸς γὰρ ἐστὶν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος».
Εἶναι τόσο μεγάλης σημασίας τὸ ἐπισκοπικὸ λειτούργημα γιὰ τὴν ὅλη διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος νὰ τονίζει ὅτι χωρὶς τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: «οὐ δύναται γὰρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ Ἐπισκόπου εἶναι» (PG τ. 47, στλ. 35).
Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι ἀναφερόμαστε στὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ὑπακούει στὴν ἑνιαία Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκει ἀκριβῶς ὅσα ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει κληροδοτήσει, ὄντας γνήσιος καὶ βιωματικὸς φορέας αὐτῆς.
Ὁπότε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο σὲ μιὰ περιοχὴ σὲ ὁποιονδήποτε τομέα δράσεως, ἄν δὲν γνωρίζει ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἄν δὲν ἔχει ἐπευλογήσει.
Κάθε δραστηριότητα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας εἶναι ὑπεύθυνος, καὶ ἀφορᾶ στὴν ζωὴ καὶ τὴν δράση της, σχετίζεται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα μὲ τὴν διακονία του. Ἄν τοῦτο δὲν λειτουργεῖ ὀρθά, τότε δὲν θεμελιώνονται σχέσεις ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καχυποψίας, ἀνταγωνισμοῦ καὶ προβληματικότητος.
Χωρὶς νὰ παραθεωροῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι κάποτε ἀκόμη καὶ οἱ Ἐπίσκοποι σφάλλουν στὶς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τους, ὅταν ὅμως τοῦτο δὲν ἀφορᾶ στὴν Πίστη καὶ τὴν Δικαιοσύνη τοῦ θείου Νόμου,
τότε οἱ Κληρικοὶ ὅπως καὶ οἱ Λαϊκοὶ Ἀδελφοί, ἀλλὰ καὶ οἱ Μοναχοὶ καὶ Μοναχές, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐξέρχονται ἀπὸ τὰ ὅριά τους ἐκτρεπόμενοι σὲ αὐθαίρετα συμπεράσματα καὶ σὲ αὐθάδεις κρίσεις καὶ ἐνέργειες.
Διότι ἔτσι βλάπτεται καίρια ἡ Ἑνότητα καὶ γενικὰ ἡ εὐλογημένη κατάσταση εἰρήνης, ἀγάπης καὶ προόδου ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐπικρατεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δὲ ἐκτρεπόμενοι ζημιώνουν καὶ ἐπιβαρύνουν τὴν ψυχή τους πολὺ σοβαρά.
Εἶναι βεβαίως γνωστὸν ὅτι οἱ πρωταγωνιστὲς σὲ τέτοιες λυπηρὲς καταστάσεις διαιρέσεων καὶ ταραχῶν προσπαθοῦν συνήθως νὰ ἀποδείξουν ὅτι τὸ ὅποιο ἀντι-εκκλησιαστικὸ διάβημά τους ἔχει δῆθεν ἔρεισμα στὴν Πίστη, ἀλλὰ συνήθως ἡ ἐπιχειρηματολογία τους εἶναι τόσο διάτρυτη λογικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς, ὥστε εὔκολα νὰ ἀποδεικνύεται ἡ προσπάθεια συγκαλύψεως:
ἄλλες εἶναι οἱ πραγματικὲς αἰτίες, συνήθως ἀθεράπευτες ἐμπάθειες ἀπὸ διάφορα συμβάντα, καὶ ἄλλο τὸ προπέτασμα, χωρὶς βεβαίως νὰ ἀποκλείεται ἡ περίπτωση τῆς βαριᾶς μορφῆς πλάνης.
Τὸ τὶ θὰ εἰπεῖ καὶ τὶ θὰ πράξει ὁ τοπικὸς Ὀρθόδοξος Ἀρχιερέας ἔναντι ἐκτρεπομένων Κληρικῶν καὶ Λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι περιπίπτουν σὲ διάφορα σφάλματα καὶ φέρονται ἔναντί του μὲ τρόπο ἀνοίκειο καὶ ἀνεπίτρεπτο, τοῦτο εἶναι θέμα καθαρὰ δικῆς του εὐθύνης καὶ ἁρμοδιότητος.
Ὁ Μητροπολίτης ἔχει ὑπ’ ὄψιν του καὶ συνεκτιμᾶ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς πράγματα καὶ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζουν οἱ ὑπόλοιποι εὔκολοι καὶ πρόχειροι ἐπικριτές του. Λοιπόν, θυμίζουμε ὅτι ὅποιοι δὲν χαλιναγωγοῦν τὴν γλῶσσα τους ἀλλὰ ἐξαπατοῦν τὴν καρδιά τους ζημιώνοντες καὶ ἄλλους, αὐτῶν «μάταιος ἡ θρησκεία» (Ἰακ. α΄ 26).
Μετὰ λύπης παρατηροῦμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα μεγάλο καὶ ὀργανωμένο δίκτυο «κουτσομπολιοῦ» μεταξὺ πολλῶν πιστῶν μας, οἱ ὁποῖοι φαίνεται ὅτι ἔχουν ὡς μία ἀπὸ τὶς κύριες ἐνασχολήσεις τους τὴν μετάδοση σὲ ἄλλους, μὲ πολλοὺς τρόπους ἐπικοινωνίας, πληροφοριῶν, κρίσεων καὶ ἐπικρίσεων γιὰ τὶς ἐνέργειες καὶ ἀπόψεις τῶν Κληρικῶν καὶ μάλιστα καὶ ἰδίως τοῦ Ἀρχιερέως των.
Τοῦτο εἶναι μᾶλλον βαθιὰ ριζωμένο, ὥστε νὰ δείχνει σχεδὸν ἀδύνατη ἡ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Πρόκειται προφανῶς γιὰ μία μορφὴ ἀθεράπευτης «ἐπιδημίας», ἡ ὁποία ζημιώνει ψυχὲς πολλῶν ἀνθρώπων. Πότε, ὅμως, θὰ ἀρχίσει νὰ ἐλαττώνεται ἀντὶ νὰ αὐξάνει;
Τονίζουμε πάντως ὅτι ὁ Ἀρχιερεὺς πρῶτος, δίδων τὸ καλὸ παράδειγμα, ἐκζητεῖ συγγνώμην ἀπὸ ὅλους, νοερῶς καὶ πραγματικῶς, ὅσους τυχὸν ἐλύπησε, προκειμένου νὰ τελέσει τὴν Θ. Λειτουργία ὅπως καὶ τὴν λοιπὴ διακονία του ἀκατάκριτα, παρέχων ἐπίσης τὴν ἀπὸ καρδίας συγγνώμην του πρὸς ὅλους ὅσοι τυχὸν τὸν ἐλύπησαν.
Νὰ σημειώσουμε ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἐκ τοῦ Ποιμνίου τόσον εὔθικτοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σηκώσουν οὔτε τὴν παραμικρὴ παρατήρηση ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα, καὶ μάλιστα σὲ θέματα σοβαρῶν ἀτοπημάτων τους (ποὺ αὐτοὶ προφανῶς δὲν θεωροῦν ἀτοπήματα)·
γι’ αὐτὸ καὶ προβαίνουν σὲ διαμαρτυρίες ἕως καὶ ἐπιτιμήσεις (!) ἔναντί του, γεγονὸς ἐνδεικτικὸ ὅτι ζοῦμε σὲ πραγματικὰ ἀνάποδη ἐποχὴ καὶ ἀνάποδα χρόνια. Κάποιοι ἐπιθυμοῦν νὰ γίνεται τὸ δικό τους θέλημα πάσῃ θυσίᾳ καὶ ἄν ὁ Ἐπίσκοπος ἀντιταχθεῖ, τότε δέχεται τὶς ἐπικρίσεις καὶ τὶς καταφορές τους!…
Στὶς ἡμέρες μας, λόγῳ ἐλλείψεως ὑψηλῆς πνευματικῆς καταστάσεως Κλήρου καὶ Λαοῦ, λόγῳ ἐπικρατήσεως ἐντόνου κοσμικοῦ πνεύματος ἀκόμη καὶ στὰ τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ ἐπίσης διαμορφώσεως ἀρρωστημένων προσωπολατρικῶν ὁμάδων, παρατηροῦνται θλιβερὲς καταστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν μήπως καὶ διορθωθοῦν.
Ἐμεῖς, στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, δοκιμασθήκαμε σκληρὰ κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ ἐκπνεύσαντος 20οῦ αἰῶνος, ὅταν εἶχε ἐπικρατήσει ἐντὸς ἡμῶν μεγάλη διοικητικὴ προπάντων κρίσις, ἀκαταστασία καὶ ἀνταγωνισμός.
Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατεβλήθη καὶ καταβάλλεται προσπάθεια ἐπανορθώσεως κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, γιὰ ἐπάνοδο στὴν ὀρθὴ κατεύθυνση ὀργανωτικῶς καὶ διοικητικῶς, ὅπως καὶ πνευματικῶς. Ἡ καλὴ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος ἔφερε τὴν ἐπικράτηση ἀρχῶν συνέσεως καὶ εἰρήνης.
Ἐν τούτοις, κάποια θλιβερὰ κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος συνεχίζουν νὰ ὑφίστανται καὶ νὰ δροῦν παρασιτικὰ καὶ διαβρωτικά. Ἀποσχιστικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν διαμορφωθεῖ μέχρι καὶ τὸ πολὺ πρόσφατο παρελθὸν συνεχίζουν νὰ ἐπιδροῦν,
δυστυχῶς, βασισμένες στὸ ἐγωϊστικὸ πεῖσμα, στὴν πολύμορφη πλάνη, ἀκόμη δὲ καὶ σὲ πιθανὰ δίκαια παράπονα ἀπὸ διάφορα λυπηρὰ περιστατικὰ κυρίως τοῦ παρελθόντος.
Ἕνα εἶναι τὸ βέβαιον: οἱ τέτοιου εἴδους ταραχὲς καὶ ἀποσχίσεις δὲν εἶναι θεάρεστες διότι ὑποκινητὴς εἶναι ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ὁ πατέρας κάθε διαιρέσεως καὶ παντὸς κακοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ποικίλης προελεύσεως «ζιζάνια» τὰ ὁποῖα ἐνσπείρουν τὸν ἰὸ τῆς ἀκαταστασίας τους σὲ ὅσο περισσοτέρους ἀστηρίκτους δυνηθοῦν.
Διαδίδουν ἀμφιβολίες καὶ θλιβερὲς κατηγορίες εἴτε μὴ ἰσχύουσες, εἴτε ψευδεῖς, εἴτε τέλος πάντων ἐπὶ θεμάτων ποὺ δὲν σχετίζονται μὲ τὴν πίστη (νομικά, ἱστορικά, προσωπικά, διοικητικά, ποιμαντικὰ κ.λπ.), γιὰ νὰ δικαιολογοῦν τὸν παράνομο χωρισμό τους καὶ τὴν ἐπιμονή τους στὴν ἀκατανόητη αὐτο-περιχαράκωσή τους, «ἵνα μὴ μιανθῶσι»…
Τὸ ὅτι τὰ προβληματικὰ αὐτὰ στοιχεῖα ἀκολουθοῦν τὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο δὲν τὰ παρέχει καμμία ἀμνηστεία. Δὲν μᾶς σώζει τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ ὅλο πλαίσιο τῆς πίστεως, τῆς τάξεως καὶ τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας.
Οὔτε ἔχει κάποια σημασία ἀπὸ πλευρᾶς κανονικότητος ἄν οἱ πεισματωδῶς ἀποκομμένοι εἶναι πρόσωπα ἀσκητικά, ἀγωνιζόμενα καὶ ἐνάρετα κατὰ τὰ ἄλλα. Τὸ λάθος τους δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ἄν εἶναι ἠθικὰ ἤ ὄχι πρόσωπα καὶ καλοὶ ἤ ὄχι ἄνθρωποι.
Ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ὅτι ἀνατρέπουν τὴν τάξη στὴν Ἐκκλησία σὰν Αὐτὴ νὰ εἶναι ἀτομικό τους κτῆμα, τοποθετοῦν τὴν προσωπικὴ γνώμη καὶ προτίμησή τους πάνω ἀπὸ Αὐτὴν καὶ ἐπιφέρουν ἀναστάτωση καὶ σκάνδαλο στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, προξενοῦντες σύγχυση στὸ Πλήρωμα Αὐτῆς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ πολὺ βαριὰ ἁμαρτία, ἄν δὲν ὑπάρξει ταπείνωση, μετάνοια καὶ ἀποκατάσταση.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν συνίσταται στὸ κατὰ Θεὸν Ποίμνιό μας νὰ μεταβαίνει στοὺς ἰδιωτικοὺς χώρους τῶν ἀποσχιστῶν γιὰ νὰ βιώνει καὶ νὰ λαμβάνει δῆθεν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ.
Ὅσοι δραστηριοποιοῦνται χωρὶς τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ κατὰ τόπους Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως, αὐτοὶ δὲν συμβάλλουν στὴν ἑνότητα καὶ τὴν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι πάλι ἀπὸ ἀδικαιολόγητη ἄγνοια καὶ ἀδιαφορία
ἤ ἐπικαλούμενοι λόγους δῆθεν πρακτικῆς ἐξυπηρετήσεως καὶ διευκολύνσεως ἀκολουθοῦν μόνιμα ἤ περιστασιακὰ τοὺς ἀποσχισμένους, νὰ γνωρίζουν ὅτι ὄχι μόνον δὲν λαμβάνουν ὠφέλεια ψυχῆς, ἀλλὰ ἐπιβαρύνουν τὴν κατάστασή τους.
Ὅποιος ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει αὐτὰ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, αὐτὸς δὲν βαδίζει δυστυχῶς κατὰ Θεὸν ταλαιπωρούμενος πνευματικῶς. Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκτρεπομένους σὰν ἀνθρώπους τοὺς θεωροῦμε ἀξίους ἐλέους ἀδελφοὺς καὶ σὲ κάθε πραγματικὴ ἀνάγκη τους ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς βοηθοῦμε.
Ὅσοι καὶ ὅσες μᾶς καταλογίζουν ἔλλειψη ἀγάπης ἐπειδὴ ὁμιλοῦμε γιὰ τὰ θλιβερὰ αὐτὰ θέματα, ἄς μάθουν ὅτι σφάλλουν σοβαρά. Ἡ πνευματικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μόνον χαρμόσυνη, εἶναι καὶ πονεμένη.
Κάποτε οἱ ἐκτρεπόμενοι πρέπει νὰ ἔλθουν πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους, μήπως καὶ ὑπάρξει περίπτωσις ἀνανήψεως. Ἡ πονεμένη πατρικὴ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἔκφραση τῆς ἀγωνίας μας γιὰ τὶς ψυχὲς ὅσων πλανῶνται, ὅπως καὶ γιὰ τὴν προφύλαξη ὅσων δὲν γνωρίζουν.
Ὅσο αὐτὲς οἱ προβληματικὲς καταστάσεις ἀφήνονται ἄθικτες, τόσο καὶ χειροτερεύουν. Ἐν τούτοις, ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι σὰν ἀνθρώπους ὅλους τοὺς ἀγαποῦμε, μὲ κανέναν δὲν ἔχουμε κάτι προσωπικό, ἄν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὶς μὴ κατὰ Θεὸν ἐπιλογὲς καὶ πράξεις τινῶν.
Εὐχόμαστε νὰ ἐπανεύρουν ὅλοι τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν σὲ ἕνα συγκεκριμένο Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, στὴν Μαρτυρικὴ Ἐκκλησία μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελοῦμε καὶ ἡμεῖς οἱ ἐλάχιστοι.
Διότι ὅπως φαίνεται κάποιοι ἔχασαν αὐτὴ τὴν αἴσθηση, ἐφ’ ὅσον μεταβαίνουν μὲ εὐκολία γιὰ πνευματικὴ κάλυψη σὲ χώρους ποὺ εἴτε ἀπεκήρυξαν τὴν Ἐκκλησία μας, εἴτε ἐξεβλήθησαν δικαίως ἀπὸ Αὐτὴν γιὰ ποικίλες παρανομίες τους.
Εὐχόμεθα καὶ προσευχόμεθα εἰλικρινὰ γιὰ τὴν μετάνοια ἁπάντων καὶ δηλώνουμε τὴν ἑτοιμότητά μας νὰ ἐργασθοῦμε γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ ὅσων τὸ ἐπιθυμοῦν στὸ εὐλογημένο Σῶμα ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσαν ἤ ἀπεκόπησαν.
Τέλος, προτρέπουμε τὸ ἐν Χριστῷ Ποίμνιό μας νὰ παραμείνει ἑδραῖο καὶ σταθερὸ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ ἀσφάλεια, ἐντὸς τῆς Μάνδρας τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἐκεῖ ὅπου εἶναι βέβαιον ὅτι ὑπάρχει πνευματικὴ χάρις καὶ εὐλογία πρὸς σωτηρίαν αἰώνιον, χωρὶς νὰ πειραματίζεται ὁ κάθε ἕνας μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή του!
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ
Λάρισα, Σεπτέμβριος 2022
Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)