ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΤΙ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΟΣ




Περί τῆς ἐσωτερικῆς καταστάσεως τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅστις ἀρχίζει νά ἀποφεύγῃ τήν ἁμαρτίαν διά τοῦ Μυστηρίου τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως.

 

ταν ὁ ἁμαρτωλός ἐξομολογηθῇ μέ κατάνυξιν πάσας τάς ἁμαρτίας του, δεχθῇ δέ εὐχαρίστως τόν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ του, καί ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ «ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ἔχει συγκεχωρημένον» κτλ. Τότε αὕτη ἡ χάρις παριστάνει ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ τά ἀποτελέσματα τῶν ἁμαρτιῶν, τοὐτέστι τήν μάχαιραν, τήν κρίσιν καί τόν θάνατον· αὕτη πιστοποιεῖ αὐτόν διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅτι οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε κλέπται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδωροι, οὐχ ἅρπαγες, Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι (Κορ. α´, στ´ 9), καί ὅτι θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου, τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν (Ῥωμ. β´ 9)· 


Ο ἁμαρτωλός ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεώς του, ἔρχεται ἐντελέστερον εἰς τόν ἑαυτόν του, καί μέ τήν βοήθειαν τοῦ θείου φωτός, τό ὁποῖον ἤδη ἀρχίζει νά δίδῃ νύξιν εἰς τήν καρδίαν του, παρατηρεῖ καί εὑρίσκει εἰς αὐτήν μόνον ἁμαρτίας καί βδελυρίας, καί ἀφ᾿ οὗ γνωρίσῃ καθαρῶς ὅλην τήν ἀηδίαν καί βλάβην αὐτῶν τότε ἔτι μᾶλλον μετανοεῖ καί καταφρονεῖ αὐτάς. Θέλει νά ἐλευθερωθῇ ἀπό τάς ἁμαρτίας, πλήν αἰσθάνεται ἀκόμη τήν ἐξουσίαν των, ἠξεύρει τήν ἀδυναμίαν του καί τήν εἰς τάς ἁμαρτίας ροπήν, ἀναστενάζει ἀπό βάθος καρδίας λέγων: «ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ῥωμ. ζ´ 24). 


Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποκρίνεται εἰς αὐτόν τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον πλησιάζει πάλιν εἰς τήν μετανοοῦσαν καί συντετριμμένην καρδίαν διά νά φωτίσῃ καί ἐνδυναμώσῃ αὐτήν μέ τήν φλόγα τῆς θείας χάριτος καί ὅταν φωτισθῇ ἡ καρδία του ἀπό τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί διαχυθῶσιν αἱ ἀκτῖνες τῆς χάριτος εἰς αὐτήν, τότε εὐθύς ὁ Σατανᾶς βιάζεται νά ἀπομακρυνθῇ μέ ὅλον του τό τάγμα. Φεύγουσι τότε καί τά βδελυρά ζῷα, διά τῶν ὁποίων σχηματίζονται αἱ κακίαι· ὅπου διαπερᾷ τό φῶς, ἐκεῖ ἐκλείπει τό σκότος· ὅτε γίνεται ἡμέρα τότε παρέρχεται ἡ νύξ· ἡ χάρις εἶναι τό φῶς, τό δέ σκότος καί ἡ νύξ εἶναι ἡ ἁμαρτία. 


ν τῷ ἅμα καθώς ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά μισῇ τήν ἁμαρτίαν, ἀμέσως καί ὁ Σατανᾶς πρέπει νά φύγῃ ἐπειδή αὐτός ἐξουσιάζει μόνον εἰς τήν ἁμαρτίαν, δηλ. εἰς τό σκότος· αὐτός διά μέσου τῆς ἁμαρτίας μόνον, δύναται νά ἔμβῃ εἰς τήν καρδίαν μας. Ἡ εἰς τήν ἁμαρτίαν προσήλωσις δίδει αὐτῷ τήν εἴσοδον εἰς τήν καρδίαν μας. Ἡ κλίσις εἰς τό κακόν ἀνοίγει εἰς αὐτόν τάς πύλας καί τήν θύραν καί ἐμβαίνει εἰς αὐτήν. Ἡ πρός τόν Θεόν καί εἰς τό ἀγαθόν ἀγάπη, ἡ ἀντίπαλος τῶν ἁμαρτιῶν, ἐμποδίζει εἰς αὐτόν τήν εἴσοδον καί παντελῶς διώκει αὐτόν. 


δελφοί μου Χριστινοί! ἀγαπήσατε τό φῶς καί μισήσατε τό σκότος· ἀντίστητε εἰς τό κακόν καί τότε ὁ Σατανᾶς θέλῃ μακρυνθῇ ἀπό σᾶς· κλείσατε τά ὄμματά σας ἀπό τόν κόσμον ἀπό την ἁμαρτίαν καί ἀπό ὅλας τάς ἀπάτας τῶν δαιμόνων· ἀνοίξατε τάς καρδίας σας διά νά ὑποδεχθῆτε τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· δέχθητε μέ εὐχαρίστησιν τάς ἀκτῖνας αὐτοῦ τοῦ ὑπερτάτου φωτός. Ἐκείνη ἡ ἀκτίς θέλει ἀποδιώξει τήν ἁμαρτίαν καί τό σκότος, τόν Σατανᾶν καί τόν ἅδην, ἀπό τήν καρδίαν σας. 


ξετάσατε ἀκριβῶς τάς καρδίας σας καί ἀνακαλύψατε τάς πρός τόν Πνευματικόν σας, ὥστε νά ἀπομακρυνθῇ πᾶν βδέλυγμα τῆς ἁμαρτίας, τό ὁποῖον καλύπτεται μέσα εἰς αὐτάς· γνωρίσατε διά μέσου τοῦ φωτός τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖον περιμένει νά ἔμβῃ εἰς τάς καρδίας σας, διά νά φωτίσῃ καί ζωοποιήσῃ πόσον εἶναι ἀποτρόπαια ὅλα τά ἁμαρτήματα, καί τότε ἡ ευσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δυνατή εἰς τούς ἀσθενεῖς, θέλει σᾶς λυτρώσει ἀπό αὐτά.



Εκ του βιβλίου ''Πνευματικός Καθρέφτης'', μεταφρασθέν εκ του ρωσσικού υπό Πέτρου 
Αυταδέλφου του Αγίου Θαβωρίου, εκδότης Μιχαήλ Ι. Σαλίβερος. 
Έκδοσις δωδεκάτη βελτιωμένη, Εν Αθήναις. 
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΕΚ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1840




Ἐκ τῆς ἐκδόσεως 1840


ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΑΣ



Τό παρόν βιβλιάριον κατά πρῶτον μετεγλωττίσθη ἀπό τήν γαλλικήν εἰς τήν γερμανικήν διάλεκτον, 

καί ἔπειτα εἰς τήν ρωσσικήν, 

ἐξ αὐτῆς δέ μετεφράσθη ἤδη μέ τινας προσθαφαιρέσεις 

εἰς τήν ἡμετέραν ἁπλοελληνικήν διάλεκτον, 

πρός ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 

τό ὁποῖον μετωνομάσθη, 

ὡς καί πάλαι ποτέ «Πνευματικός Καθρέπτης», 

εἰς τόν ὁποῖον ὁ καθείς Χριστιανός, ὅστις ζητεῖ τήν ἰδίαν του σωτηρίαν, 

δύναται νά θεωρήσῃ τόν ἑαυτόν του, νά γνωρίσῃ τήν κατάστασιν τῆς ψυχῆς του, 

καί οὕτω νά βάλῃ εἰς πρᾶξιν τόν τρόπον τῆς ζωῆς του διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του· 

αὐτός ὁ Καθρέπτης παρασταίνει σαφέστατα, 

τόν μέν διάβολον αἴτιον τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ὑποδουλώσεως τοῦ πνεύματος· 

τόν δέ θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν αἴτιον τῆς ἐναρέτου πολιτείας, 

χορηγόν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, 

καί δωτῆρα τοῦ μακαρισμοῦ τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. 



Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ οἱ αὐτοῦ Ἀπόστολοι μᾶς διδάσκουσι σαφῶς, ὅτι καθὼς ὁ Θεὸς ἔχει τὴν βασιλείαν του εἰς τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ταπεινούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικῶν ὡς εἰς ναὸν αὐτοῦ, ζωοποιεῖ αὐτοὺς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθαρίζει, ἁγιάζει καὶ πληροῖ αὐτοὺς θείας δυνάμεως, εἰρήνης οὐρανίου καὶ αἰωνίου ζωῆς· οὕτω καὶ ὁ Σατανᾶς ἔχει τὴν ἐπιρροήν του εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὑπερηφάνους· καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὅλος κακία, τὸ αὐτὸ κάμνει καὶ εἰς τοὺς ὀπαδούς του, καὶ ἀφ᾿ οὗ κατοικήσῃ εἰς αὐτούς, τοὺς ἀποκαθιστᾷ ἀθλίους καὶ κληρονόμους τῆς αἰωνίου κολάσεως· ὁ Σωτὴρ ἡμῶν λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅτι «ἐν τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους, ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου, καὶ ἀπῆλθεν. Ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρων αὐτά, ἐστὶν ὁ διάβολος» (Ματθ. ιγ´ 25, 39). Ποῖος Χριστιανὸς ἡμπορεῖ νὰ ἀπαρνηθῇ τὸν σπορέα τῶν ζιζανίων; οὐδείς· ὅστις ὅμως ἀρνεῖται καὶ λέγει, ὅτι δὲν ὑπάρχει διάβολος, οὗτος ἀποδεικνύεται πρῶτον, ὅτι δὲν πιστεύει εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, καὶ δεύτερον, ὅτι εἶναι δεδουλωμένος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ δὲν αἰσθάνεται ποῖος τὸν ἐξουσιάζει. 


Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλεγεν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους· «Ὑμεῖς ἐκ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν, ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἔστηκεν· ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» (Ἰω. η´ 44). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. στ´ 12). Τούτων οὕτως ἐχόντων τὸ νὰ μὴ πιστεύῃ τις εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἔργον τοῦ διαβόλου καὶ τύφλωσις διαβολική; καὶ πῶς ὄχι; ὁ διάβολος βέβαια τυφλώνει καὶ αὐτόν, καθὼς ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων, εἰς τὸ «μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Β´ Κορ. δ´ 4). 


Σατανᾶς λοιπὸν κατοικεῖ καὶ ἐνεργεῖ εἰς τοὺς ἀπίστους καὶ ἁμαρτωλούς, ὡς ἄνωθεν εἴρηται· οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, νεκροί εἰσι τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν, καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ περιπατοῦντες κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος, τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας (Ἐφ. β´ 2). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ Σατανᾶς εἶναι ἀντίπαλος τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ταπεινῶν· ὅθεν «νήψατε, λέγει, καὶ γρηγορήσατε, ὅτι ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος, ὡς λέων ὡρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίει, ἀντίστησε αὐτῷ στερεοὶ τῇ πίστει» (Α´ Πέτρ. ε´ 8-9). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος λέγει, ὅτι ὁ Σατανᾶς ἐστιν ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην (Ἀποκ. ιβ´ 9). 


Αὐτὸς εἶναι τὸ αἴτιον τῆς ἁμαρτίας, καθότι ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτὸς ἥμαρτεν· ἔπειτα δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον ἡ ἁμαρτία, καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος· ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει· εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α´ Ἰω. γ´ 8). Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει, συμβουλεύων ταῦτα· «Ὑποτάγητε τῷ Θεῷ, ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰακ. δ´ 7). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐξουσίαν ὥστε ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια, καὶ πατεῖν ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ (Ματθ. ι´ 8, Λουκ. ι´ 19). Ὅστις λοιπὸν πιστεύει εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν αὐτοῦ Ἀποστόλων, δὲν θέλει διστάσῃ εἰς τοῦτο· ὅτι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, ἢ ναὸς Θεοῦ γίνεται, ἢ κατοικητήριον τοῦ Σατανᾶ· ἐπειδὴ καθὼς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατοικοῦσι καὶ ἐνεργοῦσιν εἰς τοὺς πιστούς, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ Σατανᾶς ἐκπληροῖ τὰ ἔργα του εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς κατεξουσιάζει. Αὗται αἱ ἀλήθειαι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὰς ὁποίας δέχεται ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία, φανερὰ φαίνονται εἰς τὸ παρὸν βιβλιάριον καὶ σαφηνίζονται μὲ δέκα Ἰχνογραφίας· ἵνα ἀπομακρύνωνται μὲν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ δουλείας τοῦ Σατανᾶ, στηρίζονται δὲ πρὸς τὴν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. 


κάστη Ἰχνογραφία παρασταίνει τὴν καρδίαν μὲ πρόσωπον· διότι, καθὼς τὀ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἶναι ὡς καθρέπτης τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ἐμφαίνει, ὅσον εἶναι δυνατόν, τὴν κατάστασιν τῆς καρδίας, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται καλόν τι ἢ κακόν· τοιουτοτρόπως καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν ἠμπορεῖ τις νὰ κρίνῃ περὶ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὁποίας ψυχῆς εἶναι. Καὶ διὰ τοῦτο εἰς κάθε Ἰχνογραφίαν παρατήρει, ὦ φιλαναγνῶστα, τὴν ἐδικήν σου καρδίαν, δηλαδὴ τὸ ἐσωτερικόν σου, διὰ νὰ γνωρίσῃς εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεσαι καὶ ποῖος εἶναι Κύριος ἐν σοί· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἢ ὁ Σατανᾶς; ἆρά γε τοῦ Θεοῦ ἡ βασιλεία εὑρίσκεται ἐντός σου, ἢ ἡ ἐπίρροια τοῦ διαβόλου; δοῦλος εἶσαι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ Σατανᾶ, ἢ ἐλεύθερον τέκνον τοῦ Θεοῦ; μὴ ἀδιαφορήσῃς εἰς αὐτά, ἀλλὰ ὁμολόγησον εἰς τὸν ἑαυτόν σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ εἰλικρίνειαν καὶ καθαρὰν καρδίαν· τί, καὶ πῶς εὑρίσκεις τὴν καρδίαν σου. 


Σὺ παρίστασαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς, τὰ πάντα βλέπει καὶ γνώσκει, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν δύνασαι νὰ κρυβῇς, ὥστε νὰ μὴ σὲ εὕρῃ. Ἐὰν εὕρῃς εἰς τὸν ἑαυτόν σου τὴν ἁμαρτίαν μετανόησον δι᾿ αὐτήν, ὁμολόγησον εἰλικρινῶς τὰς ἁμαρτίας σου ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ σου Πατρός, καὶ ἐπίστρεψον πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτὸς ἐπίσης διὰ σὲ ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ διὰ σὲ ἠφάνισε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸς ἐρρύσατό σε ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους, καὶ σὲ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ (Κολ. α´ 13). Αὐτὸς ἐπίσης δίδει καὶ εἰς σὲ δύναμιν καὶ ἐξουσίαν τοῦ νὰ πατῇς ἐπάνω ὄφεως καὶ σκορπίων, ἤτοι τῶν Ἰοβόλων δαιμόνων, καὶ νὰ μὴ δουλεύῃς πλέον τὴν ἁμαρτίαν· αὐτὸς δύναται νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ, καὶ σὺ ὄντως ἐλεύθερος ἔσῃ (Ἰω. η´ 36).



Καί λοιπόν ἐνδύθητι τήν πανοπλίαν διά νά πολεμῇς τόν διάβολον, 

τήν σάρκα, τόν κόσμον, καί τήν ἁμαρτίαν, 

καί ἐντύπωσον εἰς τήν καρδίαν σου τήν 

ἐν τῇ β´ ἐπιστολῇ πρός Θεσσαλονικεῖς παραμυθητικήν μέν, 

ἀλλά φρικτήν πρόσκλησιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅστις λέγει· 

«Ὑπομονήν ἔχετε καί πίστιν ἐν πᾶσι τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καί θλίψεσιν, 

αἷς ἀνέχεσθε· 

ἔσται γάρ ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ εἰς τό καταξιωθῆναι ὑμᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, 

ὑπέρ ἧς καί πάσχετε· 

εἴπερ δίκαιον παρά Θεῷ ἀνταποδοῦναι τοῖς θλίβουσιν ὑμᾶς θλίψιν, 

καί ὑμῖν τοῖς θλιβομένοις ἄνεσιν μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἀποκαλύψει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ, 

μετ᾿ ἀγγέλων δυνάμεως αὐτοῦ ἐν πυρί φλογός, 

διδόντος ἐκδίκησιν τοῖς μή εἰδόσι Θεόν, 

καί τοῖς μή ὑπακούουσι τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 

οἵτινες δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπό προσώπου τοῦ Κυρίου, 

καί ἀπό τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, 

ὅταν ἔλθῃ ἐνδοξασθῆναι ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ καί θαυμασθῆναι ἐν πᾶσι τοῖς πιστεύουσασιν 

ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Β´ Θεσ. α´ 4, 10).



Εκ του βιβλίου ''Πνευματικός Καθρέφτης'', μεταφρασθέν εκ του ρωσσικού υπό Πέτρου 
Αυταδέλφου του Αγίου Θαβωρίου, εκδότης Μιχαήλ Ι. Σαλίβερος. 
Έκδοσις δωδεκάτη βελτιωμένη, Εν Αθήναις. 
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

ΚΑΡΔΙΑ ΣΚΙΑΓΡΑΦΟΜΕΝΗ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ




Περί τῆς ἐσωτερικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις εἶναι ὑπόδουλος τῆς ἁμαρτίας, 

καί παραχωρεῖ ὥστε νά κυριεύῃ τήν καρδίαν του ὁ Διάβολος.



Εἰς τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν εὑρίσκεται ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ὅστις εἶναι προσηλωμένος εἰς τάς τρυφάς τοῦ κόσμου, καί διάγει ἐν ἁμαρτίαις κατά τόν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατά τόν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τοῖς ἀπειθείας (Ἐφ. β´ 2). Τό πρόσωπόν του παριστάνει τήν ἀδιαφορίαν· ὅθεν αὐτός, ἐπειδή ὄχι μόνον δέν φοβεῖται τήν ἁμαρτίαν, ἀλλά καί τίποτε δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτίαν, διά τοῦτο συγχωρεῖ εἰς τον ἑαυτόν του πᾶν ὅτι ἡ κακή του καρδία ἤθελεν ἐπιθυμήσει. Ὅθεν ζῇ ἀμερίμνως, μή συλλογιζόμενος καθόλου περί Θεοῦ, ἢ περί τῆς αἰωνίου ζωῆς, μήτε περί τῆς φοβερᾶς κρίσεως. Εἰς τήν καρδίαν του κατοικεῖ ὁ διάβολος μέ τά τάγματά του, ἤγουν μέ τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα παριστάνονται ἐν εἴδει τῶν ἑπτά ἀκολούθων ζώων. -Α´. 


Τό πτηνόν ὀνομαζόμενον Ταώς (παγῶνι) τό ὁποῖον ὑπερβαίνει μέ τά ἁπλωμένα καί λαμπρά πτερά του ὅλα τά ἄλλα πτηνά, παριστάνει τήν ὑπερηφάνειαν καί ἀλαζονίαν, ἡ ὁποία ρίπτει τούς ἀνθρώπους εἰς τήν φιλαυτίαν ἕνεκα μερικῶν προτερημάτων αὐτῶν, καθώς εἶναι παραδείγματος χάριν αἱ ἀξιότητες, ὁ πλοῦτος, τό κάλλος καί τά ἀξιώματα, τά ὁποῖα καί αὐτοί ἔλαβον ἀπό τόν Θεόν χωρίς νά εἶναι διόλου ἄξιοι, ὅμως ὑψώνουσι τόν ἑαυτόν των ἔμπροσθεν εἰς τούς ἄλλους, φανταζόμενοι ὅτι αὐτοί μέ τάς τοιαύτας χάριτας, τάς ὁποίας ἐχάρισεν εἰς αὐτούς ὁ Θεός, ὑπερβαίνουσι τούς ἄλλους, καί διά τοῦτο ἔχουσι δίκαιον νά ἐξευτελίζωσι νά περιφρωνῶσι καί μάλιστα νά τυραννῶσιν αὐτούς. -Β´. 


Ο Τράγος εἶναι ζῷον ἀσελγές καί βρωμερόν, σημαίνει δέ τήν ἀσωτίαν καὶ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν. -Γ´. ὁ Χοῖρος σημαίνει τήν ἀκρασίαν, ἤτοι τήν γαστριμαργίαν καί μέθην. -Δ´. Ὁ Βάτραχος, ὁ ὁποῖος τρέφεται ἀπό τό χῶμα, δεικνύει τήν φιλαργυρίαν, ἡ ὁποία παρακινεῖ τούς ἀνθρώπους νά ὁρμῶσι μέ ἄπληστον καρδίαν πρός ἀπόκτησιν τῶν προσκαίρων ἀγαθῶν, καί μέ τοῦτο τραυματίζει τήν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων. -Ε´. Ὁ Ὄφις, τό ὄργανον τοῦ διαβόλου, ὅστις ἠπάτησε καί διέστρεψε τούς προπάτοράς μας, φθονῶν τήν εὐδαιμονίαν των, δηλοῖ καθ᾿ αὐτό τόν φθόνον, καί τήν ἐθελοκακίαν. -ΣΤ´. Ἡ Τίγρις, τό κάκιστον καί ἀγριώτατον ὅλων τῶν ἄλλων θηρίων, σημαίνει τήν ὀργήν καί ἐκδίκησιν, αἱ ὁποῖαι φέρουσι τούς ἀνθρώπους εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ὥστε νά κάμνωσιν ἐκεῖνα, ὅσα εἶναι ἴδια μόνον αὐτῶν τῶν ἀγρίων.-Ζ´. 


Χελώνη, ἡ ὁποία ἀργά κινεῖται, παριστάνει τήν ὀκνηρίαν καί ἀδιαφορίαν, αἱ ὁποῖαι ἀφαιροῦσιν ἀπό τούς ἀνθρώπους πᾶσαν κλίσιν καί προθυμίαν εἰς τό καλόν, καί κάμνουσιν αὐτούς νά ἀποστρέφωνται τήν Προσοχήν, ἥτις εἶναι ἡ εἰς τούς οὐρανούς ἄγουσα ὁδός. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοιαύτην ἀθλίαν κατάστασιν τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπομακρύνεται ἀπό τήν καρδίαν του πλήν δέν παύει ἀπό τοῦ νά προβάλλῃ εἰς αὐτόν τά χαρίσματα καί τά ἐλέη του, τά ὁποῖα δηλοῖ ἡ τριγύρω τῆς καρδίας φλόξ. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δέν ἐμβαίνει εἰς τήν καρδίαν του, καθότι αὐτή εἶναι πλήρης βδελυγμάτων τῆς ἁμαρτίας, καί εὑρίσκεται ὅλως διόλου εἰς τήν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ· ἡ χάρις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ σχηματιζομένη ἐνταῦθα (καθώς καί εἰς τάς ἄλλας Ἰχνογραφίας) εἰς εἶδος Ἀγγέλου, ἀγωνίζεται ὡσαύτως νά ἐγείρῃ τόν ἁμαρτωλόν μέ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ἄλλους τρόπους. 


Αὐτός ὅμως δέν ἔρχεται εἰς αἴσθησιν, καί τίποτε δέν κεντᾷ τήν καρδίαν του, ἐπειδή αὐτός παντελῶς ἐκωφώθη καί ἐπεδόθη εἰς ἡδονάς, τάς ὁποίας μισεῖ ὁ Θεός. Τοιαύτη λοιπόν εἶναι ἡ φοβερά καί ἐλεεινή κατάστασις τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅστις διάγει κατά τόν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου· ἄχ! πόσοι ἄνθρωποι ζῶσιν εἰς τοιαύτην ἀθλίαν κατάστασιν μέ τόσην ἀφροντισίαν, ὡς νά μή εὑρίσκωνται οὐδέ εἰς παραμικρόν κίνδυνον! αὐτοί ὀνομάζονται μέν χριστιανοί, εἶναι δέ ὑπόδουλοι τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. 


Αὐτοί ἔχουσι τό ὄνομα ὅτι ζῶσιν, εἰσί δέ νεκροί κατά τόν Ἀπόστολον (Ἀποκ. γ´ 1), οἱ τοιοῦτοι δύνανται νά ἀναστηθῶσι ψυχικῶς, νά ἐλευθερωθῶσιν ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν, νά ἀποτινάξωσι τόν βαρύν ζυγόν τοῦ διαβόλου, καί νά ζῶσιν ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί ἀληθοῦς ἐξομολογήσεως πρός τόν Πνευματικόν αὐτῶν ὡς πατέρα διάγοντες τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτῶν ἐναρέτως, κατά τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου δεόμενοι διά παντός πρός τόν Θεόν.



Εκ του βιβλίου ''Πνευματικός Καθρέφτης'', μεταφρασθέν εκ του ρωσσικού υπό Πέτρου Αυταδέλφου του Αγίου Θαβωρίου, εκδότης Μιχαήλ Ι. Σαλίβερος. 
Έκδοσις δωδεκάτη βελτιωμένη, Εν Αθήναις. 
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΙΗΣΟΥ




Υπάρχει ένα θαυμάσιο γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ονουφρίου, τον οποίο εορτάζει η εκκλησία μας στις 12 Ιουνίου. Όταν ήταν πολύ μικρός, μπήκε σ’ ένα κοινόβιο, άγνωστο πως. Μεγάλος ανεχώρησε για την έρημο, όπου έζησε 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο. Ήταν γυμνός, αλλά ολόκληρο το σώμα του επικαλύπτετε από την μακρυά γενειάδα του, που έφθανε μέχρι το έδαφος, καθώς και από τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος. Τον μεγάλο αυτό Άγιο τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος, στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του. 


Όταν λοιπόν ήταν πολύ μικρός, 5-6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής: Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα.Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν. – Κάποιο ζωάκι θα ταΐζει σκέφτηκε. Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα. – Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω. Πράγματι,τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα. 


Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ’ αυτά που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του. Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησού, που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου! -Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς… ούτε και η μαμά Σου… Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μια φέτα ψωμί. Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι, πήρε το ψωμί και όπως μάζεψε το χεράκι του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα. Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. 


Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν: – Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον οποίον μέχρι χθες εσύ τάιζες. Την επομένη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίδουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη: – Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δέν ξέρω! Και ω του θαύματος! άπλωσε το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να το σηκώσει! 


Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, αλλά και σ’ όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο. Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού-πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. 


Είναι αυτό, που έχει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λατρεία: ''Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος''. Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνετο και η αγιότης του. Θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε. Από τέτοιον όμοιο ουράνιο άρτο ετρέφετο ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο.



Εκ του βιβλίου: ''ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ'' του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Επί τη μνήμη του Αγίου τη 12η Ιουνίου εκκλησιαστικό ημερολόγιο.

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

ΘΕΙΑ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΚΙ Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ



Κάποτε, τό ῞Αγιον Πάσχα, ἐπεθύμησε ὁ ῞Οσιος νά φάγη τυρί νωπό καί ἐμέμφετο τόν ἑαυτό του ὡς λαίμαργο καί κοιλιόδουλο, διότι ὠρεγόταν σαρκικά θελήματα· τότε ἐμφανίσθηκε πίσω του ἄνθρωπος μέ πάταγο στήν γῆ, πού ἀκούσθηκε τρεῖς φορές, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στά χέρια του τυρί νωπό καί μόλις τό ἔδωσε στόν ῞Οσιο ἔγινε ἄφαντος. Αὐτό τό ἐφανέρωσε ὁ ῞Αγιος ἀργότερα στόν φίλο του Δημήτριο, ὄχι γιά νά ἐπαινεθῆ, ἀλλά γιά νά μήν καταλαλῆται ὁ Κύριος. 


Διότι ὁ Δημήτριος ἔλεγε σέ κάποιους ἀδελφούς, ὅτι δέν εὑρίσκονται πλέον ἄνδρες θεῖοι καί ὅτι ἐσβέσθησαν τά θεῖα χαρίσματα τῶν παλαιῶν καί δέν φαίνονται πουθενά: «Ποιός σέ καιρό ἀνάγκης ἔχει τήν χάρι νά ἀξιώνεται τέτοιας προνοίας ἀπό τόν Θεό, ὥστε νά δέχεται τροφή ἀπό ᾿Αγγελική χεῖρα;»... Μόλις τό ἄκουσε αὐτό ο ῞Οσιος, ἐμειδίασε ὀλίγο καί τοῦ εἶπε: «Φίλτατε Δημήτριε, ραθυμία πλείστη σοῦ ἐγέννησε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς λόγους καί λογισμούς... ῾Ο Θεός εἶναι ὁμολογουμένως φιλανθρωπότατος καί κηδεμονικώτατος καί τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πιό ἐπιμελητής καί ἀπό πατέρα· κανέναν δέν ἀποστερεῖ ἀπό κάθε γενεά, οὔτε ἀποκηρύττει, ἀλλά κήδεται καί ἀξιώνει θείων χαρισμάτων ὡς φιλόπαις πατήρ, καί ὅποια ἐπιθυμία ἐκφράσει αὐτός πού Τόν φοβεῖται, ἄν δέν βλάπτη τήν ψυχή του, δέν τοῦ τήν στερεῖ»... 


Καί ἀφοῦ εἶπε αὐτά, τοῦ ἐφανέρωσε τό θαυμάσιο πού ἀναφέραμε πρός δόξαν Θεοῦ. Τό ὅτι ὁ κάθε πιστός ἔχει φύλακα ῎Αγγελο τῆς ζωῆς του, ὁ θεῖος Πατήρ τό μαρτυροῦσε ἐκ πείρας καί τό ἐδιηγεῖτο. ῎Ελεγε, ὅτι ἄλλοτε ἔβλεπε τόν ῎Αγγελο ὡς γέροντα, ἄλλοτε ὡς νέο καί ἄλλοτε ὡς πολύ μικρό παιδί· διότι ὁ ῞Οσιος περιφερόταν πολλές φορές τήν νύκτα στήν ἔρημο καί ἔβλεπε τούς ᾿Αγγέλους καί δέν φοβόταν καθόλου οὔτε δείλιαζε ἀπό βροντές, ἀστραπές ἤ ἄγρια θηρία. Κάποια νύκτα πού ἔβρεχε δυνατά, εἰσῆλθε σέ κάποιο σπήλαιο καί προσευχόταν κατά τήν συνήθειά του. 


Τότε ἦλθε καί μία πάρδαλις καί ἔπεσε δίπλα του. ῾Ο ῞Οσιος τῆς ἔριξε λίθο καί τήν ἐδίωξε καί ἐκείνη βγῆκε ἀτάραχα καί ἔφυγε, χωρίς νά ἀγριεύση ἐναντίον του... Κάποιοι μάλιστα τόν ἐρωτοῦσαν πῶς δέν ἐφοβεῖτο νά περιφέρεται τήν νύκτα σέ ἔρημο καί πολύ ἄγριο βουνό. Καί ὁ ῞Οσιος ἔλεγε: «῞Οσο μέ φυλάγει ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς μου ῎Αγγελος, δέν φοβοῦμαι οὔτε ἀστραπές, οὔτε θηρία, οὔτε τίποτε ἄλλο· ἄν ὅμως Αὐτός μέ ἐγκαταλείψη γιά τίς ἁμαρτίες μου, τότε φοβοῦμαι καί τά φύλλα τῶν δένδρων ὅταν πίπτουν»!... 



Εκ του Περιοδικού «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 311/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2002, σελ. 192. 
῾Απλοποίησις ἀπό τό ἔργο «Βίος καί Πολιτεία τοῦ ῾Οσίου Πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ νέου τοῦ ἐν τῷ Λάτρῳ», 
§§ 21-22, Edition: T. Wiegand, Milet. 3.1. Der Latmos, Berlin 1913, p. 118. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

ΚΗΡΕ ΤΑ ΩΤΑ ΚΑΙ ΦΡΑΣΣΕ ΠΡΟΣ ΦΑΥΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ




Για πτωτικούς το φρόνημα συμπλέοντας, που αρμενίζουν αρχιπέλαγα.



Παραγγέλλομεν ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος, καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον ἐξ ἡμῶν.» Βλαβεραί αἱ πρός τούς κακούς συνουσίαι, ἐπειδή νόμος αὐτός φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. 


ς γάρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατά μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρός τούς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακά ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τήν παραυτίκα αἴσθησιν τό βλαβερόν διαφεύγῃ. Φασί τόν λοιμόν οἱ περί ταῦτα δεινοί, ἐπειδάν ἑνός ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπί πάντας τούς ἐγγίζοντας. Φύσιν γάρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τό ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. 


Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καί οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γάρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καί συναπόλλυνται. Φεῦγε τάς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ῥᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεί καί νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι. Κηρῷ τά ὦτα φράσσε πρός φαύλους λόγους, ᾨδῶν τε τερπνῶν. ἐκμέλη λυγίσματα, Τοῖς δ' αὖ καλοῖς τε καί ἀγαθοῖς ἀεί δίδου. Εἰπεῖν, ἀκοῦσαι, καί δρᾶσαι μικρόν μέσον. Ἀεί προτίμα τούς καλούς τῶν μή καλῶν· 


Κακοῖς δ' ὁμιλῶν, καί κακός πάντως ἔσῃ. Δεῖ μή μόνον ἀπέχεσθαι τῶν κακῶν, ἀλλά καί τούς τά τοιαῦτα πράττοντας ἀποστρέφεσθαι. Τό συνεῖναι τοῖς φαύλοις ἀπηγόρευτο τοῖς ἐξ Ἰσραήλ, νόμου τοῦ διά Μωσέως καί τοῦτο θεσπίζοντος. Προσέταττεν γάρ ἐναργῶς τῶν ἐν φαυλότητι καί ἀκαθαρσίᾳ ζωῆς ἀποφοιτᾷν ἐπείγεσθαι τούς ἡγιασμένους. Ἡ τῶν κακῶν ἀπαλλαγή σωτηρία ἐστί ψυχῆς; Τρία προέβαλεν ἡμῖν τά φυλακῆς ἄξια, μή πορευθῆναι ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, μή στῆναι ἐν βουλῇ ἁμαρτωλῶν, καί μή καθεσθῆναι ἐπί καθέδραν λοιμῶν .



(TLG, Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta ecod. Volume 96, page 353, line 34)


Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

 

ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΕΙ ΚΥΡΙΟΣ ΓΛΩΣΣΑ ΜΕΓΑΛΟΡΡΗΜΟΝΑ




Ο σκύλος μου έλεγε κάποτε ο αββάς Ισίδωρος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από μένα, 

γιατι και αγάπη έχει 

και απολογία για τις πράξεις του δεν έχει να δώσει!



Καλλινίκου Ιερομονάχου, Αγιορείτου: ''ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΓΕΡΤΙΝΟΣ'', Άγιον Όρος - Αθήνα 2000, σελ. 112. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Η ΔΟΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΑΘΕΙΑΣ Ή ΤΡΕΙΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ





''Φύγωμεν κακόν αφόρητον. Όφεως έστι δίδαγμα, δαιμόνων εύρημα, εχθρού επισπορά, αρραβών κολάσεως, εμπόδιον ευσεβείας, οδός ἐπί γέενναν,
στέρησις βασιλείας.
∆ήλοι δε πως καί αυτώ τω προσώπῳ τυγχάνουσιν οι φθονούντες.
Όμμα τούτοις ξηρόν και αλαμπές, παρειά κατηφής, οφρύς συμπεπτωκυία,
η ψυχή τω πάθει συγκεχυμένη,
το της αληθείας κριτήριον επί των πραγμάτων ουκ έχουσα...''

Αγίου Βασιλείου, Ομιλία ια΄περί Φθόνου.


Ο τίτλος, όσο σχηματικός μπορεί να είναι, 

είναι όμως άλλο τόσο δεικτικός της ακατάληπτης και σχιζοειδούς αφροσύνης δόκιμων,
αλλά και κατ' επάγγελμα γραφιάδων,
που άλλοι αυτοπαρουσιάζονται ως θεολόγοι άνευ Θεού λόγου και άλλοι,
ως δημοσιογράφοι δημοσιεύοντας incognitus κατ΄οίκον!
Στην Ελλάδα ζούμε
και είναι πασίδηλος, εξόφθαλμος και πρόδηλος
ο ''κεχαριτωμένος'' αυτοπροσδιορισμός μας με πτυχία άνευ διδασκάλου,
αλλά κυρίως με αυτό που σημειώνει ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
για τους ''επιχειρούντες διδάσκειν μετά οιήσεως και υπερηφανίας άνευ Πνεύματος αγίου''!
Η εμπάθεια στις καρδιές κάποιων ''αυτοχειροτονημένων ειδημόνων'' έχει ''δογματοποιηθεί'',
σε σημείο μάλιστα,η αλογία, η ατοπία και ο παραλογισμός
να αποτελούν σημείο αναφοράς για χαιρέκακα κτυπήματα κάτω από τη μέση.
Και το εκπληκτικότερον;
Πολλοί εξ΄αυτών,
που απαξιωτικά και αφιλάδελφα οδεύουν κατά των αδελφών τους,
εκ των υστέρων γογγύζοντες, στενάζοντες και δυσανασχετούντες
εξανίστανται για τον εαυτών διωγμόν τους!
Ακολουθούν τρεις αφηγηματικές ιστορίες
-αληθινές καθ΄ολοκληρίαν-
που στοχοποιούν όχι βέβαια τον άνθρωπο,
αλλά τις ανείπωτες τέχνες του διαβόλου επί αυτόν.



Θεολόγος τις, που πέρυσι καλοκαίρι καθύβρισε -χωρίς να τηρήσει έστω τα προσχήματα- και με θεολογική... ''κανονικότητα'' τον Αρχιμανδρίτη του πατρίου ημερολογίου π. Ευθύμιο Μπαρδάκα, σήμερα με άρθρο του στεναχωρείται και οδύρεται για το συντονισμένο... bulling, που, όπως διατείνεται, δέχονται οι Νεοαποτειχισμένοι αδελφοί του!... Ο αυτός, που αυτοπροσδιορίζεται ως θεολόγος έγραψε τα εξής απερίγραπτα λιβελογραφήματα για τον Ιερέα, που, ούτε καν την πορεία της ζωής του γιγνώσκει, αλλά ούτε και τους επί δεκαετίες αγώνες του κατά του Οικουμενισμού γνωρίζει. '''Οποιος σας άκουσε και δεν σας έβαλε στην θέσι σας με τις αραδιαζόμενες βλακείες σας, είναι και αυτός ένας ...χαυτοχριστιανός''. Και αλλού: ''Ξέρετε πάτερ, όταν είστε τόσο άσχετοι σε βασικά θέματα της Πίστεως, είστε για τον Καιάδα. 


Γι' αυτό και προκόβετε, κρίμα σας''. Κάτι τέτοια βεβαίως βλέπουν και ακούν οι άθεοι και αναβαθμίζουν το σύνθημα του συρμού: ''Χριστιανοί μακρυά από ''Χριστιανούς''!'' Ο οιηματίας -βέβαια- πάνω στην εν θερμώ συνηγορία του νεότοκου αγώνα του ανθρώπινο είναι και να παρεκκλίνει. Αλλά είναι πασιφανές: ''Το πίπτειν ανθρώπινον, το εμμένειν εωσφορικόν, το μετανοείν θείον.'' Γι αυτό -συνεχίζει ο άγιος πατήρ Συμεών ο νέος Θεολόγος- και όταν περί θείων και ανίφικτων πραγμάτων ακούω τούτων τίνας φιλοσοφούντας και αναγνώς θεολογούντας και τα περί Θεού και τα κατ αυτόν εξηγουμένους άνευ του συνετίζοντος Πνεύματος, φρίττει μου το πνεύμα και οιονεί έξω εμαυτού γίνομαι, αναλογιζόμενος και σκοπών το πάσιν ακατάληπτον της θεότητος και όπως, τα εν πόσιν αγνοούντες και αυτούς ημάς, περί των ανέφικτων ημίν αφοβία Θεού και τόλμη φιλοσοφείν προθυμούμεθα, και ταύτα κενοί Πνεύματος όντες του ταύτα φωτίζοντος ή και αναπτύσσοντος και αυτό τούτο το περί Θεού λέγειν τι αμαρτάνοντες''. 


Ο δημόσιος έλεγχος υποτίθεται ότι πρέπει να διέπεται από θεραπευτική πρακτική και βεβαίως από ορθόδοξο λόγο, τουναντίον καταδεικνύεται και υποβιβάζεται σε εφήμερη καφενειακή παρόλα, που ευδοκιμεί πλουσιοπάροχα ανάμεσα σε παίγνια ''αθλήματα'' και ανάλαφρα λόγια του ιπποδρόμου. Έχουμε ξαναγράψει για την στείρα επαγγελματικοποίηση της θεολογίας, για την πτωτική και εκκοσμικευμένη αλογία του συρμού, που προμοτάρεται εν πολλοίς από φιλόδοξους, αυτάρεσκους και ναρκισσευομένους θεολόγους, που προτάσσουν συχνά ''έπεα πτερόεντα'' προκειμένου να έχουν μία καλή θέση στον δημόσιο βίο της χώρας! 


Γράφει ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του ''Γίγαντες Ταπεινοί'', εκδόσεις Ακρίτας, 1995. ''...Τους βαθύτερους μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Ημείς, οι έξυπνοι κι οι συγχρονισμένοι, βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι αγαπάμε τα μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Χριστό και για τη θρησκεία του, ή κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε τροφή στον εγωισμό μας. Και βουλώνουμε τ' αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που φωνάζει ''Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;'' 


Ένας δεύτερος θεολόγος ''αντιοικουμενιστής εκ των Βασιλικούντων Αχρικαιριστών Εντός'' και λίαν φιλόδοξος, μεγαλόπνοος και μεγαλεπήβολος και ακάθεκτος θαμώνας του f.b. έκανε επί χρόνια τα εξής: παρατηρούσε τις δημοσιεύσεις ''φίλων'' του και όπου έβλεπε κατ΄αυτόν ''αποχρώσεις ενδείξεις'' επί... ''αιρέσει'', επί παλαιοημερολογητισμώ(!), ή οτιδήποτε δεν ευαρεστούσε τον ανεξιχνίαστο μικρόκοσμό του, έκανε copy paste στα δημοσιευμένα σχόλια, τα δημοσίευε στο προσωπικό του ιστολόγιο και με αυτόν τον τρόπο διαπόμπευε, διέσυρε και εξευτέλιζε δημόσια τους αδελφούς του, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν καν το δικαίωμα -όχι να απολογηθούν- αλλά να αντικρούσουν τις φαντασιοσκοπίες και τις αεροβασίες του εν λόγω ''θεολόγου''. 


Στις συγκεκριμένες αναρτήσεις του πρυτάνευαν οι ειρωνείες, οι εμπαιγμοί, οι απαξιώσεις, το ''εκ δεξιών'' υβρεολόγιο -που το δικαιολογούσε ως... ''ιερή αγανάκτηση- και πάνω απ΄όλα βέβαια, αυτό το τόσο καλά ενθυλακωμένο στο πνευματικό ιστό του ''αλάθητον,'' που άγγιζε συχνά - πυκνά τα όρια της σωματοποιημένης και υστερικής αλαζονίας. Αργότερα ο ίδιος αποφάσισε -ως φαίνεται- ν' αλλάξει ρότα κι έτσι τώρα αρθρογραφεί εις την καθαρεύουσαν, προφανώς για να τυγχάνουν τα πονήματά του μεγαλύτερης αποδοχής λόγω του παρεχομένου ''ευσεβισμού'' που αυτά αναδύουν! Όμως: ''Αλλο το ταπεινολογείν και έτερον το ταπεινοφρονείν, και άλλο ταπείνωσις και έτερον το άνθος της ταπεινώσεως, και ο ταύτης καρπός άλλο και το του καρπού τούτου κάλλος και το του κάλλους ηδύ έτερον, και άλλο παρά ταύτα αι εκ του καρπού τούτου ενέργειαι. Τούτων δε τα μεν εφ' ημίν είσι, τα δε ουκ εφ ημίν} και τα μεν εφ ημίν, το πάντα νοείν, το πάντα φρονείν, το πάντα λογίζεσθαι και λέγειν και πράττειν, όσα προς ταπείνωσιν ημάς άγουσιν}'' Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά ρ΄ 383. Του οσίου πατρός ημών Συμεών του νέου Θεολόγου. 


Και εισερχόμαστε τέλος και στην ''μοναδική'' -από κάθε άποψη- περίπτωση αυτοπροσδιοριζομένου, ως δημοσιογράφου με προσωπικό ιστολόγιο! Ούτος φρονεί και το δηλώνει ευθαρσώς, αναφανδόν και ενυπογράφως, (φρίξον άνθρωπε!) πως ο διάβολος μισεί περισσότερο από όλα τα ορθόδοξα ιστολόγια, το δικό του (!), λόγω του άτεγκτου, αμείλικτου και αδυσώπητου αντιοικουμενιστικού αγώνα που ποιεί!... Εν πρώτοις δεν γνωρίζουμε, αν του το εμπιστεύθηκε προσωπικά ο ίδιος ο αντίδικος ή αν ο ίδιος αποφάνθηκε για του λόγου το αληθές κατόπιν ωρίμου σκέψεως ή αν η ομολογημένη αυτή διαπίστωση προήλθε κατόπιν επίσκεψης της θείας Χάριτος! 


Ειλικρινά του ευχόμαστε να έχει το καλύτερο από κάθε άποψη ιστολόγιο, αλλά προς τι; Τέτοιου βεληνεκούς και -αντικειμενικά- αποδεδειγμένης πλάνης εωσφορικά ''μονόπρακτα'', μόνο στο Γεροντικό, στον Ευεγερτινό, στην Φιλοκαλία και στα αγιολόγια διαβάζουμε. Ο ίδιος διέπεται συχνά από έναν ακατανόητο και πλημμελή, θρησκευτικό ρεβανσισμό και μια ανοική και δυσεβή, μεταλλαγμένη φιλαρχία, πατρονάροντας εξολοκλήρου την θυμόσοφη, λαική ρήση: ''Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει''. 


Η εν γένει λεκτική απαξίωση -εν πολλοίς- είναι περισσότερο επονείδιστη, αλγεινή, θλιβερή και επώδυνη για τον ''αντίπαλο'' αδελφό (;) εφόσον εδράζεται στην ψυχολογία του υποσυνειδήτου και εξυφαίνεται υπό το κράτος του διαβόλου. Αυτό το γνωρίζουν οι περισσότεροι εξ' αυτών των δύστηνων, έρημων και υποβολιμαίων αρθρογράφων, που ανταγωνίζονται δυστηχώς στην αμετροπρέπεια, στον κυνισμό και την προπέτεια και αλληλοχαίροντες κραυγάζουν και ωρύονται, όταν κόβουν στο τέλος το νήμα της υποκρυπτικής αλαζονείας τους.


Γράψαμε τρεις ενδεικτικές ιστορίες 

προς προβληματισμό, συλλογισμό και διανόηση, 

χωρίς να ονοματίσουμε, να ''φωτογραφίσουμε'' ή καθ΄οιονδήποτε τρόπο 

να προσδιορίσουμε και να διαπομπεύσουμε. 

Στόχος μας δεν ήταν οι άνθρωποι, 

αλλά αυτή η στηλίτευση, ο στιγματισμός και η καταφορά στην εμπάθεια, 

στην φιλαρχία και την αφροσύνη, 

που στις μέρες μας είναι άπλετη 

 μεταξύ οικουμενιστών και αντιοικουμενιστών, ενωτικών και ανθενωτικών.

Έτι μεταξύ φλύαρων και άγευστων από Ορθοδοξία θεολόγων ή και θεολογούντων,

δημοσιογράφων ή και δημοσιογραφούντων, 

που προσφέρουν καθημερινά δωρεάν μαθήματα φθόνου, μισαλλοδοξίας και μισανθρωπίας.

Ορθόδοξα -κατ΄ευφημισμόν- ιστολόγια

θυμίζουν συχνά - πυκνά κάτι από αιμοδιψούσες,  αυτοκρατορικές παλαίστρες,

όπου οι παγανιστικές αρένες των ειδωλολατρών

ωχριούν μπροστά στο εωσφορικό έρεβος 

και την προχωρημένη, πνευματική σήψη βαπτισμένων, νοουμένων Ορθοδόξων!

Ευχόμαστε τη ευχή και ευλογία 

του ταπεινοτάτου και ελεήμονος -λόγω και έργω- Αγίου Παναγή Μπασιά, 

που η αγία Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα,

ν΄αποκτήσουμε ομοθυμαδόν 

πνεύμα πραότητας, ηδύτητας και ευπροσηγορίας, 

που έχουν εκτοπισθεί απ΄την σκληροτράχηλη και ανηλεή ζωή μας.

Εύχεσθε!

  


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


 


Μέ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κύρ Στέφανος Μ., 

εἰς τήν οἰκίαν του τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, 

διά νά συμφάγωμεν τήν ὥραν τοῦ προγεύματος περί τάς δέκα, 

ἀπό συγκατάβασιν καί εὐσπλαγχνίαν, 

διά νά κάμω κ᾿ ἐγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οἰκιακόν, 

ἔρημος καί ξένος στά ξένα. 

Εὔχαρι καί θαλπερόν ἦτο τό ἐσωτερικόν τῆς ἑστίας του, 

ἀφοῦ διῆλθον τήν εὐρεῖαν αὐλήν, μέ τήν διάπλατον πύλην, 

καί τούς σταύλους τῶν ἀλόγων, καί τήν πρασινάδαν, 

καί τάς γάστρας τῶν ἀνθέων. 

Ἡ οἰκογένειά του, ἡ γραῖα Μαρία ἡ συμβία του, ἀφελής καί ἀρχαϊκή, 

ὁ υἱός του, ἀμόρφωτος καί ἄπλαστος καλός ἁμαξηλάτης, 

κι ὁ ἀδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς καί φιλαλήθης. 

Τέλος ἡ κόρη του ἡ Ρηνούλα, τελεία ἀντιπρόσωπος τῆς νέας γενεᾶς, 

κεντήτρια, ζωγραφίνα καί θεατρίνα. 

Πλήν ὅμως κι αὐτή ἀφελής καί ἁπλῆ εἰς τήν *** καί τούς τρόπους: 

Εἶχε μίαν παιδίσκην ἑπτά ἐτῶν, τήν Μαρίαν, 

πάντοτε μειδιῶσαν καί ἀνοικτόκαρδον, 

καί ἓν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, 

τήν Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, καί ἀγγελοθωροῦσαν. 


μικρὰ κόρη, δὲν ἠξεύρω ἀκριβῶς πῶς, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖράς της, καὶ ἀπετέλει μέρος τῆς οἰκογενείας. Φαίνεται ὅτι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγὸς ἢ διδασκάλισσα εἰς πλουσίαν οἰκίαν, εἶχεν ἐμπέσει εἰς τὰ δίκτυα κανενὸς †ἐπιχειρητοῦ† καὶ εἶχε συλλάβει τὸ μαγικὸν τοῦτο χρυσόψαρον τῆς δεξαμενῆς, διὰ νὰ πλεύσῃ εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἀγνώστου, ἐὰν δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ †πτεροφυήσῃ† εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ ἀχανοῦς. 


Εἶτα τὴν φερέοικον μητέρα, ὁποὺ δὲν εἶχε κτίσει τὴν φωλεάν της ποτέ, τὴν ἐπῆραν ἄλλαι πνοαὶ καὶ τὴν μετεκόμισαν, τίς οἶδε ποῦ, εἰς ἄλλα κλίματα ― εὗρε θέσιν καλυτέραν ἀλλοῦ, κ᾿ ἐταξίδευσε, κ᾿ ἐνεπιστεύθη τὸ ἔμψυχον κειμήλιον αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας τῆς Ρηνούλας, ἥτις ἀφοῦ τὴν εἶχεν ἐγκαταλίπει κι αὐτὴν ὁ πλανήτης, ὅστις τὴν ἐστεφανώθη, ἀνέθρεψε τὸ τέκνον της, κ᾿ ἔμεινε ζωντοχηροῦσα, κ᾿ ἐδέχθη ὡς ἕρμαιον τὸ ξένον βρέφος αὐτό, ἴσως ἐπειδὴ ᾐσθάνετο μικρὸν θησαυρὸν φιλοστοργίας εἰς τὰ στήθη της. Πόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐπιρροῆς, καὶ ἂν ἡ Ρηνούλα εἶχε γοητείαν καὶ ὄμμα ἐπιβάλλον διὰ ν᾿ ἀνατρέφῃ παιδία, τὸ ᾐσθάνθην τὴν ἡμέραν ἐκείνην τοῦ Πάσχα, ὅταν ἡ μικρὰ Τοτώ, ἡλικίας τότε τριάντα μηνῶν περίπου, ἤρχισεν αἴφνης νὰ κλαυθμυρίζῃ ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν βάλει νὰ φάγῃ, διὰ μίαν μικρὰν παράλειψιν. 


Ρηνούλα ἐστράφη πρὸς τὴν μικρὰν καὶ τῆς εἶπεν ἁπλῶς μὲ τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ βλέμμα ποὺ αὐτὴ ἤξευρε: ― Faut pas pleurer! [φῶ πὰ πλερέ]. Δὲν πρέπει νὰ κλαῖς. Κ᾽ ἡ μικρὰ ἐλούφαξεν ὡς ἐκ θαύματος. Ὅταν ἀπεφάγαμεν, κ᾿ ἐσυγκρούσαμεν τὰ κόκκιν᾿ αὐγά, κ᾿ εἴχαμεν κενώσει τὰ τρία τέταρτα τῆς χιλιάρικης ―ἦτο ὡραῖον ρετσινᾶτο, ὅλον ἄρωμα καὶ πτῆσις καὶ ἀφρός― ἀφοῦ ἔψαλεν ὁ γέρων Φίλιππος τὸ Χριστὸς ἀνέστη (ὁ κὺρ Στέφανος δὲν ἤξευρεν ἄλλο νὰ ψάλῃ εἰμὴ τό, ψήσου γίδα ψήσου καὶ ροδοκοκκινίσου), ἠθέλησα κ᾿ ἐγὼ νὰ εἴπω τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα, τὸ ἀλλέγρο, τὸν πρῶτον δηλ. εἱρμὸν τοῦ Κανόνος τῆς ἡμέρας, ὄχι τὸ τελευταῖον τὸ δοξαστικόν, τὸ ἀργόν. 


Μόλις ἤνοιξα τὸ στόμα μου κ᾿ ἐπρόφερα: Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί· Πάσχα Κυρίου Πάσχα… ἡ μικρὰ Τοτώ, βλέπουσα ἀτενῶς πρός με, ἀφῆκεν ἀκράτητον ἐπιφώνημα χαρᾶς, κ᾿ ἔλαμψε τὸ προσωπάκι της, τὰ ματάκια της, τὸ στόμα της, τὰ μάγουλά της, ὅλα ἐμόρφασαν κ᾿ ἐμειδίασαν ἄρρητον μειδίαμα ἀγαλλιάσεως. Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐπροξένησεν αἴσθησιν. Φαίνεται τῷ ὄντι ὅτι ἔχουν ἄφατον ἄρωμα καὶ κάλλος μαρτυρούμενον «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων», αὐτὰ τὰ ἐμπνευσμένα ᾄσματα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας. Συγχρόνως ἡ Μαρία, μὲ παιδικὴν χαρὰν κι αὐτή, ἀνέκραξεν: ― Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε, κύριε. ―Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα. ― Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ-γλυκὰ τραγουδάκια. 


Τοῦτο μοῦ ἐνθύμισε μίαν ἄλλην μικρὰν κορασίδα, τὴν Κούλαν (Ἀγγελικὴν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς μανάβης, ἢ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ εἶχε λάβει θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ μικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς διαβατικούς, διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς τυχόντας. Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία μετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου, ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου μου, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Ἀγγελικούλαν, μ᾿ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ μοῦ ὑπομνήσῃ, ὡς συνήθως, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω εἰς τὸ γεῦμα. Τότε ἡ μικρὰ παιδίσκη (ἦτο ὣς ἐννέα ἐτῶν, ροδίνη καὶ καστανή, καὶ τὴν εἶχαν υἱοθετήσει ἀπὸ τὸ Βρεφοκομεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁποὺ ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον· ἀλλ᾿ αὐτὴ τὸ ἠγνόει), μ᾿ ἐχαιρέτισε καὶ μοῦ λέγει: ―Ἐσύ, μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. 


Τραγούδια τοῦ Θεοῦ! Ἔκτοτε ἡ μικρὰ μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δύο ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἦτο 8η Σεπτεμβρίου, εἶχα ψάλει τὸ «Χαῖρε σεμνὴ μῆτερ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Μετὰ ἓξ ἡμέρας μὲ ἤκουσεν ἡ μικρὰ νὰ ψάλλω τὸ «Ἀγαλλιάσθω τὰ δρυμοῦ ξύλα σύμπαντα». Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Θεολόγου ἔψαλα τὸ «Φίλε μυστικέ, Χριστοῦ ἐπιστήθιε». Καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἔμελψα τὸ «Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς». Καὶ τῶν Εἰσοδίων ἔψαλα τὸ «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων». 


Καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔψαλα «Τὴν Ζωοδόχον πηγὴν τὴν ἀέναον», καὶ «Τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἄνθη περιιπτάμενος». Καὶ τὰ Χριστούγεννα ἔψαλα τὸ «Θεὸς ὢν εἰρήνης». Καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τὸ «Δεῦτε τοῦ Δεσπότου τὰ ἔνδοξα Χριστοῦ ὀνομαστήρια», καὶ τὸ «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Καὶ τῶν Φώτων ἔψαλα τὸ «Ἰησοῦς ὁ ζωῆς ἀρχηγός». Καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς ἔψαλα τὸ «Χέρσον ἀβυσσοτόκον». Καὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ «Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ». Καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸ «Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ», καὶ τῆς Ἀναλήψεως τὸ «Θείῳ καλυφθείς». Καὶ τῆς Πεντηκοστῆς τὸ «Παράδοξα σήμερον». Καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔψαλα τὸ «Σὲ τὴν ὑπερένδοξον νύμφην», καὶ τὸ «Ὁ Χριστοκήρυξ Σταυροῦ καύχημα φέρων, σὺ τὴν πολυέραστον θείαν ἀγάπησιν». Καὶ τῆς Μεταμορφώσεως ἔψαλα τὸ «Πρὸ τοῦ Σταυροῦ σου, Κύριε, ὄρος οὐρανὸν ἐμιμεῖτο». 


Καὶ εἰς τὴν μνήμην τῆς Παναγίας ἔψαλα τὰ θεσπέσια ἐκεῖνα κελαδήματα, τὸ «Πεποικιλμένη» καὶ τὸ «Νενίκηνται», καὶ τὸ «Συνέστειλε χορὸς τῶν Ἀποστόλων, τὸ Θεοδόχον σῶμα σου· εἰς οὐρανίους θαλάμους πρὸς τὸν υἱὸν ἐκφοιτῶσα». Κ᾿ εἰς τὴν Ἀποτομὴν τοῦ Προδρόμου ἔψαλα τὸ «Φρίττουσι πάθη τῶν βροτῶν», καὶ τόσα ἄλλα. Κ᾿ ἡ μικρὰ κόρη τὰ ᾐσθάνετο, καὶ τὰ ἐπόθει καὶ τὰ ἐχαρακτήριζε, μὲ ἀγγελικὸν αἴσθημα, ὡς «τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Ἔκτοτε ἀπουσίασα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Εἶχα ἐνθυμηθῆ τοὺς πτωχοὺς οἰκείους, εἰς τὴν μικρὰν πατρίδα μου, μακρὰν τῆς ὁποίας εἶχα ζήσει, ἐκ μικρῶν διαλειμμάτων, ὑπὲρ τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς μου. Ὅταν τέλος μὲ εἶχον βαρυνθῆ κ᾿ ἐκεῖ, ἐτόλμησα, μετὰ τρία ἔτη νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πρωτεύουσαν, μὲ τὴν ἀμυδρὰν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ ἐγενόμην καὶ πάλιν βαρετὸς εἰς τοὺς φίλους μου. 


φοῦ ἐκρύβην ἐπὶ ἑβδομάδα εἰς ταπεινόν τινα ξενῶνα, ἐπῆγα λάθρᾳ μίαν πρωίαν νὰ ἀνταμώσω τὸν φίλον μου Νικόλαν τὸν Μπούκην. Φεῦ! τί ἔμαθα; Ἡ μικρὰ Κούλα, ἥτις ἦγε τώρα τὸ ἑνδέκατον ἔτος τῆς ἡλικίας της, ἦτον ἄρρωστη βαριά! Εἶχε δέκα ἡμέρας στὸ κρεβάτι, κι ὁ ἰατρὸς εἶπεν ὅτι ἦτο κακὸς πυρετός, ἴσως τυφοειδοῦς φύσεως. Ἐπῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ ὀπωροπωλεῖον, ὅπως μὲ προέτρεψεν ὁ Νικόλας, διὰ νὰ βοηθήσω μὲ λόγια καὶ ἐνθαρρύνω τὴν μητέρα. Ἡ πτωχή, ἥτις τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἴσως καὶ περισσότερον, ἐχάρη ἅμα μὲ εἶδεν, εἶτα μοῦ ἔδειξε τὴν κλίνην. Ἡ μικρὰ Κούλα ἦτο ἰσχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κ᾿ ἔκειτο σχεδὸν ἀναίσθητος ἐπὶ τῆς κλίνης. Εἶπα εἰς τὴν μητέρα τὰ συνήθη λόγια τῆς παρηγορίας καὶ τῆς ἐνθαρρύνσεως, ἔμεινα δύο ὥρας ἐκεῖ, εἶτα ἐπανῆλθα πάλιν τὸ δειλινόν, καὶ τὴν νύκτα, καὶ τὴν ἄλλην πρωίαν. 


Κούλα ἔβαινε χειρότερα. Εἶτα, τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφάνη νὰ εἶχε βελτιωθῆ κάπως, καὶ ᾐσθάνετο. Ἡ μητέρα της μοῦ εἶπε νὰ πλησιάσω καὶ νὰ τῆς ὁμιλήσω. ― Περαστικά, Κούλα. Δὲν ἔχεις τίποτα, κορίτσι μου. ―Ἄ! μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα… τραγούδια; ―Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ. ― Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω; ―Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς… ― Ὤχ! Ἐστέναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε: ― Μοσχοβολᾷ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν».



Μόνος ὁ παπα-Νικόλας ἀπ᾿ τόν Ἁι-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, 

ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστήν ἀκολουθίαν, 

ἐμορμύριζε μέσα του, 

καί τά ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα. 

― Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, 

ἀπό τό ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει. 

― Λέγω τήν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. 

Εἰς αὐτό τό ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων. 

Τῳόντι κ᾿ ἐγώ, 

μέ ὅλον τόν πόνον καί τά δάκρυά μου, 

εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τήν στιγμήν τήν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. 

Καί ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ: 

«Τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων ἀναρπασθέν ἄγευστον» καί «ὡς καθαρόν, Δέσποτα, 

στρουθίον πρός καλιάς ἐπουρανίους ἔσωσας» καί «τοῦ Ἀβραάμ, 

ἐν κόλποις, ἐν τόποις ἀνέσεως, ἔνθα τό ὕδωρ ἐστί τό ζῶν, 

τάξαι σε Χριστός ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας» καί «οἷς ἀριθμοῖς τό πλάσμα σου, 

νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρός σέ». 

Καί ἀντί τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον», 

«Ὢ τίς μή θρηνήσει, τέκνον μου, ὅτι βρέφος ἄωρον ἐκ μητρικῶν ἀγκαλῶν νῦν, 

ὥσπερ στρουθίον τάχος ἐπέτασας». 

Καί ἀκροτελεύτιον, 

ὕστερον ἀπό τόσα καί τόσα τραγούδια τοῦ Θεοῦ, 

τά ὁποῖα πρό τριῶν ἡμερῶν εἶχε προφητεύσει 

ὅτι δέν θά ἠδύνατο νά τ᾿ ἀκούσῃ, τό: 

«Ἄλγος τῷ Ἀδάμ ἐχρημάτισεν, ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέμ, ὅτε ὄφις ἰόν ἐξηρεύξατο». 

Ἀλλά τά ἤκουε τάχα ἡ ἁγνή ψυχή, 

ἂν ὁ ἄγγελός της τῆς ἐπέτρεπε νά περιίπταται ἐκεῖ γύρω;


(1912)


Άπαντα Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τόμος τέταρτος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. 
Εκδόσεις Δομός, Αθήνα 1985. Σελ. 389-394. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Print Friendly and PDF