«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024
Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΟΡΜΩΜΕΝΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΕ ΑΙΓΙΝΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΟΣ, ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ
17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Mωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας, της εκ του γένους των Bαλβίων καταγομένης. Aφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα, και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα του παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Mονήν των Στροφάδων, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου. Kαι απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Eκεί λοιπόν γενόμενος Mοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Mονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας.
Mάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην. Διά τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον. Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Iερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Aναγνώστης, Yποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Eπειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Iερουσαλήμ διά να προσκυνήση τους Aγίους Tόπους, διά τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Iεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Aθήνας. Eκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Aθηνών, έγινεν Aρχιεπίσκοπος Aιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα. Aλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον διά να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του: τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ‚αφπθ΄ [1589]. Tαύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα, διατί ήτον υστερημένη Eπισκόπου. Eίτα ευρών το Mοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Aναφωνητρίας, επιτήδειον διά ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε, και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.
Eις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Mοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον. Kωνσταντίνον τον αδελφόν του Aγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους. Όθεν, δεν ηξεύρω πώς, κατέφυγε και εις το Mοναστήριον του Aγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος. Bλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου. O δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Kωνσταντίνον τον Σηκούρον. Tότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε διά τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Xριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια. Kαι φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην, τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον. Mετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Aγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα, υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν. Aφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα έως εις τον αιγιαλόν.
Kαι δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν διά να γλυτώση την ζωήν του. Διά τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του, ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων, και να ενεργή παράδοξα τέρατα. Mέλλωντας γαρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον. Kαι σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, διά συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Tο οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον. Eίτα πεσόν εις την γην, διελύθη. Aυτός διά του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε. Oυ μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος, αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως. Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε. Mε ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ‚αχκδ΄ [1624], κατά την παρούσαν ιζ΄ του Δεκεμβρίου. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Mονήν των Στροφάδων. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Aγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον. Tο οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Tώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον. (Tον κατά πλάτος Bίον και την ασματικήν Aκολουθίαν του Aγίου όρα εις την ιδιαιτέραν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Nέον Λειμωνάριον1.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Διονύσιον εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Kαι άλλο δε εγκώμιον εφιλοπόνησεν εις αυτόν ο αοίδιμος Iωάννης ο Mυρέων. Eυρίσκονται δε εν τη Σκήτει του Προδρόμου, και εν τη της Aγίας Άννης.
Εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, Ο ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ
ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ -ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ, ΤΟΥ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ,
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΕΝΟΜΕΝΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Ο ΑΓΙΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΙΚΑΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ (17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)
ΓΙΑΤΙ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΑΓ. ΤΗΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ;
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ, ΤΟΥ ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΕ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ
ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: Εκείνο το απόγευμα ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος κλάδευE τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του Διονυσίου ψιθύρισε: “Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα. Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος. “Ποιος, παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε παραξενεμένος. “Οι Σιγούροι, γέροντα.” Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του.
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: “Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος. Κι εκείνος: “Έκαμα φονικό, δέσποτα,” Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”, τον ρωτά. “Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα μάτια. Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Τα μάτια του υγράνθηκαν. Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία. Όμως, ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
ΜΙΜΗΣΙΣ ΚΥΡΙΟΥ: Στράφηκε στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα: “Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;” Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά: “Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις. Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.” Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε: “Θα σε κρύψω. Ακολούθα με.” Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.
ΟΙ ΔΙΩΚΤΕΣ: Μόλις που πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι:
“Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές. Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε: “Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.” “Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο.”, του απάντησαν. Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του.
Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. “Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο Διονύσιος. Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του.
Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού. Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του: “Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;” Ένας από τους διώκτες του απάντησε: “Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.” Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.
ΙΛΑΣΜΟΣ: Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια: “Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.” Κι ο Άγιος τον ρώτησε:
“Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;” Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. “Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. “Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;” Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε: “Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας. “Πρέπει, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα 'χεις όλα χαμένα.”, του 'πε ο Ηγούμενος. Ο άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή: “Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”. Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό καράβι για την Πελοπόννησο.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο Γέρων Διονύσιος κοιμήθηκε στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία μας για τον ενάρετο βίο του, τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε Άγιο (1703). Για την άγια ζωή του και τα θαύματά του, που ακόμα συνεχίζονται, οι κάτοικοι της Ζακύνθου έχουνε πολλά να διηγούνται. *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες » 16.12.2021. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
Ένας νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’ όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς τους, που βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι, καθώς λέγει ο Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.
Θαυμαστός λοιπόν και μακαριστός είναι κι ο άγιος Διονύσιος, που αναφάνηκε στα νεώτερα χρόνια αστέρας φαεινότατος, μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες και οσίους, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν οικονομία της θείας Πρόνοιας να στηριχθεί στη δοκιμασία του το αιχμάλωτο γένος των ορθοδόξων χριστιανών.
Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για τη λαμπρή τους κοινωνική θέση και την οικονομική τους κατάσταση. Ο άγιος του Θεού σε νεαρή ηλικία τα άφησε όλα, και κοινωνική θέση και πλούτο, κι έφυγε στο μοναστήρι της Παναγίας της Παντοχαράς, που είναι στα Στροφάδια, δύο μικρά αμπελοφυτεμένα νησιά, που βρίσκονται στο Ιόνιο πέλαγος στα νότια της Ζακύνθου.
Όταν τελειώθηκε στη μοναχική άσκηση, χειροτονημένος εν τω μεταξύ ιερέας, ο άγιος Διονύσιος ξεκίνησε να πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Ο δρόμος του τον έφερε να περάσει από την Αθήνα, και ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Νικάνορας, που είδε και εκτίμησε την πνευματικότητα και τις αρετές του ιερομόναχου Διονυσίου, τον κράτησε κοντά του και σε λίγο καιρό τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αιγίνης.
Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο άγιος Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας. Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον άγιασαν δύο όσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο άγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο άγιος Νεκτάριος ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό κι οι δύο στην Εκκλησία με τον τίτλο του θαυματουργού.
Ο άγιος Διονύσιος, αφού ποίμανε για καιρό την επαρχία του, ύστερα παραιτήθηκε, γύρισε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πέρασε το υπόλοιπο του βίου του ως ηγούμενος στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Αυτό θα πει πως ο αληθινός μοναχός, κι όταν λάβει ιερατικούς βαθμούς κι όταν φτάσει να γίνει επίσκοπος, δεν ξεχνάει και θυμάται πάντα πως πρώτ’ απ’ όλα είναι μοναχός. Στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας έλαμψε ακόμα για μια φορά η αγιοσύνη του ανθρώπου του Θεού.
Κάποια μέρα μπήκε στο κελλί του ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε βάψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε σκοτώσει τον αδελφό του αγίου Διονυσίου. Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν φυσικό να κλάψει μέσα του και φανερά να δακρύσει, ύστερα όμως σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελλιού του και οδήγησε το φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Αυτή είναι μια ξεχωριστή και μοναδική πράξη στους βίους των Αγίων της Εκκλησίας, για την οποία δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να την κρίνουμε.
Πολύ περισσότερο, που όταν οι συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του Αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελλί και ρωτούσαν για το φονιά, ο άγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο-«αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
Η αμαρτία του Αγίου ήταν ότι έκρυψε το φονιά του αδελφού και είπε πως δεν τον είδε. Γι’ αυτό λέμε ότι εδώ δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να κρίνουμε την πράξη του αγίου Διονυσίου. Ένα μόνο μέτρο υπάρχει, ο λόγος του Χριστού, που λέγει· «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Τα παραπέρα δεν είναι δικά μας, αλλ’ ανήκουν στη κρίση του Θεού.
Ο άγιος Διονύσιος εκπλήρωσε το κοινό χρέος του βίου και «ετελειώθη εν ειρήνη» στα 1624, σε ηλικία δηλαδή 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι της μετάνοιας του στα Στροφάδια. Όταν ύστερα από χρόνια θελήσανε να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνος βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει, ξεχύνοντας μια πνευματική και αγιασμένη ευωδία. Το μετέφεραν αργότερα στη Ζάκυνθο και είναι τώρα και το προσκυνούν οι πιστοί στο ναό, που τιμάται στο όνομα του αγίου Διονυσίου.
Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του, ανακήρυξε επίσημα και συγκαταρίθμησε τον άγιο Διονύσιο επίσκοπο Αιγίνης στο εκκλησιαστικό αγιολόγιο για να τιμάται και εορτάζεται από τους πιστούς και να δοξάζεται στο όνομά του ο Θεός, που είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού», τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν. *Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, «Εικόνες έμψυχοι», εκδ. Αποστ. Διακονίας. *Εκ του ιστολογίου «Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
Λουκ. ιδ΄ 16-24
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΠΛΟΥΣΙΟ ΘΕΙΟ ΔΕΙΠΝΟ ΚΑΙ ΦΘΗΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΑΡΝΗΣΗΣ
(2023)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) - ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΑΡΑ: ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΑΖΕΥΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
ΕΛΑΤΕ! ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ!
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ: Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ & ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ;
ΕΡΧΕΣΘΕ, ΟΤΙ ΗΔΗ ΕΤΟΙΜΑ ΕΣΤΙ ΠΑΝΤΑ
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΩΝ ΕΝ ΤΩ ΔΕΙΠΝΩ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ (2020)
ΟΜΙΛΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΟ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Α': ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ (1986)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ (2011)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)