«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016
ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ ΜΕ ΤΟ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ
Επισκέφθηκαν κάποτε τον αββά Λούκιο, που έμενε στο Ένατο,
κάποιοι μοναχοί που ανήκαν στους λεγόμενους ''Ευχίτες''.
Κι ο Γέροντας τους ρώτησε:
- Ποιο είναι το εργόχειρό σας;
- Εμείς δεν αγγίζουμε κανένα εργόχειρο, απάντησαν εκείνοι,
σύμφωνα με το λόγο του απόστολου Παύλου
που είπε να προσευχόμαστε αδιαλείπτως, συνέχεια.
- Καλά, δεν τρώτε; τους ρωτάει ο Γέροντας.
- Τρώμε, απαντούν.
- Κι όταν τρώτε, τους ξαναρωτά,
ποιος προσεύχεται για σας;
Εκείνοι σιωπούν.
Τους ρωτάει πάλι: - Δεν κοιμάστε; - Ναι, απαντούν. - Κι όταν, λοιπόν, κοιμάστε, ποιος προσεύχεται για σας; Κι εκείνοι κοιταζόντουσαν με απορία, μην έχοντας τι ν’ απαντήσουν. Και τότε τους λέει ο Γέροντας: - Συγχωρήστε με, αλλά απ’ ό,τι λέτε , φαίνεται καθαρά πως δεν πράττετε, όπως διδάσκετε. Να σας πω, λοιπόν, κι εγώ το εργόχειρό μου, για να ιδήτε, πως και το εργόχειρό μου δεν αφήνω, και η προσευχή μου είναι αδιάλειπτη, χωρίς καμία διακοπή.
Έτσι, κάθομαι μπροστά στο Θεό, αφού έχω βρέξει τα βλαστάρια από τα φύλλα των φοινίκων και πλέκοντας μ’ αυτά το σχοινί, λέω το ''Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και καλά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου''. Αυτό δεν είναι προσευχή; - Ναι, απάντησαν εκείνοι. Και συνεχίζει ο Γέροντας: - Όταν λοιπόν δουλέψω σ’ αυτή την εργασία όλη την μέρα, βγάζω ένα μεροκάματο γύρω στα δεκάξι νουμία.
Απ’ αυτά προσφέρω τα δυο σ’ όποιον έρθει στη θύρα μου και τα 'χει ανάγκη και τα υπόλοιπα κρατώ εγώ για τη δική μου διατροφή. Και μ’ αυτό τον τρόπο, όταν εγώ τρώγω ή κοιμούμαι, προσεύχεται για μένα εκείνος που πήρε μερίδιο από τα δύο νουμία. Έτσι, με τη χάρη του Θεού, σ’ εμένα εφαρμόζεται ο λόγος του Αποστόλου, δηλαδή το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι».
Εκ του βιβλίου του Παντελή Πάσχου: ''Το Έαρ της Ερήμου''. Μικρό Γεροντικό Α'.''
Εκδόσεις ''Ακρίτας'', έκδοση στ'.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016
ΟΥ ΔΥΝΑΣΘΕ ΘΕΩ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ ΚΑΙ ΜΑΜΩΝΑ
Μετά από δέκα -σχεδόν- ολόκληρα χρόνια,
η ταραχώδης και πολυσχιδής υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου έλαβε και δικαστικά πλέον επίσημα τέλος.
Δεν προέκυψε ουδείς δόλος για ίδιον συμφέρον και πλέον
ο επί των οικονομικών Μοναχός Αρσένιος δύναται να χειρίζεται και να εμπλουτίζει το οικονομικό θησαυροφυλάκιο της Μονής,
ως θέλει.
Ο δε ηγούμενος π. Εφραίμ θα μπορεί να περιφέρει την ζώνη της Παναγίας -όπως και στο παρελθόν-
σε εφοπλιστές, επιχειρηματίες και ναυτιλιακές εταιρείες
έναντι βεβαίως αδράς και αμοιβαίας... οικονομικής εμπιστοσύνης...
Τι κι αν δήλωνε από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων:
'' Οι δικηγόροι μου, μου συνέστησαν να μην προβώ σε καμμία δήλωση και να μην απαντήσω σε καμμία ερώτηση!''
Τι κι αν ''μετοίκησε'' επί μήνες, ως τρόφιμος των φυλακών Κορυδαλλού
εξεγείροντας τις ''επαναστατικές'' ευαισθησίες κάποιου μοναστικού κόσμου, προεξάρχοντος του αυτοονομαζόμενου και ως... παπαροκά π. Νεκταρίου Μουλατσιώτη!
Το Βατοπαίδι παραμένει -αδιαφιλονίκητα- ο λαικός ορισμός της Μπίζνας,
του πνευματικού πλειστηριασμού και του διαχρονικού πνεύματος της Μαμωνίας!
Όλα τούτα επιμελώς καλυπτόμενα πίσω από το ''Σαλωμικό'' πέπλο της κατά Χριστόν διακονίας...
Το να κατέχει και να διαχειρίζεται μια Μονή ακίνητα και περιουσίες αιώνων, αυτό από μόνο του δεν συνιστά κανένα μεμπτό ολίσθημα, καμμιά επιλήψιμη, πνευματική παρεκτροπή και σαφώς δεν αποτελεί κανένα καταδικαστικό ''αφορισμό''. Σκανδαλιστικός -όμως- και προκλητικός είναι ο τρόπος της διαχείρισής τους και οι συνεργοί με τους οποίους ενώπιος - ενωπίω συναλλάσσεσαι. Αρχές της δεκαετίας του 1990 ακόμη, ο εγχώριος Τύπος βοούσε για την σοκαριστική ενέργεια της Μονής Βατοπαιδίου να πουλήσει μεγάλο ακίνητο στα βόρεια προάστια της Αθήνας έναντι δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, προκειμένου ν' αγοραστεί πολυτελές ξενοδοχείο στην Γλυφάδα! Ήταν μια -καθαρά- επιχειρηματική πράξη προκλητικής συναλλαγής, που αν προσμετρηθεί με άλλες ανάλογες, ηχηρές και κραυγαλέες οικονομικές δραστηριότητες, συναρμολογείται το παζλ μιας ευαγούς, μοναστικής επιχείρισης, που θυσίασε την ακτημοσύνη στον βωμό της μαμωνίας και την μοναχική ζωή στην δαιμονιώδη κοσμικότητα του ευ ζην! Βεβαίως ο μαμωνάς δεν απευθύνεται κατά λόγο στους "πλουτούντας," αλλά στους "δουλεύοντας" τον πλούτο, σε αυτούς που υπηρετούν τον πλούτο (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος), καθώς υπήρξαν πάντα ευσεβείς, οι οποίοι "πλούσιοι μεν ήσαν, αλλ' ου τω πλούτω εδούλευον." Η ''ρετσινιά'' της Μονής Βατοπεδίου είχε να κάνει -τις τελευταίες δύο - τρεις δεκαετίες- με τον -δημοσιογραφικά πασίδηλο- συναγελασμό της με όλη σχεδόν την πολιτική ελίτ της χώρας και τις διακυβερνητικές εκδουλεύσεις τις οποίες παρείχε. Δεν είναι μόνο η Βιστωνίδα και η -παράδοξα- μοναστηριακή διαπλοκή με τους επίορκους, αρνησίθεους κρατούντες, το ζητούμενο. Αυτό, που αποτελεί παροιμιώδη και μοναδικό κόλαφο για τα έργα και ημέρες μιας μοναστικής πολιτείας -όπως η συγκεκριμένη- είναι η υποταγμένη ταυτοποίησή της με την δουλική έξη και εξέλιξη του πλούτου και οι σκανδαλιστικά ιταμές διεργασίες του επενδύειν! Και η Μονή Βατοπεδίου -χρόνια τώρα- επενδύει, δεν διαχειρίζεται, δίκην μιας επιχειρηματικής ανέλιξης θα έκανε την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών να υποκλίνεται με ζηλευμένη θέρμη, μπροστά στο επιχειρηματικό ταμπεραμέντο μοναχών, που κατά την κουρά τους υποσχέθηκαν ταπεινά Ακτημοσύνη! Πολλοί εκ των υπερασπιστών της προπαγανδίζουν δύσπιστα κι ανέξοδα την κατά Χριστόν ελεημοσύνη της σε Ναούς και Μητροπόλεις της χώρας και βεβαίως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο! Όμως, η πνευματικά ανίατη προτροπή του ''Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα'' δεν εξαγνίζει ουδόλως την ειδωλολατρική εκτροπή στον δαίμονα του μαμωνά και φυσικά δεν προσφέρει κανένα άλλοθι σε επίδοξους και επίζηλους, μοναστικούς επενδυτές! Αντίθετα, στον αντίποδα αυτής της αντιμοναχικής και αντορθόδοξης με το πνεύμα του κατά Χριστόν δουλεύειν βρίσκεται η Μονή Κωνσταμονίτου και παρασάγγας αντίστροφα, η Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Η τελευταία, λόγω της αντιοικουμενιστικής της αποτείχισης από τους πανθρησκειακούς εραστές του θρησκειολογικής παγκοσμιοποίησης, αποκλεισμένη, ταπεινωμένη και υπό συμμοναστών ''αδελφών'' πλουσίως διαβεβλημένη, αποκομένη από ρεύμα, νερό, ναυσιπλοία, διαμονητήρια και τίτλους ιδιοκτησίας, οδεύει την οδό της Ομολογίας με τον σταυρό της χλεύης, του ευτελισμού, της γελοιοποίησης και του εμπαιγμού υπό μάλλης. Δυστηχώς -και είναι μια πικρή αλήθεια- κάποιες Μονές ιδίως στην Β. Ελλάδα σαν την Μονή Βατοπαιδίου έχουν καταστεί από μόνες τους οικονομικοί επενδυτές και χρηματιστηριακοί οίκοι, που παράγουν πλούτο και προσφέρουν φιλανθρωπία, ως ''μασονικές εταιρίες'' και ''ροταριανά clumbs''. Στο πνεύμα αυτό της εκ δεξιών πλάνης, η Μονή Βατοπεδίου λανσάρει χρόνια το μοντέλο Μονής του Χρηματιστηρίου με πολιτικές ''άκρες'' και κυβερνητικά ''φιρμάνια,'' και αποτελεί εκ των βασικών πυλώνων στήριξης του Οικουμενισμού και του οικουμενιστικού θρόνου. Ο αρχιμανδρίτης π. Εφραίμ, που για πολλούς ανύποπτους και γεροντολάγνους ακροατές των κτιρίων της Lada στην Αθήνα, αποτελεί το πρότυπο ενός ''Γέροντα'' της Αθωνικής Πολιτείας, βυσσοδομεί με αριστοτεχνικό πνεύμα πονηρίας και κοσμικής διπλωματίας. Το παραδοσιακό ορθόδοξο πνεύμα της Εκκλησίας μας έχει υποστεί ολική μετάλλαξη από ποιμένες που συνταίριαξαν την οικονομική αφροσύνη και τις επιχειρηματικές εκδουλεύσεις, με υποκριτικές, Χριστολογικές νουθετήσεις και ταπεινόλογους, φαρισαικούς βερμπαλισμούς. Ο Άγιος Σπυρίδωνας, που η αγία Εκκλησία μας εόρταζε χθες και πολλοί εξ΄αυτών των άφρονων, εκποιητών της πίστης εκθειάζουν και εξυμνούν με ανέξοδη αργολογία, μα προπαντώς με άφοβη και δυσεβή θεομπαιξία, αν τους έβλεπε δια ζώσης σήμερα, θα τους υπενθύμιζε με αυστηρότητα τα λόγια του Χριστού μας: ''Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ''.
Αντί Επιλόγου εκ Γεροντικού:
Κάποιος μοναχός κατέβηκε από την σπηλιά που μόναζε, με ευλογία του πνευματικού του στην πόλη για να πουλήσει τα εργόχειρά του.
Επειδή έφτιαχνε πράγματι αριστοτεχνικά ξύλινες κούπες, σταυρούς και άλλα κομψοτεχνήματα, σε πολύ λίγη ώρα ξεπούλησε.
Επιστρέφοντας στην σπηλιά του, του μπήκε ο λογισμός να ξαναφτιάξει γρήγορα κι άλλα ερχόχειρα, προκειμένου να τα πουλήσει και να κάνει και φιλανθρωπίες!
Τα ξεπούλησε κι αυτά, χωρίς ευλογία, και σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε ένα σοβαρό οικονομικό ποσό.
Το μοίρασε σε φτωχούς, χήρες και άλλους έχοντες ανάγκη και ευχαριστήθηκε πολύ.
Έτσι άρχισε να παραμελεί τα πνευματικά του καθήκοντα, να αλλοιώνεται η μοναχική του ζωή, κατασκευάζοντας κάθε μέρα καινούρια εργόχειρα, τα οποία ανανέωσε φτιάχνοντας και άλλα ξύλινα σκεύη.
Κάποτε αποφάσισε κι έφυγε από την σπηλιά που ασκήτευε, για να εγκατασταθεί στην πόλη και να έχει το δικό του εργαστήριο.
Έτσι ο δαίμονας της πλάνης και ο δαίμονας του πλούτου, αφού τον έβγαλαν από το σπήλαιο που ζούσε, ύστερα του φύτευσαν την ιδέα να αποβάλλει και τα ράσσα, προκειμένου να ασχολείται με την ξυλογλυπτική.
Λαικός πλέον με αρκετά χρήματα και μεγάλο σεβασμό και κύρος στην κοινωνία της πόλης παντρεύτηκε.
Κάθε φορά όμως που γεννούσε η γυναίκα του, το παιδί που έβγαινε στον κόσμο γεννιόταν νεκρό.
Έτσι έφτασε να έχει χάσει δέκα παιδιά και λίγο καιρό αργότερα και την γυναίκα του.
Λίγο καιρό αργότερα έπεσε μεγάλη πείνα στην πόλη και αναγκάστηκε να κλείσει και το εργαστήριό του!
Αρρώστησε βαριά και ερχόμενος στα λογικά του, θυμήθηκε τον γέροντά του και αποφάσισε να ξαναγυρίσει μετά από χρόνια στην σπηλιά της μετανοίας του.
Εκοιμήθη αιφνιδίως, βαδίζοντας στον δρόμο προς το σπήλαιο...!
Στο σακκίδιο, που κουβαλούσε βρέθηκαν δεκάδες χρυσά νομίσματα, διάσπαρτα καταμεσής του δρόμου...!
Υ.Γ. Οιαδήποτε ομοιότης του επιλόγου εκ του Γεροντικού με την ουσία του άρθρου δεν είναι καθόλου συμπτωματική!
Εύχεσθε!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
''ΤΕΡΑΤΑ ΓΗΣ''
Αὐτά τά φρικτά σημεῖα εἶδε μέ τό προφητικό του μάτι, αἰῶνες πρό Χριστοῦ,
ὁ προφήτης Ἰωήλ (Ἰωήλ γ΄ 3).
«Τέρατα γῆς»!
Ἔτσι τά ὀνομάζει. «Τέρατα».
Φοβερά, συγκλονιστικά δηλαδή θεάματα.
Τέτοια πού νά ἐμβάλλουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σέ φόβο ἰσχυρό, τρόμο, δέος.
«Τέρατα γῆς»!
Διότι εἶδε καί ἄλλα «τέρατα», ἐπάνω στόν οὐρανό.
Τόν ἥλιο νά μεταστρέφεται σέ σκοτάδι πηχτό, καί τή σελήνη νά κοκκινίζει,
νά παίρνει τό χρῶμα τοῦ αἵματος (Ἰωήλ γ΄ 4).
Στή γῆ κάτω εἶδε τά ἄλλα.
Αἷμα πολύ νά χύνεται, σάν ποτάμι νά κατακλύζει τή γῆ.
Καί φωτιά.
Φωτιά νά κατατρώει τά πάντα στό πέρασμά της.
Πυρκαγιά μεγάλη.
Καὶ μαζὶ μ’ αὐτά, καπνὸς νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω σὰν στήλη. Νέφη καπνοῦ νὰ καλύπτουν τὴν ἀτμόσφαιρα. Τί σημαίνουν, Ἰωήλ, ὅλα αὐτά; Ἀλλὰ οἱ προφῆτες δὲν ἑρμήνευαν ὅλα ὅσα ἔβλεπαν. Τὰ μετέφεραν ὅμως στὸν κόσμο ὅπως τὰ εἶδαν, γιὰ νὰ κρατοῦν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων σὲ ἐγρήγορση πνευματικὴ καὶ νὰ τὶς προδιαθέτουν σὲ μετάνοια. Παρόμοιες εἰκόνες καὶ ἄλλοι προφῆτες εἶχαν δεῖ: ὁ Ἡσαΐας, ὁ Ἰεζεκιήλ. Συμβολικὲς εἰκόνες, ποὺ δηλώνουν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐνέργειές Του μέσα στὸν κόσμο. Καὶ κυρίως ὑπογραμμίζουν τὴ μεγαλειότητά Του καὶ τὴ δικαστική Του κρίση· ὅτι δὲν εἶναι ἕνας Θεὸς ἀπόμακρος ἀπὸ τὸν κόσμο, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν, ἀλλὰ Θεὸς ποὺ παρακολουθεῖ ὅλα ὅσα συμβαίνουν ἐπάνω στὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ἐλέγχει τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Θεὸς ποὺ θὰ ἐμφανισθεῖ γιὰ νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη, καὶ τότε ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν ἀποστάτες καὶ ὑβριστές, ἄπιστοι καὶ διεστραμμένοι. Αὐτοὶ νὰ φοβοῦνται, δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι.
Δὲν μπορεῖς νὰ παίζεις μὲ τὸν Θεό. Οὔτε νὰ Τὸν ἀγνοεῖς. Εἶναι φοβερός. «Αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ»! Σημεῖα ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐξάλλου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξέθεσε στοὺς Μαθητές Του (πρβ. Ματθ. κδ΄) ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια προφητεία ὑποδηλώνει μὲ τὴν ἔκφραση ποὺ ἀκολουθεῖ «πρὶν ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ γ΄ 4), τὴν ἡμέρα δηλαδὴ τῆς Παγκόσμιας Κρίσεως. Σημεῖα ὅμως ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁπότε «ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν» (πρβ. Ματθ. κζ΄ 45, 51), ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, ὅταν, ἡμέρες πιὸ πρίν, ἔβλεπαν οἱ Ἰουδαῖοι – σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Ἰωσήπου – παρόμοια σημεῖα ἐκφοβιστικὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ.
Ἐξάλλου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συνέδεσε τὰ σημεῖα πρὸ τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του μὲ ἐκεῖνα πρὸ τῆς καταστροφῆς τῶν Ἱεροσολύμων. Μία διαφορετικὴ ἑρμηνεία τῶν «τεράτων τῆς γῆς» τοῦ Ἰωὴλ ἔρχεται νὰ παραθέσει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὴν προσφέρει τόσο ἐπιτυχημένα μὲ τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ὄρθρου τῆς 26ης Δεκεμβρίου: «Αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ, τέρατα γῆς, ἃ προεῖδεν Ἰωήλ. Αἷμα τὴν σάρκωσιν, πῦρ τὴν θεότητα, ἀτμίδα δὲ καπνοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπελθὸν τῇ Παρθένῳ καὶ κόσμον εὐωδιάσαν. Μέγα τὸ μυστήριον τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, Κύριε, δόξα σοι». Ὑψηλὴ ποιητικὴ ἔμπνευση τοῦ ἱεροῦ ὑμνωδοῦ! Βλέπει τὰ «τέρατα γῆς» τοῦ προφήτη, τὸ αἷμα, τὸ πῦρ, τὴν ἀτμίδα καπνοῦ, καὶ διαπιστώνει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν καὶ ἐκπλήρωση στὸ φρικτό, μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ ἐξηγεῖ: «Αἷμα τὴν σάρκωσιν».
Τὸ αἷμα, λέει, ποὺ εἶδε ὁ Ἰωήλ, συμβολίζει τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Μυστήριο φοβερό. Πῶς ὁ ἄσαρκος Θεός, ὁ ἀναφής, ὁ ἀπρόσιτος, γίνεται ψηλαφητὸς ἄνθρωπος, λαμβάνει σάρκα καὶ ὀστά, αἷμα ἀνθρώπινο ἀπὸ τὰ πανάσπιλα σπλάχνα τῆς πανυπεράγνου Κόρης! Ὁ Θεὸς ἄνθρωπος!... Τόσο κοντά μας, ὅμοιος μ’ ἐμᾶς, ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς. Γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν πλησιάζουμε. Γιὰ νὰ καθίσταται δυνατὴ ἡ ἕνωσή μας μαζί Του, ἡ θέωσή μας. «Πῦρ τὴν θεότητα». Ἄνθρωπο βλέπουμε. Μὰ δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος. Εἶναι συνάμα ὁ φοβερὸς Θεός, τὸν Ὁποῖο τὰ ἄϋλα ἀγγελικὰ πνεύματα δὲν τολμοῦν οὔτε νὰ Τὸν ἀτενίζουν. Φρικτὸ τὸ μεγαλεῖο Του. Μεγαλοπρεπὴς ἡ δόξα Του. Ἀπροσπέλαστη. Πῦρ! «Πῦρ καταναλίσκον» ὁ Θεός μας (Ἑβρ. ιβ΄ 29), Αὐτὸς ποὺ τώρα κείτεται μέσα στὸ παχνὶ τῶν ζώων, βρέφος νὰ κλαυθμυρίζει... «Ἀτμίδα δὲ καπνοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀτμίδα τοῦ καπνοῦ· τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἦλθε καὶ ἐπεσκίασε τὴν ἀειπάρθενο Κόρη καὶ συνδημιούργησε μέσα της τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν κόσμο εὐωδίασε μὲ τὴ Χάρη Του ὅλη τὴν οἰκουμένη, ὅπως εὐωδιάζει ὁ καπνὸς τοῦ θυμιάματος. «Τέρατα γῆς»! Φοβερὰ πράγματα, μυστήρια ἀπροσπέλαστα, ἀκατανόητα μὲ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Πραγματικά, δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάζουμε τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπροετοίμαστοι.
Κινδυνεύουμε, εἴτε νά μήν καταλάβουμε τίποτε – τό λιγότερο –
εἴτε – τό χειρότερο – νά καοῦμε ἀπό τή φωτιά τοῦ μυστηρίου,
ἂν τολμήσουμε νά δεχθοῦμε μέσα μας τόν «πάμφωτον ἄνθρακα»,
τή σάρκα καί τό αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου,
μέ χείλη ἄναγνα καί καρδιά ρυπαρή.
Ἀντιθέτως, μέ παρρησία νά προσέλθουμε στήν κοινωνία τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου,
ὅταν πρωτίστως ἔχουμε καθαρίσει τήν καρδιά μας ἀπό τά πάθη
καί τήν ἔχουμε προετοιμάσει μυστηριακά πνευματικά μέ τίς ἅγιες ἀρετές.
Τότε τό «αἷμα» τοῦ Κυρίου θά μᾶς ἁγιάσει,
τό «πῦρ» τῆς θεότητος θά μᾶς ἐξαγνίσει
καί ἡ «ἀτμίς καπνοῦ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά μᾶς εὐωδιάσει.
Κι ἐμεῖς, γεμάτοι χαρά καί εὐγνωμοσύνη, θά Τόν ὑμνοῦμε ἀκαταπαύστως:
«Κύριε, δόξα σοι».
Εκ του περιοδικού ''Ο ΣΩΤΗΡ''.
Αναδημοσίευση από το Ιστολόγιο ''Ακτίνες''.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ
Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας
εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον τιμημένους ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
πού τόν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοί στίς περιστάσεις
ὅπως τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο Γεώργιο καί τόν ἅγιο Δημήτριο.
Τό τίμιο λείψανό του τό ἔχει ἡ Κέρκυρα,
ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τό λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου
κ᾿ ἡ Κεφαλληνία τόν ἅγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στόν καιρό τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στό νησί τῆς Κύπρου,
ἀπό γονιούς φτωχούς.
Γι᾿ αὐτό στά μικρά χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καί φύλαγε πρόβατα.
Ἤτανε πολύ ἁπλός στή γνώμη
σάν τούς ψαράδες πού διάλεξε ὁ Χριστός νά τούς κάνει μαθητές του.
Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθοῦντα, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός. Μὲ τὴν προσευχή του μάζευε τὰ σύννεφα κ᾿ ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορίτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: «καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοίς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σίτον συνέσχον».
Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἕλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του. Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ᾿ οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο.
Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι᾿ αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾶ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει. Κι᾿ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχὰ τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ᾿ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἆναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τοὺς χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε. Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.
Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναίκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ τῆς πέθανε ἡ ἴδια. Κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναίκα. Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι᾿ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζωντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.
Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τοὺς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε «Καὶ τῷ πνεύματί σου» ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία. Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ᾿ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθοῦντα κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων. Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι᾿ αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι᾿ ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ᾿ ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι᾿ ἀπὸ τότε βρίσκεται σ᾿ αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὁποῦ περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δυὸ φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους. Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο. Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον». Ὁ σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν».
Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα. «Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα· τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ῥεῖθρον μὴ κενούμενον...». «Πράος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραὶς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θείᾳ χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι...». «Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τὴ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τὴ ἀκακία, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον».
Μωϋσέως τό ἄπλαστον, Δαυίδ τό πρᾶον,
Ἰώβ τοῦ Αὐσίτιδος τό ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε:
Ὁ ὢν εὐλογημένος καί ὑπερένδοξος».
«Σέ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικήν τό Πνεῦμα, πνευματοφόρε,
ὡς τόν Μωσέα καί Δαυίδ ὧν ἐμιμήσω τό πράον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης».
Τό ἀπολυτίκιον λέει:
«Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος,
καί θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ἡμῶν.
Διό νεκρά Συ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καί ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες·
καί ἐν τῷ μέλπειν τάς ἁγίας Σου εὐχάς,
Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε.
Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι· δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι·
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ πᾶσιν ἰάματα».
Φώτη Κόντογλου:
''Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων. Προστάτης τῶν Φτωχῶν, Πατέρας τῶν Ὀρφανῶν, Δάσκαλος τῶν Ἁμαρτωλῶν''.
Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996. Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
''Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων. Προστάτης τῶν Φτωχῶν, Πατέρας τῶν Ὀρφανῶν, Δάσκαλος τῶν Ἁμαρτωλῶν''.
Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996. Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Φώτης Κόντογλου
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016
Η ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ''ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ''
Εκ της Ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής, της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών. ΕΔΩ.
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016
ΔΙΑΤΙ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΣΟΥ ΠΑΤΕΡ ΘΕΕ;
Ὦ Φιλεύσπλαγχνε Πατέρα,
Ἐσύ, ὁ Ὁποῖος εἶσαι ὁ Θεός καί ἡ Πηγή τῆς Εἰρήνης, ἀπέστειλας σέ μᾶς τόν Μονογενῆ Υἱόν Σου,
ὡς Ἀγγελιαφόρο / Μηνυτήν τῆς προαιωνίου Μεγάλης Ἀποφάσεώς Σου,
δηλαδή νά Σαρκωθῆ Αὐτός, γιά νά μᾶς προσφέρη τήν Εἰρήνη καί τήν Συμφιλίωσι μέ Σένα.
Γιά τόν λόγο αὐτόν,
Σέ δοξολογοῦμε, Φιλάνθρωπε Πατέρα,
ἐμεῖς πού ὡδηγηθήκαμε στό Φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τώρα, ἀπό τήν νύκτα τῆς ἀσεβείας,
εὑρισκόμεθα στήν αὐγή τῆς Εὐσεβείας.
Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἑρμηνεία εἰς τόν Εἱρμόν τῆς ᾨδῆς Ε΄ τοῦ Πεζοῦ Κανόνος τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, Ποιήματος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελῳδοῦ
Ἐκ πολλῶν ῥητῶν τῶν [Ἁγίων] Γραφῶν συγκροτεῖ τὸν παρόντα Εἱρμὸν [τῆς ᾨδῆς Ε΄] ὁ ἱεράρχης Κοσμᾶς· τὸ μὲν γὰρ «Θεὸς Εἰρήνης» ἐδανείσθη ἀπὸ τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολήν, τὴν λέγουσαν: «Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν» (Φιλιπ. δ΄ 9), ὁμοίως καὶ ἀπὸ τὸ ιϚ΄ κεφ. στίχ. 20 τῆς πρὸς Ῥωμαίους, καὶ ἀπὸ τὸ ιγ ΄ κεφ. στίχ. 20 τῆς πρὸς Ἑβραίους· τὸ δὲ «Πατὴρ τῶν Οἰκτιρμῶν» ἐδανείσθη ἀπὸ τὴν πρὸς Κορινθίους δευτέραν κεφ. α΄ στίχ. 3· τὸ δὲ «Τῆς Μεγάλης Βουλῆς Σου τὸν Ἄγγελον» ἐδανείσθη ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν, λέγοντα περὶ τοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καλεῖται τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος» (Ἡσ. θ΄ 6)· τὸ δὲ «Εἰρήνην παρεχόμενον» ἐρανίσθη ἀπὸ τὸν [Εὐαγγελιστὴν] Ἰωάννην, λέγοντα: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν Ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ΄ 27), καὶ ἀπὸ τὸν [ Ἀπόστολον] Παῦλον, εἰπόντα «Χριστός ἐστιν ἡ Εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν, ὁ καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας» (Ἐφ. β΄ 14)· τὸ δὲ «Φῶς τῆς θεογνωσίας» ἐπάρθη ἀπὸ τὸν Ἀββακούμ, ὅπου λέγει: «Καὶ φέγγος Αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται» (Ἀβ. γ΄ 4)· τὸ δὲ «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες» ἐλήφθη ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν, λέγοντα: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς Σὲ ὁ Θεὸς» (Ἡσ. κϛ΄ 9).
Ἀπὸ τόσας λοιπὸν ῥήσεις συγκροτήσας τὸ Τροπάριον τοῦτο ὁ Μελῳδός, εἶτα ἐπιστρέφων πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, λέγει πρὸς Αὐτόν: «Ὦ Φιλανθρωπότατε Δέσποτα, Σὺ Θεὸς ὢν τῆς Εἰρήνης, καὶ Πατὴρ τῶν Οἰκτιρμῶν, ἀπέστειλας εἰς ἡμᾶς τὸν Μονογενῆ Σου Υἱόν, τὸν Ἄγγελον (Μηνυτὴν) γενόμενον τῆς Μεγάλης καὶ Προαιωνίου καὶ Ἀῤῥήτου Βουλῆς Σου, τῆς περὶ τῆς Ἐνσάρκου οὔσης Οἰκονομίας Αὐτοῦ». Ἔφη δὲ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος: «Μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός ἐστι, τὸ σεσιγημένον καὶ ἄγνωστον τῆς Οἰκονομίας Μυστήριον· ὅπερ πληρώσας διὰ τῆς Σαρκώσεως ὁ Μονογενὴς Υἱὸς ἀπεκάλυψεν, Ἄγγελος γε- νόμενος τῆς Μεγάλης τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς προαιωνίου Βουλῆς. Γίνεται δὲ τῆς Μεγάλης τοῦ Θεοῦ Βουλῆς Ἄγγελος ὁ γνοὺς τοῦ Μυστηρίου τὸν λόγον· καὶ τοσοῦτον ἔργῳ τε καὶ λόγῳ διὰ πάντων ἀκαταλήπτως ὑψούμενος, μέχρις ἂν φθάσῃ τὸν πρὸς αὐτὸν τοσοῦτον κατελθόντα» (Κεφ. κγ΄ τῆς Β΄ Ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν).
Τὸ δὲ «Ἀπέστειλας» (εὐδόκησας νὰ ἔλθῃ εἰς ἡμᾶς ὁ Υἱός Σου) εἶπεν ὁ Μελῳδός, διότι ἡ Ἀποστολὴ τοῦ Υἱοῦ τὴν Εὐδοκίαν δηλοῖ τοῦ Πατρός, καθὼς ἐνόησεν ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγ. εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν). Τὸ δὲ «Εὐδοκία» πάλιν θέλει νὰ εἰπῇ τὸ Προηγούμενον Θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Δαμασκηνὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριον· οὐ γὰρ Ἑπόμενον, ἀλλὰ Προηγούμενον Θέλημα Θεοῦ ἦτον ἡ Ἔνσαρκος Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Διὰ τί δὲ Ἀπέστειλας τὸν Υἱόν Σου, Πάτερ Θεέ; Διὰ νὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς εἰρήνην· διὰ νὰ εἰρηνοποιήσῃ ἡμᾶς πρῶτον μὲ τὸν Θεόν, δεύτερον μὲ τοὺς Ἀγγέλους, πρὸς τοὺς ὁποίους εἴχομεν μάχην· τρίτον μὲ τοὺς ὁμοφύλους ἡμῶν ἀνθρώπους, διότι καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐμαχόμεθα· καὶ τέταρτον μὲ τὸν ἑαυτόν μας.
Ἀδιάφορον δὲ εἶναι [χρησιμοποιεῖται χωρὶς διάκρισι, δὲν κυριολεκτεῖ] τὸ «παρεχόμενον», καθότι ἡ ἀκρίβεια ἀπῄτει νὰ γράφεται «παρεξόμενον», ἐπειδὴ τὰ κινήσεως σημαντικὰ ῥήματα, ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ «ἀπέστειλας», μετὰ μετοχῆς μέλλοντος χρόνου συν- τάσσονται, ἀντὶ τελικοῦ ἀπαρεμφάτου. Σημειοῦμεν δὲ ἐνταῦθα τὸν φοβερὸν λόγον, ὅπου λέγει ὁ θεῖος Μάξιμος, ὅτι ἂν καὶ ἐφιλίωσε καὶ εἰρήνευσεν ἡμᾶς μὲ τὸν Πατέρα ὁ Υἱός, ἐν ὅσῳ ὅμως δουλεύομεν εἰς τὰ πάθη καὶ τὸν διάβολον, εἰρήνην καὶ φιλίαν δὲν ἔχομεν μὲ τὸν Θεόν· οὕτω γὰρ λέγει: «Ἀδύνατόν ἐστι ἡμᾶς φιλιωθῆναι Θεῷ, διὰ τῶν παθῶν πρὸς Αὐτὸν στασιάζοντας (ἐφ᾿ ὅσον ἐπαναστατοῦμε), καὶ τῷ πονηρῷ τυράννῳ καὶ φονευτῇ τῶν ψυχῶν διαβόλῳ διὰ κακίας δασμοφορεῖν (νὰ πληρώνουμε φόρο) ἀνεχομένους, μὴ πρότερον διόλου πολεμωθέντας (ἂν δὲν πολεμήσουμε) τῷ πονηρῷ· μέχρι γὰρ τότε Τούτου (τοῦ Θεοῦ) καθεστήκαμεν ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι, κἂν πιστῶν προσηγορίαν ἡμῖν αὐτοῖς περιπλάττωμεν (καὶ ἂς πλάθουμε), μέχρις οὗ πάθεσιν ἀτιμίας δουλεύειν βουλόμεθα.
Καὶ οὐδὲν ὄφελος ἡμῖν ἐκ τῆς κατὰ κόσμον εἰρήνης λοιπὸν περιγενήσεται (καμμία ὠφέλεια δὲν θὰ ἔχουμε), τῆς ψυχῆς κακῶς διακειμένης, καὶ πρὸς τὸν ἴδιον Ποιητὴν στασιαζούσης (ἐφ᾿ 4 ὅσον ἐπαναστατεῖ) καὶ ὑπὸ τὴν Αὐτοῦ Βασιλείαν γενέσθαι οὐκ ἀνεχομένης» (Κεφ. μα΄ τῆς Γ΄ Ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν). Ἐκ τῆς Ἐνσάρκου δὲ Παρουσίας τοῦ Υἱοῦ Σου, ἀκολουθεῖ ὁ Μελῳδός, ἡμεῖς τὰ πεπλανημένα Ἔθνη ὡδηγήθημεν εἰς τὸ Φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῆς Εὐσεβείας καὶ Πίστεως· διὰ τοῦτο «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες», ἤτοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ ἀσέβειαν ἐλθόντες εἰς τὴν Εὐσέβειαν, «δοξολογοῦμέν Σε, Φι- λάνθρωπε» Κύριε. Εἶπε δὲ τοῦτο, διὰ νὰ δείξῃ, ὅτι εἶναι πέμπτη ᾨδὴ ἡ παροῦσα, τῆς ὁποίας ποιητὴς εἶναι ὁ Ἡσαΐας, εἰπών: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς Σὲ ὁ Θεός», ὡς προείρηται. Ἐδῶ προτείνει μίαν ἀπορίαν ὁ τῶν Κανόνων ἑρμηνευτὴς Θεόδωρος, λέγων: «Ἐπειδὴ ἡ ἀσέβεια εἶναι νύκτα, ἡ δὲ εὐσέβεια, ἐκ τοῦ ἐναντίου, εἶναι ἡμέρα, διὰ τί ὁ Ἡσαΐας καὶ ὁ Μελῳδὸς δὲν εἶπον, ὅτι ἐκ νυκτὸς ἦλθον εἰς τὴν ἡμέραν, ἀλλ᾿ εἰς τὸν ὄρθρον;».
Ταύτην λοιπὸν τὴν ἀπορίαν λύων αὐτός, λέγει: «Καθὼς εἰς μὲν τὴν νύκτα παντελῶς δὲν βλέπει ὁ ὀφθαλμός, εἰς δὲ τὴν ἡμέραν, ἐκ τοῦ ἐναντίου, βλέπει καθαρῶς καὶ ἀπλανῶς, εἰς δὲ τὸν ὄρθρον βλέπει μὲν ὀλίγον, οὐχὶ ὅμως καθαρῶς· μέσον γὰρ εἶναι ὁ ὄρθρος τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας, καὶ οὔτε πάντῃ σκοτεινός, ὡς ἡ νύκτα, οὔτε πάντῃ φωτεινός, ὡς ἡ ἡμέρα· τοιουτοτρόπως: νύκτα μὲν σκοτεινὴ καὶ ἀσέληνος εἶναι ἡ ἀσέβεια, καὶ οἱ ἐν τῇ ἀσεβείᾳ εὑρισκόμενοι· ἡμέρα δὲ ὁλόφωτος εἶναι ἡ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι κατάστασις, καὶ ἡ τοῖς Ἁγίοις μέλλουσα ἀποκαλυφθῆναι δόξα καὶ γνῶσις τῶν Μυστηρίων· ὄρθρος δὲ εἶναι ἡ ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι τῶν εὐσεβῶν κατάστασις· ἐν ταύτῃ γὰρ οἱ εὐσεβεῖς καὶ Ἅγιοι εὑρι- σκόμενοι, δὲν δύνανται νὰ θεωρήσουν τρανῶς καὶ καθαρῶς τὰ θεῖα Μυστήρια, διότι ἐμποδίζονται ἀπὸ τὸ σκέπασμα τοῦ ὑλικοῦ τούτου καὶ παχέος σώματος.
Διὰ τοῦτο, ὁ μὲν Παῦλος ἔγραφε πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Βλέπομεν ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου καὶ ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12)· ὁ δὲ Θεολόγος Γρηγόριος εἶπε: «Τὰ ἐνταῦθα δευτέρας ἐλλάμψεως»· καὶ ἀλλαχοῦ: «Ὡς ἂν καθαρῶς ἐποπτεύωμεν τὴν μακαρίαν Τριάδα, Ἧς νῦν μετρίας δεδέγμεθα τὰς ἐμφάσεις»· καὶ ἐν τῷ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν Λόγῳ: «Πείθει δέ με τὸ μέτριον ἐνταῦθα φέγγος τῆς ἀληθείας, λαμπρότητα Θεοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν», ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, δηλαδή.
Εἰ δέ καί ἀπορεῖ τινάς:
πῶς [ὅμως] ὁ Παῦλος, γράφων πρός Ῥωμαίους, εἶπεν:
«Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους, καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός· ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν» (Ῥωμ. ιγ΄ 12-13);
Εἰς τοῦτο ἀποκρινόμεθα, ὅτι δέν εἶπεν ὁ Παῦλος «ἐν ἡμέρᾳ», ἀλλά «ὡς ἐν ἡμέρᾳ»·
τό δέ «ὡς» ὁμοιωματικόν εἶναι μόριον, καί δηλοῖ ὁμοίωμα ἡμέρας, καί ὄχι αὐτήν τήν ἡμέραν, καθώς καί τό περί τοῦ Προφήτου Ἠλιού εἰρημένον:
«Ἀνελήφθη ὡς εἰς τόν Οὐρανόν» [Δ΄ Βασιλ. β΄ 11], δηλοῖ ὅτι ἀνέβη, ὄχι εἰς τόν Οὐρανόν, ἀλλά εἰς ὑψηλότερον τόπον τῆς γῆς.
Καί ὁ ὄρθρος λοιπόν ἡμέρα μέν δέν εἶναι, ὡς ἡμέρα δέ καί εἶναι καί λέγεται·
καθότι καί αὐτός δίδει μέν εἰς τόν ὀφθαλμόν νά βλέπῃ, ὄχι ὅμως καθαρῶς ὡς ἡ ἡμέρα, ἀλλά μέ τρόπον μεσαῖον ὄντα τῆς ἡμέρας καί τῆς νυκτός, ὡς εἴπομεν.
Εκ της Ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής,
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
ΑΓΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση
που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα,
δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο,
όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια,
που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου,
με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.
Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά,
κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα,
και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη,
που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος,
κατά τον αναβαθμό που λέγει:
«Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».
Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού».
Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος». Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου».
Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης. Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα.
Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση; Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό.
Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει , αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή.
Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα,
και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας,
με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία.
Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος,
να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του.
Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη),
τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».
Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός.
Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου.
Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία,
σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος,
«ήχος καθαρός εορταζόντων». […]
Εκ του βιβλίου του Φώτη Κόντογλου: ''Το Αιβαλί η πατρίδα μου''. Εκδόσεις Άγκυρα. Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Πρόλογος εκ του βιβλίου: ''...Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής. Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής. Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους «αρχαίους ανθρώπους» της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές. Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας. Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του «η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου». Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης...''
Φώτης Κόντογλου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)