ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

''ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΑΣ...''




῞Ενας ἰατρὸς ἐπρόκειτο νὰ πάη σὲ μία κηδεία ἑνὸς ἐκ τῶν ἀσθενῶν του. Γιὰ κάποιον λόγο καθυστέρησε στὸ σπίτι του, καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ Κοιμητήριο, ἡ κηδεία εἶχε τελειώσει καὶ κανεὶς δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ.


Κρατώντας στὰ χέρια του μία ἀνθοδέσμη, κοίταζε ὁλόγυρα νὰ εὕρη κάποιον φρεσκοσκαμμένο τάφο, καί, ὅσο περισσότερο σκοτείνιαζε, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψη στὸ σπίτι του. Ὅμως στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς διὰ μέσου τῶν μακρῶν δενδροστοιχιῶν τοῦ Κοιμητηρίου, δὲν ἤξερε τὶ νὰ κάνη μὲ τὰ λουλούδια, κι ἔτσι τὰ ἐναπέθεσε σ᾿ ἕναν ἄγνωστό του παλαιὸ τάφο.


Τὴν νύκτα εἶδε ἕνα ὄνειρο: μία νεαρὴ κοπέλλα τοῦ ἐμφανίσθηκε, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐπώνυμό της, καὶ τοῦ εἶπε πολὺ καθαρά: «Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὰ λουλούδια σας· ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας μου, δέκα χρόνια πρίν, κανεὶς ποτὲ δὲν μὲ θυμήθηκε, καὶ ἐσεῖς εἶσθε ὁ πρῶτος ποὺ τοποθετήσατε λουλούδια στὸν τάφο μου».


Τὸ πρωῒ ὁ ἰατρὸς σηκώθηκε συγκλονισμένος καὶ ἀπεφάσισε νὰ πάη στὸ γραφεῖο τοῦ Κοιμητηρίου, γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ ἀρχεῖο. Πρὸς ἐξαίρετη κατάπληξί του, εὑρῆκε τὸ ὄνομα τῆς κοπέλλας καὶ τὸν ἀριθμὸ τοῦ μνήματός της.


πὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔγινε ἕνας ἀληθινὸς Χριστιανός, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του πάντοτε θυμόταν στὶς προσευχές του ἐκείνη τὴν κοπέλλα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ  Παντοκράτωρ Κύριος καὶ Θεός μας, κατὰ τὸ ἄπειρον ἔλεός Του, ἐπέστρεψε στὴν Πίστι τὴν πτωχή του ψυχή.



Αὐτὴ εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία, ἡ ὁποία συνέβη στὴν Σερβία τὸ 1940-42.
Ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ Μητροπολίτου κ. Βιταλίου (Ρ.Ο.Ε.Δ.) πρὸς τὴν Ἀδελφότητα
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἐδουάρδου Ἀγγλίας
(Βλ. Περιοδικὸ «The Shepherd», Νο7 /April 1991, p. 9-10).
Ἐπιμέλ. ἡμετ.




.Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ




Ο ηθοποιός Σερβετάλης αποχώρησε από τη θεατρική παράσταση «Ρινόκερος» του Ιονέσκο λόγω των νέων μέτρων που αποκλείουν ανεμβολίαστους και από το θέατρο. Πολλοί οι επικριτές, αλλά ακόμη περισσότεροι οι υποστηρικτές του. Πολλοί είδαν απλά έναν ηθοποιό να φεύγει από μία παράσταση. Καθώς δεν γνώριζαν το έργο, δεν μπορούσαν να κάνουν τη σύνδεση με την πράξη του Σερβετάλη.


Από τη Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου


Στον «Ρινόκερο» ο Ιονέσκο δείχνει πώς μία κοινωνία ανθρώπων μετατρέπεται σε παχύδερμα. Στην αρχή οι πρώτοι ρινόκεροι σοκάρουν, στη συνέχεια γίνονται περισσότεροι και παύουν να ενοχλούν, μέχρι που στο τέλος όλοι οι φίλοι του ήρωα, όλος ο κόσμος του γίνεται ρινόκερος. Ο ήρωας είναι ο μόνος άνθρωπος του έργου ο οποίος στο τέλος αναφωνεί «δεν θα συνθηκολογήσω».


Ο Ιονέσκο δείχνει ουσιαστικά πώς μία κοινωνία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κτήνος. Ο,τι στην αρχή σοκάρει, γρήγορα γίνεται αποδεκτό από όλο και περισσότερους. Η επιλογή του παχύδερμου και άσχημου ρινόκερου ως ζώο που αντικαθιστά τον άνθρωπο δεν είναι τυχαία.


Ο Σερβετάλης ενσαρκώνει αυτόν τον ήρωα.


Ο Σερβετάλης κάνει πράξη ζωής το μήνυμα που θέλει να περάσει το έργο. Και βγαίνουν οι ρινόκεροι να τον κατηγορήσουν που δεν έγινε ρινόκερος και αυτός. Μα, αγαπητοί, δεν θα μπορούσε πια να παίξει στο έργο. Στο έργο ο ήρωας παραμένει άνθρωπος. Δεν γίνεται παχύδερμο.


Ο μόνος τρόπος για να παραμείνει άνθρωπος ήταν να αποχωρήσει. Αν παρέμενε στο έργο, ουσιαστικά είχε συνθηκολογήσει με τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε καλούς εμβολιασμένους και κακούς ανεμβολίαστους, στο διχαστικό δηλαδή αφήγημα που διαλύει την ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία. Είναι σαν να παίζεις τον αντιστασιακό που πολεμά τον φασισμό και την ίδια στιγμή να τρως και να πίνεις με το καθεστώς. Απλά δεν γίνεται.


Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. 'Οταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε» είχε πει και ο Χατζιδάκις. Ηταν λογικό λοιπόν ο ηθοποιός να ξεσηκώσει πόλεμο εναντίον του, γιατί με την τόλμη του έδωσε στους επικριτές του τον καθρέφτη να δουν τον ρινόκερο που έκρυβαν μέσα τους.


Ο Σερβετάλης με τη μετρημένη αντίδρασή του, τη λιτότητα των λόγων του και τη σεμνότητά του έδειξε ότι ηθοποιός σημαίνει φως, ότι ποιεί ήθος. Πώς να του το συγχωρέσουν πολλοί λοιπόν, όταν έχουν συμβιβαστεί με τα σκοτάδια μέσα στα οποία ζούμε και το ίδιο το τέρας δεν τους τρομάζει πια, γιατί απλά του μοιάζουν;



Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου: Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών, Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle



NEWSBREAK


Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΘΩΝΗΣ κ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ




Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.





Ομιλία στο Ευαγγέλιο Η' Λουκά (2021)


Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙ ΜΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ;





Μία, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴν εἶπε ὁ Κύριος μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτησι ἑνὸς νομικοῦ «τίς ἐστί μου πλησίον;», καὶ ἀποτελεῖ σύνοψι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, περίληψι ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Περιέχειὕψος ἰδεῶν, ποὺ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες. Ὦ Κύριε! Τὸ πρόβλημα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων πού, παρ᾿ ὅλα τὰ σχέδια τὰ σύμφωνα καὶ τὰ καταστατικὰ ἔχει γίνει τὸ πιὸ περίπλοκο, τὸ ἔλυσες ἐσὺ μὲ τὴν παραβολὴ αὐτή. Μὲ τὴ φράσι «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ.10,37) ἔδειξες τὸν κανόνα συμπεριφορᾶς κάθε ἀνθρώπου πρὸς τὸ συνάνθρωπό του. Ὑπῆρξαν ἄτομα ποὺ ῥύθμισαν καὶ ῥυθμίζουν τὴ ζωή τους σύμφωνα μ᾽ αὐτόν· ἀλλὰ πότε ἡ ἀνθρωπότης ὡς σύνολο θὰ νιώσῃ τὸ πνεῦμα σου, θὰ θελήσῃ νὰ ἐφαρμόσῃ τὰ διδάγματά σου;Δὲν θὰ κάνουμε λεπτομερῆ ἀνάλυσι τῆς παραβολῆς· θὰ ἐμβαθύνουμε μόνο στὴ λέξι «πλησίον».


Ποιός εἶνε ὁ «πλησίον» ; Λέγοντας «πλησίον» συνήθως ἐννοοῦμε τὸν κοντινό, τὸ διπλανὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὴ βοήθειά μας. Κατὰ τὸ βαθύτερο ὅμως νόημα «πλησίον» , μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια ,ἀναδείχθηκε ΕΝΑΣ· ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀγάπη του εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους. Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε κοινωνικός. Ἔχει ἀνάγκη τὸν ἄλλο, γιὰ τὸν ὁποῖο νὰ μπορῇ νὰ λέῃ· «Αὐτὸς εἶνε πλησίον μου , στὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη, δὲ μ᾽ ἀφήνει ποτέμόνο». Ζητάει λοιπὸν νὰ δημιουργήσῃ σχέσεις μὲ τοὺς γύρω του. Συνδέεται μὲ πρόσωπα, ποὺ τὸ χαμόγελο, τὰ λόγια, οἱ τρόποι, τὰ προσόντα ποὺ φαίνεται νὰ τοὺς στολίζουν, ἡ ὅλη συμπεριφορά, τὸν ἑλκύουν καὶ τοῦ δίνουν ἐλπίδα, ὅτι ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς θ᾿ ἀνακαλύψῃ τὸν καλὸ σύντροφο, τὸν πιστὸ φίλο, τὸν εἰλικρινῆ σύμβουλο, τὸν ἰδεώδη ἄνθρωπο. Κι ὅταν νομίσῃ πὼς τὸν βρῆκε, φωνάζει χαρούμενος σὰν ἄλλος Ἀρχιμήδης· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζητοῦσα! Ἄχ ἐλπίδα ἀπατηλή, πόσα δράματα δὲν ἔχεις σκηνοθετήσει! Διότι ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἡ φιλία ἀποδεικνύεται κίβδηλη, πέφτει τὸ προσωπεῖο, γίνονται ἀποκαλυπτήρια τοῦ φίλου,καὶ τότε λὲς κατάπληκτος· Αὐτὸς λοιπὸν εἶν᾽ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὑπολόγιζα καὶ στήριζα ἐλπίδες;


λλοίμονο, πόσο μὲ διέψευσε! Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου; Δυὸ φίλοι βάδιζαν μαζὶ σὲ δάσος κι ἀλληλοϋπόσχονταν βοήθεια καὶ συμπαράστασι. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται μιὰ ἀρκούδα. Ὁ ἕνας τρέχει σκαρφαλώνει σ᾽ ἕνα δέντρο κι ἀφήνει τὸν ἄλλο κάτω.Αὐτός, ἐπειδὴ ἡ ἀρκούδα δὲν τρώει πτώματα,πέφτει κατὰ γῆς καὶ προσποιεῖται τὸ νεκρό. Τὸ θηρίο πλησιάζει, τὸν περιεργάζεται ἐνῷ ἐκεῖ -νος κρατάει τὴν ἀναπνοή του, κάτι φαίνεταιὅτι λέει στ᾽ αὐτί του καὶ φεύγει. Τί εἶπε; θὰ τὸξέρετε ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ μύθου… Νά ἡ ἐγκατάλειψις ἑνὸς φίλου σὲ ὥρα κινδύνου. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ φίλος μεταβάλλεται σὲ ἐχθρό , κακοῦργο καὶ λῃστὴ καὶ δήμιο, καὶ τότε ὁ ἀπατημένος φίλος ἀναστενάζει καὶ μονολογεῖ· Καταραμένη ἡ ὥρα ποὺ τὸν γνώρισα…Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ «πλησίον» σου μένῃπιστὸς ἀφωσιωμένος καὶ πρόθυμος γιὰ βοή-θεια, ἔρχονται ὅμως στὴ ζωὴ στιγμὲς τραγικές, ποὺ «ὁ πλησίον» αὐτός, παρ᾿ ὅλη τὴν καλή του διάθεσι, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσῃ. Νά, φτάνει ὁ θάνατος! τί μποροῦν νὰ σοῦ προσφέρουν οἱ ἄνθρωποί σου;


συμβαίνει κάτι χειρότερο, δηλαδὴ τί· διέπραξες μιὰ κρυφὴ ἁμαρτία, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὴ σκέπτεσαι φρίττεις· σὲ ποιόν, παρακαλῶ, θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου; Ἂν τὴν πῇς σ᾽ αὐτὸν ποὺ νομίζεις δικό σου, δὲν ἀποκλείεται νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ χιλιόμετρα μακριὰ λέγοντας· Σὲ ἀηδιάζω· σὲ θεωροῦσα ἄνθρωπο, κ᾽ ἐσὺ ἀποδείχθηκες ἕνα σιχαμένο τέρας… Κι ὅμως ἐσὺ ἔχεις ἀνάγκηἀνακουφίσεως. Ποιος θὰ κατευνάσῃ τὴν τρικυμία σου, ποιός θὰ ἐπουλώσῃ τὴν πληγή σου ποὺ στάζει αἷμα; Γιὰ τέτοιες τραγικὲς ὧρες ὁ προφήτης Δαυῒδ ψάλλει τοὺς μελαγχολικοὺς ἐκείνους στίχους τοῦ 37ου ψαλμοῦ· «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰ σχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν» (Ψαλμ. 37,11-12). Οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητεύουν. Καὶ οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι ἀποδεικνύονται ξένοι καὶ κάνουν τὴ ζωὴ ἀκόμα πιὸ τραγική.Καὶ ὅμως, παρ᾿ ὅλες τὶς διαψεύσεις, ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀναζητῇ τὸν «πλησίον» του! Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτός; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ «Ο ΠΛΗΣΙΟΝ» . Πρὶν ἀπὸ 2.000 περίπου χρόνια ἔκανε τὴν ἐμφάνισί του στὶ ςἀκτὲς τῆς Γαλιλαίας καὶ χιλιάδες ἐγκαταλειμμένοι βρῆκαν στὸ πρόσωπό του τὸν στοργικὸ φίλο, τὸν θαυμαστὸ σύμβουλο, τὸν ἰσχυρὸ προστάτη, καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶνε ὁ πλησίον μας.


Ποιός γραμματεὺς ἢ φαρισαῖος, ἀρχιερεὺς ἢ λευΐτης μᾶς ἐπισκέφθηκε στὰ ταπεινὰ καΐκια μας, στὰ ἀπόμακρα χωριά μας, στὶς φτωχὲς καλύβες μας; ποιός μᾶς πλησίασε καὶ ἄγγιξε τὰ παράλυτα ἢ λεπρὰ μέλη μας; ποιός ἀγκάλιασε τὰ παιδιά μας; ποιός ἔδωσε ψωμὶ στοὺςπεινασμένους, φῶς στοὺς τυφλούς μας;…Γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὅλων τῶν αἰώνων, σᾶς ἐρωτοῦμε. Κι ἂν ἐσεῖς ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος κλείνετε τὰ στόματά σας, καὶ οἱ λίθοι τῆς ἐρήμου τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου θὰ φωνάζουν, ὅτι πραγματικὸς «πλησίον» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνας καὶ μόνος· ὁ Ἰησοῦς, τὸνὁποῖον ἐσεῖς ἀποκαλέσατε Σαμαρείτη (βλ. Ἰω. 8,48). Αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης ἔσωσε τὸν κόσμο.Πράγματι, ἀδελφοί μου. Κανένας ἄλλος δὲνγνώρισε τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους καὶ τοὺς πόθους μας ὅσο ὁ Χριστός, καὶ κανένας ἄλλος δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν ψυχή μαςὅσο αὐτός. Ἔγινε τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως κηρύττει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος· «Θέλεις νὰ θεραπευθοῦν οἱ πληγές σου; ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἰατρός . Σὲ πιέζουν οἱ ἁμαρτίες; αὐτὸς εἶνε ἡ συγχώρησις.


χεις ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια; αὐτὸς εἶνε ἡ δύναμις . Φοβᾶσαι τὸ θάνατο; αὐτὸς εἶνε ἡ ζωή . Ἐπιθυμεῖς τὸν οὐρανό; αὐτὸς εἶνε ἡ ὁδὸς γιὰ ἐκεῖ. Θὲς νὰ βγῇς ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι; αὐτὸς εἶνε τὸ φῶς . Πεινᾶς; αὐτὸς εἶνε ὁ ἄρτοςτῆς ζωῆς . Διψᾶς; αὐτὸς εἶνε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».Θέλετε νὰ δῆτε τὴν εἰκόνα του; Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μελετῆστε τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Ρωτῆστε καὶ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ποιός εἶνε ὁ Σαμαρείτης ποὺ ἔσωσε τὸν λῃστευθέντα, καὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσουν ὁμοφώνως ὅτι εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὦ Κύριε! Ποιός μπορεῖ νὰ ψάλῃ πρεπόντως τὴν ἀγάπη σου; Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπ᾽ τὸν παράδεισο, περιπλανήθηκε, ἔπεσε σὲ ἐνέδρες λῃστῶν, παθῶν καὶ κακιῶν. Καὶ τί κακὸ δὲν ἔπαθε ἀπ᾿ αὐτούς! Γυμνός, πληγωμένος, αἱμόφυρτος κοίτονταν κατὰ γῆς. Κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας καὶ ἐπευφημήθηκαν στὰ θέατρακαὶ στάδια ὡς σωτῆρες καὶ λυτρωταὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σώσῃ. Τὰ φάρμακά τους στάθηκαν ἀνίσχυρα.


Κι ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιοῦσε καὶ ἐξέπνεε ἐν μέσῳ τῆς μουσικῆς τοῦ Ὀρφέως καὶ τῶν συζητήσεων τῆς ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν σχολαστικῶν ἑρμηνευτῶν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἀλλὰ σύ, Κύριε, ἀπὸ τὰ ὕψη ἄκουσες τὸν ἐπιθανάτιο ῥόγχο, σπλαχνίστηκες, «ἔκλινες οὐρανοὺς καὶ κατέβης» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10). Ἐπὶ μία τριετία δημοσίας ζωῆς καὶ δράσεως στάθηκες στὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου.


Καὶ τί καλὸ δὲν ἔκανες γι᾽ αὐτόν! Κι ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τὴν πα-τρικὴ ἐντολή, ἀναλήφθηκες στοὺς οὐρανούς· ἀλλ᾽ ἄφησες ἐδῶ στὴ γῆ τὴν Ἐκκλησία σου. Αὐτή, Κύριέ μου, εἶνε τὸ «πανδοχεῖον» τῆς παραβολῆς (Λουκ. 10,34), τὸ παγκόσμιο ἰατρεῖο, τὸ ὁποῖοἐφωδίασες μὲ ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ βρίσκουν σ᾽αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο, τὴ ῥιζικὴ θεραπεία τῆς νοσούσης ψυχῆς τους.«Ποιός πονεμένος τρέχει στὸ ἰατρεῖο τοῦτο καὶ δὲν θεραπεύεται;»(Παρακλ., ἦχ. δ΄, Κυρ. ἑσπ., ἀπόστ. καταν.).


γαπητοί μου! Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πα-ραβολῆς εἶνε, ὅτι ὁ ἰδεώδης «πλησίον» ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς εἶνε ὁ Κύριος ἡ-μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄνθρωπε, τί θρηνεῖς;Δὲν εἶσαι πλέον ἔρημος πάνω στὴ γῆ, δὲν εἶνε Σαχάρα ἡ ζωή σου. Σ᾽ αὐτόν, τὸν ἰδεώδη «πλησίον» , θὰ βροῦμεἀνάπαυσι, γιὰ νὰ δώσουμε ἀνάπαυσι καὶ σὲ ἄλλους. Μόνο αὐτὸς θὰ μᾶς μάθῃ πῶς νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «πλησίον» τῶν ἄλλων συνανθρώπων μας. Κι ὅπως ἡ σελήνη ἔχει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὸν ἥλιο κι ἀντανακλᾷ τὸ φῶς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, μὲ τὴν ψυχὴ στραμμένη στὸ Χριστό, θὰ γίνουμε φῶς, ἀντανάκλασι τῆς ἀγάπης του στὴ γῆ αὐτὴ τῶν δακρύων καὶ τοῦ αἵματος,στὴν ὁποία οἱ λῃστευθέντες εἶνε ἀναρίθμητοι κι ἀναζητοῦν τοὺς «πλησίον» αὐτῶν, τοὺςπιστοὺς μιμητὰς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ Νοέμβριο τοῦ 1949 στὴν καθαρεύουσα.



Τράπεζα Ιδεών


ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ





Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ι΄ [Λουκά 10, 25-37] «Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (: Εκεί που κάθονταν, ιδού σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος για να δοκιμάσει τον Χριστό και να αποδείξει ότι δε γνώριζε ο Ιησούς τον νόμο και του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποιο έργο αρετής ή ποια θυσία πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω τη μακάρια και αιώνια ζωή;’’). ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, ᾽Εν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης [τῆς] καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν (: Και ο Κύριος τού είπε: ‘’Στο νόμο τι έχει γραφεί; Εσύ που σπουδάζεις και ερευνάς τον νόμο, τι διαβάζεις εκεί για το ζήτημα αυτό; Και πώς το αντιλαμβάνεσαι;’’.


Ο νομικός τότε του αποκρίθηκε: ‘’Στο νόμο είναι γραμμένο το εξής: ‘’Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου· και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς, με όλο το συναίσθημά σου· και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)» [Λουκά, 10, 25-27].


Λέγοντας «καιρόν» εννοεί εκείνον κατά τον οποίο διέμενε ο Σωτήρας στη γη, Αυτός που είναι παντού παρών, και δεν απομακρύνεται από τα πατρικά Του. Νομικό βέβαια εδώ ο ευαγγελιστής, ονομάζει τον γνώστη των νόμων, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ιουδαίων, δηλαδή εκείνον που νομίζει ότι γνωρίζει τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον γνωρίζει ακόμα. Αυτός νόμισε ότι θα συναρπάσει τον Χριστό. Και σε ποιους, θα σας πω. Κάποιοι λογοποιοί που ήταν συνηθισμένοι στις αθυροστομίες, περιφέρονταν σε όλη τη χώρα των Ιουδαίων, ακόμα και σε αυτήν την Ιερουσαλήμ, κατηγορώντας τον Χριστό και λέγοντας, ότι η εντολή βέβαια που δόθηκε μέσω του Μωυσή είναι ανώφελη, Αυτός όμως φέρνει καινούργιες διδασκαλίες. 


Υπήρχαν όμως και κάποιοι από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, οι οποίοι αντιδρούσαν στα λεγόμενα εκείνων, αποδεχόμενοι παντού το ευαγγελικό και σωτήριο κήρυγμα. Θέλοντας λοιπόν ο νομικός, δηλαδή νομίζοντας ότι θα παγιδεύσει τον Χριστό να πει κάτι εναντίον του Μωυσή, δηλαδή εναντίον των εντολών που είχε παραδώσει ο Μωυσής, λέγοντας ότι η δική Του διδασκαλία είναι ανώτερη, πλησίασε Αυτόν, πειράζοντάς Τον και λέγοντας: «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Τον πλησιάζει με υποκρισία και ύφος προσποιητό, και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τον ονομάζει διδάσκαλο, ώστε με τα καλόλογά του να μη γίνει αντιληπτό το δόλιο πείραγμά του. Αλλά θα μπορούσε κάποιος από αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριο της Ενσάρκου οικονομίας να του πει: «Εάν γνώριζες καλά τον νόμο και το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας που είναι κρυμμένη σε αυτόν, δε θα αγνοούσες ότι Αυτός τον οποίο επιχειρείς να πειράξεις, γνωρίζει τα απόκρυφα και μπορεί να δει καθαρά τις καρδιές αυτών που Τον πλησιάζουν. Τον αποκαλείς διδάσκαλο, ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις. Υποκρίνεσαι ότι Τον τιμάς, περιμένοντας να Τον παγιδεύσεις».


Πρόσεχε, σε παρακαλώ, πάλι την κακοήθεια στα λόγια του νομικού. Γιατί ενώ μπορούσε να πει: «Τι να κάνω για να σωθώ;», δηλαδή «να αρέσω στον Θεό και να λάβω την αμοιβή από Αυτόν;». Όμως εκείνα τα αφήνει και χρησιμοποιεί μάλλον τα λόγια του Σωτήρα, ρίχνοντας στο δικό του κεφάλι τα γέλια. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας των όλων Χριστός συνήθιζε να μιλά συχνά για την αιώνια ζωή σε εκείνους που Τον πλησίαζαν, μιλώντας, όπως είπα, ο περιαυτολόγος νομικός, χρησιμοποιεί τα δικά Του λόγια. Όμως αν ήσουν πραγματικά φιλομαθής, νομικέ, θα είχε ακούσει από Αυτόν αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή, επειδή όμως Τον πειράζεις με κακή πρόθεση, δε θα ακούσεις τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτά που έχουν νομοθετηθεί από παλαιά τα χρόνια μέσω του Μωυσή, τα οποία προφανώς δεν είχαν την αιώνια ζωή ως ανταμοιβή, αλλά μόνο αυτήν που είναι δοσμένη εδώ και την απαλλαγή από τα κακά και την ανταπόδοση των καλύτερων.


Γιατί λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα (: Εάν λοιπόν θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθείτε προς τις εντολές μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης. Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και απομακρυνθείτε από εμένα, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάει”. Το στόμα του Κυρίου είναι εκείνο, το οποίο διεκήρυξε αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε)» [Ησ.1,19-20]. «εἶπεν δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιῶσαι ἑαυτὸν εἶπεν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον; (: Του είπε τότε ο Κύριος: Σωστή απάντηση έδωσες. Να κάνεις πάντοτε αυτό που είπες, και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή. Ο νομοδιδάσκαλος όμως θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, επειδή όπως αποδείχθηκε, έθεσε στον Ιησού ένα ερώτημα πάνω στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, είπε στον Ιησού: ‘’Και ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου σύμφωνα με την Αγία Γραφή;’’)» [Λουκ. 10, 28-29].


Πλην όμως, όταν ο νομικός ανέφερε όσα αναγράφονται στον νόμο, επιτιμώντας την πονηρία και ελέγχοντας το δύστροπο αλαζονικό φρόνημά του, ο Χριστός που τα γνωρίζει όλα είπε: «Σωστά απάντησες. Αυτό να κάνεις και θα ζήσεις». Έχασε το θήραμά του ο νομικός, σχίσθηκε το δίχτυ της απάτης. Ας πούμε λοιπόν προς αυτόν τα λόγια του Ιερεμία: «εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἀντέστης (: Βρέθηκες από τους εχθρούς σου αδύνατος πλέον, κυριεύτηκες από αυτούς• και τούτο, διότι εσύ πεισματικά αντιστάθηκες στον Κύριο)» [Ιερ. 27, 24]. Αφού απέτυχε στο κυνήγι, κυλίστηκε στη φιλοδοξία. Από την απάτη στην υπερηφάνεια, δανείζοντάς τον κατά κάποιο τρόπο οι κακίες μεταξύ τους. Γιατί ρώτησε όχι επειδή ήθελε να μάθει, αλλά όπως λέγει ο ευαγγελιστής, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Πρόσεχε λοιπόν πώς με εγωισμό και μαζί και με υπεροψία, φώναζε με αναίδεια: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;». «Ποιος είναι αυτός», λέγει, «για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;


Είμαι ανώτερος όλων, είμαι νομικός, κρίνω τους πάντες, δεν κρίνομαι από κανένα· δικάζω και δε δικάζομαι· διαφέρω από όλους· όλοι έχουν την ανάγκη μου, εγώ δεν έχω την ανάγκη κανενός· ποιος λοιπόν είναι ο πλησίον μου, για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;». Κανένας πάλι, νομικέ, δεν είναι σαν εσένα; Τοποθετείς τον εαυτό σου πέρα από όλους; Κατέβασε τα φρύδιά σου· θυμήσου τον Παροιμιαστή που λέγει: «κακὸς μεθ᾿ ὕβρεως πράσσει κακά, οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί (: Ο αμετανόητος κακός άνθρωπος διαπράττει με θρασύτητα το κακό και καυχάται γι’ αυτό. Όσοι όμως έχουν αυτογνωσία είναι σοφοί και ταπεινόφρονες)» [Παροιμ. 13, 10]. Πραγματικά το νόημα της ζωής βρίσκεται σε αυτό, στο να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον, χωρίς να εναλλάσσονται από εμάς, αλλά επεκτείνοντας αυτούς πέρα από τα ιουδαϊκά μέτρα, και εντάσσοντας την επέκταση στο νόημα των εντολών που έχουν λεχθεί. Γιατί το να αγαπάμε τον Θεό με όλη την καρδιά μας και την ψυχή μας και τη δύναμή μας, αποκλείει την αγάπη προς τα χρήματα, προς την ηδονή και προς την κενοδοξία, μας βγάζει από τη κοσμική διάθεση, μας κάνει εκλεκτούς από τον κόσμο, μας ενώνει με τον Χριστό και για να μιλήσουμε γενικά μας κάνει από Ιουδαίους, Χριστιανούς.


Και η καλώς νοούμενη αγάπη προς τον πλησίον, όταν δεν απευθύνεται μόνο προς τον ομοεθνή, αλλά προς κάθε ομογενή, γίνεται ακόλουθος της αγάπης προς τον Θεό, προσλαμβάνοντας και το κατά μίμηση του Χριστού, το να τον αγαπάμε όχι μόνο όπως τον εαυτό μας, αλλά και περισσότερο από τον εαυτό μας, ώστε να θυσιάζουμε τη ζωή μας για τους φίλους, πράγμα βέβαια που έκανε ο Κύριος. Και επαινέθηκε βέβαια ο νομικός για την καλή απάντησή του, όμως εκδήλωσε το πάθος της αλαζονείας του, λέγοντας ότι κανένας δεν είναι πλησίον του, γιατί κανείς δεν ήταν εφάμιλλος με αυτόν ως προς τη δικαιοσύνη. Πίστευε δηλαδή αυτά που πίστευε και ο Φαρισαίος εκείνος που έλεγε: «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης (: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης)» [Λουκά 18, 11], μη γνωρίζοντας ότι αυτό βλάπτει τη δικαιοσύνη, το να μην κάνει από αγάπη αυτό που κάνει.


Συλλαμβάνεται λοιπόν και αυτός φτωχός από αγάπη, οπωσδήποτε βέβαια και της αγάπης προς τον Θεό, αλλά όπως είναι φανερό και της προς τον πλησίον, αφού θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποιος πλησίον γι΄αυτόν. Και είναι φανερό ότι, αφού δεν αγαπά τον αδελφό που τον έχει δει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει. «ὑπολαβὼν ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, ῎Ανθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ εἰς ᾽Ιεριχὼ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν, οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν· ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης [γενόμενος] κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Σαμαρίτης δέ τις ὁδεύων ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγχνίσθη (: Τότε ο Ιησούς με την αφορμή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ κι έπεσε σε ενέδρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέστηκαν μόνο να του πάρουν τα χρήματά του, αλλά και τον έγδυσαν, τον τραυμάτισαν, τον γέμισαν με πληγές και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. Κατά σύμπτωση τότε κατέβαινε στον δρόμο εκείνο κάποιος ιερέας, και ενώ τον είδε, τον προσπέρασε από το απέναντι μέρος του δρόμου χωρίς να του δώσει σημασία ή κάποια βοήθεια.


Το ίδιο και κάποιος Λευίτης που περνούσε από το μέρος εκείνο, ενώ πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, απομακρύνθηκε αμέσως και τον προσπέρασε και αυτός από το απέναντι μέρος του δρόμου. Ένας Σαμαρείτης όμως που περνούσε από το δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, και όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε και τον πόνεσε)» [Λουκ. 10, 29-33]. Πρόσεχε πώς παρουσιάζει ο Σωτήρας ποιος είναι ο πλησίον, καθαρίζοντάς τον όχι από το γένος, ούτε εξετάζοντας την αρετή του, αλλά συνδέοντάς τον με τη φύση, διηγούμενος για εκείνον που έπαθε δεινά από ληστές, στον οποίο ταιριάζει φιλανθρωπία από κάθε άνθρωπο, γιατί αυτό απαιτεί η ίδια η φύση. Δείχνεται όμως με την παραβολή και τούτο, ότι βρίσκει τον από τη φύση του πλησίον αυτός που δεν είναι υπερήφανος, παρά ο υπερόπτης. Γιατί ο Σαμαρείτης παρουσιάζεται ανώτερος από τον ιερέα και τον Λευίτη. Γιατί αυτοί, ενώ κείτονταν μισοπεθαμένος και με πολύ μεγάλες κακώσεις, τον προσπέρασαν, χωρίς να αισθανθούν γι΄αυτόν τίποτε το ανθρώπινο, χωρίς να στάξουν το λάδι της αγάπης, αλλά εκδηλώνοντας μάλλον άσπλαχνο και σκληρό φρόνημα, ενώ ο αλλογενής που ανήκε στους Σαμαρείτες εκτέλεσε τον νόμο της αγάπης. Άκουε βέβαια και την παραβολή:


«καὶ προσελθὼν κατέδησεν τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐκβαλὼν ἔδωκεν δύο δηνάρια τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, ᾽Επιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι


(:Τον πλησίασε τότε και του έδεσε με επιδέσμους τα τραύματά του αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε με λάδι και με κρασί. Κι έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε, διακόπτοντας έτσι το ταξίδι του. Την άλλη μέρα το πρωί, φεύγοντας από το πανδοχείο που είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα ξαναπεράσω από εδώ, θα σου τα πληρώσω)» [Λουκ. 10, 34-35].


Κατά άλλη ερμηνεία: Επειδή σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς (: Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενώ έχει λάβει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δεν συνετίστηκε, αλλά έταξε τον εαυτό του στη θέση των ανόητων κτηνών, έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)» [Ψαλμ. 48, 21], και κυριεύτηκε από κάθε ζωώδη και ακόλαστη επιθυμία, αφού έγινε απαρχή του γένους μας ο Χριστός, ο οποίος δε γνώρισε αμαρτία, έδειξε πρώτος στον εαυτό Του να υπερβούμε αυτά τα κτηνώδη πάθη. Γιατί Αυτός ανέλαβε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας. Γι’ αυτό είπε ότι εκείνον που θεραπεύθηκε τον ανέβασε στο δικό του υποζύγιο. Γιατί μας έφερε στον εαυτό Του, επειδή είμαστε μέλη του σώματός Του. Αλλά και σε πανδοχείο τον πήγε· πανδοχείο βέβαια ονομάζει την Εκκλησία, η οποία δέχεται και χωρεί όλους.


Γιατί δε θα ακούσουμε πια σύμφωνα με τη στενότητα της νομικής σκιάς και της τυπικής λατρείας: «οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα (: Στην ενώπιον του Κυρίου συνάθροιση δεν επιτρέπεται να προσέλθει Αμμανίτης και Μωαβίτης και έως δεκάτης ακόμη γενεάς. Στον αιώνα τον άπαντα δεν θα εισέλθει κανείς από αυτούς σε συγκέντρωση Κυρίου)» [Δευτ. 23, 4], αλλά «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (: Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε σε όλα τα έθνη την αλήθεια. Και αυτούς που θα πιστέψουν και θα γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ. 28, 19] και «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι (: Αλλά σε κάθε έθνος, καθένας που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πραξ. 10, 35].


Και αφού τον οδήγησε στο πανδοχείο, ζήτησε να τύχει μεγαλύτερης φροντίδας. Και πράγματι όταν συγκροτήθηκε η Εκκλησία από τα νεκρωμένα από την πολυθεΐα έθνη, ο ίδιος ο Χριστός ήταν σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, που κατοικούσε και περπατούσε μέσα σε αυτήν και δώριζε κάθε πνευματικό χάρισμα. Γι’ αυτό και στον προϊστάμενο του πανδοχείου (αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί τύπο των αποστόλων και των μετά από αυτούς ποιμένων και διδασκάλων), ανεβαίνοντας στον ουρανό, έδωσε δύο δηνάρια, για να φροντίσει με πολλή επιμέλεια τον άρρωστο. Και επιπρόσθετα του είπε: «Εάν δαπανήσει και περισσότερα, όταν επανέλθω εγώ θα σου τα δώσω». Δύο δηνάρια ονομάζει τις δύο Διαθήκες, και εκείνη που δόθηκε με τον νόμο του Μωυσή και των προφητών και αυτή που δόθηκε με τα Ευαγγέλια και τις αποστολικές διατάξεις, που και οι δύο ήταν ενός Θεού, και έφεραν μία εικόνα του ουράνιου και ενός βασιλέως, όπως και τα δηνάρια, και σφράγιζαν και αποτύπωναν μέσα στις καρδιές μας, με τα ιερά λόγια, τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί και μέσα σε αυτές είχε μιλήσει το ίδιο Πνεύμα.


Ας χαθούν ο Μάνης, και πριν από αυτόν ο Μαρκίων, οι αθεότατοι, οι οποίοι αποδίδουν αυτές σε διάφορους θεούς· γιατί ενός βασιλεία είναι τα δύο δηνάρια, και μαζί και τα δύο και ισότιμα δόθηκαν στον προϊστάμενό του πανδοχείου από τον Χριστό , τα οποία, παίρνοντάς τα οι ποιμένες των αγιότατων εκκλησιών, τα αύξησαν με τους κόπους και τους ιδρώτες των διδασκαλιών, και τα δαπάνησαν μέσα στην Εκκλησία, και με τη δαπάνη τα αύξησαν περισσότερο (γιατί τέτοιο είναι το νοητό αργύριο, ενώ δαπανάται, δε μειώνεται, αλλά αυξάνεται, πράγμα που είναι ο λόγος της διδασκαλίας) και όταν θα επανέλθει ο Κύριος, κατά την τελευταία ημέρα, θα πει ο καθένας: Κύριε, δύο δηνάρια μού έδωσες· Να ξοδεύοντάς τα μέσα στο ποίμνιό μου, έχω κερδίσει και άλλα δύο, με τα οποία αύξησα το ποίμνιο. Και απαντώντας θα πει «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου (: “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Σε λίγα υπήρξες πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω.


Είσελθε για να λάβεις μέρος στη χαρά του Κυρίου σου”)» [Ματθ. 25, 16-21]. «τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως (: Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαίνεται ότι έκανε το καθήκον του προς τον συνάνθρωπο και αποδείχθηκε στην πράξη πλησίον και αδελφός εκείνου που έπεσε στα χέρια των ληστών; Και αυτός είπε: ‘’ Πλησίον’’ του αποδείχθηκε αυτός που τον σπλαχνίστηκε και τον ελέησε. Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο. Δείχνε δηλαδή συμπάθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζεις αν αυτός είναι συγγενής σου ή συμπατριώτης σου, και χωρίς να λογαριάζεις τις θυσίες και τους κόπους και τις δαπάνες που θα υποστείς για να βοηθήσεις και να συντρέξεις αυτόν που πάσχει, έστω και αν αυτός είναι εχθρός σου. Έτσι και ο Χριστός, που οι εχθροί του Τον έβριζαν «Σαμαρείτη», στην καταπληγωμένη και μισοπεθαμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα έγινε ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης. Και για να τη θεραπεύσει από τις πληγές της, όχι μόνο υπέστη κόπους, αλλά υποβλήθηκε και σε θάνατο σταυρικό)» [Λουκά,10, 36-37]· [ερμην. απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].


Εύλογα ο Κύριος ρώτησε ποιον από τους τρεις θεώρησε ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε. Και αυτός απάντησε: «Εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία. Γιατί ούτε ο ιερέας, ούτε ο Λευίτης, έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε, αλλά εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία». Και ο Κύριος σε αυτά απάντησε: «Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο». Γιατί είναι ανώφελο το αξίωμα της ιεροσύνης σε εκείνους που το έλαβαν, και σε εκείνους που νομίζουν ότι είναι νομομαθείς με το να ονομάζονται νομομαθείς, εάν δεν ευδοκιμούν με τα ίδια τα έργα τους. Να λοιπόν έχει πλεχθεί το στεφάνι της αγάπης σε εκείνον ο οποίος αγάπησε τον πλησίον. Αυτός ήταν Σαμαρείτης, αλλά όχι αξιοκαταφρόνητος. Γι’ αυτό ομολόγησε ο πρώτος μεταξύ των μαθητών, δηλαδή ο μακάριος Πέτρος, λέγοντας τα εξής: «ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι (:“αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Αλλά σε κάθε έθνος, καθένας, που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πραξ. 10, 34-35]. Γιατί ο Κύριος που αγαπά την αρετή, δέχεται όλους εκείνους που είναι εραστές των αγαθών έργων και τους ασπάζεται και τους θεωρεί γνήσιους και τους καθιστά άξιους των μελλοντικών αγαθών.



ΠΗΓΕΣ:


Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».

Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 10ο, σελ. 437-447.

Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997.

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm


(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)




ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΝΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ






Β’ Διδαχή την ΚΕ’ Κυριακή (Η’ Λουκά)

«Αγαπήσεις… τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκά 10:27)


Α
γαπητοί αδελφοί! Αυτή την εντολή του Κυρίου και Θεού μας μας εξαγγέλλει σήμερα το Ευαγγέλιο. Και προσθέτει ότι στην αγάπη προς τον Θεό και στην αγάπη προς τον πλησίον συνοψίζεται όλος ο θείος νόμος. Γιατί η αγάπη είναι η αρετή που συνίσταται απ’ όλες τις άλλες αρετές. «Η αγάπη δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο», σύμφωνα με τον απόστολο. Είναι προφανές ότι, για ν’ αγαπήσουμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας και να τον αγαπήσουμε σωστά.


Αγαπάμε τον εαυτό μας; Το ερώτημα είναι παράξενο και γι’ αυτό ακριβώς ενδιαφέρον. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι πολύ σπάνια κάποιος άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του. Οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τον εαυτό τους, προσπαθούν να τον βλάψουν όσο μπορούν περισσότερο. Αν ήταν δυνατό να υπολογίσουμε το κακό που έχει πάθει συνολικά ένας άνθρωπος στη ζωή του, θα βρίσκαμε ότι το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτό το έχει προξενήσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ναι, ο ίδιος έχει βλάψει τον εαυτό του πιο πολύ κι από τον πιο άσπονδο εχθρό του. Ο καθένας σας, ρίχνοντας μιαν απαθή ματιά στη συνείδησή του, θα παραδεχθεί πως η σκέψη αυτή είναι απολύτως ορθή. Ποια είναι, όμως, η αιτία; Ποια είναι η αιτία για την οποία σχεδόν ακατάπαυστα κάνουμε κακό στον εαυτό μας, μολονότι σταθερά και ακόρεστα επιθυμούμε να του κάνουμε καλό;


Η αιτία βρίσκεται στο ότι τη σωστή αγάπη προς τον εαυτό μας την αντικαταστήσαμε με τη φιλαυτία, η οποία μας εξωθεί στην αλόγιστη ικανοποίηση των εμπαθών επιθυμιών μας, στην εκπλήρωση του μεταπτωτικού θελήματός μας, που κατευθύνεται από την ψευδώνυμη λογική και την πονηρή συνείδηση (Στην Ευχή του Χερουβικού Ύμνου ο λειτουργός ιερέας προσεύχεται για τον καθαρισμό της ψυχής και της καρδιάς του «από συνειδήσεως πονηρός», δηλαδή από τη συνείδηση τη σκοτισμένη από την αμαρτία και την εσφαλμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το κακό θεωρείται και επιτελείται ως αγαθό.


Η πονηρή συνείδηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη διαγωγή των βαρβαρικών λαών. Συχνά, όμως, αποκαλύπτεται στη διαγωγή και των άλλων ανθρώπων, ακόμα και των χριστιανών, όπως διαπιστώνει ο καθένας μας πρώτα-πρώτα από τον εαυτό του). Παρασυρόμαστε και από την πλεονεξία και από τη φιλοδοξία και από την εκδικητικότητα και από τη μνησικακία και, κοντολογίς, απ’ όλα τα πάθη. Κολακεύουμε και εξαπατούμε τον εαυτό μας, νομίζοντας ότι τον αγαπάμε όπως πρέπει, ενώ ικανοποιούμε την ανικανοποίητη φιλαυτία μας. Και ικανοποιώντας τη φιλαυτία μας, βλάπτουμε τον εαυτό μας, καταστρέφουμε τον εαυτό μας.


Η σωστή αγάπη προς τον εαυτό μας συνίσταται στην εκπλήρωση των ζωοποιών εντολών τού Χριστού: «Να τι είναι αγάπη: Να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές Του», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Αν δεν οργίζεσαι και δεν μνησικακείς, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν δεν καταριέσαι και δεν λες ψέματα, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν δεν προσβάλλεις, δεν κλέβεις και δεν εκδικείσαι, αν είσαι μακρόθυμος, πράος και άκακος, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν δίνεις ευχές σ’ αυτούς που σου δίνουν κατάρες, αν ευεργετείς αυτούς που σε μισούν, και αν προσεύχεσαι γι’ αυτούς που σε κακομεταχειρίζονται και σε καταδιώκουν, αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί γίνεσαι παιδί του ουράνιου Πατέρα σου, που ανατέλλει τον ήλιο Του για κακούς και καλούς και που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και άδικους.


Αν απευθύνεις στον Θεό προσεκτικές και θερμές προσευχές από καρδιά γεμάτη συντριβή και ταπείνωση, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν έχεις εγκράτεια, σεμνότητα και νήψη, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν με την ελεημοσύνη σε φτωχούς συνανθρώπους σου μεταφέρεις την περιουσία σου από τη γη στον ουρανό, κάνοντάς την από φθαρτή άφθαρτη και από πρόσκαιρη αιώνια, αγαπάς τον εαυτό σου. Αν συμπονάς τον πλησίον σου για τις αδυναμίες του, αποφεύγοντας την κατάκριση και τον διασυρμό του, αγαπάς τον εαυτό σου. Ως προς το τελευταίο πρέπει να σημειωθεί και τούτο: Κάθε φορά που αποφεύγεις την κατάκριση και την καταδίκη του πλησίον, με την επίγνωση ότι δεν έχεις κανένα τέτοιο δικαίωμα, ο εύσπλαχνος Κύριος μεταβάλλει τη δίκαιη κρίση Του και ακυρώνει την καταδίκη που σου αξίζει για τις πολλές σου αμαρτίες.


Όποιος θέλει ν’ αγαπά σωστά τον εαυτό του και να μην παρασύρεται από τη φιλαυτία, δηλαδή το μεταπτωτικό θέλημα που κατευθύνεται από την ψευδώνυμη λογική, οφείλει να μελετά με επιμέλεια τις ευαγγελικές εντολές, γιατί αυτές περιέχουν την πνευματική λογική και παρέχουν στον εργάτη τους τα αισθήματα του νέου ανθρώπου. Παράλληλα με τη μελέτη των ευαγγελικών εντολών, είναι απαραίτητο να παρατηρούμε άγρυπνα και νηφάλια τις ροπές και τις επιθυμίες της καρδιάς μας. Με την αυστηρή νήψη κατορθώνεται η διαλογή αυτών των ροπών και επιθυμιών, διαλογή που η συνήθεια και ο φόβος τού Θεού την κάνουν σαν φυσική ασχολία. Κατά τη διαλογή πρέπει να απορρίπτονται όχι μόνο οι ροπές και οι επιθυμίες που είναι προφανώς αντίθετες στις ευαγγελικές εντολές, αλλά και εκείνες που διαταράσσουν την ειρήνη τής καρδιάς. Καθετί που απορρέει από το θείο θέλημα, συνοδεύεται από μιαν αγία ειρήνη, όπως διδάσκουν από την πείρα τους οι θείοι πατέρες. Απεναντίας, καθετί που συνοδεύεται από ταραχή, προέρχεται από την αμαρτία, έστω κι αν φαίνεται καλό.


Όποιος αγάπησε σωστά τον εαυτό του, μπορεί ν’ αγαπήσει θεάρεστα τον πλησίον του. Οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι που έχουν υποδουλωθεί στη φιλαυτία, εκφράζουν την αγάπη τους προς τον πλησίον με την αδιάκριτη εκπλήρωση όλων των επιθυμιών τους. Οι άνθρωποι του Θεού, όμως, οι μαθητές τού Χριστού και του Ευαγγελίου Του, εκφράζουν την αγάπη τους προς τον πλησίον με την εκπλήρωση των σχετικών εντολών τού Κυρίου τους. Την ικανοποίηση των ανθρωπίνων θελημάτων και επιθυμιών, που έχει κίνητρο την ψυχόλεθρη ανθρωπαρέσκεια, τη φοβούνται και την αποφεύγουν τόσο, όσο και τη φιλαυτία. Η φιλαυτία είναι διαστρέβλωση της αγάπης ως προς τον εαυτό μας· η ανθρωπαρέσκεια είναι διαστρέβλωση της αγάπης ως προς τον εαυτό μας και ως προς τον πλησίον. Ο φίλαυτος καταστρέφει τον εαυτό του· ο ανθρωπάρεσκος καταστρέφει και τον εαυτό του και τον πλησίον. Η φιλαυτία είναι μια θλιβερή πλάνη του εαυτού μας· η ανθρωπαρέσκεια επιδιώκει να κάνει και τον πλησίον κοινωνό αυτής της πλάνης.


Μη νομίζετε, αδελφοί, πως η αγάπη με την αυταπάρνηση αποκτά μιαν ανοίκεια σ’ αυτήν αυστηρότητα ή πως με την ακριβή τήρηση των ευαγγελικών εντολών χάνει τη θέρμη της και γίνεται ψυχρή, τυπική, μηχανική. Όχι! Οι ευαγγελικές εντολές διώχνουν από την καρδιά τη σαρκική φωτιά, η οποία εύκολα, κάποτε και με μιαν ελάχιστη εναντίωση, σβήνεται, αλλά ανάβουν μέσα της την πνευματική φωτιά, την οποία δεν μπορούν να σβήσουν όχι μόνο οι κακουργίες των ανθρώπων, μα ούτε οι πανουργίες των πεσμένων αγγέλων. Απ’ αυτή την άγια φωτιά φλεγόταν η καρδιά του αγίου Στεφάνου. Ενώ οι Ιουδαίοι, σέρνοντάς τον έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν, εκείνος προσευχόταν. Οι πέτρες ρίχνονταν με μανία πάνω στον πρωτομάρτυρα, που έπεσε μισοπεθαμένος στα γόνατα. Αλλά και τότε, στις στιγμές του μαρτυρικού του θανάτου, η φωτιά της αγάπης προς τον πλησίον έκαιγε άσβηστα μέσα του. Έτσι, φώναξε δυνατά στον Θεό για τους φονιάδες του: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή!». Και μ’ αυτά τα λόγια παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το τελευταίο σκίρτημα της καρδιάς του ήταν σκίρτημα αγάπης προς τους συνανθρώπους του. Τα τελευταία λόγια του ήταν λόγια προσευχής για τους εκτελεστές του.


Ο αθέατος αγώνας κατά της φιλαυτίας και της ανθρωπαρέσκειας είναι πολύ σκληρός. Οι καρδιές μας, σαν τις καρδιές των προγόνων μας, από τότε που ο γενάρχης μας έπεσε στην αμαρτία, «πάντοτε αντιστέκονται στο Άγιο Πνεύμα». Δεν συναισθάνονται την πτώση τους. Υπερασπίζονται πεισματικά τη θλιβερή κατάστασή τους σαν να είναι κατάσταση πλήρους ικανοποιήσεως και τέλειου θριάμβου. Ωστόσο, η καρδιά για κάθε νίκη της πάνω στη φιλαυτία και την ανθρωπαρέσκεια ανταμείβεται με πνευματική παρηγοριά. Και όταν γευθεί αυτή την παρηγοριά, τότε πολεμά με ακόμα μεγαλύτερη ανδρεία, νικώντας και αποδιώχνοντας με ευκολία την κατάσταση της πτώσεως, που κυριαρχεί μέσα της. Οι αλλεπάλληλες νίκες της επιφέρουν αλλεπάλληλες παρηγορητικές επισκέψεις τής θείας χάριτος. Με τη βοήθεια της χάριτος ο άνθρωπος αποβάλλει πρόθυμα την αυταρέσκεια και την ιδιορρυθμία, επιδιώκει την ευαγγελική τελειότητα και για τον σκοπό αυτό ακολουθεί τον δρόμο των εντολών του Θεού, ψάλλοντας μυστικά στον Κύριο: «Στον δρόμο των εντολών Σου έτρεξα, όταν παρηγόρησες την καρδιά μου».


Αδελφοί! Με ανδρεία ας μπούμε στον πόλεμο κατά της φιλαυτίας χειραγωγούμενοι από το Ευαγγέλιο, στο οποίο έχει καταγραφεί το θέλημα του Θεού, «το καλό και αρεστό σ’ Αυτόν και τέλειο». Σ’ αυτό το θέλημα κατοικεί μυστικά ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, παίρνοντας κοντά Του όλους όσοι ειλικρινά Του αποζητούν. Ας μάθουμε, λοιπόν, ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας σωστά, άγια. Τότε θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε και την πανίερη εντολή του μεγάλου Θεού μας: «Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Αμήν.


<<Ασκητικές ομιλίες Β'>>
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας,
'Εκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.



Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΑΣ





κούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.


νθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου.


ταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν;


Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.


Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν.


Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του.


Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας.


ταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο.


ν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία.


πειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία.


Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας.


Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ Β' ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ





Ομιλία εις την παραβολήν του καλού Σαμαρείτου


Γερμανός Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών.


Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε. Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.


«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα; Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ.


Ορθώς απεκρίθης». Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.


«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη.


Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».


Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν. Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας.


Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».


Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος. Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας.


Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον. Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.


Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων. Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».


Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας». Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις. Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο».


Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας.


Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.


Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του. Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη.


Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν.


Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.


Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος.


Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.


Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν». Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’, σελ. 203.
Από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», σελίς 365 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς.




ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


Print Friendly and PDF