ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ





Το σώμα του ανθρώπου και το σχεδιαζόμενο, ανθρωπολογικό έγκλημα της καύσης των νεκρών. 


του π. Νικηφόρου Νάσσου



Ἀπίστευτο, ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό!
Στό Δῆμο Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο νεκρῶν στήν Ἐλλάδα!
 Ἀπό τήν ὄμορφη πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια! «Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς Κύριε»! 
Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος.Στόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία, 
ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν
 ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως
 πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο, λοιπόν, 
ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1]
τόν ἄνθρωπο,συνθετικά. 
Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους φιλοσόφους. 
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο ὀντολογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, 
ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2].





Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3] Τό σῶμα, ὡς τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή»(Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως), νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον διδάσκεται στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἠμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5] Ἀπό πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν».[6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7]Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό, στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ μᾶς δέ βιώνεται ὡς διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει τέθραυσται, ἵνα ἐν τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8] Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9] Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία. Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται (ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται (ἐμπροϋπόθετα)κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς θά μᾶς πεῖ ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, ὡς ψυ­χή καί σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται».[10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11] Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό.Αὐτό τό «γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα», δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως! Εἶναι ὄντως εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε! Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12], πού στεγάζουν τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους, τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13] καί γι᾿ αὐτό τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν Σταυρό, ἔτσι καί στούς Ἁγίους μας, μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις καί ἐπί τοῦ σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14] Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια λείψανα;Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα. Ἡ λέξη «κηδεία» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ κανείς! Ἄλλο εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή ἐκείνη παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!Ἄν ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων…




Συμπερασματικά θά καταθέσουμε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν ἔχει πρός
 ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. 
Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ
 στή μητέρα γῆ, νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ του. 
Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου,
 γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, 
ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. 
Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς 
γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τά προσφιλῆ 
τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15]
Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος, κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε
 ὅλον τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16]
νά μήν ἐπιτρέψει
 νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡδιαβεβοημένη ἀσέβεια τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων!

                                                                                         


    ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014





[1] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 330 - 332.
[2] Βλ. πρ. Θεοδώρου Ζήση, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 191
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος, 45, 7:
 «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…
οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν,
 ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».
[4] Β΄Κορ. 6, 16.
[5] Α΄Κορ. 15, 36 -37.
[6] «Πηδάλιον», σελ. 141.
[7] Βλ. ΞΕ΄ Καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ.278.
[8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου ποίησις», 2, 26. 
Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1957.
[9] Α΄Κορ. , 44.
[10] «Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς», ΜPG 150, 1361C.
[11] Κατηχητικός ὁ Μέγας, 6, MPG. 45, 28 Α.
[12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκ. Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν Ναῶν, διά τῆς τοποθετήσεως σ᾿ αὐτούς ἱερῶν λειψάνων.
Γιά νά γίνει βεβαίως αὐτή ἡ καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἱερά λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο 
μέ τήν ταφήτῶν σωμάτων καί ὄχι μέ τήν καύση τους! Ἡ δέ δύναμις τῶν ἰερῶν λειψάνων εἶναι τόσο μεγάλη, 
ὥστε, ὅπως άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν Οἰκ. Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες».
 (Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13] Ὁ ὅρος «ἀνάκρασις» χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς Σαρκώσεως 
τοῦ Λόγου ἐποχή (Παλαιά Διαθήκη) δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. 
Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεῖο,
 ἀλλά τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄, σελ. 608 -609.
[14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη
 ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου». Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 118.
[15] Βλ. Ἀν. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία», Ἀθήνα 1990, σελ. 225.
[16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF