ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙΤΕ,ΤΕΛΩΝΕΣ ΕΓΕΡΘΕΙΤΕ


 


Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὴ φύσι, θὰ δοῦμε κάτι ἐκπληκτικό·ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα μὲ τὸν τρόπο του. Ἡ θάλασσα εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸ φλοῖσβο τῶν κυμάτων της, τὸ ῥυάκι μὲ τὸ κελάρυσμά του, τὰ δέντρα μὲ τὸ θρόισμα τῶν φύλλων τους, τὰ πουλιὰ μὲ τὴ μελῳδία τους, τὰ ἄστρα μὲ τὸ φῶς τους ποὺ τρεμοσβήνει… Εἴδατε καὶ τὴν ὄρνιθα ὅταν πίνῃ νερό; σὲ κάθε γουλιὰ σηκώνει τὸ κεφάλι ψηλά, σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ». Ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ προσκλητήριο μποροῦσε ν᾿ ἀπουσιάζῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται . Ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια ἡ καλὴ μητέρα μᾶς ἔμαθε νὰ σταυρώνουμε τὰ χεράκια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καὶ νὰ ψελλίζουμε μιὰ ἁπλῆ προσευχὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀλησμόνητες στιγμές.




ργότερα μάθαμε κοντὰ στ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας. Ἡ εὐγενέστερη ἐκδήλωσι τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς εἶνε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς. Τὸ κτίσμα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του. Εἶνε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσῃ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες, ἀλλὰ καὶ ἡ στιγμὴ πού, γεμᾶτος θλῖψι καὶ μὴ ἔχοντας ἐλπίδα βοηθείας, καταφεύγει στὴν παντοδυναμία του καὶ ζητάει βοήθεια καὶ προστασία.Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τί βλέπω, τί ἀκούω; Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ βεβηλώνει τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁμαρτάνει. Μὰ πῶς; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίνει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου.


Κύριος μᾶς μεταφέρει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐν ὥρᾳ προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κατεβαίνει σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς ἀνυψώνεται στὸ Θεό. Πλήθη, λοιπόν,μπαίνουν στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ κινήσεις καὶ ἡ στάσι τους εἶνε ἀθόρυβες.Τὴν ἱερότητα ὅμως αὐτὴ διαταράσσει κάποιος. Εἶνε ὁ φαρισαίος. Τί κάνει αὐτός; Ἀποφεύγει τοὺς ἄλλους, βαδίζει μόνος. Τὸ βάδισμά του ὑπερήφανο, τὸ παράστημά του ἀγέρωχο. Θεωρεῖ, ὅτι αὐτός εἶνε ἅγιος, δίκαιος, καθαρός· δὲν συμφύρεται μὲ ἄλλους, μὴ τυχὸν τὸν μολύνουν. Ἐπὶ τέλους εἰσέρχεται μὲ θόρυβο. Πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ σταματήσουν καὶ νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα σ᾿ αὐτόν. Μία προσευχὴ πρέπει ν᾿ ἀκουσθῇ, ἡ δική του. Κατευθύνεται λοιπὸν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ καὶ σηκώνει τὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεταισὲ τόνο ὑψηλό.Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε προσευχή.


προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶνε ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν σκέφθηκε, ὅτι ἀπέναντί του δὲν ἔχει κάποιον ἁπλοϊκὸ Ἰουδαῖο ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωισμό,δὲν ἐννοεῖ νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι, νὰ γονατίσῃ καὶ νὰ ζητήσῃ ἔλεος. Καὶ ἀρχίζει λοιπόν. Ἀρχίζει μὲ τὸ «εὐχαριστῶ» (Λουκ. 18,11) . Γιὰ ποιό πρᾶγμα ἆραγε εὐχαριστεῖ τὸ Θεό; Γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὰ πλούσια ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε στὸ σπίτι του, γιατὶ τὸν φύλαξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; γιὰ ποιο εὐχαριστεῖ; Ἀκοῦστε τον· «Εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (ἔ.ἀ. 18,11-12). Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιατὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· δὲν ἁρπάζω τὰ ξένα πράγματα καὶ χρήματα, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός, δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη· ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴ βδομάδα, κι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου δίνω τὸ ἕνα δέκατο…


Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε στὸ Θεό; Τὴν ἔκανε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ν᾿ ἀκούσουν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μετέτρεψε δηλαδὴ καὶ τὴ στάσι τῆς προσευχῆς σὲ βῆμα ἐπιδείξεως. Ποῦ ἡ συναίσθησι, ποῦ ἡ κατάνυξι, ποῦ ἡ ταπεινὴ στάσι, ποῦ ἡ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ ἡ ἐκζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ;Αὐτὸς περιστρέφεται στὸν ἑαυτό του. «Δὲν εἶμαι ἅρπαγας, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός…».Δὲν εἶσαι αὐτά, ἀλλ᾿ εἶσαι ἐγωιστὴς καὶ ὑπερήφανος.Καὶ στὸ Θεὸ περισσότερο μισητὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος καὶ κακία εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μακάρι νὰ ἤσουν ἅρπαγας ἄδικος μοιχός, καὶ νὰ μὴν ἤσουν ὑπερήφανος. Διότι τότε ἡ ταπείνωσι θὰ σὲ ὡδηγοῦσε σὲ μετάνοια καὶ ἔτσι θὰ εἵλκυες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὦ φαρισαῖε· ἔφυγες φουσκωμένος ἀπὸ τὸ ναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων· σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔκριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴνκρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου;


Τέτοια προσευχὴ δὲν φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτὲς τὶς καταστάσεις, εἶπε πῶς πρέπει νὰ προσευχώμαστε· Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό; Κλείσου στὸ «ταμιεῖόν σου», στὴν κάμαρά σου, κ᾿ ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸΘεὸ τὰ αἰτήματά σου (βλ. Ματθ. 6,6) . Προσευχὲς φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες. Νά λοιπὸν πῶς, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶνε δυνατὸν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ φοβερά. Μὰ γιατί νὰ μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει, στὸν ἴδιο ναό, καὶ τὴν ἰδανικὴεἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἴχαμε ἕναν ἐγωιστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ τελώνης. Ἐξετάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του.Ὁ φαρισαῖος ἔβλεπε ὅλο ἀρετές· ὁ τελώνης βλέπει ὅλο ἁμαρτίες.


πὸ τὰ χείλη τοῦ φαρισαίου ἔβγαινε ἕνα εὐχαριστῶ γεμᾶτο αὐταρέσκεια· ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τελώνη βγαίνει ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13) γεμᾶτο πόνο καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ἐκόμπαζε, τοῦτος χτυπᾷ τὰ στήθη του. Ἐκεῖνος δὲν ἔνιωθε ποιόν ἔχει ἀπέναντί του, τοῦτος νιώθει ὅτι ἀπέναντί του εἶνε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἅγιος καὶ τέλειος, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Νιώθει πὼς εἶνε ἕνας ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἁμαρτωλός. Οὔτε κἂν τὰ μάτια του σηκώνει. Πῶς τὰ βλαμμένα μάτια ν᾿ ἀντικρύσουν τὸν ἥλιο; καὶ πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἅγιο Θεό; Πονεῖ, κλαίει, ὀδύρεται, χτυπᾷ τὰστήθη του καὶ φωνάζει· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ὦ καρδιὰ ταπεινή, ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψητοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του!


Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σὰν ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακουότανἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ περισσότερο ὁ φαρισαῖος. Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσευχή του.Ἡ ταπείνωσι τοῦ τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σήμερα , ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν φαρισαῖοι καὶ τελῶνες. Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦν. Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕφος ὑπερήφανο, μὲ παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν.


Πόσες δὲν ἔρχονται ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὸ φόρεμα, τὸ ἐπανωφόρι, τὰ βραχιόλια τους, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ θαυμασμό,νὰ γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δὲν λένε «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, γιατὶ εἴμαστε καλύτεροι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους»! Πόσοι δὲν λένε, ὅτι,''Ἐγὼ εἶμαι καλὸς χριστιανός''! Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ λέει, Παναγία μου σῶσε με,στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!…Ἀπευθύνομαι στοὺς φαρισαίους.




Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς δάγκασε καὶ νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸς εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε καὶ πῆτε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσο ὕψος ἀρετῆς κι ἂν φθάσετε, σὲ κάτι θὰ ὑστερῆτε. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10. Α΄ Πέτρ. 5,6) .Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34. Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5).



*Εκ του ιστολογίου <<Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σέ ναό πιθανόν τῶν Ἀθηνῶν τήν 2-2-1958. Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF