ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ




Τότε ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις ἀπέστειλεν εἰδικὴν ᾿Επιτροπὴν εἰς Κωνσταντινούπολιν, 

ὅπως διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν ἐκκλησιαστικὴν χειραφέτησιν, 

καὶ τὴν ἐκχώρησιν τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον Αὐτοκέφαλον Σερβικὴν ᾿Εκκλησίαν.



᾿Αλλά, καθ᾿ ὅν χρόνον διήρκουν αἱ διαπραγματεύσεις, ἐξερράγη ὁ Πανευρωπαϊκὸς Πόλεμος,

 ὅστις ἐξηνάγκασε τοὺς Σέρβους νὰ ἐγκαταλείψωσι τὴν ἐπαρχίαν μου, καταληφθεῖσαν ὑπὸ τοῦ

 Γερμανοβουλγαρικοῦ στρατοῦ. 

Τότε ἤρχισαν νέαι δοκιμασίαι τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν ἐπὶ Βουλγαρικῆς Κατοχῆς,

 ἢτις ἐνέσπειρε τὴν φρίκην καὶ τὸν τρόμον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Μοναστηρίου, 

ὡς ἐκ τοῦ προηγουμένου ἀνταγωνισμοῦ ῾Ελλήνων καὶ Βουλγάρων ἐπὶ Τουρκικῆς κυριαρχίας ἐν Μακεδονίᾳ.


᾿Αλλ᾿ ἡ στάσις τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν καὶ ἐπὶ τῆς κυριαρχίας τῶν Βουλγάρων ἐν Μοναστηρίῳ ἦτο τοιαύτη, ὥστε κατώρθωσεν αὕτη διὰ τῆς συνέσεως καὶ ἀνεπιλήπτου διαγωγῆς της νὰ περισώσῃ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴν παρακαταθήκην τῆς ῾Ελληνικῆς Μητροπόλεως καὶ ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Βουλγάρων, ἀνέκαθεν ἐποφθαλμιώντων τὴν ᾿Ορθόδοξον ῾Ελληνικὴν ταύτην κληρονομίαν. Οὕτως ἡ Μητρόπολις ἡμῶν καὶ ἐπὶ Βουλγαρικῆς κατοχῆς ἔμεινεν ἄγρυπνος φύλαξ καὶ φρουρὸς τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς παρακαταθήκης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ, ἢν ἐκρατήσαμεν, ἐκθέσαντες εἰς κίνδυνον καὶ αὐτὴν τὴν ζωὴν ἡμῶν κατὰ τὴν κρίσιμον ἐκείνην πολεμικὴν ἐποχήν. ῾Οπόσας τῷ ὄντι θλίψεις καὶ πικρίας ἐδοκιμάσαμεν κατὰ τὴν κρίσιμον ἐκείνην ἐποχήν, ὅπως διατηρήσωμεν σῶα καὶ ἀλώβητα τὰ δίκαια τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς καὶ ᾿Εθνικῆς ἡμῶν παρακαταθήκης, ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει, καὶ οἱ πρόκριτοι τῆς ῾Ελληνικῆς ᾿Ορθοδόξου Κοινότητος Μοναστηρίου. 


Η ΠΑΛΙΜΒΟΥΛΟΣ καὶ παλίντροπος τύχη τοῦ πολέμου ἔφερεν ἐκ δευτέρου εἰς τὸ Μοναστήριον τὸν Σερβικὸν στρατόν, ὅστις, βοηθούμενος ὑπὸ τοῦ συμμάχου Γαλλικοῦ στρατοῦ, κατέλαβε τὴν πόλιν τοῦ Μοναστηρίου, ἀπωθήσας τὸν Γερμανοβουλγαρικὸν στρατὸν εἰς τὰ ἄνωθεν τοῦ Μοναστηρίου ὑψώματα τοῦ Τυρνόβου καὶ τοῦ Μεγαρόβου. Τότε ἡ θέσις, οὐ μόνον τῆς Μητροπόλεως, ἀλλὰ καὶ ἁπάντων τῶν κατοίκων Μοναστηρίου ἀπέβη αὐτόχρημα τραγική. Διότι ὁ Γερμανοβουλγαρικὸς στρατός, ἔχων ὡς στόχον βολῆς τὴν πόλιν τοῦ Μονα- στηρίου, διημφισβήτει πεισματωδῶς τὴν κατοχὴν τοῦ Μοναστηρίου ὑπὸ τοῦ Γαλλοσερβικοῦ στρατοῦ, ὀχυρωθέντος ἐν τῇ πόλει. Καὶ οὕτως ὁ ἄοπλος πληθυσμὸς τοῦ Μοναστηρίου, ὅστις ἐγένετο στόχος βολῆς ὑπὸ τῶν Γερμανοβουλγαρικῶν τηλεβόλων, ἠναγκάσθη πρὸς διάσωσιν τῆς ζωῆς αὐτοῦ νὰ τραπῇ πρὸς νότον, καὶ ἄλλος νὰ ὀχυρωθῇ εἰς τὰ βαθύτερα ὑπόγεια τῶν οἰκιῶν, ἅτινα ἐχρησίμευσαν ὡς στρατιωτικὰ ὑπόσκαπτα καὶ καταφύγια τῶν πολιτῶν. 


῾Η τραγικὴ καὶ ἐπικίνδυνος αὕτη κατάστασις διήρκεσεν ἐπὶ ἕν ἔτος σχεδόν, καθ᾿ ὅ ἡ πόλις τοῦ Μοναστηρίου καθ᾿ ἑκάστην ἐδέχετο καταιγισμὸν Γερμανοβουλγαρικῶν ὀβίδων καὶ βομβῶν τῶν ἐχθρικῶν ἀεροπλάνων. Δὲν παρήρχετο δὲ ἡμέρα, χωρὶς νὰ θρηνήσωμεν καὶ θύματα ἀθώων καὶ ἀόπλων πολιτῶν. Καὶ ὑπὸ τὰς τραγικὰς καὶ ἐπικινδύνους ταύτας συνθήκας, αἵτινες ἐφυγάδευσαν πάντα, δυνάμενον νὰ ἀσφαλίσῃ τὴν ζωὴν αὐτοῦ, ἡ Μητρόπολις ἡμῶν οὐ μόνον παρέμενεν εἰς τὴν θέσιν Της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῆς καθηκόντων ποσῶς δὲν παρημέλησεν, οὐδὲ διέκοψε ποτὲ τὴν λειτουργίαν ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, καθ᾿ ὅν χρόνον ἐξαπίνης ἤρχιζεν ὁ βομβαρδισμὸς τῆς πόλεως. Τοιαύτη ὑπῆρξεν ἀνδρικὴ καὶ θαρραλέα ἡ στάσις τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν, ἢτις καὶ κατὰ τὴν ἐπικίνδυνον τοῦ πολέμου καμπὴν παραμείνασα ἐν τῇ θέσει Της, παρηγόρει καὶ ἐνίσχυε πολλαχῶς τοὺς ἐν μέσῳ τοσούτων κινδύνων διαβιοῦντας ἐν τῇ πόλει Χριστιανούς, ἐπιδειξαμένοις καὶ τούτοις τοιαύτην ψυχραιμίαν καὶ ἀφοβίαν εἰς τοὺς κινδύνους, ὥστε νὰ προκαλέσωσι καὶ οὗτοι τὸν θαυμασμὸν καὶ τὴν κατάπληξιν τῶν Γάλλων στρατιωτῶν. 


᾿Εφ᾿ ᾧ καὶ ἡ Μητρόπολις ἡμῶν, διὰ τὴν ἀνδρικὴν καὶ ᾿Εθνικὴν αὐτῆς στάσιν ἐν τῇ κρισίμῳ ἐκείνῃ ἐποχῇ, ἐδέχθη τὸν ἔπαινον τῆς ῾Ελληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ τὴν εὐαρέσκειαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦθ᾿ ὅπερ ἐνίσχυε καὶ ἐνεθάρρυνεν ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν. Βάσκανος ὅμως δαίμων, φθονήσας τὴν τοιαύτην ἡμῶν δόξαν καὶ τιμήν, διήγειρε τὰς ὑπονοίας τοῦ Γαλλικοῦ ἐπιτελείου, ὅπερ μὴ δυνάμενον νὰ ἐξηγήσῃ τὴν παραμονὴν ἡμῶν ἐν Μοναστηρίῳ ὑπὸ τοιαύτας ἐπικινδύνους συνθήκας, ὡς προερχομένην ἀπὸ αὐταπάρνησιν πρὸς τὸ καθῆκον, ἀπέδωκε ταύτην εἰς ἐλατήρια πολιτικά, καὶ ἔκτοτε ἤρχισεν ἡ κατασκοπεία τῶν Γάλλων κατὰ τῆς Μητροπόλεώς μου. Εἰς τοῦτο δυστυχῶς συνήργησαν καὶ ῞Ελληνες Βενιζελικοὶ ᾿Αξιωματικοί, οἵτινες ἐλθόντες ἐκ Φλωρίνης, καὶ φιλοξενηθέντες ἐν τῇ Μητροπόλει, διέβαλον εἰς τοὺς Γάλλους τὸν ῞Ελληνα Μητροπολίτην καὶ τὸν ᾿Αρχιδιάκονόν Του ᾿Αθηναγόραν, τὸν νῦν ᾿Αρχιεπίσκοπον ᾿Αμερικῆς, ὡς ἔχοντας φρονήματα Βασιλικά, καὶ οὕτω κατώρθωσαν οὗτοι νὰ ἀπομακρύνωσιν ἡμᾶς ἐκ Μοναστηρίου καὶ νὰ ῥίψωσιν εἰς τὰς φυλακὰς τῆς Θεσσαλονίκης ὑπὸ συνοδείαν Σενεγαλέζων Γάλλων στρατιωτῶν. 


ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ αἱ Σερβικαὶ ᾿Αρχαὶ εὗρον τὴν εὐκαιρίαν νὰ καταλάβωσι τὴν ῾Ελληνικὴν Μητρόπολιν καὶ τὴν ῾Ελληνικὴν ᾿Εκκλησίαν, εἰς ἢν ἐνεθρονίσθη ὁ τότε βοηθὸς ᾿Επίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου Σκοπίων καὶ νῦν Πατριάρχης τῆς Γιουγκοσλαυΐας Μακαριώτατος Βαρνάβας. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισιν ἡμῶν ἐκ τῶν Γαλλικῶν φυλακῶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἔνθα ἔμεινα ἐπί τινας ἡμέρας μεταξὺ τῶν κοινῶν καταδίκων καὶ ὑπέστην μυρίους ἐξευτελισμοὺς ἐκ μέρους τῶν Γάλλων δεσμοφυλάκων, ἀνεχώρησα εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὅπως ὑποστηρίξω τὰ δίκαια τῆς ἐπαρχίας μου παρὰ τῷ Πα- τριαρχείῳ. Καὶ μόλις ἀντίκρυσα τὰς πύλας τοῦ Πατριαρχείου, εἶδον αὐτὰς φρουρουμένας ὑπὸ ῾Ελλήνων Κρητῶν χωροφυλάκων, ὡς καὶ ῾Ελληνικὰς σημαίας, κυματιζούσας ὑπερηφάνως ἐπὶ τῶν Πατριαρχικῶν ἐπάλξεων. 


Βεβαίως τὸ ὅραμα τῶν ῾Ελλήνων Κρητῶν χωροφυλάκων καὶ τῶν ῾Ελληνικῶν σημαιῶν ἐχαροποίησε καὶ ἐνεθουσίασε καὶ ἐμέ, ὡς ᾿Ορθόδοξον ῾Ιεράρχην καὶ ἀκραιφνῆ ῞Ελληνα, ἀλλ᾿ ἡ πολιτικὴ σύνεσις, ἢν ἀπέκτησα ἐν Μοναστηρίῳ ἐν μέσῳ τόσων Δυνάμεων Κατοχῆς κατὰ τὰ πέντε ἐμπόλεμα ἔτη ἀφ᾿ ἑνός, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ ἰδέα, ἢν ἔχω περὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς Πανορθοδόξου Πνευματικοῦ Κέντρου, μὲ ὤθησαν νὰ ἐκφράσω καὶ δισταγμοὺς τινὰς διὰ τὴν τοιαύτην στάσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μεταβληθέντος εἰς μίαν πολιτικὴν λέσχην τοῦ Βενιζελισμοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει. Καὶ οὕτως ἐτόλμησα εἰς ἕν περιβάλλον ἀπὸ ᾿Αρχιερεῖς καὶ λαϊκοὺς τοῦ Πατριαρχείου ὑπαλλήλους, Βενιζελικοὺς μέχρις ἀηδίας, νὰ εἴπω τὰ ἑξῆς περὶ τῆς πολιτικῆς τοῦ κ. Βενιζέλου: «᾿Ανεξαρτήτως τῆς μεγάλης ἤ μὴ πολιτικῆς τοῦ κ. Βενιζέλου, ἢν θὰ δείξῃ ὁ χρόνος, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἔχει ἐν τῇ παγκοσμίῳ χριστιανικῇ συνειδήσει τὴν θέσιν του, ὡς Πνευματικοῦ Κέντρου, καὶ δὲν ἔπρεπε κατὰ τὴν ταπεινὴν γνώμην μου, καθ᾿ ὅν χρόνον κυματίζει ἀκόμη ἡ Τουρκικὴ σημαία ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ αἱ σύμμαχοι δυνάμεις τῆς κατοχῆς ἀναγνωρίζουσιν, ἔστω καὶ σκιωδῶς, τὴν Τουρκικὴν κυριαρχίαν, τὸ Πατριαρχεῖον δὲν ἔπρεπε νὰ κηρύξῃ ἐπανάστασιν κατὰ τῆς Τουρκίας, ἐφ᾿ ὅσον ὁ πόλεμος ἀκόμη διαρκεῖ, καὶ οὐδεὶς γινώσκει ἀσφαλῶς ὁποῖον τέλος θὰ ἔχῃ οὗτος. ῾Ο πόλεμος ἔχει πολλὰ τὰ ἀπρόοπτα. Καὶ ἄν, ὅ μὴ γένοιτο, ἕν ἐπὶ τοῖς χιλίοις, ἡ Τουρκία ἀνακτήσῃ πλήρη τὴν Κυριαρχίαν Αὐτῆς, τότε τί θὰ γίνῃ τὸ Πατριαρχεῖον καὶ τὰ προνόμια αὐτοῦ;» Καὶ πρὶν ἤ τελειώσω τὴν φράσιν μου, ἐδέχθην καταιγισμὸν ὅλον ἐπικρίσεων καὶ καταιωνισμὸν εἰρωνειῶν καὶ δηκτικῶν σαρκασμῶν ἐκ μέρους ὅλων τῶν Βενιζελικῶν. 


Τὴν ἐπιοῦσαν καλοῦμαι ὑπὸ τοῦ ῾Αγίου Τοποτηρητοῦ τοῦ χη- ρεύοντος τότε Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τοῦ ἀειμνήστου ῾Αγίου Προύσης κυρίου Δωροθέου Μαμμέλη, καὶ πληροφοροῦμαι παρ᾿ αὐτοῦ, ὅτι ὁ ῞Ελλην ῾Αρμοστὴς ἐν Κων/πόλει, ὁ ἀείμνηστος Κανελλόπουλος, ἐζήτησε τηλεφωνικῶς παρ᾿ Αὐτοῦ τὴν ἐξορίαν μου ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει, διότι διατρέχει δῆθεν κίνδυνον ἡ ζωή μου, τολμήσαντος νὰ ἐκστομίσω τοιαύτας ἀπαισίας σκέψεις καὶ γνώμας περὶ τῆς πολιτικῆς τοῦ κυρίου Βενιζέλου καὶ τοῦ Πατριαρχείου, ἅς ἀπέδωκεν οὗτος εἰς τὴν ἔμπνευσιν τῶν Βασιλικῶν φρονημάτων μου. ᾿Οφείλω νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Τοποτηρητὴς μοὶ ἐξέφρασε τὴν λύπην του, διότι ἐδημιουργήθη περὶ ἐμὲ μία τοιαύτη ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα, καὶ μὲ παρεκάλεσεν, ὅπως ζητήσω παρὰ τῆς Συνόδου τὴν ἄδειαν νὰ μεταβῶ εἰς ῞Αγιον ῎Ορος, διὰ τὸ καλὸν ἐμοῦ καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία, μοῦ εἶπεν οὗτος, δὲν ἔχει κανένα λόγον νὰ διάκει- ται δυσμενῶς πρὸς Σέ, σχόντα μάλιστα ἔναγχος καὶ τὴν πλήρη εὐαρέσκειάν Της διὰ τὴν ᾿Αρχιερατικήν Σου δρᾶσιν ἐν Μακεδονίᾳ, καὶ τὴν γενναίαν καὶ μεγαλόψυχον στάσιν Σου ἐν Μοναστηρίῳ κατὰ τὴν κρίσιμον καὶ ἐπικίνδυνον τοῦ πολέμου ἐποχήν. 


Ταῦτα εἰπὼν ὁ ῞Αγιος Τοποτηρητής, μοὶ ἐνεχείριζε καὶ ἑπτὰ χιλι- άδας χρυσᾶ φράγκα, ἅτινα ὑπὸ τύπον ἀποζημιώσεώς μου προσφέρει, ὡς μοὶ εἶπεν, ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις, ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς προσαρτήσεως τῆς ἐπαρχίας μου εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον Σερβικὴν ᾿Εκκλησίαν. Πρὸς τὸν ῞Αγιον Τοποτηρητὴν ἀπαντήσας εἶπον, ὅτι ἐγὼ μὲν θὰ κάμω καὶ αὐτὴν τὴν θυσίαν χάριν τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ θὰ ζητήσω ἄδειαν νὰ μεταβῶ εἰς ῞Αγιον ῎Ορος, ἀλλ᾿ εὔχομαι εἰς τὸν Θεόν, ὅπως οἱ δισταγμοὶ καὶ οἱ φόβοι, οὕς ἐξέφρασα διὰ τὸ μέλλον τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὴν τύχην τῶν προνομίων αὐτοῦ, μὴ ἐπαληθεύσωσιν. ῞Οσον δ᾿ ἀφορᾷ τὰ τριακόσια πεντήκοντα εἰκοσάφραγκα, ἅτινα μοὶ προσφέρει ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις, ταῦτα εἶπον δὲν δέχομαι, ἀλλὰ δωροῦμαι εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἀνθ᾿ ἧς ἔτυχον μορφώσεως καὶ ἀγωγῆς. Καὶ οὕτω, λαβὼν κανονικὴν ἄδειαν, ἀνεχώρησα, ἐπιτηρούμενος πάντοτε ὑπὸ τῆς μυστικῆς ᾿Αστυνομίας μέχρι τῆς ἀφίξεώς μου ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει καὶ τῆς ἐγκαταστάσεώς μου ἐν Μυλοποτάμῳ, ὅν παρεχώρησεν ἡ ῾Ιερὰ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας πρὸς κατοικίαν μου. 


᾿Εξ ῾Αγίου ῎Ορους δὲν ἀνεχώρησα, παρὰ μόνον, ὅταν ἐπανῆλθεν ὁ ἐξόριστος Βασιλεὺς Κωνσταντῖνος εἰς τὴν ῾Ελλάδα, ὁπότε ἤνοιξε νέον στάδιον, δι᾿ ἐμέ, θεωρούμενον ὡς εὔνουν πρόσωπο τῆς Αὐλῆς, ὑπὲρ ἧς ἐκακοπάθησα, καὶ ὡς σημαίνοντα παράγοντα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπὲρ ἧς ὑπέστην τὴν ἑκούσιον ἐξορίαν ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς καὶ πάλιν ὁ βάσκανος δαίμων ἐφθόνησε καὶ πάλιν τὴν ἐπιτυχίαν μου ταύτην, διότι ἡ Βασιλικὴ εὔνοια πρὸς ἐμὲ ἐκίνησε τὸν φθόνον τότε τῶν Συνοδικῶν, οἵτινες, παρ᾿ ὅλα τὰ δίκαια, ἅτινα εἶχον διὰ τὴν ᾿Αρχιερατικὴν δρᾶσιν μου ἐν Μακεδονίᾳ, νὰ συμπεριληφθῶ μεταξὺ τῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν χηρεύουσαν τότε ἕδραν τῆς Κερκύρας μὲ ἀπέκλεισαν, ὡς μὴ ἀνήκοντα εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς ῾Ελλάδος, καίτοι ὑπῆρχε νόμος, ἐπιτρέπων τὴν ἀποκατάστασιν ᾿Αρχιερέως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀπολέσαντος λόγῳ πολέμου τὴν ἐπαρχίαν μου, ἔν τινι κενῇ ἐπαρχία τῆς παλαιᾶς ῾Ελλάδος. ᾿Εξ αἰτίας τῆς πρὸς ἐμὲ ἀδικίας ταύτης τῆς Συνόδου τῆς ῾Ελλάδος, ἡ Κυβέρνησις ἠκύρωσε τότε τὰς γενομένας προτάσεις ὑπὸ τῆς Συνόδου διὰ τὴν πλήρωσιν τῶν κενῶν ἑδρῶν τῆς Κερκύρας, τῆς Χαλκίδος, τῆς Κορινθίας καὶ τῆς ᾿Ηλείας. 


ΕΝ ΤΟΥΤΩ τῷ μεταξὺ ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐν Κων/πόλει ὁ ἐν ᾿Αμερικῇ ὑπὲρ τοῦ Βενιζελισμοῦ προπαγανδίζων μετὰ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν, τότε ᾿Αρχιμανδρίτου ὄντος, Μελέτιος Μεταξάκης. Καὶ οὕτως ἄρχεται νέον στάδιον διωγμοῦ δι᾿ ἐμέ, ἀποφασίσαντα νὰ πράττω πάντοτε τὸ καθῆκον μου κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τῆς ᾿Αρχιερατικῆς συνειδήσεώς μου, συνεπείᾳ τῆς ἀντικανονικῆς ἐκλογῆς τοῦ Μελετίου εἰς τὸν θρόνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.῞Αμα ὡς ἠγγέλθη ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μελετίου, συνῆλθον ὅλοι οἱ ῾Ιεράρχαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου οἱ ἐν ταῖς νέαις Χώραις τῆς ῾Ελλάδος, περὶ τοὺς ἑξήκοντα περίπου, ἐν Θεσσαλονίκῃ ὑπὸ τὴν Προεδρίαν τοῦ πρώτου τῇ τάξει τοῦ τότε Μητροπολίτου Κυζίκου καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου Κωνσταντίνο, καὶ ἐκήρυξαν ἄκυρον καὶ ἀντικανονικὴν τὴν ἐκλογὴν τοῦ Μελετίου. ῾Η ἀπόφασις αὕτη τῆς Συνόδου τῆς Θεσσαλονίκης ἀνεκοινώθη εἰς τὸν Μελέτιον, ἐν ᾿Αμερικῇ εἰσέτι ὄντα, καὶ παρεκλήθη οὗτος, ὅπως χάριν τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας μὴ ἀποδεχθῇ τὴν ἐκλογήν του, ὡς ἄκυρον καὶ ἀντικανονικήν. ᾿Αλλ᾿ ἐκεῖνος, οὐδεμίαν προσοχὴν δοὺς εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔκκλησιν ταύτην τῆς Συνόδου, ἔσπευσε νὰ μεταβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ νὰ ἐνθρονισθῇ ἐν τῷ Πατριαρχείῳ, ὡς νόμιμος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. 


Καὶ ἐκ τοῦ Θρόνου Του ἐξαπέλυσε μίαν ἐγκύκλιον πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Θεσσαλονίκης, δι᾿ ἧς ἐζήτει ᾿Επιτροπὴν ἐξ Αὐτῆς, ἵνα συζητήσῃ μετ᾿ αὐτῆς τὴν Κανονικότητα ἤ μὴ τῆς ἐκλογῆς του εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον. ᾿Αλλ᾿ ἐν τῷ μεταξύ, ἐπελθούσης τῆς πολιτικῆς μεταβολῆς ἐν ῾Ελλάδι διὰ τῆς καταρρεύσεως τοῦ πολεμικοῦ μετώπου τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, τὴν Κυβέρνησιν τοῦ Βασιλέως, ἐξορισθέντος ἐκ δευτέρου, διεδέχθη ἡ ἐπαναστατικὴ Κυβέρνησις Πλαστήρα, μὲ ῾Υπουργὸν τῆς Παιδείας καὶ τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν τὸν κύριον Σιώτην, ἰατρὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ πρόεδρον τῆς ἐκεῖ Βενιζελικῆς παρατάξεως. Οὗτος ἀμέσως ἐτηλεγράφησεν εἰς τὸν Μελέτιον, ὅτι τοὺς ἀποκηρύξαντας αὐτὸν ᾿Αρχιερεῖς τῶν νέων Χωρῶν θὰ προσαγάγῃ δεσμίους πρὸ τῶν κρασπέδων τοῦ θρόνου Του. ῎Οντως ὅλοι οἱ ᾿Αρχιερεῖς, οἱ κηρύξαντες ἐν Συνόδῳ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Μελετίου ἄκυρον, ἔσπευσαν, ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως Πλαστήρα, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Μελέτιον, ὡς Κανονικὸν Πατριάρχην καὶ νὰ ζητήσωσι τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας Αὐτοῦ. 


Εὐτυχῶς, ὅτι ὑπῆρξαν καὶ δύο ᾿Αρχιερεῖς, οἵτινες, μνήμονες τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν θεσμίων καὶ τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως πρὸς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν θείων καὶ ῾Ιερῶν Κανόνων, ἠρνήθησαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Μελέτιον, μείναντες πιστοὶ εἰς τὴν προτέραν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἢν μόνη ἡ ῾Ιεραρχία τοῦ Θρόνου, εἰς Σύνοδον συνερχομένη, ἐδικαιοῦτο νὰ ἀναθεωρήσῃ καὶ τροποποιήσῃ, καὶ ὄχι εἷς ἕκαστος ῾Ιεράρχης ἰδιαιτέρως ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῆς Πολιτικῆς ᾿Εξουσίας. Οἱ δύο οὗτοι ᾿Αρχιερεῖς εἶναι ὁ νῦν ῞Αγιος ᾿Ελευθερουπόλεως κύριος Σωφρόνιος Σταμούλης, καὶ ὁ γράφων, ὅστις, κληθεὶς τότε διὰ τοῦ ῾Αγίου Καβάλλας Χρυσοστόμου παρὰ τοῦ ῾Υπουργοῦ, καὶ προτραπεὶς ὑπ᾿ Αὐτοῦ μέχρις ἀπειλῆς, ὅπως ἀναγνωρίσω καὶ ἐγὼ τὸν Μελέτιον, ἠρνήθην διαρρήδην νὰ συμμορφωθῶ πρὸς τὴν σύστασιν, εἰς οὐδὲν λογισάμενος καὶ τὰς ἀπειλὰς Αὐτοῦ. Τότε πρὸς ἀποφυγὴν δευτέρας ἐξορίας μου ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει, προφθάσας, ἀνεχώρησα εἰς ᾿Αλεξάνδρειαν πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν ἐκεῖ συγ- γενῶν μου καὶ ἀνακούφισιν ἐκ τῶν στενοχωριῶν μου. ᾿Εν ᾿Αλεξανδρείᾳ διατελῶν, ἐδέχθην μίαν κλῆσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καλοῦντος με νὰ ἐμφανισθῶ ἐνώπιον τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, καὶ νὰ ἀπολογηθῶ, διότι δὲν ἀνεγνώρισα τὴν ἐκλογὴν τοῦ Μελετίου, ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. 


᾿Αλλ᾿ ὑφ᾿ ἅς συνθήκας διετέλουν, μὴ δυνάμενος νὰ ἐμφανισθῶ προσωπικῶς ἐνώπιον τῆς Συνόδου, ἀπέστειλα εἰς Αὐτὴν γραπτὴν ἀπολογίαν, δι᾿ ἧς ἐδικαιολόγουν ἐπὶ τῇ βάσει τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τὴν μὴ ἀναγνώρισιν τοῦ Μελετίου, ὡς Κανονικοῦ Πατριάρχου. Καὶ ἐνῷ ὁ τελευταῖος οὗτος ἡτοιμάζετο νὰ μὲ δικάσῃ ἐρήμην καὶ νὰ μὲ καθαιρέσῃ, ἐξεδιώχθη τοῦ Θρόνου ὑπὸ τῶν Τούρκων, ὡς ἀναμιχθεὶς σκανδαλωδῶς, παρὰ τὴν πνευματικὴν ἀποστολήν του, εἰς τὴν ἀντιτουρκικὴν πολιτικήν. 


Καὶ οὕτως ἐσώθην τότε τῇ τοῦ Κυρίου οἰκονομίᾳ μιᾶς ἀδίκου καταδίκης, ἵνα ὑποστῶ νῦν ταύτην ἔτι ἀδικώτερον. Τοιοῦτον ὑπῆρξεν ἐν γενικαῖς γραμμαῖς τὸ παρελθόν μου μέχρι τῆς ἀποκαταστάσεώς μου ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Φλωρίνης, ἢν ποιμάνας θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ καὶ τῇ χάριτι τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐπὶ ἑξαετίαν, παρητήθην ταύτης οἰκειοθελῶς διὰ λόγους ὑγείας, ἵνα ἀφιερώσω τὰς ὑπολειπομένας δυνάμεις μου πάλιν ὑπὲρ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἱερουργῶν καὶ κηρύττων ἀδαπάνως τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐν ᾿Αθήναις καὶ ἀλλαχοῦ. 



Κατόπιν ἑνὸς τοιούτου παρελθόντος μου ἐν τῇ ἐνεργῷ ὑπηρεσίᾳ, δύναταί τις λογικῶς 

καὶ δικαίως κρίνων με, νὰ ἀμφιβάλλῃ ὅτι ἐγώ, μετὰ τὴν ἔξοδόν μου ἐκ τῆς ἐνεργοῦς ὑπηρεσίας

 καὶ περὶ τὰς δυσμὰς τοῦ βίου, δὲν θὰ προέβαινον εἰς ἕν τοιοῦτον μέγα καὶ τολμηρὸν διάβημα,

 ἄν τοῦτο δὲν μοὶ τὸ ἐπέβαλλεν ἡ ᾿Αρχιερατική μου συνείδησις; 

Τί δὲ νὰ εἴπω, ὅσον ἀφορᾷ τὴν κατάπτυστον συκοφαντίαν τοῦ Μακαριωτάτου, ὅτι προήχθην

 εἰς τοῦτο μετὰ τῶν λοιπῶν συναγωνιστῶν μου, ἵνα ἐξυπηρετήσωμεν προσωπικὰ πάθη κατ᾿ αὐτοῦ

 καὶ διεκδικήσω τὴν ἱκανοποίησιν ἐγωϊστικῶν βλέψεων καὶ σκοπῶν, ἀφοῦ ὅλον μου τὸ παρελθὸν

 ἐγγυᾶται περὶ τῶν ἁγνῶν καὶ εὐγενῶν ἐλατηρίων τῆς ὅλης ᾿Αρχιερατικῆς μου Πολιτείας; 

Β' Μέρος

 Τελευταίο



Περιοδικό «᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία»
 ἀριθ. 18-21, ᾿Ιανουάριος- Δεκέμβριος 1990, σελ. 119-136
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα της 
''Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής''
 της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
 Όλο το κείμενο μαζί με τις παραπομπές του μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.



Άγιος Χρυσόστομος ο νέος Ομολογητής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF